Ο Ιεχωβά Δεν Λησμονεί τους Δούλους Του
Όπως το αφηγήθηκε η Ματσούε Ισίη
ΓΙΑ ένα σχεδόν χρόνο με είχαν στην απομόνωση σ’ ένα πολύ μικρό, βρώμικο και γεμάτο ψύλλους κελί, σε μια φυλακή στο Σεντάι της Ιαπωνίας. Όλο αυτό το διάστημα δεν μου επέτρεπαν να κάνω ντους ή μπάνιο. Το σώμα μου είχε πληγιάσει καθώς το είχαν καταφάει οι κοριοί. Ήμουν τόσο εξαντλημένη από τους ρευματισμούς που δεν μπορούσα ούτε να κάτσω ούτε να σταθώ όρθια. Βρισκόμουν στα πρόθυρα του θανάτου αφού είχα απομείνει πετσί και κόκαλο και ζύγιζα λιγότερο από 30 κιλά.
Γιατί όμως βρέθηκα εκεί; Γιατί είχαν βροντήξει την πόρτα μου οι αρχές πέντε η ώρα τα ξημερώματα, στις 21 Ιουνίου του 1939, και με συνέλαβαν; Τι είχα κάνει; Πριν 50 περίπου χρόνια, οι καιροί ήταν δύσκολοι στην Ιαπωνία. Επιτρέψτε μου να σας μιλήσω γι’ αυτά τα χρόνια, για τα περιστατικά που έγιναν αφορμή να καταλήξω στη φυλακή, καθώς και για το πώς επέζησα.
Τα Πρώτα μου Χρόνια
Γεννήθηκα το 1909 στην Πόλη Κούρε στην Ιαπωνία, μόνο 25 χιλιόμετρα από τη Χιροσίμα. Οι γονείς μου διατηρούσαν ένα κατάστημα ρυζιού και ένα μαγαζί με κιμονό. Όταν ήμουν εννιά χρονών, η ισπανική γρίπη έπληξε την περιοχή μας και σύντομα ο χώρος γύρω από τον οποίο αποτέφρωναν τα πτώματα γέμισε φέρετρα. Η μεγαλύτερη αδελφή μου κι εγώ προσβληθήκαμε από την αρρώστια και μια εβδομάδα αργότερα, η αδελφή μου πέθανε. Ο ξαφνικός της θάνατος μ’ έκανε να αναρωτιέμαι: Γιατί πεθαίνουν οι άνθρωποι; Τι συμβαίνει σ’ αυτούς όταν πεθαίνουν;
Ο πατέρας μου ήταν ζηλωτής Βουδιστής και για να βρω την απάντηση, επισκέφτηκα διάφορους Βουδιστικούς ναούς. Εκεί ρωτούσα τους μοναχούς: Γιατί πεθαίνουν οι άνθρωποι;
— Δεν χρειάζεται να σκέφτεσαι τέτοια πράγματα, μου απαντούσαν. Αν εξακολουθείς να βασίζεσαι στον Βούδα και να απαγγέλλεις τα μάντρας σου, θα φτάσεις σίγουρα στη Νιρβάνα και θα μπεις στον παράδεισο.
Όταν ήμουν 17 χρονών, έμαθα για ένα βιβλίο που λέγεται Αγία Γραφή. Απόκτησα μια Αγία Γραφή, αλλά δεν μπορούσα να την καταλάβω. Αργότερα άρχισα να πηγαίνω σε μια «Χριστιανική» εκκλησία στην Πόλη Κούρε. Όταν άκουσα ότι οι άνθρωποι πεθαίνουν εξαιτίας του αμαρτήματος του Αδάμ, μου φάνηκε πολύ λογικό και έγινα ένα γεμάτο ζήλο μέλος της εκκλησίας.
Εκείνο τον καιρό, στις αγροτικές κωμοπόλεις συχνά επικρατούσε η εξής άποψη: «Η [Χριστιανική] θρησκεία Γιάσο θα καταστρέψει τη χώρα». Επειδή ήμουν η πρώτη ζηλώτρια «Χριστιανή» στην περιοχή μας, οι άνθρωποι της κωμόπολης με κατηγορούσαν ότι ντρόπιαζα την πόλη και λίγο έλειψε να με εξαναγκάσουν να φύγω. Οι γονείς μου ήταν πολύ δυσαρεστημένοι μαζί μου.
