Ο Ιεχωβά Ευλόγησε την Αποφασιστικότητά Μου
ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ Ο ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΒΟΥΤΚΕ
«Θα πεθάνεις μέσα σε τρεις μήνες!» «Τι εννοείς;» «Αυτό μου είπε ο γιατρός που συμβουλεύτηκες στην Ασσίς», απάντησε ο αδελφός μου, ο Γουίλιαμ.
ΟΜΩΣ εγώ ήθελα να ζήσω, όχι να πεθάνω. Για πρώτη φορά, προσευχήθηκα στον Θεό για βοήθεια. Ευτυχώς, 46 χρόνια αργότερα, μπορώ να πω ότι μολονότι ο γιατρός δεν είπε ποιο ήταν το πρόβλημα που είχα, η διάγνωσή του ήταν λανθασμένη. Ωστόσο, η τρομάρα που πήρα μ’ έκανε να σκεφτώ το σκοπό μου στη ζωή και την ανάγκη να υπηρετώ τον Δημιουργό μας.
Η Οικογένεια Συνεχώς σε Κίνηση
Όταν γεννήθηκα, στις 11 Νοεμβρίου 1921, οι γονείς μου ζούσαν στην Γκρόζεν, μια μικρή πόλη στην ανατολική Γερμανία. Είχαν γεννηθεί στη Ρωσία και οι γονείς τους ήταν Γερμανοί μετανάστες. Αλλά όταν η Μπολσεβικική επανάσταση του 1917 έφερε τον Κομμουνισμό, οι γονείς μου με μερικούς άλλους που ήταν γερμανικής καταγωγής απελάθηκαν και έχασαν όλα τους τα αποκτήματα. Μετά από ένα μεγάλο ταξίδι στη σκευοφόρο ενός τρένου, οι γονείς μου και τα μικρά τους παιδιά έφτασαν στα γερμανικά σύνορα. Ωστόσο, οι αρχές αρνήθηκαν να τους επιτρέψουν την είσοδο στη χώρα και έπρεπε να κάνουν το ταξίδι της επιστροφής στη Ρωσία. Εκεί οι αρχές αρνήθηκαν να τους επιτρέψουν να ξαναμπούν στη χώρα, κι έτσι έπρεπε να πάνε πίσω στη Γερμανία. Ύστερα από μήνες ταλαιπωρίας, τελικά τους επέτρεψαν την είσοδο σ’ εκείνη τη χώρα.
Όταν ήμουν δέκα χρονών, ο πατέρας μου πέθανε. Δυο χρόνια αργότερα, το 1933, ανέλαβε την εξουσία ο Χίτλερ και υποχρεώθηκα να καταταχτώ στην κίνηση της Χιτλερικής Νεολαίας. Στο καθεστώς του Χίτλερ, αντιμετώπιζαν προβλήματα οι Γερμανοί που είχαν γεννηθεί σε άλλες χώρες, και ήταν φανερό ότι η Γερμανία ετοιμαζόταν για έναν ακόμη πόλεμο. Γι’ αυτό, αποφασίσαμε να μεταναστεύσουμε στη Βραζιλία, αφού μας ενθάρρυναν να το κάνουμε αυτό διάφοροι άλλοι που είχαν ήδη εγκατασταθεί εκεί. Φτάσαμε στο Σάντους της Βραζιλίας το Μάιο του 1936.
Αφού εργαστήκαμε για μερικούς μήνες σε μια φυτεία καφέ, αγοράσαμε ένα μικρό αγρόκτημα σε μια εύφορη περιοχή κοντά στο Μαρακάι στην πολιτεία του Σάο Πάουλο. Ενώ χτίζαμε το σπίτι μας, μπορέσαμε να μείνουμε στο σπίτι του Λουθηρανού λειτουργού. Αυτός μας ενθάρρυνε να πηγαίνουμε στην εκκλησία του, αλλά όταν αυτός, καθώς και αργότερα ο διάδοχός του, άρχισαν να αναφέρουν την πολιτική στα κηρύγματά τους, εγκαταλείψαμε την εκκλησία.
