Μετά το Μπούχενβαλντ Βρήκα την Αλήθεια
ΜΕΓΑΛΩΣΑ στην Γκρενόμπλ της Γαλλίας, στη δεκαετία του 1930. Ο καθηγητής μου των γερμανικών, ένας Γάλλος, ήταν φανατικός ναζιστής. Στο σχολείο επέμενε πάντοτε ότι η γερμανική γλώσσα θα «γίνει χρήσιμη» μια μέρα. Ωστόσο, η πλειονότητα των καθηγητών μας, οι οποίοι ήταν βετεράνοι του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ανησυχούσαν για την άνοδο του ναζισμού στη Γερμανία. Κι εγώ ανησυχούσα, επειδή γινόταν όλο και πιο φανερό ότι ο πόλεμος πλησίαζε.
Το 1940, στην αρχή του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, έχασα έναν αγαπημένο μου θείο στη σκληρή μάχη που έγινε στον ποταμό Σομ. Πικράθηκα σε μεγάλο βαθμό, αλλά ήμουν πολύ νέος για να καταταχτώ στο Γαλλικό Στρατό. Όμως, τρία χρόνια αργότερα, στη διάρκεια της κατοχής της Γαλλίας από τους Γερμανούς, μου δόθηκε η ευκαιρία να χρησιμοποιήσω τις ικανότητες που είχα ως σχεδιαστής για τη Γαλλική Αντίσταση. Διακρίθηκα στην πλαστογράφηση υπογραφών και επίσης εργάστηκα στην κατασκευή πλαστών λαστιχένιων γερμανικών σφραγίδων. Με ικανοποιούσε τόσο πολύ το να πολεμάω τις εχθρικές δυνάμεις κατοχής μ’ αυτόν τον τρόπο, ώστε οι κομμουνιστικές απόψεις των συνεργατών μου δεν με ενδιέφεραν και πολύ εκείνον τον καιρό.
Σύλληψη
Στις 11 Νοεμβρίου 1943, η τοπική Αντίσταση απηύθυνε κάλεσμα για μια διαδήλωση σε ανάμνηση της ανακωχής του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Αλλά η γαλλική μηχανοκίνητη φρουρά είχε αποκλείσει την πρόσβαση στη γέφυρα η οποία οδηγούσε στο μνημείο πολέμου και μας παρότρυνε να επιστρέψουμε στα σπίτια μας. Αποφασίσαμε να συνεχίσουμε την πορεία μας προς ένα άλλο μνημείο πολέμου, το οποίο βρισκόταν μέσα στην πόλη. Αλλά ξεχάσαμε ένα πράγμα. Το μνημείο απείχε δυο βήματα από τα γραφεία της Γκεστάπο.
Η ομάδα μας περικυκλώθηκε σύντομα από οπλισμένους στρατιώτες, οι οποίοι μας έστησαν μπροστά σ’ έναν τοίχο. Όταν οι στρατιώτες μάς πήραν από εκεί, βρήκαν αρκετά περίστροφα πεταμένα κάτω. Καθώς κανείς δεν ήθελε να ομολογήσει ότι ήταν δικά του, οι στρατιώτες άφησαν ελεύθερες μόνο τις γυναίκες και τους νεαρούς 16 ετών και κάτω. Έτσι, σε ηλικία 18 ετών, φυλακίστηκα μαζί με άλλους 450 κρατουμένους. Μερικές μέρες αργότερα, μας μετέφεραν σ’ ένα στρατόπεδο μεταγωμένων κοντά στην Κομπιένη, στο νότιο τμήμα της Γαλλίας.
Στο Δρόμο για τη Γερμανία
Στις 17 Ιανουαρίου 1944 είχα την πρώτη μου—αλλά, δυστυχώς, όχι και την τελευταία—επαφή με τους Γερμανούς στρατιώτες των οποίων τα κράνη ήταν διακοσμημένα με μια σβάστικα στην αριστερή πλευρά και με τα αρχικά SS (Ες-Ες [Schutzstaffel]) στη δεξιά. Αυτοί συγκέντρωσαν εκατοντάδες κρατουμένους και μας ανάγκασαν να βαδίσουμε μέχρι το σταθμό της Κομπιένης. Στην κυριολεξία, μας έβαλαν με τις κλωτσιές μέσα στα φορτηγά βαγόνια. Στο δικό μου βαγόνι και μόνο ήταν 125 κρατούμενοι. Επί τρεις μέρες και δυο νύχτες, δεν είχαμε τίποτα να φάμε ή να πιούμε. Μέσα σε λίγες ώρες, οι πιο αδύναμοι είχαν ήδη καταρρεύσει και οι άλλοι τους ποδοπατούσαν. Δυο μέρες αργότερα φτάσαμε στο Μπούχενβαλντ, κοντά στη Βαϊμάρη, βαθιά μέσα στη Γερμανία.