Γνωρίζω την Αλήθεια της Αγίας Γραφής
Στην προσπάθειά του να με κάνει να εγκαταλείψω το πιστεύω μου, ο πατέρας μου διευθέτησε να παντρευτώ κάποιον που μου ήταν εντελώς άγνωστος, τον Γίζο Ισίη, ένα ζηλωτή Βουδιστή. Ο μεγαλύτερος αδελφός του ήταν αρχιερέας σ’ ένα Βουδιστικό ναό. Μου είπαν πως αν και ο Γίζο δεν ήταν Χριστιανός, θα έδειχνε κατανόηση για το πιστεύω μου. Έτσι, μετακόμισα στην Οζάκα και σε ηλικία 19 χρονών παντρεύτηκα τον Γίζο, ο οποίος ήταν ράφτης. Αντίθετα όμως απ’ ό,τι είχε πει ο πατέρας μου, ο Γίζο δεν μου επέτρεπε να πηγαίνω στην εκκλησία.
Στην πίσω πλευρά του σπιτιού μας στο Τόγιο-τσο της Οζάκα, υπήρχε ένα σπίτι με μια επιγραφή που έλεγε: «Τμήμα της Οζάκα του Διεθνή Συλλόγου Σπουδαστών της Γραφής». Υπέθεσα ότι θα ήταν κάποιος Χριστιανικός όμιλος κι έτσι επισκέφτηκα το σπίτι.
— Πιστεύετε στη δεύτερη παρουσία του Κυρίου; ρώτησα το νεαρό άντρα που ήρθε στην πόρτα.
— Η δεύτερη παρουσία του Χριστού πραγματοποιήθηκε το 1914, μου απάντησε.
Έκπληκτη, του είπα ότι αυτό ήταν αδύνατο. Θα έπρεπε να διαβάσεις αυτό το βιβλίο, μου είπε, και μου έδωσε το βιβλίο Η Κιθάρα του Θεού.
Για να μην το δει ο σύζυγός μου, το έκρυψα σε ένα ψάθινο καλάθι που βάζαμε κάρβουνα και το διάβαζα όποτε μπορούσα. Κάθε αλήθεια του με χτύπαγε σαν κεραυνός—μόνο 144.000 πηγαίνουν στον ουρανό· ο Χριστός δεν είναι μέρος μιας Τριάδας, αλλά είναι ο μονογενής Γιος του Ιεχωβά, του παντοδύναμου Θεού· ζούμε στον καιρό του τέλους· και η ισπανική γρίπη, που πήρε τη ζωή της αδελφής μου, ήταν μέρος της εκπλήρωσης Βιβλικών προφητειών. Πείστηκα ότι αυτή ήταν η αλήθεια για την οποία έψαχνα.
Τελικά, ο σύζυγός μου ανακάλυψε ότι διάβαζα ένα Χριστιανικό βιβλίο. Ωστόσο, όταν κράτησα σταθερή στάση υπέρ της πίστης μου, άρχισε να αναρωτιέται μήπως περιλαμβανόταν κάτι πολύ σημαντικό κι έτσι διάβασε ο ίδιος το βιβλίο Η Κιθάρα του Θεού. Εγώ βαφτίστηκα το επόμενο έτος, στις 23 Μαρτίου 1929, και λίγο αργότερα βαφτίστηκε και ο σύζυγός μου.
Υπηρεσία ως Βιβλιοπώλες
Κλείσαμε το ραφείο και απολύσαμε τους υπαλλήλους. Γεμάτοι χαρά, αρχίσαμε να ενασχολούμαστε στο κήρυγμα από πόρτα σε πόρτα στην Οζάκα. Το Σεπτέμβριο του 1929, έγινα η δεύτερη βιβλιοπώλισσα της Ιαπωνίας, όπως ονομάζονταν τότε οι ολοχρόνιοι διάκονοι, κι ο σύζυγός μου ενώθηκε με τις τάξεις των βιβλιοπωλών αργότερα. Καλύψαμε μαζί τα τρία τέταρτα της Ιαπωνίας, στα οποία περιλαμβανόταν η Οζάκα, το Κιότο, η Ναγκόγια, το Τόκιο, το Σεντάι, το Σαπόρο, η Οκαγιάμα και τα νησιά του Σικοκού. Μέναμε σε κάθε μέρος περίπου έξι μήνες, νοικιάζαμε ένα διαμέρισμα και συγκεντρώναμε τις προσπάθειές μας στη διανομή εντύπων.
