Δικαιοσύνη Ενώπιον του Θεού—Πώς;
«Ο ΘΕΟΣ λέει ότι είμαι εντάξει». Έτσι αποδίδει προφανώς τη λέξη «δικαίωση» μια πρόσφατη μετάφραση της «Καινής Διαθήκης» στη διάλεκτο Πίτζιν της Νέας Γουινέας. Όσο παράξενο και αν φαίνεται αυτό, εκφράζει τη βασική άποψη που βρίσκεται πίσω από τη λέξη που μεταφράζεται σε πολλές Γραφές (στην Αγγλική) σαν «δικαίωση», ή «ανακήρυξη δικαιοσύνης», όπως εκφράζεται στο εδάφιο Ρωμαίους 5:16.
Από την άλλη μεριά, πολλοί λένε: ‘Εγώ ζω μια ζωή καθώς πρέπει. Όταν μπορώ κάνω στους άλλους το καλό. Είμαι προετοιμασμένος να συναντήσω τον Πλάστη μου’. Προφανώς κατανοούν ότι δικαίωση σημαίνει αυτοδικαίωση. Σύμφωνα με τη Βίβλο, η δοξασία της «δικαίωσης» αναφέρεται στο πώς μας θεωρεί ο Θεός και στο πώς μας συμπεριφέρεται ο ίδιος. Ο Ιεχωβά είναι «ο Ποιητής». (Ησαΐας 40:28) Είναι «ο κρίνων πάσαν την γην». (Γένεσις 18:25) Επομένως, τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο σπουδαίο από το πώς αυτός μας θεωρεί.
Γιατί Πρέπει να Είμαστε Εντάξει με τον Θεό
Η Βίβλος λέει για τον Ιεχωβά: «Ο Βράχος, τα έργα αυτού είναι τέλεια· διότι πάσαι αι οδοί αυτού είναι κρίσις· Θεός πιστός, και δεν υπάρχει αδικία εν αυτώ· δίκαιος και ευθύς είναι αυτός». (Δευτερονόμιον 32:4) Αυτός είναι η ενσωμάτωση της δικαιοσύνης. Σαν Δημιουργός και Ζωοδότης, αυτός έχει το δικαίωμα να θέσει τον κανόνα, ή γνώμονα, για τον καθορισμό τού τι είναι σωστό και τι είναι εσφαλμένο. Ό,τι βρίσκεται σε συμμόρφωση με τον κανόνα του Θεού, είναι δίκαιο.
Γι’ αυτό, ο Θεός βάζει το στόχο τον οποίο πρέπει να φτάσουν τα νοήμονα πλάσματά του, αν επιθυμούν να ζουν σε αρμονία με τον Δημιουργό τους. Το χάσιμο αυτού του στόχου, ή κανόνα, είναι εκείνο που αποκαλούν οι πρωτότυπες γλώσσες της Βίβλου αμαρτία. Επομένως, αμαρτία είναι η αδικία. Είναι η αποτυχία να συμμορφωθεί κανείς με τον προσδιορισμό που κάνει ο Θεός για το σωστό και το εσφαλμένο. Συνεπώς, η αμαρτία είναι και μια μορφή ακαταστασίας, μια μορφή ανομίας.—1 Ιωάννου 5:17· 3:4.
Ο Ιεχωβά Θεός «δεν είναι ακαταστασίας, αλλ’ ειρήνης». (1 Κορινθίους 14:33) Αρχικά, όλα τα πλάσματά του στον ουρανό και στη γη ήταν τέλεια. Είχαν προικιστεί με ελεύθερη βούληση. (2 Κορινθίους 3:17) Απολάμβαναν «την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού». (Ρωμαίους 8:21) Όσο καιρό σέβονταν τους δίκαιους κανόνες του, επικρατούσε σ’ όλο το σύμπαν ειρήνη και τάξη. Η ακαταστασία παρεισέφρυσε στο σύμπαν όταν, πρώτα στον ουρανό, και αργότερα στη γη, μερικά πλάσματα έγιναν άνομα μπροστά στον Θεό, απορρίπτοντας το δικαίωμά του να τους κυβερνάει. Παρέκκλιναν από τον κανόνα του Θεού για το ορθό και το εσφαλμένο. Έχασαν το στόχο και έγιναν οι ίδιοι αμαρτωλοί.
