Χαίροντες στον «Καλόν Αγώνα» της Πίστεως
Υπό Βάινο Παλλάρι
ΜΕΓΑΛΩΣΑ στη Φιλλανδία, μια χώρα που αποτελείται κατά 92 τοις εκατό από Λουθηρανούς. Όταν έγινα Χριστιανός Μάρτυς του Ιεχωβά το 1930, άρχισε ν’ απειλήται η θέσις μου ως δημοδιδασκάλου.
Αυτό ωφείλετο στο ότι οι σπουδασταί των Γραφών, όπως ήσαν τότε γνωστοί οι Μάρτυρες, εθεωρούντο ως Κομμουνισταί και τους είχε λεχθή ότι θα τους έστελναν στη Ρωσία. Αυτή την απειλή μού έκαμε το συμβούλιο του δημοτικού σχολείου που εργαζόμουν, αν δεν εγκατέλειπα εκουσίως την περιοχή του σχολείου.
Εγώ, όμως, αρνήθηκα να εγκαταλείψω την εργασία μου. Τότε το συμβούλιο του σχολείου προσπάθησε να με αναγκάση να υποσχεθώ ότι δεν θα πηγαίνω από σπίτι σε σπίτι κηρύττοντας μια «νέα δοξασία» που δεν μπορούσε να την ανεχθή η κοινότης. Εγώ βέβαια δεν μπορούσα να δώσω μια τέτοια υπόσχεσι· πραγματικά, ο σκοπός μου ήταν να έλθη η μέρα που να κηρύττω τα αγαθά νέα της βασιλείας του Θεού ολοχρονίως.
Κατόπιν, το συμβούλιο του σχολείου προφανώς επηρέασε τους γονείς των μαθητών μου. Προσπάθησαν να κάμουν τους μαθητάς ν’ απεργήσουν. Αλλ’ ούτε ένας μαθητής δεν εγκατέλειψε το σχολείο.
Τελικά, αφού ματαιώθηκαν οι προσπάθειές των να με απολύσουν, το συμβούλιο του σχολείου κατήργησε απλώς τη θέσι που κρατούσα. Εν τούτοις, αυτή η ενέργεια μού εξασφάλισε ένα σημαντικό εισόδημα. Δεν έφερα καμμιά αντίρρησι, διότι η οικονομική βοήθεια απλώς θα με βοηθούσε ν’ αρχίσω το ολοχρόνιο έργο του κηρύγματος, που ήταν ο αντικειμενικός μου σκοπός. Η ευκαιρία που περίμενα παρουσιάσθηκε και επωφελήθηκα χαίροντας που επιτέλους μπορούσα ν’ αφιερώσω όλες μου τις δυνάμεις στον ‘καλόν αγώνα’ της πίστεως, όπως έκαμε ο απόστολος Παύλος.—2 Τιμ. 4:7
Επίσης, εκείνον περίπου τον καιρό έλαβα μια επιστολή από την Εταιρία Σκοπιά, που ζητούσε να βοηθήσω στην οργάνωσι του έργου του κηρύγματος από σπίτι σε σπίτι. Ήταν ένας πολύ χαρούμενος καιρός. Ήμουν στο έργο του κηρύγματος με τους Χριστιανούς αδελφούς μου κάθε μέρα και είχαμε συναθροίσεις το βράδυ, κι εν τούτοις, αυτό δεν μου φαινόταν πολύ κουραστικό.
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Το 1939 τα απειλητικά νέφη του πολέμου συγκεντρώθηκαν στον ορίζοντα. Ο λαός της Φιλλανδίας βρισκόταν σε μια ανήσυχη κατάστασι. Επειδή οι Χριστιανοί μάρτυρες του Ιεχωβά ήσαν ουδέτεροι στις πολιτικές υποθέσεις, οι άλλοι τους έβλεπαν με δυσμένεια και δεν μπορούσαν πια να κάνουν το έργο τους ελεύθερα. Η πρώτη δικαστική υπόθεσις εναντίον των Μαρτύρων άρχισε προτού ξεσπάση πραγματικά ο πόλεμος. Σε μια περίπτωσι, ενώ διέθετα το Γραφικό βιβλιάριο Κυβέρνησις και Ειρήνη στην πόλι Τουρκού, περικυκλώθηκα από την αστυνομία και κατηγορήθηκα για «παράνομον έργον γυρολόγου,» που κατέληξε σε δικαστική αγωγή.
Στη διάρκεια του πολέμου είχαμε συνεχείς δικαστικές υποθέσεις και το έργο του κηρύγματος απαγορεύθηκε επισήμως. Μας θεωρούσαν ως κομμουνιστάς, πράγμα που εκείνον τον καιρό ήταν το χειρότερο που θα μπορούσε να φαντασθή κανείς. Επειδή η Εταιρία Σκοπιά είχε τεθή σε απαγόρευσι, δεν μπορούσαν να γίνωνται συναθροίσεις· αλλ’ αυτές διεξήγοντο επ’ ονόματι ενός ιδιώτου Χριστιανού. Αυτό ήταν δυνατόν να γίνη διότι ο νόμος περί ελευθερίας της θρησκείας ήταν ακόμη εν ισχύι ακόμη και στη διάρκεια του πολέμου.