Χρησιμοποιούσαμε έντυπα που ήταν διαθέσιμα στα ιαπωνικά, όπως τα βιβλία Η Κιθάρα του Θεού, Απελευθέρωσις, Δημιουργία, Καταλλαγή και Κυβέρνησις, καθώς και τα περιοδικά Ο Χρυσούς Αιών (τώρα Ξύπνα!) και Η Σκοπιά. Ως βιβλιοπώλες, δαπανούσαμε 180 ώρες το μήνα πηγαίνοντας από πόρτα σε πόρτα. Αν και εξαντλούμασταν σωματικά, η χαρά που βρίσκαμε στην υπηρεσία ήταν πολύ μεγάλη.
Εκείνο τον καιρό, στους Γιαπωνέζους βιβλιοπώλες δεν δίνονταν χρήματα για τα έξοδά τους, αλλά λάβαιναν τα μισά χρήματα από τα έντυπα που διέθεταν για τα έξοδα διαβίωσής τους. Η ζωή δεν ήταν εύκολη. Ένας άλλος βιβλιοπώλης πέθανε από δυσεντερία. Καθώς φρόντιζα τον ασθενή, προσβλήθηκα κι εγώ επίσης από την αρρώστια και μεταφέρθηκα στο νοσοκομείο. Όταν υπηρετούσαμε στη Ναγκόγια ξέσπασε φωτιά ακριβώς δίπλα από το σπίτι όπου μέναμε. Κατεβήκαμε γρήγορα-γρήγορα τις σκάλες από το δεύτερο όροφο, μόνο με τα ρούχα που φορούσαμε και μόλις που καταφέραμε να σωθούμε. Ό,τι λιγοστά υπάρχοντα είχαμε, καθώς και τα περιοδικά που είχαμε για διάθεση έγιναν στάχτες, αφήνοντάς μας απένταρους.
Όταν υπηρετούσαμε στην Οκαγιάμα, μέρες ολόκληρες ο σύζυγός μου είχε υψηλό πυρετό και οι γιατροί είπαν ότι είχε πνευμονική φυματίωση. Η φυματίωση ήταν συνήθως θανατηφόρα αρρώστια τότε. Αν ο θάνατος ήταν αναπόφευκτος, τότε θέλαμε να πάμε στο Σαπόρο—που βρισκόταν στο πιο βορεινό νησί, το Χοκάιντο—για να δώσουμε μαρτυρία εκεί όπου δεν είχε γίνει ποτέ έργο κηρύγματος.
Το Σεπτέμβριο του 1930, μετακομίσαμε στο Χοκάιντο, όπου ανέμενα να πεθάνει ο σύζυγός μου. Εδώ ο αέρας ήταν καθαρός, το γάλα και οι πατάτες ήταν πολύ φτηνά και η υγεία του συζύγου μου άρχισε σταδιακά να βελτιώνεται. Ο Ιεχωβά δεν μας λησμόνησε ποτέ, αλλά μας ευλόγησε με ασύγκριτη χαρά στην υπηρεσία του.
Όταν εργαζόμασταν στο Σεντάι για πρώτη φορά, δέχτηκε να συζητήσει μαζί μου ο κύριος Ινούε, ο πρόεδρος του Αυτοκρατορικού Πανεπιστημίου του Τοχόκου. Πήρε τα βιβλία που είχα μαζί μου και κατόπιν με συνόδευσε μέχρι την είσοδο για να με ξεπροβοδίσει. Καθώς έδινα μαρτυρία από πόρτα σε πόρτα, συνάντησα επίσης τον Μπανσούι Ντόι, ένα φημισμένο άνθρωπο των γραμμάτων, ο οποίος είχε μεταφράσει την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου στα ιαπωνικά. Δέχτηκε το βιβλίο Δημιουργία.
