Έντεκα Ορφανά—Πώς θα Μπορούσαμε να τα Καταφέρουμε;
Αφήγηση της Μαρία Λουτσία Βίνχαλ
«ΑΝ Ο ΘΕΟΣ ήταν πραγματικά στοργικός, δε θα έπαιρνε και τον πατέρα και τη μητέρα μέσα σε τόσο λίγο διάστημα!» «Αν ο Θεός είναι παντοδύναμος, γιατί δεν επενέβη ώστε να μην πεθάνει η μητέρα, αφού ήξερε ότι θα άφηνε πίσω 11 ορφανά;»
Επανειλημμένα, με τέτοια διάθεση λογομαχούσα με Καθολικούς φίλους μου και συγγενείς οι οποίοι επέμεναν ότι ήταν θέλημα του Θεού που ο πατέρας αυτοκτόνησε και που, μετά από τέσσερις μήνες, η μητέρα πέθανε από καρδιακή προσβολή. Τρομοκρατημένη και έχοντάς τα χαμένα, συνέχισα να ρωτάω τον εαυτό μου, «Πώς εγώ, ένα κορίτσι 17 χρόνων, θα φροντίσω για τα 10 μικρότερα αδέλφια μου που το μικρότερο είναι μόλις ενός μηνός;»
Το Οικογενειακό Ιστορικό
Ήμαστε μια αφοσιωμένη Καθολική οικογένεια. Ο πατέρας, ο οποίος ήταν δάσκαλος, υπηρετούσε επίσης σαν ταμίας και κατηχητής σε ένα γειτονικό παρεκκλήσι, και εγώ έψελνα στη χορωδία. Και αυτός και εγώ ανήκαμε στο θρησκευτικό τάγμα του Σαιντ Βινσέντ Πωλ. Όλη μας η οικογένεια μετείχε στις καθημερινές μας προσευχές και άλλες εκκλησιαστικές δραστηριότητες, γιατί δεν υπήρχαν πολύ περισσότερα πράγματα να κάνουμε στην ήσυχη μικρή πόλη που ζούσαμε, στο εσωτερικό της πολιτείας Γκοΐας, στη Βραζιλία.
Ο πατέρας είχε μια βαθιά επιθυμία να μάθει και να καταλάβει τη Βίβλο και τη διάβαζε συχνά, μερικές φορές μέχρι τα ξημερώματα. Θυμάμαι κάποτε που τον άκουσα να κλαίει επειδή δεν μπορούσε να καταλάβει τα λόγια του Ιώβ, ‘Ποιος θα με προστατεύσει στον άδη;’ (Ιώβ 14:13, Ντουαί) «Αν ο Ιώβ ήταν ένας όσιος δούλος», ο πατέρας ρωτούσε δυνατά, «γιατί ζήτησε να σταλεί στον άδη για προστασία;» Ο πατέρας είχε και άλλες ερωτήσεις στις οποίες δεν μπορούσε να βρει απάντηση: Γιατί υποφέρουμε τόσο πολύ; Ο Θεός δε μας θυμάται; Πήγε μάλιστα σε μερικές Προτεσταντικές εκκλησίες ζητώντας να μάθει τις απαντήσεις—αλλά μάταια.
Η ήρεμη, απλή μας ζωή γκρεμίστηκε στις 24 Ιουνίου 1974, όταν δυο ξαδέλφια μου μού είπαν τα συγκλονιστικά νέα: «Μαρία Λουτσία, ο πατέρας σου αυτοκτόνησε!» Ένας κακός χειρισμός στην επιχείρησή του τού έφερε οικονομική καταστροφή και χρέη, και αυτό οδήγησε τον πατέρα στην απελπισία. Το σοκ και η στενοχώρια ήταν πάρα πολλά για να τα αντέξει η ασθενική καρδιά της μητέρας, και μετά από τέσσερις μήνες πέθανε και εκείνη, αφήνοντας πίσω 11 ορφανά άπορα και συντριμμένα από τη θλίψη παιδιά.
Πώς θα Αντιμετωπίζαμε την Κατάσταση;
Τότε εργαζόμουνα σε ένα σούπερ-μάρκετ και έβγαζα πολύ λίγα χρήματα. Έτσι, με τα χρέη που μας είχαν αφήσει, αρχίσαμε να στερούμαστε, μερικές φορές δεν είχαμε ούτε την τροφή που χρειαζόταν για το τραπέζι. Βλέποντας το χάλι μας, μια συνάδελφος μάζεψε τρόφιμα για μας πηγαίνοντας από πόρτα σε πόρτα. Αν και ντρεπόμουν, ένιωσα ευγνωμοσύνη για τη στοργική της χειρονομία και για τη βοήθεια που λάβαμε από τους ντόπιους κατοίκους.