Αφού με απολύμαναν και μου ξύρισαν το κεφάλι, μου έδωσαν τον αριθμό μητρώου 41.101 και με χαρακτήρισαν «Κομμουνιστή Τρομοκράτη». Στη διάρκεια μιας καραντίνας, συνάντησα τον Δομινικανό ιερέα Μισέλ Ρικέ, ο οποίος έγινε γνωστός μετά τον πόλεμο για τα κηρύγματα που έκανε στον καθεδρικό ναό Νοτρ Νταμ στο Παρίσι. Μαζί με άλλους νεαρούς της ηλικίας μου, τον ρώτησα γιατί επέτρεπε ο Θεός τέτοιες θηριωδίες. Εκείνος απάντησε: «Πρέπει να περάσετε πολλά παθήματα για να γίνετε άξιοι να πάτε στον ουρανό».
Η Καθημερινή Ζωή
Όλοι όσοι έμεναν στα 61 παραπήγματα του στρατοπέδου έπρεπε να σηκώνονται περίπου στις τεσσερισήμισι το πρωί. Βγαίναμε έξω γυμνοί μέχρι τη μέση και συχνά έπρεπε να σπάσουμε τον πάγο που είχε σχηματιστεί στην επιφάνεια του νερού για να πλυθούμε. Είτε είχαμε καλή υγεία είτε όχι, όλοι έπρεπε να συμμορφωθούμε. Μετά ακολουθούσε η διανομή του ψωμιού—200 ως 300 γραμμάρια άγευστο ψωμί τη μέρα, μ’ ένα μικρό κομμάτι μαργαρίνη και κάτι ακαθόριστο που έμοιαζε με μαρμελάδα. Στις 5:30 π.μ. μας συγκέντρωναν όλους για ονομαστικό προσκλητήριο. Τι φοβερή εμπειρία ήταν να μεταφέρουμε στις πλάτες μας αυτούς που είχαν πεθάνει στη διάρκεια της νύχτας! Η πνιγηρή μυρωδιά του καπνού που έβγαινε καθώς καίγονταν τα πτώματα μας θύμιζε τους συντρόφους μας. Μας είχαν κυριέψει αισθήματα αποστροφής, απελπισίας και μίσους επειδή ξέραμε ότι μπορεί κάλλιστα να είχαμε την ίδια κατάληξη.
Η δουλειά μου στη Μονάδα Κατασκευών Β΄ (BAU II Kommando) ήταν να σκάβω χαντάκια τα οποία δεν χρησίμευαν σε τίποτα. Αμέσως μόλις σκάβαμε ένα χαντάκι βάθους 2 μέτρων έπρεπε να το ξαναγεμίσουμε το ίδιο προσεκτικά. Η δουλειά άρχιζε στις 6:00 π.μ., μ’ ένα διάλειμμα μισής ώρας το μεσημέρι, έπειτα από το οποίο συνεχίζαμε τη δουλειά μέχρι τις 7:00 μ.μ. Το βραδινό ονομαστικό προσκλητήριο συχνά φαινόταν ατελείωτο. Όποτε οι Γερμανοί είχαν μεγάλες απώλειες στο ρωσικό μέτωπο, μπορεί να κρατούσε μέχρι τα μεσάνυχτα.
Μια Διαφορετική Ομάδα
Όποιος προσπαθούσε να δραπετεύσει από το στρατόπεδο ήταν εύκολο να αναγνωριστεί επειδή όλοι μας είχαμε ασυνήθιστο κούρεμα. Όταν μας κούρευαν, άφηναν μια λωρίδα στη μέση ή στις άκρες του κεφαλιού, ξυρίζοντας τα μαλλιά σ’ εκείνο το σημείο ή ψαλιδίζοντάς τα πολύ κοντά. Μερικοί κρατούμενοι, ωστόσο, είχαν κανονικό κούρεμα. Ποιοι ήταν αυτοί; Ο επικεφαλής στο παράπηγμά μας ικανοποίησε την περιέργειά μας. «Είναι Bibelforscher (Σπουδαστές της Γραφής)», μας είπε. «Μα τι γυρεύουν Σπουδαστές της Γραφής σε στρατόπεδο συγκέντρωσης;» απόρησα. «Είναι εδώ επειδή λατρεύουν τον Ιεχωβά», με πληροφόρησαν. Ιεχωβά! Αυτή ήταν η πρώτη φορά που άκουγα το όνομα του Θεού.