Ανάμεσα σ’ αυτούς που δέχτηκαν με εκτίμηση το άγγελμά μας ήταν η οικογένεια Μιούρα από το Ισινομόρι. Η Χαγκίνο, η σύζυγος, ήταν 17 ετών όταν μας επισκέφτηκε στο σπίτι μας στο Σεντάι. Αφού συζητήσαμε μια ολόκληρη νύχτα για την Αγία Γραφή, πείστηκε ότι είχαμε την αλήθεια. Σύντομα ολόκληρη η οικογένεια μετακόμισε στο Τόκιο, όπου η Χαγκίνο και ο σύζυγός της, ο Κατσούο, υπηρέτησαν ως βιβλιοπώλες. Ο Κατσούο πέθανε ως πιστός Μάρτυρας και η Χαγκίνο υπηρετεί ακόμα πιστά. Ο γιος τους, ο Τσουτόμου, είναι μεταφραστής στο τμήμα της Εταιρίας Σκοπιά στην Ιαπωνία εδώ και πολλά χρόνια.
Προσωρινή Υπηρεσία Μπέθελ
Τη δεκαετία του 1930 ο σύζυγός μου κι εγώ υπηρετούσαμε λίγους μήνες κάθε χρόνο στο Μπέθελ, που βρισκόταν στο Ογκικούμπο του Τόκιο. Εκείνο τον καιρό εργάζονταν εκεί περίπου 20 άτομα. Δυο θορυβώδη πιεστήρια τύπωναν το περιοδικό Ο Χρυσούς Αιών. Ο Γίζο κι εγώ εργαζόμασταν στο Τμήμα Ρουχισμού. Κάθε εποχή, οι βιβλιοπώλες έστελναν στο Μπέθελ τα ρούχα που χρειάζονταν επιδιόρθωση. Εμείς τα πλέναμε, τα μπαλώναμε, τα σιδερώναμε και τους τα στέλναμε πίσω. Ράβαμε μάλιστα και καινούρια ρούχα για τους βιβλιοπώλες. Όταν τελείωνε αυτή η εργασία, επιστρέφαμε και εμείς στο έργο βιβλιοπώλη.
Μια από τις πιο αγαπημένες αναμνήσεις που έχω από το Μπέθελ συνδέεται με την ιστορική συνέλευση που έγινε το 1931 στο Κολόμπους του Οχάιο των Η.Π.Α. Κάποιος αδελφός συναρμολόγησε ένα ραδιόφωνο βραχέων κυμάτων, για να πιάνει ξένους σταθμούς. Ψάχναμε με αγωνία όλη μέρα και όλη νύχτα για να πιάσουμε το σταθμό που μετέδιδε το πρόγραμμα της συνέλευσης. Τα μεσάνυχτα, ακούσαμε πολύ καθαρά τη φωνή του προέδρου της Εταιρίας Σκοπιά, του Ι. Φ. Ρόδερφορντ. Αμέσως ένας αδελφός άρχισε να μεταφράζει. Έτσι, ακούσαμε την απόφαση που πάρθηκε να υιοθετήσουμε το νέο όνομα, «Μάρτυρες του Ιεχωβά», και ακούσαμε επίσης τα θυελλώδη χειροκροτήματα επιδοκιμασίας. Εκεί μακριά, στο Μπέθελ της Ιαπωνίας, φωνάξαμε κι εμείς από χαρά, σε αρμονία με τους αδελφούς μας στην Αμερική. Λίγα λεπτά αργότερα, άρχισαν τα προβλήματα με τη ραδιοφωνική λήψη και δεν καταφέραμε να ακούσουμε τίποτε παραπάνω. Ωστόσο, ο Ιεχωβά είχε επιτρέψει να συμμετάσχουμε και εμείς σ’ αυτή την ιστορική στιγμή.
Δίνοντας Μαρτυρία Παρά την Εναντίωση
Κατά τη διάρκεια των τρομερών παγκόσμιων δυσχερειών που ακολούθησαν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ένας ανεμοστρόβιλος εθνικισμού και μιλιταρισμού σάρωσε την Ιαπωνία. Ο αυτοκράτορας θεωρούνταν ως ζωντανός θεός στον οποίο έπρεπε να μένουν αφοσιωμένοι όλοι οι πολίτες. Εμείς όμως λέγαμε στους ανθρώπους: Υπάρχει μόνο ένας Θεός.
— Θέλεις να πεις ότι ο αυτοκράτορας δεν είναι Θεός; μας ρωτούσαν.