Το σπίτι μας ανήκε στη μητέρα, και έτσι τουλάχιστον είχαμε κάπου να μείνουμε. Μετά από λίγο καιρό αρχίσαμε να παίρνουμε και μια μικρή σύνταξη. Εκτός απ’ αυτό, ο 12χρονος Πάολο πήγε να εργαστεί σε ένα χασάπικο και ο Σύλβιο, που ήταν μόλις 11 χρόνων, άρχισε να μοιράζει γάλα. Τις δουλειές στο σπίτι τις έκανε η Λουτσία Μαρία, 15 χρόνων, και η Μαρία Απαρεσίδα, 9 χρόνων. Δεν υπήρχε κανένας τρόπος για να ζήσουμε μαζί και οι 11, γι’ αυτό αποφασίστηκε τα 6 πιο μικρά παιδιά, για την ώρα, να πάνε να μείνουνε μαζί με συγγενείς. Οι υπόλοιποι από μας σύντομα απορροφηθήκαμε στην προσπάθειά μας να τα καταφέρουμε με τα προβλήματα της καθημερινής ζωής.
Υπήρχαν πάρα πολλές αποφάσεις που έπρεπε να παίρνονται οι οποίες επηρέαζαν όλους μας, και επειδή εγώ ήμουν η μεγαλύτερη, η τελευταία λέξη αφηνόταν γενικά σε μένα. Μερικές φορές ήταν δύσκολο για τους άλλους να δεχτούν την απόφασή μου, επειδή ήμουν ακόμα μικρή. Για παράδειγμα, θυμάμαι μια φορά που προσπάθησα να κάνω τον Πάολο να ησυχάσει επειδή έκανε πολύ θόρυβο και δεν άφηνε τους υπόλοιπους από μας να μελετήσουμε.
«Ποια είσαι συ που με διορθώνεις;» είπε. Έπειτα, μετά από αρκετή συζήτηση έφυγε από το σπίτι και δεν ξαναγύρισε εκείνο το βράδι. Το άλλο πρωί, με τα μάτια μου κόκκινα από το κλάμα, πήγα να τον βρω και σκέφτηκα μάλιστα να πάω και στο τμήμα. Αλλά πόσο ανακουφιστικό ήταν όταν ο Πάολο γύρισε σπίτι αργότερα εκείνο το πρωί, χαμογελώντας και ξένοιαστος, έχοντας περάσει τη νύχτα με μερικούς φίλους! Αυτές οι παρεξηγήσεις όμως ήταν λίγες.
Ενοχλητικά Ερωτήματα
Υπήρχαν ακόμη θρησκευτικά ερωτήματα που μας ενοχλούσαν. Επειδή οι φίλοι μας είχαν πει ότι ο Θεός είχε πάρει τους γονείς μας, εξακολουθούσαμε να νομίζουμε ότι αν αυτό ήταν αλήθεια, τότε ήταν πιθανόν να πάρει και τους υπόλοιπους από μας έναν-έναν. Έτσι όταν κάποιος από μας αρρώσταινε, φοβόμαστε μήπως επρόκειτο ο Θεός να πάρει τον επόμενο! Αυτό μας τρομοκρατούσε! Και ακόμη, είχαμε διδαχτεί ότι αν κάποιος αυτοκτονούσε η ψυχή του πήγαινε στην κόλαση, και εγώ αναρωτιόμουν, ‘Υποφέρει πράγματι ο μπαμπάς στις φωτιές;’ Όταν ρώτησα τον παπά μας γι’ αυτό, δε μου απάντησε. Αυτό με έκανε πολύ δυστυχισμένη και άρχισα να αμφιβάλλω για τη θρησκεία μου.
Σαν μέλος του Βινσεντιανού τάγματος, συνέχισα να μαζεύω τους εκκλησιαστικούς φόρους. Όταν επισκέφτηκα κάποιον με ρώτησε για ποιο σκοπό επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν τα χρήματα και επίσης ποια ήταν η Γραφική βάση γι’ αυτούς τους φόρους. Δεν μπορούσα να του απαντήσω. Τον άλλο μήνα όταν ξαναπήγα μου έκανε τις ίδιες ερωτήσεις. Έτσι αποφάσισα να ρωτήσω τον παπά.