Αυτό συνέβη με τους πρώτους μας γονείς, τον Αδάμ και την Εύα. (Γένεσις 3:1-6) «Διά τούτο . . . η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον και διά της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτω διήλθεν ο θάνατος εις πάντας ανθρώπους, επειδή πάντες ήμαρτον». (Ρωμαίους 5:12) Από την ανταρσία τους ακόμη, η αμαρτία ‘κυβερνάει σαν βασιλιάς με το θάνατο’, επειδή όλοι οι απόγονοι του Αδάμ ‘έχουν αμαρτήσει και υστερούν’ στο δίκαιο κανόνα του Θεού. (Ρωμαίους 5:21· 3:23) Επομένως πρέπει να είμαστε εντάξει με τον Θεό.
Η Καθολική Άποψη για τη «Δικαίωση»
Όλες οι εκκλησίες που ισχυρίζονται ότι είναι Χριστιανικές αναγνωρίζουν πόσο χρειάζεται αυτή η συμφιλίωση με τον Θεό. Ωστόσο, η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο επιτυγχάνεται αυτή καθώς και της υπόστασης του Χριστιανού ενώπιον του Θεού διαφέρει στην Καθολική και Προτεσταντική διδασκαλία.
Όσο για το Καθολικό δόγμα, Η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια αναφέρει: «Η δικαίωση υπονοεί την αλλαγή ή μεταμόρφωση της ψυχής μέσω της οποίας ο άνθρωπος μεταφέρεται από την κατάσταση της αρχικής αμαρτίας, στην οποία γεννήθηκε σαν παιδί του Αδάμ, στην κατάσταση της χάρης και της Θείας ιδιότητας του γιου μέσω του Ιησού Χριστού, του δεύτερου Αδάμ». Ένα Καθολικό Λεξικό εξηγεί περαιτέρω: «Περιοριζόμαστε εδώ στη διαδικασία με την οποία οι ενήλικοι εξυψώνονται από μια κατάσταση θανάτου και αμαρτίας στην εύνοια και φιλία του Θεού· γιατί σχετικά με τα βρέφη η Εκκλησία διδάσκει ότι δικαιώνονται με το βάφτισμα χωρίς κάποια δική τους πράξη».
Περιληπτικά, η Καθολική Εκκλησία διδάσκει ότι η «δικαίωση» είναι μια πράξη του Θεού κατά την οποία ένα άτομο που έχει βαφτιστεί στην Καθολική πίστη, έχει πράγματι κατασταθεί δίκαιο και έχει αγιασθεί με τη δωρεά της θείας «χάρης». Ισχυρίζεται επίσης ότι αυτή η δικαίωση μπορεί (1) να αυξηθεί εξαιτίας προσωπικής αξίας, ή καλών έργων· (2) να χαθεί εξαιτίας θανάσιμης αμαρτίας και έλλειψης πίστης· (3) να επανακτηθεί με το μυστήριο της εξομολόγησης. Μέσα σ’ αυτή τη διευθέτηση, ο δικαιωμένος Καθολικός πρέπει να ομολογήσει τις αμαρτίες του σ’ έναν ιερέα και να λάβει άφεση αμαρτιών. Κάθε «πρόσκαιρη τιμωρία» που αναμένεται μετά την εξομολόγηση μπορεί να εξιλεωθεί με καλά έργα ή να συγχωρηθεί με ένα «συγχωροχάρτι».a
Η Προτεσταντική Άποψη
Η καταχρηστική πώληση συγχωροχαρτιών στην αρχή του 16ου αιώνα προκάλεσε την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση. Ο Καθολικός καλόγηρος Μαρτίνος Λούθηρος καταπιάστηκε με τη συνήθεια αυτή στα 95 θέματα που ανάρτησε στην πόρτα της εκκλησίας στο κάστρο του Βίτεμπεργκ της Γερμανίας, το 1517. Αλλά, στην πραγματικότητα, η διαφωνία του Λούθηρου με το επίσημο Καθολικό δόγμα πήγαινε πιο βαθιά απ’ αυτό. Περιλάμβανε ολόκληρη τη διδασκαλία της εκκλησίας για τη δικαίωση. Βεβαιώνοντάς το αυτό, Ένα Καθολικό Λεξικό, δηλώνει: «Η διαφορά των ‘πιστεύω’ σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο δικαιώνονται οι αμαρτωλοί ενώπιον του Θεού, αποτέλεσε το κύριο θέμα διαφωνίας μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών στον καιρό της Μεταρρύθμισης. ‘Αν η διδασκαλία αυτή’ (π.χ. η διδασκαλία της δικαίωσης μέσω πίστης μόνο) ‘αποτύχει’, λέει ο Λούθηρος στο έργο του Table Talk, ‘αποτύχαμε κι εμείς’».
