Ανάσταση, Ημέρα Κρίσεως και Αποστασία
Οι Ρωμαιοκαθολικές, οι Ορθόδοξες και οι Προτεσταντικές εκκλησίες έστρεψαν τα νώτα τους στις καθαρές Βιβλικές αλήθειες σχετικά με την κατάσταση των νεκρών και την ελπίδα για ζωή μετά θάνατο. Προτιμούν την αρχαία αντι-Γραφική πίστη σε μια αθάνατη ψυχή. Όπως είδαμε, αυτή η πίστη ξεκίνησε στη Βαβυλωνία και πήρε συγκεκριμένη μορφή από τον Έλληνα φιλόσοφο Πλάτωνα στον τέταρτο αιώνα π.Χ.
Οι θεολόγοι του Χριστιανικού κόσμου ισχυρίζονται ότι κάθε άνδρας, γυναίκα και παιδί που έζησε ποτέ έχει μια ψυχή που εγκαταλείπει το σώμα όταν το άτομο πεθαίνει. Για να βολέψουν αυτή τη διδασκαλία, εφεύραν τέτοια μέρη όπως είναι το λίμπο, το καθαρτήριο και ο πύρινος άδης. Εκεί υποτίθεται ότι πηγαίνουν οι ψυχές που έχουν απαλλαγεί από τα σώματα και είναι ακατάλληλες για τον «παράδεισο», που λένε ότι βρίσκεται στον ουρανό.
Οι εκκλησίες λένε, επίσης, ότι οι νεκροί δεν είναι πραγματικά νεκροί. Μάλλον, ισχυρίζονται ότι η ψυχή εξακολουθεί να ζει. Επομένως δεν μπορούν να διδάσκουν την αληθινή Βιβλική διδασκαλία για την ανάσταση, που ορίζεται σαν «επάνοδος στη ζωή». Έτσι οι θεολόγοι τους εφεύραν τη λεγόμενη ανάσταση του σώματος, ισχυριζόμενοι ότι την Ημέρα της Κρίσεως τα σώματα των δικαίων και των κακών θα ξαναενωθούν με τις αντίστοιχες ψυχές τους για να μετάσχουν στην ουράνια μακαριότητα ή στην καταδίκη στον πύρινο άδη. Και επειδή πιστεύουν ότι αυτές οι «ψυχές» δεν χρειάζεται να περιμένουν την ημέρα της κρίσεως για να σταλούν στον «ουρανό», στον «άδη» ή σε τέτοιες «αίθουσες αναμονής» όπως είναι το «λίμπο» ή το «καθαρτήριο», οι θεολόγοι του Χριστιανικού κόσμου εφεύραν επίσης τη διδασκαλία για δυο κρίσεις. Η πρώτη απ’ αυτές ονομάζεται ιδιαίτερη Κρίση, που γίνεται όταν η «ψυχή» υποτίθεται ότι εγκαταλείπει το σώμα στο θάνατο. Η δεύτερη ονομάζεται Γενική Κρίση, που γίνεται όταν τα σώματα «ανασταίνονται» και, όπως λένε, ξαναενώνονται με τις «ψυχές» την Ημέρα της Κρίσεως.
Η Ανάσταση και η Αποστασία
Όλες οι προαναφερθείσες θεολογικές επινοήσεις έγιναν γιατί η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, που ακολουθήθηκε σε ορισμένες βασικές απόψεις από την Ορθόδοξη και τις Προτεσταντικές εκκλησίες, δεν προσκολλήθηκε στις σαφείς Βιβλικές διδασκαλίες για την ανάσταση και τα σχετιζόμενα θέματα του θανάτου, της ανθρώπινης ψυχής και της τελικής κρίσεως.
Στα ζητήματα αυτά η αποστασία άρχισε πολύ νωρίς στην ιστορία της Χριστιανοσύνης. Λίγο περισσότερο από 20 μόνο χρόνια μετά το θάνατο του Χριστού και την ανάστασή του, ο απόστολος Παύλος έγραψε από την Έφεσο στη νεοϊδρυμένη εκκλησία της Κορίνθου, στην Ελλάδα: «Εάν δε ο Χριστός κηρύττηται ότι ανέστη εκ νεκρών, πώς τινές μεταξύ σας [των χρισμένων Χριστιανών] λέγουσιν ότι ανάστασις νεκρών δεν είναι;»—1 Κορινθίους 15:12.
