Οι Πέντε Δεκαετίες μας Τηρήσεως Ακεραιότητας
Αφήγησις του Ραμόν Σερράνο
«ΡΑΜΟΝ, ήξερες ότι η Αγία Γραφή λέει ότι δεν έχομε αθάνατη ψυχή, και ότι δεν υπάρχει κόλασις;»
Η συνταραχτική αυτή δήλωσις που έγινε από μια αγράμματη υπηρέτρια, τη Φρανσίσκα Αρμπέκα, με καθήλωσε. Ήταν ένα σημείο στροφής στη ζωή του νεώτερου αδελφού μου, του Φρανσίσκο (Πάκο), και στη δική μου. Ήμουν 15 ετών τότε, το 1932.
Η μητέρα μας, μια ευσεβής γυναίκα, συνήθιζε να μας στέλνη στο κοντινό Βαπτιστικό σχολείο εδώ στη Βαρκελώνη της Ισπανίας. Εκεί, ο Κύριος Ροζέντο, δάσκαλος και πάστωρ, μας ενστάλαζε τις κλασικές Προτεσταντικές διδασκαλίες της αθανασίας της ψυχής και των βασάνων της κολάσεως. Η υπηρέτριά μας Φρανσίσκα, εξ άλλου, συναναστρεφόταν την τοπική ομάδα των Μαρτύρων του Ιεχωβά.
Σε λίγο η μητέρα μου άρχισε να μας παίρνη στις συναθροίσεις των Μαρτύρων του Ιεχωβά, που γίνονταν σ’ ένα ιδιωτικό σπίτι. Σε μια απ’ αυτές τις συναθροίσεις, μου έκανε βαθειά εντύπωσι η εξήγησις ότι ο Χριστός θα «καταργήση δια του θανάτου τον έχοντα το κράτος του θανάτου, τουτέστι τον διάβολον.» (Εβρ. 2:14) Αν ο Διάβολος πρόκειται να καταργηθή, συλλογίσθηκα, τότε πώς μπορούν τα βάσανα της κολάσεως να είναι αιώνια; Όταν αργότερα παρουσίασα αυτό το ερώτημα στον Κύριο Ροζέντο, ωργίσθηκε διότι δεν ήξερε τι να απαντήση.
ΑΡΧΙΖΕΙ ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ
Πεπεισμένοι ότι είχαμε Γραφικές αλήθειες που θα ωφελούνταν κι άλλοι να τις γνωρίσουν, ο Πάκο κι εγώ, με τη βοήθεια ενός άλλου Μάρτυρα, αρχίσαμε να κηρύττωμε «το ευαγγέλιον της βασιλείας» από σπίτι σε σπίτι. (Ματθ. 24:14) Ήμουν μόνο 17 ετών και ο Πάκο μόλις 13. Ενώ ο μεγαλύτερος αδελφός κάλυπτε την γειτονική πόλι Μπανταλόνα, εμείς συγκεντρώναμε τις προσπάθειές μας στη Βαρκελώνη, και στην Ταρράζα, μια πόλι που απείχε περίπου 31 χιλιόμετρα (19 μίλια). Αυτό σήμαινε μια περιοχή με 750.000 περίπου κατοίκους για τους δυο μας! Εν τούτοις, δεν απογοητευθήκαμε. Γνωρίζαμε ότι ήταν έργο του Κυρίου και προχωρήσαμε σ’ αυτό.
Τον ίδιο περίπου χρόνο αρχίσαμε να χρησιμοποιούμε το φωνογράφο με δίσκους των Βιβλικών ομιλιών του Αδελφού Ρόδερφορδ μεταφρασμένων στην Ισπανική γλώσσα. Μερικές φορές ο φωνογράφος έπαυε να λειτουργή προτού τελειώση ο δίσκος. Θυμάμαι ακόμη ότι ο Πάκο τον κούρδιζε ζωηρά, ως τα μισά της λειτουργίας του δίσκου, για να συνεχίζη να λειτουργή. Πώς άλλαξαν τα πράγματα σ’ αυτόν τον ηλεκτρονικό αιώνα!
ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΙΣΠΑΝΙΚΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Από το έτος 1930, η πολιτική κατάστασις στην Ισπανία έγινε πολύ ανώμαλη. Ο Βασιλιάς εξωρίσθηκε το 1931 και η χώρα κηρύχθηκε δημοκρατική. Αλλά ο πληθυσμός ήταν διηρημένος πάνω σ’ αυτό το ζήτημα και το πολιτικό μίσος υπέβοσκε κάτω από την επιφάνεια. Τον Ιούλιο του 1936, ξέσπασε ο φοβερός εμφύλιος πόλεμος και, εμείς που ήμαστε στην Καταλωνία, βρεθήκαμε στο δημοκρατικό, αντικληρικό τμήμα της χώρας. Παρά τις εχθροπραξίες, όμως, συνεχίσαμε τη δράσι του κηρύγματος από σπίτι σε σπίτι.
Μια μέρα, ενώ δίναμε μαρτυρία στην Όρτα, στα περίχωρα της Βαρκελώνης, μας έπιασε ένας Κομμουνιστής πολιτοφύλακας και μας πήγε στο τοπικό τμήμα για ανάκρισι. Τότε εγώ ήμουν 18 ετών και ο αδελφός μου 14. Την υπόθεσι χειρίσθηκε ένας τοπικός αξιωματικός, ο οποίος κατάσχεσε τα έντυπά μας και μας προειδοποίησε να μη χάνωμε το χρόνο μας κηρύττοντας. Σε μένα είπε ότι έπρεπε να είμαι στο μέτωπο πολεμώντας με τους συντρόφους. Αυτή ήταν η πρώτη πραγματική δοκιμασία μας εξ αιτίας του εμφύλιου πολέμου. Επειδή ήμαστε νεαροί, συγκλονισθήκαμε απ’ αυτή την πείρα, αλλά γνωρίζαμε ότι έπρεπε να συνεχίσωμε το κήρυγμα ‘του ευαγγελίου.’
Τότε—το έτος 1936—δεν είχαμε και τόσο σαφή άποψι της Χριστιανικής ουδετερότητας όπως έχομε σήμερα. (Ιωάν. 15:19) Αυτό το ζήτημα δεν είχε ξεκαθαρισθή στην Ισπανική Σκοπιά ως το Μάρτιο του 1940. Όλα όσα γνώριζα ήταν ότι, ως Χριστιανός, δεν μπορούσα να διαπράξω φόνο.—Έξοδ. 20:13.
Το 1937, σε ηλικία 19 ετών, έλαβα κλήσι για στρατιωτική υπηρεσία στο δημοκρατικό στρατό. Στην αρχή, για να αποφύγω τη συμμετοχή σ’ αυτή την αδελφοκτονία, κρύφτηκα. Ύστερα από οκτώ μήνες περίπου με ανακάλυψαν και δικάστηκα από το Δικαστήριο Κατασκοπείας και Εσχάτης Προδοσίας. Τέτοια ήταν η πολεμική ατμόσφαιρα ώστε οι γονείς μου ήσαν σίγουροι ότι θα μ’ εκτελούσαν, αλλά τελικά, καταδικάσθηκα σε 30 ετών φυλάκισι. Μετά από μερικούς μήνες φυλακίσεως, όμως, αποφυλακίσθηκα και με έστειλαν στο μέτωπο της επαρχίας Λέριντα. Τα πράγματα εκεί ήσαν σε ετοιμασία για μια μεγάλη μάχη.
Ο πρώτος διορισμός μου ήταν σε γραφείο, πράγμα που σήμαινε ότι δεν χρειαζόταν να χρησιμοποιήσω όπλα. Αυτή η κατάστασις γρήγορα άλλαξε όταν ο λόχος μας διατάχθηκε να πάη στο μέτωπο, κοντά σε μια μικρή πόλι που λεγόταν Σερός, στον ποταμό Σέγκρε. Τώρα, όπως και οι άλλοι στρατιώτες, βρέθηκα στη φωτιά της μάχης. Μια φορά, ενώ φυλαγόμουν από σφαίρες σ’ ένα ρηχό βαθούλωμα του εδάφους, υπήρχε στην κάθε πλευρά δίπλα μου ένας λοχίας που μου φώναζε να πιάσω ένα τουφέκι και ν’ αρχίσω να πυροβολώ. Αγνόησα τη διαταγή. Σε λίγα λεπτά και οι δύο σκοτώθηκαν επί τόπου.