«Για την κάλυψη των εξόδων της εκκλησίας», απάντησε.
«Και η Γραφική βάση;» επέμεινα.
Καμιά απάντηση. Άρχισα να κλαίω, επειδή ήξερα πως δε θα μπορούσα να απαντήσω στην ερώτηση του ανθρώπου. Και ακόμη, τα ονόματα αυτών που συνεισέφεραν διαβάζονταν δυνατά στη συνάθροιση του Συλλόγου μας, και επαινούνταν εκείνοι που είχαν δώσει πολλά. Αλλά φανταστείτε πώς αισθάνθηκα όταν διαβάστηκε το όνομά μου δυνατά και εγώ δεν είχα δώσει τίποτα—και μάλιστα διαβάστηκε πρώτο-πρώτο!
Όλα αυτά με έκαναν να απογοητευτώ περισσότερο. Κοιτάζοντας πίσω, μολονότι εκτιμούσαμε πάρα πολύ την υλική βοήθεια που μας προσφέρθηκε τις εβδομάδες μετά το θάνατο της μητέρας, διαπιστώνω ότι όλες οι τελετουργίες που κάναμε στην εκκλησία λίγο με βοήθησαν να ανταποκριθώ στην ευθύνη μου να δώσω ηθική εκπαίδευση στην οικογένειά μας.
Τα Ερωτήματα Απαντήθηκαν
Έξι μήνες μετά το θάνατο της μητέρας ανοίχτηκε ο δρόμος για να απαντηθούν τα ερωτήματά μου. Μια κυρία, που λεγόταν Γιολάντα, επισκέφτηκε τον τόπο της εργασίας μου και πρόσφερε μια δωρεάν οικιακή Γραφική μελέτη σε μια συνάδελφο. Συστήθηκε σαν Μάρτυρας του Ιεχωβά. Παρακολουθώντας, αιχμαλωτίστηκα από τον τίτλο τού μπλε βιβλίου σε σχήμα τσέπης που πρόσφερε, Η Αλήθεια που Οδηγεί στην Αιώνιο Ζωή. Επειδή δεν είχα χρήματα για να το αγοράσω, μια συνάδελφος μου έδωσε αργότερα ένα αντίτυπο σαν δώρο.
Στο σπίτι καταβρόχθισα τα περιεχόμενά του και μετά από λίγες μέρες όταν συνάντησα τη ντόνα Γιολάντα πάλι, την παρακάλεσα, «Δώστε μου τη διεύθυνσή σας για να μπορώ να έρχομαι σπίτι σας για το μάθημα της Γραφής που υποσχεθήκατε». Και πόσες ερωτήσεις είχα! Εκείνο που με εντυπωσίασε περισσότερο από τη μελέτη της Βίβλου ήταν ο τρόπος που απαντούσε στα ερωτήματά μου από τη δική μας Βίβλο—αυτό ακριβώς που μου έλειπε όταν στο παρελθόν είχα ρωτήσει τον παπά.
Ένα εδάφιο που άγγιξε βαθιά την καρδιά μου ήταν από τον Ιωάννη 5:28, 29, όπου λέει: «Μη θαυμάζετε τούτο· διότι έρχεται ώρα, καθ’ ην πάντες οι εν τοις μνημείοις θέλουσιν ακούσει την φωνήν αυτού, και θέλουσιν εξέλθει». Η Λουτσία Μαρία και εγώ κλαίγαμε από χαρά με την ελπίδα ότι θα ξαναβλέπαμε τη μητέρα!
«Αλλά τι γίνεται με τον πατέρα; Υποφέρει στην κόλαση;» Ήταν ερωτήσεις που ήθελαν απάντηση. Τι ανακούφιση ήταν όταν έμαθα ότι ο άδης είναι ο κοινός τάφος του ανθρωπίνου γένους και ότι κανένας δεν υποφέρει εκεί! Αυτό έδωσε επίσης απάντηση στην αρχική ερώτηση του πατέρα μου για τον Ιώβ που ζητούσε να προστατευθεί στον άδη. Μάθαμε επίσης ότι οι προσδοκίες για μελλοντική ζωή του πατέρα βρίσκονται στα χέρια του μεγάλου Κριτή, του Ιεχωβά Θεού. Αλλά τουλάχιστον δεν βασανίζεται!—Εκκλησιαστής 9:5, 10.