Τι ακριβώς εννοούσε ο Λούθηρος με τη ‘δικαίωση μέσω πίστης μόνο’; Σαν Καθολικός ο Λούθηρος είχε μάθει ότι η δικαίωση του ανθρώπου περιλαμβάνει το βάφτισμα, το ποιον του ανθρώπου, και τα καλά έργα, καθώς επίσης και το μυστήριο της εξομολόγησης που γίνεται από έναν ιερέα, ο οποίος ακούει την εξομολόγηση, παρέχει άφεση αμαρτιών, και επιβάλλει έργα αποκατάστασης τα οποία μπορούν να περιλαμβάνουν και αυτο-τιμωρία αυτού που κάνει την εξομολόγηση.
Ο Λούθηρος, στις προσπάθειές του να βρει ειρήνη με τον Θεό, είχε χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα της Ρωμαϊκής διδασκαλίας για τη δικαίωση, περιλαμβανομένης της νηστείας, των προσευχών και της αυτο-τιμωρίας, αλλά μάταια. Ανικανοποίητος, διάβασε και ξαναδιάβασε τους Ψαλμούς και τις επιστολές του Παύλου, βρίσκοντας τελικά ειρήνη διάνοιας με το να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Θεός δικαιώνει τους ανθρώπους, όχι εξαιτίας της προσωπικής τους αξίας, των καλών έργων τους, ή της τιμωρίας που επιβάλλεται με την εξομολόγηση, αλλά αποκλειστικά και μόνο λόγω της πίστης τους. Ενθουσιάστηκε τόσο πολύ με την σκέψη αυτή της «δικαίωσης μέσω πίστης μόνο» ώστε πρόσθεσε τη λέξη «μόνο» μετά τη λέξη «πίστη» στη Γερμανική του μετάφραση του εδαφίου Ρωμαίους 3:28!b
Οι περισσότερες από τις Προτεσταντικές εκκλησίες βασικά υιοθέτησαν την άποψη του Λούθηρου για τη «δικαίωση από χάρη μέσω πίστης». Στην πραγματικότητα, αυτό είχε ήδη εκφραστεί από τον Γάλλο προμεταρρυθμιστή Ζακ Λεφέβρ ντ’ Ετάπλ. Συνοψίζοντας τη διαφορά μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντικών απόψεων για τη δικαίωση, το Ένα Καθολικό Λεξικό αναφέρει: «Οι Καθολικοί θεωρούν τη δικαίωση σαν μια πράξη με την οποία ο άνθρωπος καθίσταται πράγματι δίκαιος· οι Προτεστάντες, σαν μια πράξη με την οποία ο άνθρωπος απλώς ανακηρύσσεται και θεωρείται δίκαιος, με την αξία κάποιου άλλου—δηλ. του Χριστού—που υπολογίζεται στο λογαριασμό του».
Ούτε η Καθολική ούτε η Προτεσταντική «Δικαίωση»
Το Καθολικό δόγμα πηγαίνει παραπέρα απ’ όσα διδάσκει η Βίβλος όταν ισχυρίζεται ότι «ένας άνθρωπος πράγματι καθίσταται δίκαιος», με τη δωρεά της θείας χάρης που απονέμεται στο βάφτισμα. Δεν είναι το βάφτισμα εκείνο που μας αποπλύνει από την αρχική αμαρτία, αλλά το χυμένο αίμα του Χριστού. (Ρωμαίους 5:8, 9) Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ τού να κατασταθείς πράγματι δίκαιος από τον Θεό και να υπολογιστείς, ή να θεωρηθείς ότι είσαι δίκαιος. (Ρωμαίους 4:7, 8) Κάθε έντιμος Καθολικός, καθώς διεξάγει τον αγώνα του ενάντια στην αμαρτία, γνωρίζει ότι δεν έχει πράγματι κατασταθεί δίκαιος. (Ρωμαίους 7:14-19) Αν ήταν πράγματι δίκαιος, δεν θα είχε να εξομολογηθεί αμαρτίες σε έναν ιερέα.
