‘Κηρύττοντας το Ευαγγέλιο’ Μέσω Κοινωνικών Υπηρεσιών
Ο ΚΟΥΟ ΤΟΥΝΓΚ, ένας νεαρός Βουδιστής από το Χονγκ Κονγκ, έλαβε πανεπιστημιακή μόρφωση. Η Σου Γινγκ, μια μητέρα από την Ταϊβάν, βρήκε την αναγκαία θεραπεία για τη σοβαρή ασθένεια του γιου της. Ποιο κοινό σημείο έχουν αυτά τα δυο φαινομενικά άσχετα περιστατικά;
Κάτω από φυσιολογικές συνθήκες, η πανεπιστημιακή μόρφωση θα ήταν αδύνατη για τον Κούο Τουνγκ. Όμως, του δόθηκε η ευκαιρία μέσω της εκκλησίας στην οποία ανήκει. Παρόμοια, η περίπλοκη ιατρική θεραπεία που χρειαζόταν ο γιος της Σου Γινγκ ήταν διαθέσιμη μόνο στο νοσοκομείο της περιοχής της που ανήκε στην εκκλησία. Πάλι, μέσω επαφών με την εκκλησία, λύθηκε το πρόβλημα.
Οι εμπειρίες του Κούο Τουνγκ και της Σου Γινγκ δεν είναι καθόλου ασυνήθιστες. Σχολεία, νοσοκομεία, ορφανοτροφεία και άλλα κοινωνικά ιδρύματα που χρηματοδοτούνται από εκκλησίες, έχουν προσελκύσει χιλιάδες ανθρώπους σε αναπτυσσόμενες χώρες. Με αυτόν τον τρόπο οι άνθρωποι έχουν αποκομίσει για τους εαυτούς τους αρκετά υλικά οφέλη. Και παράλληλα, με το να προσχωρούν στην εκκλησία πολλοί απ’ αυτούς, έχουν συμβάλει στην αύξηση των μελών της.
Μια Παλιά Συνήθεια
Τα σχολεία και τα νοσοκομεία που χρηματοδοτούνται από εκκλησίες δεν είναι βέβαια κάτι το καινούργιο. Στην πραγματικότητα, όταν από πολύ παλιά έστελναν ιεραποστόλους σε χώρες που μερικοί έχουν ονομάσει εχθρικές ή ειδωλολατρικές, χρησιμοποιούσαν την ίδρυση σχολείων και νοσοκομείων ως το αποτελεσματικότερο μέσο για να ανοιχτούν νέοι τομείς και να κερδηθεί η εμπιστοσύνη και η φιλία του τοπικού πληθυσμού.
Περιγράφοντας, για παράδειγμα, την κατάσταση στην Ινδία στις αρχές του 19ου αιώνα, το βιβλίο Nineteen Centuries of Missions (1899), στην Αγγλική, (Δεκαεννιά Αιώνες με Ιεραποστολές) αναφέρει: «Οι ιεραπόστολοι δεν εργάζονται ευσυνείδητα μόνο στο ευαγγελιστικό έργο, αλλά εργάζονται επίσης με αξιόλογη επιτυχία σε εκπαιδευτικά και ιατρικά έργα, καθώς και στα ζενάνα (οικοτροφεία για την εκπαίδευση γυναικών)». Με ποιο αποτέλεσμα; «Κάθε ιεραποστολή έχει τα ημερήσια σχολεία της, τις τεχνικές σχολές και τα οικοτροφεία, ένα γυμνάσιο ή κολέγιο, και σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, μια θεολογική σχολή».