Ένας-ένας οι υπόλοιποι στην οικογένεια άρχισαν να μελετούν τη Βίβλο με άλλους Μάρτυρες. Πόσο ευγνώμονες είμαστε για την καλοσύνη τους και την υπομονή τους καθώς μας δίδασκαν τις Βιβλικές αλήθειες! Μάθαμε γιατί ο Θεός επιτρέπει το κακό και ότι δε μάς έχει ξεχάσει. Διαπιστώσαμε επίσης ότι η Βίβλος έχει θαυμάσιες συμβουλές για μας σχετικά με την ηθική, την εντιμότητα, το σεβασμό για την εξουσία και το πώς πρέπει να συμπεριφερόμαστε μεταξύ μας.—1 Κορινθίους 6:9, 10· Εβραίους 13:17, 18· Ρωμαίους 13:1, 2· Ματθαίος 7:12.
Ήμαστε αποφασισμένοι να εφαρμόζουμε τα πράγματα που μαθαίναμε και κάναμε μια «συμφωνία» μεταξύ μας ότι αν κάποιος έκανε λάθος, ο άλλος θα τον διόρθωνε. Για παράδειγμα, ο Πάολο άρχισε να δείχνει μια συμπάθεια για πάρτυ όπου έπιναν πάρα πολύ. Μετά από αρκετό καιρό και με τη σωστή συμβουλή, το πρόβλημα αυτό υπερνικήθηκε και ο Πάολο άρχισε να παίρνει μια πιο σοβαρή στάση. Ο Σύλβιο, ένα χρόνο μικρότερος από τον Πάολο, δεν πήρε στα σοβαρά στην αρχή τη μελέτη της Βίβλου, και ερχόταν μαζί μας στις συναθροίσεις στην Αίθουσα Βασιλείας μόνο και μόνο επειδή εμείς τον αναγκάζαμε να έρθει μαζί μας. Αργότερα, καθώς η Γραφική μας μελέτη προόδευε, άρχισε να εκδηλώνει βαθιά επιθυμία να υπηρετήσει το Θεό και να δεχτεί ευθύνες. Λέει ότι αυτό που τον βοήθησε ήταν η ενθάρρυνση που έλαβε από άλλους στην εκκλησία.
Όχι Πια «Ορφανά»
Σαν οικογένεια, πιστεύαμε ότι τα λόγια του Ιησού στα εδάφια Μάρκος 10:29, 30 είχαν ιδιαίτερη σημασία για μας: «Δεν είναι ουδείς, όστις αφήσας οικίαν ή αδελφούς ή αδελφάς ή πατέρα ή μητέρα . . . ένεκεν εμού και του ευαγγελίου, δεν θέλει λάβει εκατονταπλασίονα τώρα εν τω καιρώ τούτω, οικίας και αδελφούς και αδελφάς και μητέρας». Ναι, τώρα έχουμε πολλούς ‘αδελφούς και αδελφές και μητέρες’ με μια πνευματική έννοια.
Η ντόνα Γιολάντα για παράδειγμα, όχι μόνο μελέτησε τη Βίβλο μαζί μας αλλά δαπάνησε επίσης ώρες διδάσκοντάς μας πώς να φροντίζουμε το σπίτι καλύτερα, πώς να μαγειρεύουμε και να πλένουμε και να σιδερώνουμε. Αν δεν υπήρχε αυτή η «μητρική» συμβουλή της, δεν ξέρω τι θα είχαμε απογίνει όλοι μας. Οι Χριστιανοί αδελφοί στη μικρή εκκλησία (περίπου 20 άτομα συνολικά) έδειχναν ενδιαφέρον για τις ανάγκες μας. Έκαναν μάλιστα διευθετήσεις για να επισκευάσουν το σπίτι μας!
Μερικοί από τους συγγενείς μας, οι οποίοι μέχρι τότε είχαν δείξει λίγο ενδιαφέρον για την κατάστασή μας, ενοχλήθηκαν από την προσοχή που μας έδειξαν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, και τη μέρα που επρόκειτο να αρχίσει η δουλειά στο σπίτι, ήρθαν κι αυτοί. «Εσείς Μάρτυρες αφήστε τη δουλειά σ’ εμάς», είπαν. «Θα φτιάξουμε εμείς το σπίτι». Εκπλαγήκαμε πολύ, και με χαρά δεχτήκαμε τη βοήθειά τους. Αργότερα οι αδελφοί ήρθαν και αποπεράτωσαν τις ηλεκτρικές εγκαταστάσεις, κάνοντας το σπίτι μας πολύ πιο άνετο.