Τελικά, η ομάδα μας άρχισε να υποχωρή και, ύστερα από τρεις εβδομάδες αιχμαλωτίσθηκε από Ιταλικά στρατεύματα της Ταξιαρχίας Λιττόριο, που πολεμούσε με του εθνικό στρατό του Φράνκο. Ως αιχμάλωτος ανακουφίσθηκα λίγο από την πίεσι να μετάσχω στον πόλεμο. Άρχιζε τώρα το έτος 1939 και με μετέφεραν σ’ ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως στο Ντέουστο της Βισκάια, στα βόρεια της Ισπανίας. Αλλά τα προβλήματά μου δεν τελείωσαν εκεί. Στις ώρες των γευμάτων έπρεπε όλοι να σταθούμε όρθιοι και να ψάλλωμε Φασιστικούς ύμνους και να χαιρετούμε Φασιστικά με υψωμένο το χέρι. Εγώ παρέμενα καθισμένος στο πίσω μέρος και ήσυχα-ήσυχα συνέχιζα το γεύμα μου. Ευτυχώς, είμαι μάλλον κοντός στο ανάστημα και έτσι περνούσα απαρατήρητος. Αργότερα, με μετέφεραν να εργασθώ σ’ ένα πειθαρχικό τάγμα. Εκεί με διέταξαν να κάνω Φασιστικό χαιρετισμό μαζί με τους άλλους. Για λόγους συνειδήσεως, αρνήθηκα να μετάσχω σε κάτι που θεωρούσα ειδωλολατρική πράξι. Οι άλλοι κρατούμενοι νόμισαν πως ήμουν παράφρων. Εφόσον η Ισπανία βρισκόταν σε εμφύλιο πόλεμο, η στάσις μου ισοδυναμούσε με αυτοκτονία.
Με κάλεσαν ενώπιον όλων και με διέταξαν να δώσω το Φασιστικό χαιρετισμό. Αρνήθηκα. Ένας αξιωματικός με χτύπησε και προσπάθησε να υψώση δια της βίας το χέρι μου, αλλά απέτυχε. Τότε με έδεσαν μ’ ένα βαρύ σάκκο άμμου στη ράχη μου και με ανάγκασαν να τρέχω σε κύκλους ενώ με μαστίγωναν στα πόδια μ’ ένα ζωστήρα. Τελικά, λιποθύμησα και κατέρρευσα οπότε με μετέφεραν στην απομόνωσι. Για να πάρω κουράγιο, άρχισα να γράφω εδάφια της Γραφής στον τοίχο του κελλιού. Δύο αξιωματικοί μπήκαν μέσα και προσπάθησαν να με πείσουν να χαιρετώ. Η άκαμπτη άρνησίς μου να κάνω ένα τόσο «απλό» πράγμα τους έκανε να τα χάσουν, εφόσον μάλιστα επρόκειτο σε λίγο να αποφυλακισθώ. Τελικά, με πήγαν μπροστά σε μια ομάδα αξιωματικών και στρατιωτικών γιατρών, που αποφάσισαν να με στείλουν στο νοσοκομείο για να εξετασθώ νευρολογικά. Μετά από λίγες βδομάδες με άφησαν ελεύθερο και, στο τέλος του πολέμου, γύρισα στο σπίτι, τον Απρίλιο του 1939. Οι θλιβερές εκείνες πείρες τώρα είχαν περάσει, και, στο βαθμό που μπορούσα, είχα τηρήσει ακεραιότητα.
ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΕΣ ΔΥΣΧΕΡΕΙΕΣ
Ο εμφύλιος πόλεμος της Ισπανίας τελείωσε την 11 Απριλίου 1939, αλλά οι ανοιχτές πληγές που είχε προξενήσει εξακολούθησαν να σιγοβράζουν από μίσος στα μετέπειτα χρόνια. Οι φόβοι αντεκδικήσεων, οι εκδικήσεις και οι ανώνυμες καταγγελίες επικρατούσαν παντού. Μια ατμόσφαιρα τρόμου επικρατούσε, που επεκτείνετο από τις καταστροφές του πολέμου και την έλλειψι τροφίμων.
Με αυτή την κατάστασι επέστρεψα στη Βαρκελώνη για να διαπιστώσω ότι οι συναθροίσεις και το έργο κηρύγματος του λαού του Ιεχωβά είχαν σταματήσει. Χωρίς καθυστέρησι, ο Πάκο κι εγώ συνεργασθήκαμε με άλλους για ν’ ανασυγκροτήσωμε τις συναθροίσεις στο σπίτι της Πακουίτα Αρμπέκα. (Εβρ. 10:24, 25) Κάναμε αυτές τις συναθροίσεις τις Κυριακές, βασίζοντας τις μελέτες μας στην Αγία Γραφή, σε παλιά τεύχη της Σκοπιάς, και βιβλία όπως η Κυβέρνησις, Απελευθέρωσις και Πλούτη. Η δράσις μας στο κήρυγμα περιωρίσθηκε σε συμπτωματικές επαφές.
Λόγω της εκρήξεως του πολέμου το 1936, είχε διακοπή η επαφή μας με την Εταιρία Σκοπιά του Μπρούκλυν της Νέας Υόρκης. Μολονότι ο πόλεμος είχε τελειώσει, δεν μπορούσαμε να επικοινωνήσωμε με την Εταιρία. Γιατί; Διότι υπήρχε λογοκρισία στην αλληλογραφία και οι άνθρωποι ήσαν υποχρεωμένοι να γράφουν πατριωτικά συνθήματα πάνω στους φακέλους. Μας φάνηκε λοιπόν καλό ν’ αποφεύγωμε το γράψιμο επιστολών.
Το 1946, ο Ισπανικός τύπος συμπεριέλαβε μια είδησι για τη Θεοκρατική Συνέλευσι των Ευφραινομένων Εθνών των Μαρτύρων του Ιεχωβά που έγινε στο Κλήβελαντ του Οχάιο, Η.Π.Α. Αυτό αναζωπύρωσε τις ελπίδες μας. Δεν χρειάζονταν πια συνθήματα στην αλληλογραφία. Με αγωνία γράψαμε στην Εταιρία για να ζητήσωμε περισσότερες πληροφορίες. Πόσο χαρήκαμε όταν μετά από μερικές βδομάδες, λάβαμε μια επιστολή και ένα δέμα με περιοδικά! Επί τέλους, καινούργιες Γραφικές αλήθειες έσταζαν στον χέρσο αγρό μας.
ΓΑΜΟΣ ΜΕ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ
Το έτος 1946 ήταν ένα ευτυχισμένο έτος για τον Πάκο και για μένα, για έναν ακόμη λόγο. Εγώ ήμουν σχεδόν 29 ετών και ο Πάκο 25 και γνωρισθήκαμε και οι δύο με κορίτσια της Καταλωνίας, την Κάρμεν και τη Μαρία, οι οποίες επίσης μελετούσαν την Αγία Γραφή και παρακολουθούσαν τις συναθροίσεις. Ο αδελφός μου κι εγώ ήμαστε πολύ προσεκτικοί στην ανάγκη του γάμου μόνο «εν Κυρίω,» και γι’ αυτό κάναμε υπομονή. (1 Κορ. 7:39) Και οι τέσσερις θελήσαμε να νυμφευθούμε την ίδια μέρα. Υπήρχε μόνο ένα πρόβλημα. Ο μόνος τρόπος τελέσεως γάμου που υπήρχε εκείνες τις μέρες ήταν ο Καθολικός. Το ζήτημα ήταν πώς θα μπορούσαμε να αποφύγωμε την Καθολική ιερουργία; Τελικά βρήκαμε ένα παπά ο οποίος, με μια αμοιβή, ήταν διατεθειμένος να επιτρέψη μια απλή τελετή στην εκκλησία του, χωρίς θρησκευτικές παγίδες. Για να καλυφθή απλώς, την ημέρα του γάμου απεχώρησε και άφησε το ζήτημα στα χέρια του νεωκόρου. Έτσι, τον Οκτώβριο του 1946, εγώ νυμφεύθηκα τη Μαρία Ρόγιο και ο Πάκο την Κάρμεν Παρέρα.
ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΤΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΓΑΛΑΑΔ ΜΑΣ ΔΕΙΧΝΕΙ ΠΩΣ ΝΑ ΚΗΡΥΤΤΩΜΕ
Το Δεκέμβριο του 1947, ο Τζων Κουκ, που είχε λάβει ιεραποστολική εκπαίδευσι στη Σχολή Γαλαάδ, έφθασε στη Βαρκελώνη. Αληθινά, προτού φθάση εδώ, οι συναθροίσεις μας έμοιαζαν περισσότερο με πικρόχολες συζητήσεις. Αλλ’ αυτός μάς έδειξε πώς πρέπει να διεξάγεται μια Χριστιανική συνάθροισις, και όσοι δεν την εκτιμούσαν σε λίγο έφυγαν.—1 Κορ. 14:33.
Τότε ήλθε το πραγματικό πρόβλημα. Ο αδελφός Κουκ μάς είπε ότι έπρεπε να αρχίσωμε κήρυγμα από σπίτι σε σπίτι αν επρόκειτο η Ισπανία να καλυφθή ποτέ με το «ευαγγέλιον». «Θα έχετε τρελλαθή Αδελφέ Κουκ!» του είπαμε. «Δεν μπορεί να κηρύττης έτσι εδώ στην Ισπανία του Φράνκο. Ίσως στο Λονδίνο ή στη Νέα Υόρκη, αλλά όχι εδώ!» Όταν ο αδελφός είδε ότι ήμαστε απρόθυμοι να προχωρήσωμε, τι έκανε; Βγήκε ο ίδιος στο έργο και μας έδειξε ότι μπορούσε να γίνη. Αυτό μας ντρόπιασε και μας υποκίνησε σε δράσι. Αν εκείνος, ένας ξένος, με τη βαρειά προφορά του, ήταν πρόθυμος να δώση μαρτυρία στο λαό μας, το ίδιο έπρεπε κι εμείς. Μας δίδαξε πώς να κηρύττωμε φρόνιμα, χωρίς να επισκεπτώμεθα όλα τα διαμερίσματα μιας πολυκατοικίας αλλά, αντιθέτως, να κάνωμε ελιγμούς γύρω από τον τομέα για να μη συλληφθούμε από την αστυνομία.
Πολλοί άνθρωποι σε όλη τη Βαρκελώνη ανταποκρίθηκαν στο άγγελμά μας, και σε λίγο ο όμιλός μας έγινε εκκλησία. Καθώς περνούσε ο καιρός, μπορέσαμε να σχηματίσωμε μερικές εκκλησίες μέσα στην πόλι. Με μια τόσο καλή επέκτασι, ο Πάκο κι εγώ πήραμε την απόφασι ότι θα μπορούσαμε τώρα ‘να απλώσωμε τα φτερά μας’ και να βγούμε στις γειτονικές πόλεις Οσπιταλέτ και Πρατ ντε Λομπρεγκάτ και άλλες παραλιακές πόλεις, για να κάνωμε έργο μαρτυρίας περισσότερο εντατικά εκεί. Καθώς τώρα ανατρέχομε στο παρελθόν, είναι πραγματικά ικανοποιητικό να βλέπωμε ότι υπάρχουν 52 μεγάλες εκκλησίες στην πόλι της Βαρκελώνης, 9 στην πόλι Οσπιταλέτ και μερικές άλλες σε πόλεις που είναι κατά μήκος της ακτής, όπου μπορέσαμε να υπηρετήσωμε ως πρεσβύτεροι. Φυσικά, δεν είμαστε εμείς που κάναμε αυτή την αύξησι αλλά είμαστε ευτυχείς που λάβαμε μέρος σ’ αυτή.—1 Κορ. 3:5-9.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΕΣ ΕΥΛΟΓΙΕΣ
Η 10η Ιουνίου 1951, ήταν «ιστορική» μέρα για την οικογένειά μας. Εκείνη τη μέρα, σε μια μικρή δεξαμενή στον κήπο του Αδελφού Μπρούνετ, βαπτίσθηκαν πέντε από μας—η Κάρμεν, η Μαρία, ο Πάκο και εγώ, καθώς και η μητέρα μας. Οι περιστάσεις μάς έκαναν να αναμείνωμε πολλά χρόνια για το χαρωπό αυτό γεγονός.