Αργότερα έμαθα λίγα ακόμη για τους Σπουδαστές της Γραφής. Οι περισσότεροι ήταν Γερμανοί. Μερικοί απ’ αυτούς βρίσκονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 επειδή είχαν αρνηθεί να υπακούσουν στον Χίτλερ. Θα μπορούσαν να είχαν απελευθερωθεί, αλλά αρνούνταν να συμβιβαστούν. Τα Ες-Ες τούς χρησιμοποιούσαν ως προσωπικούς τους κουρείς και τους ανέθεταν ειδικά καθήκοντα τα οποία απαιτούσαν έμπιστο προσωπικό, όπως εργασία σε διοικητικές θέσεις. Εκείνο που μας παραξένευε περισσότερο ήταν η γαλήνη τους, η παντελής έλλειψη μίσους ή πνεύματος διαμαρτυρίας και εκδίκησης. Αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσα να το καταλάβω. Δυστυχώς, τότε δεν γνώριζα αρκετά γερμανικά για να μπορέσω να συζητήσω μαζί τους.
Το Τρένο του Θανάτου
Καθώς οι Σύμμαχοι προέλαυναν, οι κρατούμενοι στέλνονταν σε στρατόπεδα που βρίσκονταν ακόμα πιο βαθιά στο εσωτερικό της χώρας, αλλά αυτά είχαν γεμίσει υπερβολικά. Το πρωί της 6ης Απριλίου 1945, τα Ες-Ες πήραν 5.000 από εμάς και μας εξανάγκασαν να ακολουθήσουμε το δρόμο που οδηγούσε στη Βαϊμάρη, πράγμα που σήμαινε βάδισμα εννέα χιλιομέτρων. Αυτούς που δεν μπορούσαν να συμβαδίσουν με τους υπόλοιπους τους πυροβολούσαν εν ψυχρώ στο λαιμό. Όταν τελικά φτάσαμε στο σταθμό της Βαϊμάρης, σκαρφαλώσαμε σε ανοιχτά φορτηγά βαγόνια, και το τρένο ξεκίνησε. Επί 20 μέρες πήγαινε από τον ένα σιδηροδρομικό σταθμό στον άλλον διασχίζοντας τη Γερμανία και έπειτα μπήκαμε στην Τσεχοσλοβακία.
Ένα πρωί, μέρος της αμαξοστοιχίας μας πέρασε σε μια παρακαμπτήρια γραμμή. Στρατιώτες ετοίμασαν τα πολυβόλα, άνοιξαν την πόρτα ενός βαγονιού και εκτέλεσαν όλους τους Ρώσους κρατουμένους που ήταν μέσα. Ο λόγος; Μερικοί κρατούμενοι σκότωσαν τους φρουρούς τους και απέδρασαν στη διάρκεια της νύχτας. Ακόμα και σήμερα έρχεται στο μυαλό μου η εικόνα του αίματος που έσταζε από το πάτωμα του βαγονιού στις γραμμές.
Τελικά, το τρένο έφτασε στο Νταχάου, όπου δυο μέρες αργότερα μας ελευθέρωσε ο Αμερικανικός Στρατός. Στη διάρκεια όλου του 20ήμερου ταξιδιού, η μόνη τροφή που είχαμε ήταν μερικές ωμές πατάτες και λίγο νερό. Όταν ξεκινήσαμε ήμασταν 5.000, αλλά μόνο 800 επέζησαν. Πολλοί άλλοι πέθαναν μερικές μέρες αργότερα. Όσο για εμένα, είχα περάσει το μεγαλύτερο μέρος του ταξιδιού καθισμένος πάνω σ’ ένα πτώμα.
Ένα Καινούριο Βήμα
Μετά την απελευθέρωσή μου τίποτα δεν ήταν πιο φυσικό από το να υποστηρίξω ενεργά το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, εφόσον είχα συναναστραφεί στενά με πολλά από τα μέλη του—στα οποία περιλαμβάνονταν εξέχοντα άτομα—στο Μπούχενβαλντ. Έγινα βοηθός γραμματέα στον πυρήνα της Γκρενόμπλ, και με παρακίνησαν να παρακολουθήσω ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα για στελέχη στο Παρίσι.