Ίσως μερικοί από τους Χριστιανούς στους οποίους έγραφε ο Παύλος στην Κόρινθο να βρίσκονταν ακόμη κάτω από την επιρροή της Ελληνικής φιλοσοφίας. Λίγα χρόνια προηγουμένως ο Παύλος είχε κηρύξει «τον Ιησούν και την ανάστασιν» στους Έλληνες φιλοσόφους στην Αθήνα. Αλλά αυτοί «ακούσαντες . . . ανάστασιν νεκρών, οι μεν εχλεύαζον». (Πράξεις 17:18, 32) Οι Επικούριοι και οι Στωικοί είχαν τις δικές τους θεωρίες για το τι συνέβαινε στην ψυχή μετά θάνατο. Άλλοι Έλληνες φιλόσοφοι, που ακολουθούσαν τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα, πίστευαν στην αθανασία της ψυχής. Κανείς απ’ αυτούς δεν πίστευε στην ανάσταση, όπως διδάσκεται στη Βίβλο.
Ίσως επίσης μερικοί Κορίνθιοι Χριστιανοί να είχαν ήδη αποστατικές απόψεις για την ανάσταση τις οποίες ο Παύλος καταδίκασε δέκα χρόνια αργότερα. Θυμηθείτε ότι όταν ο Παύλος έγραψε στον Τιμόθεο, που βρισκόταν πιθανώς στην Έφεσο τον καιρό εκείνο, προειδοποίησε: «Τας δε βεβήλους ματαιοφωνίας φεύγε· διότι θέλουσι προχωρήσει εις πλειοτέραν ασέβειαν, και ο λόγος αυτών θέλει κατατρώγει ως γάγγραινα· εκ των οποίων είναι ο Υμέναιος και ο Φιλητός, οίτινες απεπλανήθησαν από της αληθείας, λέγοντες ότι έγεινεν ήδη η ανάστασις· και ανατρέπουσι την πίστιν τινών.»—2 Τιμόθεον 2:16-18.
Με το να λένε αυτοί οι αποστάτες ότι «έγεινεν ήδη η ανάστασις», δεν ισχυρίζονταν ότι οι πεθαμένοι Χριστιανοί είχαν ήδη αναστηθεί από τους νεκρούς. Προφανώς πίστευαν ότι οι ζωντανοί Χριστιανοί είχαν ήδη αναστηθεί, ότι η ανάσταση ήταν απλώς συμβολική, ένα είδος πνευματικής αναστάσεως. Αρνιόνταν οποιαδήποτε μελλοντική ανάσταση από τους νεκρούς. Αυτές οι ιδέες ‘ανέτρεπαν την πίστη’, και γιαυτό ο απόστολος Παύλος έδωσε δυνατή προειδοποίηση εναντίον αυτών των αποστατών δασκάλων.
Η Αποστασία ‘Κατατρώγει σαν Γάγγραινα’
Αυτός ο Υμέναιος ήταν χωρίς αμφιβολία ο ίδιος με κείνον που ανέφερε ο Παύλος στην πρώτη επιστολή του στον Τιμόθεο. Τον άνθρωπο αυτόν τον είχαν αποκόψει από τη Χριστιανική εκκλησία, μαζί με κάποιον Αλέξανδρο, γιατί «εναυάγησαν εις την πίστιν». Ο Παύλος συμβούλεψε τον Τιμόθεο να «στρατεύης την καλήν στρατείαν» εναντίον αυτών των αποστατών.—1 Τιμόθεον 1:18-20.
Όσο διάστημα οι απόστολοι ζούσαν ακόμη, έδιναν το παράδειγμα στην καταπολέμηση της αποστασίας. Αλλά όταν πια δεν ήταν παρόντες να ‘ενεργούν σαν εμπόδιο’, οι φόβοι του Παύλου επιβεβαιώθηκαν, και ο «λόγος» των αποστατών ‘ξαπλώθηκε σαν γάγγραινα’.—2 Θεσσαλονικείς 2:3-12· Πράξεις 20:29, 30.
Οι ιδέες για μια καθαρά συμβολική ανάσταση, σαν εκείνες που δίδασκε ο Υμέναιος και ο Φιλητός στην Έφεσο, αναπτύχθηκαν αργότερα από τους Γνωστικούς. Στη διάρκεια του δεύτερου και στις αρχές του τρίτου αιώνα μ.Χ., οι Γνωστικοί (από τη λέξη γνώσις) συνδύασαν την αποστατική Χριστιανοσύνη με την Ελληνική φιλοσοφία και τον Ανατολικό μυστικισμό. Ισχυρίζονταν ότι καθετί υλικό ήταν κακό και τόνιζαν ότι η σωτηρία έρχεται μέσω μυστικιστικής «Γνώσεως» μάλλον παρά μέσω πίστεως στον Χριστό σαν λυτρωτή.