Φυσικά, όλη αυτή η δράση με τους Μάρτυρες δεν πέρασε απαρατήρητη από τους γείτονές μας, οι οποίοι δεν ήθελαν να γίνουμε Μάρτυρες του Ιεχωβά. Μια μέρα καθώς φύγαμε από το σπίτι για να πάμε στην Αίθουσα Βασιλείας στη συνάθροιση, κάποιος που έμενε απέναντί μας μάς σταμάτησε.
«Μην πάτε στη συνάθροιση!» επέμενε.
«Γιατί όχι;» ρώτησα.
«Γιατί αυτή είναι μια καινούργια θρησκεία που επινοήθηκε πριν από λίγο καιρό μόνο. Ο πατέρας σου πέθανε Καθολικός και όλοι σας πρέπει να μείνετε στην Καθολική Εκκλησία μέχρι να πεθάνετε. Γυρίστε πίσω στο σπίτι!»
Μολονότι αντιληφθήκαμε πως ήταν καλοπροαίρετος, δεν αφήσαμε αυτό το γεγονός να μας αποθαρρύνει.
Μια από τις μεγαλύτερες χαρές που μας έφερε η Βιβλική γνώση ήταν να δοκιμάσουμε ενότητα σαν οικογένεια. Μελετούσαμε μαζί τη Βίβλο, προσευχόμαστε μαζί και, αργότερα, αρχίσαμε να κηρύττουμε από σπίτι σε σπίτι μαζί. Όλα αυτά μας έδωσαν ενότητα προσπάθειας που ποτέ δεν είχαμε νιώσει στο παρελθόν. Καθώς ο καιρός περνούσε αρχίσαμε να εξερευνούμε τρόπους για να μπορεί τουλάχιστον ο ένας από μας να μετέχει πληρέστερα στο κήρυγμα.
Μέχρι τότε η Λουτσία Μαρία έκανε το ράψιμο για την οικογένεια (και έραβε επίσης μερικά πράγματα για ξένους), καθώς επίσης έκανε και πολλές δουλειές του σπιτιού. Κανονίσαμε να μάθει η Μαρία Απαρεσίδα πώς να ράβει και επίσης να κάνει περισσότερες δουλειές στο σπίτι και έτσι να ελευθερωθεί η Λουτσία Μαρία περισσότερο. Με τη διευθέτηση αυτή, μπόρεσε η Λουτσία Μαρία τον Απρίλιο του 1978 να αρχίσει να αφιερώνει τον περισσότερο από το χρόνο της στο έργο κηρύγματος σαν σκαπανέας. Δυο χρόνια αργότερα διορίστηκε σαν ειδικός σκαπανέας, δαπανώντας 140 ώρες κάθε μήνα διδάσκοντας σε άλλους τη Βίβλο σε μια μακρινή πόλη όπου σχηματιζόταν μια εκκλησία των Μαρτύρων του Ιεχωβά.
Δέκα χρόνια έχουν περάσει από το τραγικό εκείνο έτος 1974, όταν φάνηκε ότι ολόκληρος ο κόσμος μας κατάρρευσε. Αλλά πόσο άλλαξαν τα πράγματα! Έχοντας υπόψη τη βελτιωμένη μας κατάσταση, υλικά και ιδιαίτερα πνευματικά, μπορέσαμε να ξαναενώσουμε την περισσότερη από την οικογένειά μας. Το 1979 ο Ντορινάτο ξαναγύρισε μαζί μας, και μετά από λίγους μήνες πήρα την έγκριση της γιαγιάς να ξαναγυρίσει πίσω ο Ντάλβα και ο Λούρντης. Και οι τρεις έχουν κάνει θαυμάσια πρόοδο, και οι δυο τελευταίοι βαφτίστηκαν το 1980. Πόσο ευτυχισμένοι είμαστε βλέποντας να ριζώνει στις καρδιές τους η Βιβλική αλήθεια!