Σχολιάζοντας το ρόλο της ιατρικής περίθαλψης στην «ιεραποστολική δραστηριότητα», το βιβλίο συνεχίζει: «Ο γιατρός είναι πάντα ευπρόσδεκτος, και η ανακούφιση που προσφέρει από τον σωματικό πόνο δεν εμπνέει μόνο την εμπιστοσύνη στο γιατρό, αλλά συχνά ακολουθείται και από πίστη στη θρησκεία που διδάσκει. Συχνά, σαν αποτέλεσμα της ιατρικής θεραπείας, ολόκληρα χωριά οδηγούνται να απαρνηθούν την ειδωλολατρία και να δεχθούν τη Χριστιανική διδασκαλία».
Αυτό που συνέβη στην Ινδία συνέβη επίσης σε άλλες χώρες της Άπω Ανατολής, της Νότιας Αμερικής, και της Αφρικής. Σαν ιδέα, το κήρυγμα του ευαγγελίου με κοινωνικά μέσα σημείωσε επιτυχία. Καθολικοί και Προτεσταντικοί ιεραποστολικοί σύλλογοι από την Ευρώπη και την Αμερική έστειλαν εργάτες σε αυτές τις περιοχές και ίδρυσαν τις ιεραποστολές τους μαζί με τα σχολεία τους, τα νοσοκομεία και άλλα ιδρύματα. Τα περισσότερα απ’ αυτά αποδείχθηκαν τόσο επιτυχημένα στην προσέλκυση του τοπικού πληθυσμού ώστε οι κοινωνικές υπηρεσίες αυτού του είδους έγιναν σύντομα ένα αναπόσπαστο μέρος του ιεραποστολικού έργου στο εξωτερικό που χρηματοδοτείται από τις εκκλησίες.
Με το πέρασμα του χρόνου, αυτά τα ιδρύματα που διευθύνονται από εκκλησίες, έχουν φτάσει να κατέχουν μια πολύ σημαντική θέση στις τοπικές κοινότητες. Οι σχολές τους και τα πανεπιστήμιά τους είναι συνήθως τα πιο εντυπωσιακά και τα πιο περιζήτητα ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης. Τα νοσοκομεία τους είναι γενικά τα πιο καλά εξοπλισμένα και τα πιο σύγχρονα. Και σε πολλούς τόπους όπου οι κυβερνήσεις πιέζονται φοβερά από συνταρακτικά κοινωνικά προβλήματα, αυτά τα ιδρύματα είναι ευπρόσδεκτα και χαίρουν σεβασμού.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι υπηρεσίες που παρέχονται από τέτοια προγράμματα έχουν προσφέρει πολύ καλό στις κοινότητες που υπηρετούν. Τα σχολεία και τα πανεπιστήμια που διευθύνονται από εκκλησίες έχουν προσφέρει μόρφωση σε κυριολεκτικά χιλιάδες φοιτητές που ίσως να μην μπορούσαν να μορφωθούν διαφορετικά. Τέτοιου είδους νοσοκομεία και ιατρικές υπηρεσίες έχουν βοηθήσει αμέτρητους ανθρώπους που ζουν σε απόμερες και υπανάπτυκτες περιοχές. Για παράδειγμα, τα ανθρωπιστικά έργα του Άλμπερτ Σβάιτσερ και της «Μητέρας» Τερέζας είναι διεθνώς γνωστά, και έχουν κερδίσει και οι δυο τους το βραβείο Νόμπελ ειρήνης.
Εξάλλου, πρέπει να αναρωτηθεί κανείς: Έχει πραγματικά επιτελέσει το σκοπό του το κοινωνικό ευαγγέλιο; Έχει μετατρέψει σε αληθινούς Χριστιανούς αυτούς που ωφελήθηκαν από τα φιλανθρωπικά έργα; Έχει δώσει στους ανθρώπους αληθινή πίστη και ελπίδα; Ακόμη πιο σπουδαίο είναι να αναρωτηθούμε: Μήπως είχε αυτό υπόψη ο Ιησούς όταν παράγγειλε στους ακολούθους του ‘να κηρυχθεί τούτο το ευαγγέλιο σε όλη την οικουμένη’;—Ματθαίος 24:14, Μετάφραση Βασιλέως Ιακώβου.