Πρώτη Επαφή με την Αλήθεια της Αγίας Γραφής
Περίπου εκείνο τον καιρό ο αδελφός μου μού είπε για τη δυσοίωνη διάγνωση του γιατρού. Πήγα, λοιπόν, στο Σάο Πάουλο για να πάρω μια δεύτερη γνώμη. Ενώ βρισκόμουν εκεί, η οικογένεια με την οποία έμενα δέχτηκε την επίσκεψη ενός φίλου τους, του Ότο Έρμπερτ. Αυτός ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά και άρχισε να μας δίνει μαρτυρία. Ωστόσο, η οικογένεια δεν εκτίμησε τα όσα έλεγε, και ένας-ένας έφυγαν από το δωμάτιο, αφήνοντας εμένα με τον επισκέπτη τους.
Επί δυο ώρες περίπου ο Ότο μου μιλούσε για τον πύρινο άδη, την αθανασία της ψυχής, τον αληθινό Θεό, Ιεχωβά, τη Βασιλεία του και την ελπίδα να ζήσουμε για πάντα σε μια παραδεισένια γη. Τι λαμπρό μέλλον μου περιέγραψε! Πόσο διαφορετικό ήταν αυτό απ’ όσα είχα μάθει στη Λουθηρανική Εκκλησία! Τελικά, ο Ότο ρώτησε: «Πιστεύεις στις ψεύτικες διδασκαλίες του Χριστιανικού κόσμου ή στην Αγία Γραφή;»
«Στην Αγία Γραφή», απάντησα.
«Τότε μελέτησέ την!» με παρότρυνε, και πρόσθεσε: «Αν θέλεις να μάθεις περισσότερα γι’ αυτήν, έλα να με βρεις». Επειδή μου άρεσαν όσα είχα ακούσει, ειδικά αυτά που αφορούσαν την αιώνια ζωή στη γη, πήγα και τον βρήκα την επόμενη μέρα. Εκείνη η δεύτερη συζήτηση με έπεισε ότι είχα βρει την ‘αλήθεια που ελευθερώνει το ανθρώπινο γένος’. (Ιωάννης 8:32) Έφυγα παίρνοντας μαζί μου ένα βιβλιάριο με τον τίτλο, Υγεία και Ζωή, και μου έγινε επίσης η πρόσκληση να κάνω Γραφική μελέτη στη γερμανική.
Η Εκπλήρωση της πιο Βαθιάς Επιθυμίας Μου
Στο μεταξύ, έκανα την κατάλληλη ιατρική θεραπεία και ήμουν σε θέση να γυρίσω στο σπίτι μου. Πήρα μαζί μου τον Ότο Έρμπερτ για να κάνει διακοπές. Η μητέρα μου χάρηκε πολύ για το γεγονός ότι μελετούσα την Αγία Γραφή, που ήταν το βιβλίο το οποίο βρισκόταν πάντοτε πάνω στο τραπέζι μας αλλά ποτέ δεν το διαβάζαμε. Αφότου ο Ότο ξαναγύρισε στο Σάο Πάουλο, έκανα Γραφική μελέτη με την οικογένειά μου σχεδόν κάθε βράδυ, όσο καλύτερα μπορούσα. Χάρηκα πάρα πολύ, όταν η μητέρα μου, ο αδελφός μου ο Ρόμπερτ και η αδελφή μου η Όλγα δέχτηκαν όλοι τους το άγγελμα της αλήθειας. Το σπίτι μας ήταν ανέκαθεν γεμάτο κόσμο, αλλά μετά δυο μήνες από τον καιρό που αρχίσαμε να δίνουμε μαρτυρία, άδειασε σχεδόν εντελώς. Ένα από τα άτομα που συνήθιζαν να έρχονται στο σπίτι μας είπε: «Αν συνεχίσετε να ασχολείστε μ’ αυτά τα πράγματα, θα καταλήξετε στο τρελοκομείο!»
Ωστόσο, η επιθυμία μου να υπηρετώ τον Ιεχωβά συνέχισε να μεγαλώνει. Προμηθεύτηκα περισσότερα έντυπα και διάβαζα μέχρι αργά τη νύχτα. Αλλά όλα τα έντυπα ήταν στη γερμανική, και συνειδητοποίησα ότι αν επρόκειτο να διδάξω άλλα άτομα, θα έπρεπε να μάθω την πορτογαλική. Έτσι, το 1945 μετακόμισα στο Σάο Πάουλο για να μελετήσω την πορτογαλική. Έμεινα με τον Ότο Έρμπερτ, ο οποίος αργότερα παντρεύτηκε την αδελφή μου την Όλγα.