Στη διάρκεια των δύσκολων χρόνων της δεκαετίας του 1950 η Μαρία κι εγώ είχαμε τρεις θαυμάσιες ευλογίες—τη γέννησι των τριών παιδιών μας, του Δαβίδ, του Φρανσίσκο (Πακουίτο) και της Ιζαμπέλ. Αυτό μας επέφερε την τεράστια ευθύνη να τα εκπαιδεύσωμε στην ‘οδό που έπρεπε να βαδίσουν,’ γνωρίζοντας ότι, κατά πάσα πιθανότητα, όταν μεγαλώσουν, δεν θα απομακρυνθούν απ’ αυτή.—Παρ. 22:6.
ΕΝΟΧΛΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ
Το 1955, και σε συνδυασμό με μια επίσκεψι του Αδελφού Φ. Γ. Φρανς, είχαν γίνει διευθετήσεις για μυστική συνέλευσι στο δάσος του Όρους Τιμπιντάμπο, κοντά στη Βαρκελώνη. Οι συνελεύσεις μας συνήθως εγίνοντο σαν ‘πικ-νικ’, σε περίπτωσι που θα ερχόταν η αστυνομία. Σ’ αυτή την περίπτωσι, το πικ-νικ μεγάλωσε με την παρουσία 500 και πλέον ατόμων. Άλλος ένας παράγων δυσχέρειας ήταν ότι η αστυνομία είχε εισβάλει στο σπίτι ενός αδελφού την προηγούμενη βδομάδα και κατάσχεσε ένα αντίτυπο του Πληροφορητού που περιείχε τις διευθετήσεις γι’ αυτή τη συνέλευσι. Η Μαρία κι εγώ ήμαστε παρόντες στο ‘πικ-νικ’ με τους δύο μικρούς γιους μας, τον Δαβίδ και τον Πακουίτο.
Το πρόγραμμα της συνελεύσεως προχωρούσε και όλα φαίνονταν ομαλά ώσπου είδαμε ξαφνικά τέσσερις άνδρες ν’ ανεβαίνουν το λόφο, και ο ένας κρατούσε περίστροφο. Μας διέταξαν να μην κινηθούμε. Ναι, το μαντέψατε, ήταν αστυνομικοί με πολιτικά. Σκεπτόμενοι πραγματικά ότι πέτυχαν, μας στοίβαξαν όλους άνδρες, γυναίκες και παιδιά—σε φορτηγά που περίμεναν και μας πήγαν στο αρχηγείο της αστυνομίας για εξακρίβωσι των ταυτοτήτων μας και ανάκρισι. Φαντασθήτε τη δυσαρέσκεια που αισθάνθηκαν μερικοί απ’ αυτούς όταν κατάλαβαν ότι περικύκλωσαν αθώες οικογένειες που είχαν συγκεντρωθή για να μελετήσουν την Αγία Γραφή, και όχι μια κρυφή πολιτική ομάδα. Μολονότι το πράγμα δεν είχε συνέχεια, αυτή η πείρα χρησίμευσε για την ενίσχυσι της ακεραιότητάς μας και μας βοήθησε να εκτιμήσωμε την προστασία του Ιεχωβά.—Ψαλμ. 34:7.
Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΠΛΗΤΤΕΙ
Στο έτος 1963 τα παιδιά μας, Δαβίδ, Πακουίτο και Ιζαμπέλ, ήσαν 13, 11 και 9 ετών αντιστοίχως και προχωρούσαν καλά στην αλήθεια. Ήταν χαρά μας να τα βλέπωμε να μετέχουν στην υπηρεσία του αγρού και να απολαμβάνουν μαζί μας τις συναθροίσεις Γραφικής μελέτης που παρακολουθούσαμε σε ιδιωτικά σπίτια.