Ωστόσο, σύντομα απογοητεύτηκα. Στις 11 Νοεμβρίου 1945, μας προσκάλεσαν να πάρουμε μέρος σε μια παρέλαση που θα γινόταν στο Παρίσι. Ο σύντροφος που ήταν επικεφαλής στην ομάδα μας έλαβε ένα ορισμένο χρηματικό ποσό για τα καταλύματά μας, αλλά δεν φαινόταν πρόθυμος να το χρησιμοποιήσει για εμάς. Αναγκαστήκαμε να του θυμίσουμε τις αρχές της εντιμότητας και της φιλίας, οι οποίες υποτίθεται ότι έπρεπε να μας ενώνουν. Επίσης, συνειδητοποίησα τελικά ότι οι πολλοί εξέχοντες άντρες που είχα γνωρίσει απλώς δεν είχαν τη λύση για τα παγκόσμια προβλήματα. Επιπλέον, οι περισσότεροι ήταν αθεϊστές, ενώ εγώ πίστευα στον Θεό.
Αργότερα μετακόμισα στη Λιόν, όπου συνέχισα να εργάζομαι ως σχεδιαστής. Το 1954 με επισκέφτηκαν δυο Μάρτυρες του Ιεχωβά, και έγινα συνδρομητής στο περιοδικό Ξύπνα! Έπειτα από δυο μέρες, ένας άντρας ήρθε να με επισκεφτεί μαζί με μια από τις γυναίκες που είχαν έρθει στην πόρτα μου. Η σύζυγός μου κι εγώ συνειδητοποιήσαμε ξαφνικά ότι ενδιαφερόμασταν και οι δυο για πνευματικά πράγματα.
Στη διάρκεια των συζητήσεων που ακολούθησαν, θυμήθηκα τους Σπουδαστές της Γραφής στο Μπούχενβαλντ, οι οποίοι ήταν πολύ αφοσιωμένοι στην πίστη τους. Μόνο τότε κατάλαβα ότι εκείνοι οι Σπουδαστές της Γραφής και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά αποτελούσαν τον ίδιο λαό. Χάρη σε μια Γραφική μελέτη, η σύζυγός μου κι εγώ πήραμε τη στάση μας υπέρ του Ιεχωβά και βαφτιστήκαμε τον Απρίλιο του 1955.
Οι αναμνήσεις μου είναι τόσο ζωντανές σαν να συνέβησαν χτες όλα αυτά. Δεν λυπάμαι για τις δοκιμασίες που πέρασα. Αυτές με ενίσχυσαν και με βοήθησαν να καταλάβω ότι οι κυβερνήσεις αυτού του κόσμου έχουν ελάχιστα πράγματα να προσφέρουν. Αν και οι προσωπικές εμπειρίες μπορούν να βοηθήσουν τους άλλους μόνο σ’ έναν περιορισμένο βαθμό, εγώ θα ήμουν ευτυχισμένος αν η δική μου μπορούσε τουλάχιστον να βοηθήσει τους νέους σήμερα να διακρίνουν την υποκρισία αυτού του κόσμου και στη συνέχεια να αναζητήσουν τις καλές, δίκαιες αξίες στην αληθινή Χριστιανοσύνη, όπως δίδαξε ο Ιησούς.
Σήμερα, τα παθήματα και η αδικία είναι μέρος της καθημερινής ζωής. Όπως και οι Σπουδαστές της Γραφής στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, έτσι κι εγώ προσμένω να έρθει ένας καλύτερος κόσμος, όπου θα επικρατεί αδελφική αγάπη και δικαιοσύνη αντί της βίας και του φανατικού ιδεαλισμού. Στο μεταξύ, προσπαθώ να υπηρετώ τον Θεό και τον Χριστό όσο καλύτερα μπορώ ως πρεσβύτερος στη Χριστιανική εκκλησία, μαζί με τη σύζυγό μου, τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου. (Ψαλμός 112:7, 8)—Όπως το αφηγήθηκε ο Ρενέ Σεγκλά.
[Εικόνες στη σελίδα 28]
Πάνω: Ονομαστικό προσκλητήριο στο στρατόπεδο
Αριστερά: Η πύλη στην είσοδο του Μπούχενβαλντ. Η επιγραφή λέει: «Στον καθένα ό,τι του αξίζει»
[Εικόνες στη σελίδα 29]
Πάνω: Κρεματόριο στο Μπούχενβαλντ
Αριστερά: Δεκαέξι κρατούμενοι σε κάθε στοίβα κρεβατιών