Μαζί με 50 περίπου άλλα άτομα, άρχισα να παρακολουθώ τις συναθροίσεις στη μοναδική Αίθουσα Βασιλείας που βρισκόταν στο Σάο Πάουλο. Εκείνη η μια εκκλησία έχει τώρα αυξηθεί σε περισσότερες από 510 εκκλησίες στο Σάο Πάουλο και τα προάστιά του, και αυτές έχουν πάνω από 50.000 ευαγγελιζομένους της Βασιλείας. Στις 6 Ιανουαρίου 1946, βαφτίστηκα συμβολίζοντας έτσι την αφιέρωσή μου να κάνω το θέλημα του Θεού. Εκείνη την ίδια χρονιά παρακολούθησα τη Θεοκρατική Συνέλευση «Ευφραινόμενα Έθνη» στο Σάο Πάουλο· αυτή ήταν η πρώτη μου μεγάλη συνέλευση. Τι χαρά ήταν να δω 1.700 άτομα παρόντα την Κυριακή! Σ’ εκείνη τη συνέλευση συνάντησα τον Ότο Έστελμαν, ο οποίος με ενθάρρυνε λέγοντας: «Ρίτσαρντ, είσαι νέος· είσαι υγιής· γίνε λοιπόν σκαπανέας».
Είχα σκεφτεί την ολοχρόνια διακονία και πριν απ’ αυτό, αλλά τώρα τη σκέφτηκα πιο σοβαρά. Δυο άλλοι κι εγώ θέσαμε σαν στόχο να αρχίσουμε την ολοχρόνια διακονία σε έξι μήνες. Όταν έφτασε ο καιρός, ρώτησα τους άλλους: «Είστε έτοιμοι να φύγουμε;» Κανείς τους δεν ήταν έτοιμος. Τους είπα λοιπόν ότι εγώ θα άρχιζα έτσι κι αλλιώς την ολοχρόνια διακονία. «Θα έχεις προβλήματα», με προειδοποίησαν. Αλλά ενέμεινα στην απόφασή μου. Στις 24 Μαΐου 1947, πήρα το διορισμό μου ως τακτικός σκαπανέας.
Ανοίγονται Καινούριες Πόρτες Υπηρεσίας
Ο τομέας μου ήταν τεράστιος και περιελάμβανε τις κατοικημένες και εμπορικές περιοχές του Σάο Πάουλο. Διέθετα εκατοντάδες βιβλία και βιβλιάρια κάθε μήνα. Ένα πρωινό, μπήκα σε μια μεγάλη αίθουσα όπου εργάζονταν αρκετοί άντρες. Πήγα στον πρώτο άντρα και του πρόσφερα το βιβλίο «Η Αλήθεια Ελευθερώσει Υμάς».
«Πόσα βιβλία έχεις στην τσάντα σου;» ρώτησε.
«Περίπου 20», απάντησα. Τα πήρε όλα και έδωσε από ένα σε κάθε άντρα που βρισκόταν εκεί. Αυτό αποδείχτηκε ότι ήταν το δημαρχείο!
Ωστόσο, η μεγαλύτερή μου χαρά ήταν να διεξάγω οικιακές Γραφικές μελέτες. Μέσα σε τέσσερα χρόνια, χάρη στον Ιεχωβά, 38 από τα άτομα με τα οποία μελετούσα βαφτίστηκαν. Αρκετοί απ’ αυτούς ανέλαβαν την ολοχρόνια διακονία. Ανάμεσά τους ήταν ο Αφόνσο Γκριγκαλχούνας, ο οποίος υπηρέτησε για περισσότερα από δέκα χρόνια ως βοηθητικός σκαπανέας μέχρι το θάνατό του το 1988—κι αυτό παρ’ όλο που είχε τεχνητό πόδι. Έπειτα ήταν η οικογένεια Κιούφα. Ένας γιος αυτής της οικογένειας, ο Φραντσίσκο, υπηρέτησε επί χρόνια ως περιοδεύων επίσκοπος, και η αδελφή του, η Άντζελα, είναι ακόμη σκαπάνισσα.