Κατόπιν, μια μέρα του Μαρτίου του έτους εκείνου, ο Πακουίτο ήλθε στο σπίτι από το σχολείο υποφέροντας από έντονους πόνους στο κεφάλι. Σε τρεις ώρες πέθανε από μηνιγγίτιδα.
Τόσο βαθιά μας επηρέασε αυτή η φοβερή απώλεια ώστε δεν ξέρω πώς μπορέσαμε να κάνωμε διευθετήσεις για την κηδεία, διότι και σ’ αυτό ακόμη έπρεπε να λάβωμε άδεια από τον ιερέα της τοπικής ενορίας. Μ’ ένα έγγραφο που απεδείκνυε ότι είμεθα Μάρτυρες του Ιεχωβά υπερνικήσαμε αυτό το εμπόδιο.
Πάνω από χίλιοι αδελφοί, φίλοι και κοσμικοί συνάδελφοι ήλθαν στο σπίτι. Φαντασθήτε την αναταραχή που προξένησε αυτό στη γειτονιά. Η κυκλοφοριακή κίνησις διακόπηκε και οι περαστικοί ρωτούσαν ποιο ήταν το σημαντικό πρόσωπο που πέθανε. Αυτό το πολύ σημαντικό πρόσωπο ήταν ο αγαπητός μας γιος, ο Πακουί
το. Μόνο η γνώσις της ελπίδας της αναστάσεως μάς στήριξε στη διάρκεια της δύσκολης εκείνης χρονικής περιόδου (Ιωάν. 5:28, 29· 11:23-25) Σαν στοργικοί γονείς, η Μαρία κι εγώ ποθούμε την ημέρα εκείνη που θα δούμε και πάλι το παιδί μας και θα μπορέσωμε να συνεχίσωμε την εκπαίδευσί του, αλλά στο νέο σύστημα πραγμάτων που υπόσχεται ο Θεός για τη γη.—2 Πέτρ. 3:13· Ησ. 25:8, 9.
Δυο βδομάδες μετά την κηδεία, με κάλεσαν να παρουσιαστώ στη διεύθυνσι της αστυνομίας και με ανέκριναν για δυο ώρες. Τα όργανα της αστυνομίας κατασκόπευαν στην πομπή της κηδείας και ήταν φανερό ότι η μαζική παρουσία Μαρτύρων του Ιεχωβά προκάλεσε την αντίδρασί τους. Τα ερωτήματά τους αποτελούσαν απόπειρα να πάρουν πληροφορίες για τους αδελφούς που διεύθυναν το έργο στην Ισπανία τότε. Γνώριζα την τακτική τους και ήμουν αποφασισμένος να μην πω τίποτε που θα μπορούσε να ενοχοποιήση κάποιον. Καθαρά τους είπα ότι εγώ δεν ήμουν ένας Ιούδας. Μολονότι με απείλησαν με βαρύ πρόστιμο, δεν είχαν αποδεδειγμένη κατηγορία εναντίον μου, και η απειλή τους απέτυχε.
Η ΠΟΛΥΠΟΘΗΤΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Στο έτος 1967 η Ισπανική κυβέρνησις ενέκρινε το νόμο περί θρησκευτικής Ελευθερίας, που εγγυόταν μεγαλύτερη ελευθερία στις μη Καθολικές θρησκείες. Διερωτηθήκαμε αν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά θα ωφελούντο απ’ αυτό το νόμο και θα τους εδίδετο νομική αναγνώρισις. Το γεγονός ότι η στάσις μας στο κήρυγμα από σπίτι σε σπίτι και στη Χριστιανική ουδετερότητα αποτελούσε εμπόδιο για τις πολιτικές και τις εκκλησιαστικές αρχές, φάνηκε καθαρά όταν η εγγραφή μας στο επίσημο βιβλίο των μη Καθολικών θρησκειών καθυστέρησε ως τον Ιούλιο του 1970.