Αλλά ο Γνωστικισμός δεν ήταν η μόνη μορφή αποστασίας που ‘ξαπλωνόταν σαν γάγγραινα’. Ήδη τον τέταρτο αιώνα η αληθινή Χριστιανοσύνη, όπως τη δίδαξε ο Χριστός και οι πιστοί απόστολοι και μαθητές του, είχε διαφθαρεί από άλλους ανθρώπους που είχαν αποπλανηθεί από την αλήθεια. Το Νέο Διεθνές Λεξικό της Θεολογίας της Καινής Διαθήκης παραδέχεται ότι στη διάρκεια της «περαιτέρω πορείας της ιστορίας της εκκλησίας απορροφήθηκαν μέσα στην αντίληψη του παραδείσου πολλές εξωβιβλικές σκέψεις, εικόνες και ιδέες». Το Λεξικό της Βίβλου συνεχίζει και λέει ότι «η δοξασία για την αθανασία της ψυχής ήρθε να αντικαταστήσει την εσχατολογία [τη μελέτη του τελικού προορισμού του ανθρωπίνου γένους και του κόσμου] της Καινής Διαθήκης και την ελπίδα της για την ανάσταση των νεκρών.»
Όπως είδαμε παραπάνω και στο προηγούμενο άρθρο, η απόρριψη της πραγματικότητας του θανάτου και η αποδοχή της ειδωλολατρικής ιδέας για την αυτόματη επιβίωση μιας αθάνατης ψυχής οδήγησε την Καθολική και την Ορθόδοξη εκκλησία όλο και πιο μακρύτερα από τις καθαρές Βιβλικές διδασκαλίες για την ανάσταση και την κρίση. Τις οδήγησε στο δόγμα του πύρινου άδη και του καθαρτηρίου που δυσφημούν τον Θεό και στην παράλογη ιδέα ότι σαρκικά σώματα ανασταίνονται για να αιωρούνται ολόγυρα στον ουρανό ή για να βασανίζονται για πάντα στον «άδη».
Η «γάγγραινα» δεν σταμάτησε εκεί. Σε μετέπειτα αιώνες οι Προτεστάντες μεταρρυθμιστές πρόσθεσαν τις δικές τους αντιγραφικές θεωρίες για τον θάνατο, την ανάσταση και την τελική κρίση. Στο μεγαλύτερο μέρος, ακολούθησαν το Καθολικό δόγμα για την έμφυτη αθανασία της ψυχής, που τους ανάγκασε κι αυτούς επίσης να δεχτούν τη διδασκαλία της «αναστάσεως του σώματος». Πολλές Προτεσταντικές εκκλησίες επίσης διδάσκουν τον πύρινο άδη. Αλλά οι Προτεστάντες θεολόγοι απέδειξαν κι αυτοί την εφευρετικότητά τους με το να πλάθουν άλλες διδασκαλίες που δεν διδάσκει η Γραφή. Μερικές Καλβινιστικές Μεταρρυθμιστικές εκκλησίες για παράδειγμα, διδάσκουν ότι ο Θεός προόρισε ορισμένες ψυχές για σωτηρία και άλλες για αιώνια καταδίκη. Άλλοι Προτεστάντες πιστεύουν στην παγκόσμια σωτηρία, δηλαδή, στην τελική σωτηρία όλων των ψυχών, ακόμη και των κακών.
Προσκόλληση στην Αλήθεια της Βίβλου
Αφού προειδοποίησε εναντίον της αποστασίας του Υμέναιου και του Φιλητού σχετικά με την ανάσταση, ο Παύλος πρόσθεσε: «Το στερεόν όμως θεμέλιον του Θεού μένει, έχον την σφραγίδα ταύτην· Γνωρίζει ο Κύριος τους όντας αυτού.»—2 Τιμόθεον 2:19.