Το 1951 μου έγινε η πρόσκληση να γίνω περιοδεύων επίσκοπος. Ο διορισμός μου περιελάμβανε μεγάλες περιοχές των πολιτειών του Ρίο Γκράντε ντου Σουλ και της Σάντα Καταρίνα. Χιλιάδες άτομα ευρωπαϊκής καταγωγής ζούσαν εκεί στα νότια της Βραζιλίας. Οι περισσότερες επισκέψεις που έκανα ήταν σε απομονωμένα άτομα και σε ομίλους, εφόσον υπήρχαν λίγες εκκλησίες εκείνο τον καιρό. Υπήρχαν πολλά ποτάμια αλλά λίγες γέφυρες, πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να διασχίζω τα μικρότερα ποτάμια με τη βαλίτσα μου στην πλάτη και τη γραφομηχανή μου και το χαρτοφύλακα στα χέρια μου. Οι δρόμοι δεν ήταν ασφαλτοστρωμένοι και ήταν γεμάτοι λακκούβες. Για να προστατεύω τα ρούχα μου από τη σκόνη, φορούσα έναν ελαφρύ μανδύα. Αυτό έκανε μερικούς να σκεφτούν ότι ήμουν ο καινούριος τους ιερέας και προσπαθούσαν να φιλήσουν το χέρι μου.
Υπεράσπιση των Συμφερόντων της Βασιλείας
Καθώς προσπαθούσα να αντιμετωπίζω ρεαλιστικά τα προβλήματα, ακολουθούσα την εξής αρχή: Αν άλλοι μπορούν να ζουν τόσο μακριά από τις πόλεις, να περπατάνε σε τέτοια μονοπάτια και να διασχίζουν τέτοια ποτάμια, γιατί να μην μπορώ να κάνω κι εγώ το ίδιο, ειδικά εφόσον έχω να μεταδώσω ένα τόσο σπουδαίο άγγελμα;
Προβλήματα διαφορετικής φύσης ανέκυπταν συχνά στις μικρότερες πόλεις. Για παράδειγμα, μια φορά κάναμε διευθετήσεις να διεξαγάγουμε μια συνάθροιση σ’ ένα τοπικό σχολείο δίπλα σ’ ένα πάρκο. Στην άλλη πλευρά του πάρκου βρισκόταν ένα μικρό μπαρ και μια Καθολική εκκλησία. Όταν δεν εμφανίστηκε ο δάσκαλος για να ανοίξει το σχολείο, αποφάσισα να κάνω την ομιλία στο πάρκο. Λίγο μετά την έναρξη της ομιλίας, βγήκαν από το μπαρ έξι άντρες και άρχισαν να φωνάζουν και να χειρονομούν. Μάθαμε αργότερα ότι τους είχε πληρώσει ο ιερέας για να το κάνουν αυτό.
Άρχισα να μιλάω πιο δυνατά απευθυνόμενος σ’ αυτούς. Αυτοί σταμάτησαν και ένας είπε: «Μιλάει για τον Θεό. Πώς μπορεί να λέει ο ιερέας ότι αυτός είναι του Διαβόλου;» Όταν ο ιερέας είδε ότι οι άντρες δεν επρόκειτο να διαλύσουν τη συνάθροιση, μπήκε μέσα στο τζιπ του και έκανε βόλτες γύρω από το πάρκο φωνάζοντας: «Όποιος είναι Καθολικός δεν θα πρέπει να παρακολουθεί αυτή τη συνάθροιση!» Κανένας δεν μετακινήθηκε και η συνάθροιση συνεχίστηκε ειρηνικά.
Στη Μιράντε ντου Παραναπανέμα του Σάο Πάουλο, επισκέφτηκα το διοικητή της αστυνομίας για να εξηγήσω τη φύση του έργου μας και να τον παρακαλέσω να μας επιτρέψει να χρησιμοποιήσουμε κάποια αίθουσα για μια δημόσια ομιλία. Αυτός διευθέτησε να χρησιμοποιήσουμε την αίθουσα ενός συλλόγου. Του είπαμε ότι θα ετοιμάζαμε επίσης διαφημιστικά της ομιλίας. «Σε ποιο μέρος της πόλης θα τα διανείμετε;» ρώτησε. Αφού του είπαμε, μας παρακάλεσε να διανείμουν μερικοί από εμάς διαφημιστικά και σ’ ένα άλλο μέρος της πόλης. Την Κυριακή ήρθε ο ίδιος στην ομιλία φέρνοντας μαζί του δυο αστυνομικούς «για τη διατήρηση της τάξης», όπως είπε.