Επιπλέον, αν το Καθολικό δόγμα ακολουθούσε τη Βίβλο, ο Καθολικός που θα είχε συναίσθηση της αμαρτίας, θα εξομολογιόταν τις αμαρτίες του στον Θεό, ζητώντας συγχώρηση μέσω του Ιησού Χριστού. (1 Ιωάννου 1:9–2:2) Η μεσολάβηση ενός ανθρώπινου ιερέα σε οποιοδήποτε στάδιο της «δικαίωσης» δεν βασίζεται στη Βίβλο, ούτε και η συσσώρευση των προσωπικών αξιών πάνω στις οποίες βασίζεται η δοξασία των συγχωροχαρτιών.—Εβραίους 7:26-28.
Η Προτεσταντική άποψη για τη δικαίωση, που η σημασία της είναι ότι ένας Χριστιανός ανακηρύσσεται δίκαιος με την αξία της θυσίας του Χριστού, αναμφίβολα πλησιάζει περισσότερο σ’ αυτό που διδάσκει η Βίβλος. Ωστόσο, μερικές Προτεσταντικές εκκλησίες διδάσκουν τη «δικαίωση μέσω πίστης μόνο», η οποία, όπως θα δούμε αργότερα, παραβλέπει τους συγκεκριμένους συλλογισμούς που παρουσιάζει ο απόστολος Παύλος και ο Ιάκωβος. Η από πνευματική άποψη αυτάρεσκη άποψη των εκκλησιών εκείνων συνοψίζεται από τη φράση «άπαξ εσώθημεν, διά παντός εσώθημεν». Μερικοί Προτεστάντες πιστεύουν ότι είναι αρκετό να πιστεύει κανείς στον Ιησού για να σωθεί και, επομένως, ότι η δικαίωση προηγείται του βαφτίσματος.
Επιπλέον, ορισμένες Προτεσταντικές εκκλησίες, ενώ διδάσκουν τη δικαίωση μέσω πίστης, ακολουθούν τον Γάλλο μεταρρυθμιστή Ιωάννη Καλβίνο και διδάσκουν το πεπρωμένο του ανθρώπου, αρνούμενοι έτσι τη Βιβλική διδασκαλία για την ελεύθερη βούληση. (Δευτερονόμιον 30:19, 20) Επομένως, μπορεί να ειπωθεί ότι ούτε οι Καθολικές ούτε οι Προτεσταντικές ιδέες για τη δικαίωση συμφωνούν εξ ολοκλήρου με τη Βίβλο.
Τι Διδάσκει η Βίβλος;
Ωστόσο, η Βίβλος διδάσκει σαφώς τη διδασκαλία της «δικαίωσης», δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να παρασχεθεί στον άνθρωπο δίκαιη υπόσταση ενώπιον του Θεού. Προηγουμένως είδαμε γιατί πρέπει να είμαστε εντάξει με τον Θεό, επειδή όλοι γεννηθήκαμε, όχι σαν παιδιά του Θεού, αλλά σαν ‘παιδιά οργής’. (Εφεσίους 2:1-3) Το αν θα παραμείνει ο θυμός του Θεού πάνω μας ή όχι εξαρτάται από το αν θα δεχτούμε ή θα αρνηθούμε την ελεήμονα πρόνοιά του για συμφιλίωση με αυτόν, τον άγιο, δίκαιο Θεό. (Ιωάννης 3:36) Η στοργική αυτή πρόνοια είναι ‘το λύτρο που πλήρωσε ο Χριστός Ιησούς’.—Ρωμαίους 3:23, 24.
Ο απόστολος Παύλος έδειξε ότι η απολυτρωτική θυσία του Χριστού διανοίγει δυο ελπίδες, η μια ‘πάνω στη γη’ και η άλλη ‘στους ουρανούς’. Έγραψε: «Φάνηκε καλό στον Θεό να κατοικήσει σ’ αυτόν [στον Χριστό] όλη η πληρότητα, και μέσω αυτού να συμφιλιώσει πάλι προς τον εαυτό του όλα τα άλλα πράγματα κάνοντας ειρήνη μέσω του αίματος που έχυσε πάνω στον πάσσαλο βασανισμού, άσχετα με το αν αυτά είναι τα πράγματα πάνω στη γη ή τα πράγματα πάνω στους ουρανούς».—Κολοσσαείς 1:19, 20, ΜΝΚ.