Αφού ανασκοπήσαμε την ιστορική εξέλιξη των αποστατικών ιδεών σχετικά με την ψυχή, το θάνατο, την ανάσταση και την τελική κρίση, και αφού είδαμε τη σύγχυση των σημερινών δοξασιών πάνω σ’ αυτά τα ζωτικά θέματα, τι θα κάνετε; Οι ειλικρινείς Χριστιανοί θα είναι πεπεισμένοι περισσότερο από κάθε άλλη φορά για την ανάγκη να προσκολληθούν στο «στερεόν θεμέλιον του Θεού» πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα, όπως περιγράφονται στο Λόγο του, τη Βίβλο.
Αλλά ακόμη μερικοί Χριστιανοί μολονότι δέχονται την καθαρή Βιβλική διδασκαλία για την ανθρώπινη ψυχή, το θάνατο και την ανάσταση, ίσως, για συναισθηματικούς λόγους, να έχουν ιδέες για την τελική κρίση που φαινομενικά μεν εξυψώνουν το έλεος του Ιεχωβά αλλά, στην πραγματικότητα, δημιουργούν αμφιβολίες για τη δικαιοσύνη του και για το δικαίωμά του να καταστρέψει τους πονηρούς. Με σκοπό να ξεκαθαρίσουμε αυτά τα ερωτήματα, τα επόμενα άρθρα θα εξετάσουν τι λέει η Γραφή για την ελπίδα της αληθινής αναστάσεως όπως σχετίζεται με τη βασιλεία του Θεού και με την ημέρα κρίσεως του Θεού. Σας προσκαλούμε να τα διαβάσετε.
[Πλαίσιο στη σελίδα 17]
Τι Λέει η Αγία Γραφή για την Ψυχή, το Θάνατο, την Ανάσταση και την Τελική Κρίση;
Ο άνθρωπος δεν κατέχει μια ψυχή· ΕΙΝΑΙ ψυχή.—1 Κορινθίους 15:45.
Η ψυχή, ή ολόκληρο το άτομο, πεθαίνει.—Ιεζεκιήλ 18:4.
Ο θάνατος είναι εχθρός, όχι φίλος.—1 Κορινθίους 15:26.
Η ζωή μετά θάνατο μπορεί να έρθει μόνο μέσω αναστάσεως.—Ιωάννης 5:28, 29.
Η αμοιβή για την πιστότητα είναι αιώνια ζωή.—Ιωάννης 10:27, 28.
Η κρίση για την εκούσια αμαρτία είναι αιώνιος θάνατος, όχι αιώνια βάσανα.—Ρωμαίους 6:23.
[Πλαίσιο στη σελίδα 18]
Μια επίσημη διδασκαλία των Εκκλησιών του Χριστιανικού Κόσμου
Το Αθανασιανό Σύμβολο Πίστεως, που είναι δεκτό επίσημα από τη Ρωμαιοκαθολική, την Αγγλικανική και άλλες Προτεσταντικές εκκλησίες, δηλώνει: «[Ο Ιησούς] ανελήφθη εις τον ουρανόν, κάθεται εκ δεξιών του Πατρός, του Θεού του Παντοκράτορος. Από εκεί θα έλθη για να κρίνη τους ζώντας και τους νεκρούς. Εις την έλευσίν του όλοι οι άνθρωποι θα αναστηθούν με τα σώματά των, και θα δώσουν λόγο για τα έργα των. Και οι πράξαντες τα αγαθά θα απέλθουν εις ζωήν αιώνιον, οι δε πράξαντες τα φαύλα εις το αιώνιον πυρ.»
[Πλαίσιο στη σελίδα 19]
Μια Άποψη της Εκκλησίας για την Ανάσταση
«Η γενική ανάσταση δύσκολα μπορεί να αποδειχτεί με τη λογική, μολονότι μπορούμε να δείξουμε την καταλληλότητά της. (α) Εφόσον η ψυχή έχει μια φυσική έλξη προς το σώμα, ο αιώνιος χωρισμός της από το σώμα θα φαινόταν αφύσικος. (β) Εφόσον το σώμα είναι συμμέτοχο στα εγκλήματα της ψυχής, και σύντροφος των αρετών της, η δικαιοσύνη του Θεού φαίνεται να απαιτεί όπως το σώμα συμμετάσχει στην ποινή και στην αμοιβή της ψυχής. (γ) Αφού η ψυχή χωρισμένη από το σώμα είναι από φυσική άποψη ατελής, η ολοκλήρωση της ευτυχίας της, ολοκληρωμένη με κάθε καλό, φαίνεται να απαιτεί την ανάσταση του σώματος.»—Καθολική Εγκυκλοπαίδεια (Τα πλάγια γράμματα δικά μας).