Ο Πάκο κι εγώ περιμέναμε πάνω από 30 χρόνια για κείνη τη μέρα. Μπορούσαμε τώρα ν’ ασκούμε τη θρησκεία μας νόμιμα, χωρίς φόβο. Φαντασθήτε πόσο ευχάριστο ήταν για μας να παρακολουθήσωμε την εγκαινίασι της πρώτης Αίθουσας Βασιλείας στη Βαρκελώνη, το Φεβρουάριο του 1971. Η καρδιά μας έπαλλε από χαρά εκείνη τη μέρα καθώς ενώσαμε τις φωνές μας ψάλλοντας ύμνους της Βασιλείας, κάτι που οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν μπορούσαν να το κάνουν στην Ισπανία για πολλά χρόνια.
ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΛΛΕΣ ΕΥΛΟΓΙΕΣ ΤΗΣ
Ανατρέχοντας πίσω στις σχεδόν πέντε δεκαετίες στην υπηρεσία του Ιεχωβά, πρέπει να ομολογήσω ότι το έλεος και η ευλογία του μας συνώδευσαν καθώς προσπαθούσαμε να βαδίζωμε στην οδό της ακεραιότητας. (Ψαλμ. 26:1-3) Αυτός ευλόγησε τη Μαρία κι εμένα με πιστά παιδιά που εξακολούθησαν να βαδίζουν στην οδό της αληθείας. Μέχρι σήμερα είμαστε μια ευτυχισμένη, ενωμένη οικογένεια μ’ ένα ισχυρό δεσμό στοργής. Ο γιος μας ο Δαβίδ, μπήκε στη φυλακή το 1972 λόγω της στάσεώς του ως ουδέτερου Χριστιανού. Ήταν ο πρώτος του αποχωρισμός από την οικογένεια και αποτέλεσε μια συγκινητική πείρα για όλους μας. Αλλά κατανοούσαμε τους λόγους και ενισχυθήκαμε βλέποντάς τον να τηρή τη Χριστιανική του ακεραιότητα στα τρία χρόνια της φυλακίσεώς του. Όταν αποφυλακίσθηκε το 1976, είχε το πρόσθετο προνόμιο να υπηρετήση στο Μπέθελ, στα γραφεία της Εταιρίας Σκοπιά εδώ στη Βαρκελώνη. Αργότερα νυμφεύθηκε μια αφιερωμένη Χριστιανή γυναίκα που υπηρέτησε επίσης εκεί μαζί του για ένα χρονικό διάστημα. Πρόσφατα, είχαμε την ευτυχή ευλογία να γίνωμε παππούδες του πρώτου τους παιδιού, του Ιωνάθαν.
Το 1976 η κόρη μας Ιζαμπέλ, άρχισε το έργο σκαπανέως (ολοχρόνια κήρυκας της Βασιλείας). Τώρα συνοδεύει το σύζυγό της στο έργο της περιοχής, και επισκέπτονται εκκλησίες εδώ στην Καταλωνία.
Ο Ιεχωβά μάς στήριξε στις πολλές δύσκολες δοκιμασίες όλα αυτά τα χρόνια. Και αληθινά, είμαστε πολύ συνηθισμένοι άνθρωποι, με αδυναμίες που είναι κοινές σ’ όλη την ανθρωπότητα. Εν τούτοις, οι πείρες μας σαν οικογένεια μάς δίδαξαν να στηριζώμαστε υπομονητικά στον Ιεχωβά και να περιμένωμε την έκβασι του θελήματός του. Είμεθα αποφασισμένοι να φέρωμε εις πέρας την απόφασι που εξέφρασε ο Δαβίδ στον Ψαλμό 26:11, 12: «Αλλ’ εγώ θέλω περιπατεί εν ακακία μου· [εν τη ακεραιότητί μου, ΜΝΚ] Λύτρωσόν με και ελέησόν με. Ο πους μου ίσταται εν τη ευθύτητι· εν εκκλησίαις θέλω ευλογεί τον Κύριον.»
[Εικόνα στη σελίδα 25]
Φρανσίσκο (αριστερά) και Ραμόν Σερράνο