Για να έχουμε μέρος σε οποιαδήποτε απ’ αυτές τις δυο ελπίδες, είναι ανάγκη να έχουμε δίκαιη υπόσταση ενώπιον του Θεού, και αυτό περιλαμβάνει πολύ περισσότερα από το να ‘πιστέψουμε απλώς στον Ιησού’. Το τι ακριβώς συνεπάγεται για τους Χριστιανούς που έχουν την ουράνια ελπίδα και για εκείνους των οποίων η ελπίδα είναι να ζήσουν για πάντα σε έναν παράδεισο πάνω στη γη, θα εξεταστεί στα ακόλουθα δυο άρθρα. Παρακαλούμε διαβάστε τα, και μη διστάσετε να ζητήσετε από τον μάρτυρα του Ιεχωβά που σας έδωσε αυτό το περιοδικό, να εξετάσετε μαζί του αυτά τα άρθρα, με τη Γραφή στο χέρι.
[Υποσημειώσεις]
a Σύμφωνα με το Καθολικό δόγμα, η αμαρτία περιλαμβάνει ενοχή και δυο είδη τιμωρίας—αιώνια και πρόσκαιρη. Η ενοχή και η αιώνια τιμωρία συγχωρούνται μέσω του μυστηρίου της εξομολόγησης. Η πρόσκαιρη τιμωρία πρέπει να εξιλεωθεί σ’ αυτή τη ζωή με καλά έργα και με ενέργειες μετάνοιας, ή στην άλλη ζωή στο πυρ του καθαρτηρίου. Το συγχωροχάρτι είναι μια μερική ή πλήρης συγχώρηση της πρόσκαιρης τιμωρίας με βάση την εφαρμογή της αξίας του Χριστού, της Μαρίας, και των «αγίων», που φυλάσσονται στο «Θησαυρό της Εκκλησίας». Τα «καλά έργα» που απαιτούνται για να αποκτήσει κανείς ένα συγχωροχάρτι μπορούν να περιλαμβάνουν το προσκύνημα ή τη συνεισφορά χρημάτων για κάποιον «καλό» σκοπό. Έτσι, στο παρελθόν μαζεύονταν χρήματα για τις Σταυροφορίες και την οικοδόμηση καθεδρικών ναών, εκκλησιών και νοσοκομείων.
b Και ο Λούθηρος επίσης έριξε αμφιβολίες ως προς την αυθεντικότητα της επιστολής του Ιακώβου, νομίζοντας ότι το επιχείρημά του στο κεφάλαιο 2, ‘η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή’, αντιφάσκει με την εξήγηση που δίνει ο Παύλος για τη δικαίωση ‘χωρίς έργα’. (Ρωμαίους 4:6) Αυτός δεν κατάλαβε ότι ο Παύλος μιλούσε για έργα του Ιουδαϊκού Νόμου.—Ρωμαίους 3:19, 20, 28.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 5]
Η ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ διδάσκει ότι η δικαίωση κάνει τον άνθρωπο πράγματι δίκαιο, αλλά ότι η δικαίωση μπορεί να χαθεί από θανάσιμη αμαρτία ή να μεγαλυνθεί με βάση το ποιον του ανθρώπου
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 6]
ΠΟΛΛΟΙ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ πιστεύουν στη δικαίωση, ή στην ανακήρυξη κάποιου σαν δίκαιου, μέσω πίστης μόνο, και ότι η πίστη αυτή στον Ιησού εξασφαλίζει τη σωτηρία. Μερικοί πιστεύουν ότι η δικαίωση είναι προκαθορισμένη
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 7]
Η ΒΙΒΛΟΣ διδάσκει ότι ο άνθρωπος έχει ελεύθερη βούληση και ότι η λυτρωτική θυσία του Χριστού διανοίγει δυο ελπίδες, η μια ουράνια και η άλλη επίγεια. Και οι δυο ελπίδες περιλαμβάνουν την απόκτηση δίκαιης υπόστασης ενώπιον του Θεού