Μετά ήταν η σειρά της Μπεατρίς. Η οικογένεια με την οποία είχε πάει να μείνει ήταν Καθολική, και αυτή τους συνόδευε στη θρησκεία τους. Σκεφτήκαμε ότι θα δυσκολευόμαστε να την ξαναπάρουμε στο σπίτι. Ωστόσο, νιώσαμε μεγάλη έκπληξη και ευτυχία όταν ήρθε στο σπίτι το Νοέμβριο του 1981. Άρχισε να μελετάει σοβαρά τη Βίβλο μαζί μας και τον Ιούλιο του 1982 βαφτίστηκε. Τώρα διεξάγει τις δικές της Γραφικές μελέτες. Το χέρι του Ιεχωβά πραγματικά δεν σμικρύνθηκε.
Έπειτα ήρθε η σειρά του Κλοντοάλντο. Το Μάιο του 1983 μπορέσαμε τελικά να τον φέρουμε σπίτι και τώρα μετέχει κι αυτός τακτικά στην οικογενειακή μας Γραφική μελέτη και στο έργο κηρύγματος. Προσευχόμαστε γι’ αυτόν και τον Ντορινάτο να εξακολουθήσουν να κάνουν πρόοδο προς την αφιέρωση και το βάφτισμα. Ο μικρότερος, ο Αλέξανδρος, μένει ακόμη με συγγενείς. Μολονότι δεν έχουμε ακόμη την άδεια να τον φέρουμε σπίτι, κάναμε διευθετήσεις για να παίρνει τακτικά πνευματική βοήθεια. Προς το παρόν απολαμβάνει την ανάγνωση τού βιβλίου Μπορείτε να Ζείτε για Πάντα στον Παράδεισο στη Γη.
Αφού βαφτίστηκε ο Πάολο και ο Σύλβιο, πήραν την ηγεσία στην οικογενειακή μας Γραφική μελέτη και στις προσευχές. Στην πραγματικότητα, η κοσμική εργασία του Σύλβιο του επέτρεψε να έχει αρκετό ελεύθερο χρόνο και έτσι υπηρέτησε τους περασμένους εννιά μήνες σαν βοηθητικός σκαπανέας. Τώρα, ο Πάολο έχει το προνόμιο να υπηρετεί στο γραφείο τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά εδώ στη Βραζιλία. Εγώ συνεχίζω την κοσμική μου δουλειά και αφιερώνω όσο το δυνατό περισσότερο χρόνο στην υπηρεσία του Ιεχωβά. Περιττό να πω ότι όλα αυτά υπήρξαν μια πηγή πραγματικής χαράς και ικανοποίησης για μένα μετά από τους αγώνες στα προηγούμενα χρόνια.
Συχνά σκεφτόμαστε αυτό που έγραψε ο ψαλμωδός στον Ψαλμό 127:1: «Εάν ο Κύριος δεν οικοδομήση οίκον, εις μάτην κοπιάζουσιν οι οικοδομούντες αυτόν». Αν ο Ιεχωβά δε μας είχε προστατέψει, όλη η επαγρύπνησή μου για την οικογένεια πιθανόν να είχε γίνει μάταια.
Είναι πραγματική συγκίνηση και απόλαυση για μας να μελετάμε, να μαθαίνουμε και να λέμε σε άλλους για τους θαυμάσιους σκοπούς του Ιεχωβά. Αυτός υπήρξε πραγματικός Πατέρας για μας και είμαστε ευτυχισμένοι να εκφραζόμαστε σαν το Δαβίδ, ο οποίος είπε: «Ψάλλετε εις τον Θεόν ψαλμωδείτε εις το όνομα αυτού· ετοιμάσατε τας οδούς εις τον επιβαίνοντα επί των ερήμων· Κύριος [Ιεχωβά, ΜΝΚ] είναι το όνομα αυτού· . . . Πατήρ των ορφανών . . . ο Θεός εν τω αγίω αυτού τόπω».—Ψαλμός 68:4, 5.
[Εικόνα στη σελίδα 26]
Επτά μέλη της οικογένειας Βίνχαλ
[Εικόνα στη σελίδα 27]
Ο Αλέξανδρος, ο οποίος γεννήθηκε λίγο πριν πεθάνει η μητέρα του
[Εικόνα στη σελίδα 29]
Η αδελφή μου Λουτσία Μαρία, η οποία τώρα υπηρετεί σαν ολοχρόνιος διάκονος στο Γκοΐας, στη Βραζιλία