Η υγεία μου ποτέ δεν ήταν καλή και γι’ αυτό με απήλλαξαν από τη στρατιωτική υπηρεσία. Έτσι μπόρεσα να συνεχίσω το ολοχρόνιο έργο του κηρύγματος, για το οποίο ήμουν βαθειά ευγνώμων στον Ιεχωβά.
Το να εργάζεται κανείς ως επίσκοπος περιοχής στη διάρκεια του πολέμου περιελάμβανε πολλές αγωνιώδεις στιγμές. Επειδή η Σκοπιά και η Παρηγοριά (τώρα Ξύπνα!) είχαν απαγορευθή, έπρεπε να μεταφέρωμε όλη την πολυγραφημένη πνευματική τροφή μέσα σε μια βαλίτσα. Αυτό ήταν επικίνδυνο, διότι η στρατιωτική αστυνομία συχνά ερευνούσε τις βαλίτσες των ταξιδιωτών για να δη αν είχαν βούτυρο (όλες οι τροφές ήσαν με δελτίο) ή άλλα «απαγορευμένα είδη ταξιδιού.»
Σε μια περίπτωσι είχα πολλά πολυγραφημένα περιοδικά της Σκοπιάς στη τσάντα μου κι ένας στρατιωτικός αστυνομικός ρώτησε τι ήσαν αυτά. Απήντησα ότι ήσαν έντυπα της Γραφής που δίνονται στους ανθρώπους για να τα διαβάσουν. Ευτυχώς ήταν βιαστικός και δεν είχε καιρό να εξετάση περισσότερο το ζήτημα. Αν εξήταζε τα έντυπα που μετέφερα, ασφαλώς θα με συνελάμβανε.
Ένα πράγμα που δοκιμάζαμε συχνά ήσαν οι βομβαρδιστικές επιδρομές στις πόλεις. Συχνά αναγκαζόμεθα να διακόπτωμε μια συνάθροισι για να πηγαίνωμε σ’ ένα αντιαεροπορικό καταφύγιο. Όταν βγαίναμε απ’ αυτά τα αντιαεροπορικά καταφύγια, βλέπαμε ολόγυρά μας πυρκαϊές αλλά τα σπίτια των Μαρτύρων σπανίως πάθαιναν ζημίες.
Το πιο τρομερό γεγονός της ζωής μου συνέβη στη διάρκεια της εντάσεως του πολέμου. Επέστρεφα στο σπίτι πολύ αργά τη νύχτα με το τραμ. Δύο ελαφρώς μεθυσμένοι στρατιώτες μπήκαν στο ίδιο τραμ και όταν με είδαν με πολιτική ενδυμασία ωργίσθηκαν. Μιλούσαν για μένα μεταξύ τους και έλεγαν ότι έπρεπε να ήμουν με στολή. Κατεβήκαμε στην ίδια στάσι κι εκείνοι με διέταξαν να σταματήσω.
Ο ένας απ’ αυτούς με ρώτησε γιατί έκανα φασαρία μέσα στο όχημα, πράγμα που εγώ φυσικά δεν είχα κάνει. Ξαφνικά, ο άλλος έβγαλε ένα μαχαίρι και είπε: «Τι θα έλεγες αν σε σκοτώναμε;» Προσπάθησα να τους εξηγήσω τις δυσάρεστες συνέπειες που θα είχαν αν το έκαναν αυτό, αλλ’ εκείνοι απήντησαν ότι υπέφεραν τόσο πολύ στο μέτωπο ώστε αδιαφορούσαν πια για οτιδήποτε τους συνέβαινε. Ξαφνικά ο στρατιώτης ύψωσε το μαχαίρι του με σκοπό να με χτυπήση. Τότε, με ταραγμένη την καρδιά τού κράτησα το χέρι, μολονότι δεν μπορούσα πραγματικά να τους αντισταθώ.
Αισθάνθηκα τον εαυτό μου αβοήθητο σ’ αυτή την κατάστασι και ψιθύρισα μια προσευχή στον Ιεχωβά, όπως έκανα στην διάρκεια όλου του επεισοδίου. Ως εκ θαύματος, ο στρατιώτης χαλάρωσε τη λαβή του και με άφησε να φύγω. Συνέχισα το δρόμο μου κλαίοντας από χαρά και ευχαριστώντας τον Ιεχωβά που έσωσε τη ζωή μου. Ήλθε στο νου μου η Βιβλική διαβεβαίωσις: «Ο Θεός ο αιώνιος είναι καταφυγή, και υποστήριγμα οι αιώνιοι βραχίονες.»—Δευτ. 33:27.
ΧΑΙΡΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ «ΚΑΛΟΝ ΑΓΩΝΑ» ΣΤΟ ΜΠΕΘΕΛ
Το 1942 έλαβα μια πρόσκλησι να υπηρετήσω στο Μπέθελ, στο Τμήμα της Εταιρίας Σκοπιά, όπου είχα από τότε πολλά προνόμια υπηρεσίας. Στη διάρκεια του πολέμου είχα την υπηρεσία της προμηθείας τροφίμων για την οικογένεια Μπέθελ, πράγμα που ήταν αλήθεια πολύ δύσκολο, διότι υπήρχε σοβαρή έλλειψις απ’ όλα τα πράγματα. Σε πολλές περιπτώσεις λαμβάναμε ό,τι χρειαζόμεθα κατά ένα σχεδόν θαυματουργικό τρόπο. Ήταν σαν να έπεφτε μάνα από τον ουρανό για να μας βοηθήση στη διάρκεια του δύσκολου καιρού του πολέμου.
Είχα, επίσης, το προνόμιο να χειρίζωμαι νομικές υποθέσεις. Παραδείγματος χάριν, πολλοί Μάρτυρες που δεν είχαν αμέσους κληρονόμους ήθελαν να χρησιμοποιηθή όλη η οικονομική τους περιουσία για την προώθησι του έργου του Ιεχωβά μετά τον θάνατό τους. Αλλά στη Φιλλανδία υπάρχει ένας νόμος που απαιτεί από τον κληρονόμο της διαθήκης να έλθη σε επαφή με όλους τους συγγενείς μετά τον θάνατον του διαθέτου. Αυτό απαιτούσε να έρχωμαι σε επαφή με όλους τους συγγενείς των αποβιωσάντων Χριστιανών αδελφών που είχαν κάμει τέτοιες διαθήκες, πράγμα που δεν ήταν εύκολο.
Είχαμε, επίσης, ένα συνεχή αγώνα με τη Φιλλανδική Ραδιοφωνική Εταιρία. Σχεδόν σε όλα τα θρησκευτικά δόγματα επετράπη να κάνουν ραδιοφωνήσεις, αλλά σ’ εμάς δεν επετράπη. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και μερικές φορές εγίνοντο επιθέσεις εναντίον του έργου του κηρύγματός μας.
Ένας σχολιαστής έκαμε ένα δυσμενές πρόγραμμα εναντίον των Μαρτύρων και με πολύ σκληρά Φιλλανδικά λόγια μάς έπληττε κάθε τόσο. Το πρόγραμμα είχε ταινιογραφηθή από πριν και μας επετράπη να το ακούσωμε πριν από την πραγματική παρουσίασι. Ένας άλλος Μάρτυς κι εγώ αγωνισθήκαμε γι’ αυτό το πρόβλημα επί μια εβδομάδα περίπου και κατωρθώσαμε να κάνωμε τον συντάκτη ν’ αφαιρέση τις βαρειές ύβρεις, αλλά και πάλι το πρόγραμμα ήταν πολύ κακό. Αμέσως μετά απ’ αυτό, λόγω της νευρικής εντάσεως, έπαθα εγκεφαλική συμφόρησι. Έχασα εν μέρει την όρασί μου και τη δύναμι του λόγου κι έχασα τελείως την ικανότητα να διαβάζω και να μετρώ.
Μετά από λίγες εβδομάδες στο νοσοκομείο, ανέρρωσα αρκετά καλά, αλλά αισθανόμουν ρίγη από τότε. Ο γιατρός μού συνέστησε να παύσω να εργάζωμαι και μου απηγόρευσε να καταβάλλω πολλή προσπάθεια για οτιδήποτε πράγμα. Χρειάσθηκε να επιβραδύνω τη δραστηριότητα μου για να συνεχίσω την υπηρεσία μου, αλλά μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι δεν έχασα αυτό που οι Φιλλανδοί ονομάζουν σίσου, δηλαδή θάρρος.
Έτσι, μερικές φορές εργαζόμουν ίσως σκληρότερα απ’ όσο έπρεπε, αλλά απελάμβανα την εργασία. Προσφάτως, είχα μια άλλη συμφόρησι που ήταν χειρότερη από την προηγούμενη. Η ομιλία μου, που επανήλθε αρκετά γρήγορα, τώρα φαίνεται να μη προχωρή καλά. Πάλι αναγκάσθηκα να χαλαρώσω, αλλά θέλω ακόμη να κάνω το καλύτερο που μπορώ για να μάχωμαι τον ‘καλόν αγώνα’ της πίστεως.
Ανατρέχοντας στα σαράντα τέσσερα χρόνια που δαπάνησα στην ολοχρόνια υπηρεσία του Θεού, μπορώ να πω ότι δεν θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω τη ζωή μου μ’ έναν καλύτερο τρόπο. Αυτή η ολοχρόνια υπηρεσία, την οποία μαθαίνει κανείς ν’ αγαπά ολοένα περισσότερο με το πέρασμα των ετών, είναι τόσο πλούσια σε ευλογίες ώστε κανένα έργο δεν μπορεί να παραβληθή μ’ αυτήν. Μολονότι η εργασία στο Μπέθελ, καθώς και στην υπηρεσία του αγρού, απαιτεί δύναμι, αποτελεί μια πηγή μεγάλης χαράς.
[Εικόνα στη σελίδα 526]
Το τμήμα της Εταιρίας Σκοπιά στη Φιλλανδία