«Θέλεις να σου κάνω εγώ την εισαγωγή για την ομιλία σου;» ρώτησε.
«Πολύ καλά», απάντησα, «αλλά επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω πώς κάνουμε εμείς την εισαγωγή για τους ομιλητές μας». Αφού με εισήγαγε, κάθησε στην εξέδρα για να ακούσει. Πιστέψτε με, το ακροατήριο ήταν υποδειγματικό. Με τους δυο αστυνομικούς στην πόρτα και με το διοικητή να κάθεται στην εξέδρα, δεν είχαμε κανένα πρόβλημα εκεί!
Το Μάρτιο του 1956 διορίστηκα επίσκοπος περιφερείας και υπηρέτησα συνελεύσεις σ’ όλη τη Βραζιλία. Οι αποστάσεις που διένυα ταξιδεύοντας ήταν μεγάλες. Μια φορά απαιτήθηκαν τρεις μέρες για να πάμε από τη μια συνέλευση στην επόμενη. Στο βόρειο τμήμα της χώρας, το ταξίδι γινόταν μερικές φορές με αυτοκίνητα στέισιον. Αυτά ήταν χωρίς παράθυρα, επομένως αερίζονταν πολύ καλά, πράγμα το οποίο ήταν καλή ιδέα εφόσον οι επιβάτες περιελάμβαναν κοτόπουλα και γουρούνια!
Η Γαλαάδ Ενισχύει την Αποφασιστικότητά Μου
Τι συγκινητικό ήταν να παρακολουθήσω το 1958 τη Βιβλική Σχολή Γαλαάδ της Σκοπιάς! Η τάξη μας αποφοίτησε εκείνο το καλοκαίρι τον καιρό που γινόταν η συνέλευση στο Στάδιο Γιάνκι και στο Πόλο Γκράουντς, όπου 253.922 άτομα από 123 διαφορετικές χώρες παρακολούθησαν τη δημόσια ομιλία. Τι θέαμα ήταν αυτό! Μετά απ’ αυτό, επέστρεψα στη Βραζιλία, πιο αποφασισμένος παρά ποτέ να συνεχίσω να αναγγέλλω τη Βασιλεία του Ιεχωβά.
Το 1962 παντρεύτηκα τη Ρουθ Χόνεμαν, η οποία είχε ήδη υπηρετήσει περισσότερο από έξι χρόνια ως ιεραπόστολος στη Βραζιλία. Μετά το γάμο μας συνέχισα να απολαμβάνω επιπρόσθετα προνόμια υπηρεσίας, όπως το να διεξάγω τα μαθήματα στη Σχολή Διακονίας της Βασιλείας και τη Σχολή Υπηρεσίας Σκαπανέα, καθώς επίσης και το να αναλάβω την ηγεσία στη διευθέτηση εθνικών και διεθνών συνελεύσεων και στην οικοδόμηση της πρώτης Αίθουσας Συνελεύσεων του Σάο Πάουλο.
Αυτή τη στιγμή, απολαμβάνουμε το μεγαλύτερο προνόμιο της θεοκρατικής μας σταδιοδρομίας ως μέλη της οικογένειας Μπέθελ της Βραζιλίας. Κοιτάζοντας πίσω στα 40 και πλέον χρόνια ολοχρόνιας υπηρεσίας, 35 απ’ αυτά ως περιοδεύων επίσκοπος, μπορώ να πω ότι ήταν χρόνια γεμάτα από ευτυχισμένες, ανταμειφτικές δραστηριότητες. (Παροιμίαι 10:22) Έχω μάθει πολλά από την οργάνωση του Ιεχωβά, περιλαμβανομένης και της ανάγκης να δείχνω συμπάθεια στους άλλους, να είμαι φίλος και όχι αφεντικό, και να μην είμαι ποτέ τόσο απασχολημένος που να μην μπορώ να φροντίζω για τις ανάγκες των άλλων. Τελειώνοντας, θα ήθελα να πω ειδικά στους πιο νέους, αυτό που μου είπε πριν από χρόνια ο αδελφός Έστελμαν: «Είσαι νέος· είσαι υγιής· γίνε λοιπόν σκαπανέας!»
[Εικόνα στη σελίδα 29]
Το τωρινό μας σπίτι, το Μπέθελ της Βραζιλίας