—Η Βασιλεία του Θεού θα φέρει ένα θαυμάσιο μέλλον, τους εξηγούσαμε.
— Θέλετε διαφορετική κυβέρνηση και όχι αυτή του αυτοκράτορα; μας έλεγαν. Οτιδήποτε κι αν λέγαμε, παραποιούσαν τα λόγια μας και μας αποκαλούσαν προδότες. Οι αρχές περνούσαν τα έντυπά μας από ακόμη μεγαλύτερη λογοκρισία και άρχισαν να μας παρακολουθούν πιο συχνά αστυνομικοί με πολιτικά ρούχα.
Συνήθως, δινόταν μια δημόσια ομιλία το χρόνο. Αν και υπήρχαν μόνο 20 Μάρτυρες στο Τόκιο, περίπου 500 άτομα παρακολούθησαν την ομιλία «Η Πτώση του Χριστιανικού Πολιτισμού» στη Δημόσια Αίθουσα της πόλης Γιουτομπάσι. Οι αστυνομικοί είχαν περικυκλώσει τον ομιλητή στο βήμα και αν έλεγε κάτι που το θεωρούσαν αμφισβητήσιμο, κάποιος βροντοφώναζε: «Ομιλητή, σταμάτα»! Τότε, ο ομιλητής αναφερόταν διακριτικά σε ένα εδάφιο και το διάβαζε. Εφόσον η Αγία Γραφή δεν είχε απαγορευτεί, του επέτρεπαν να συνεχίσει.
Σύλληψη και Φυλάκιση
Δέκα χρόνια αφότου αρχίσαμε το έργο βιβλιοπώλη, έλαβε χώρα μια γενική σύλληψη των Μαρτύρων του Ιεχωβά στην Ιαπωνία. Εκείνο το μοιραίο πρωινό της 21 Ιουνίου 1939, με οδήγησαν στο αστυνομικό τμήμα του Ισινομάκι και με έριξαν σ’ ένα σκοτεινό κρατητήριο, που η οροφή του ήταν γεμάτη καπνιά. Μετά από λίγο με μετέφεραν στο Σεντάι, όπου με έβαλαν στην απομόνωση. Συνέλαβαν επίσης και το σύζυγό μου και έχασα κάθε επαφή μαζί του μέχρι και μετά τον πόλεμο.
Παρέμεινα στο βρώμικο εκείνο κελί σχεδόν ένα χρόνο και έφτασα κοντά στο θάνατο. Αργότερα, έμαθα ότι στη διάρκεια αυτής της περιόδου οι αρχές ανέκριναν τον Γιούντζο Ακάσι, τον επίσκοπο του τμήματος της Ιαπωνίας. Τελικά, ήρθε η ώρα να ανακρίνουν και μένα. Πέταξε την Αγία Γραφή στο πάτωμα και πάτησέ την, με διέταξε βρίζοντας αυτός που με ανέκρινε. Κατόπιν μου έδειξε τα πρακτικά της ανάκρισης του Ακάσι. Στην αρχή σκέφτηκα ότι ήταν κάποιο κόλπο.
— Πιστεύεις στον Ακάσι; με ρώτησε.
— Ο Ακάσι είναι απλά ένας ατελής άνθρωπος, απάντησα. Για όσο διάστημα ο Ακάσι ακολουθούσε τις αρχές της Αγίας Γραφής, ο Ακάσι χρησιμοποιούνταν ως δούλος του Θεού. Αλλά από τη στιγμή που οι δηλώσεις του παρεκκλίνουν απ’ αυτά που λέει η Αγία Γραφή, παύει να είναι αδελφός μου. Δυστυχώς, ο Ακάσι είχε πράγματι εγκαταλείψει την αλήθεια.
Τελικά, μου επιβλήθηκε κάποια ποινή και με έκλεισαν στις Γυναικείες Φυλακές του Σεντάι. Και πάλι με έβαλαν στην απομόνωση. Μου παρείχαν γεύματα, αν και ήταν πολύ φτωχά. Μου επέτρεπαν να κάνω έναν περίπατο κάθε πρωί για 30 λεπτά, στη διάρκεια του οποίου με επιτηρούσε μια γυναίκα δεσμοφύλακας. Κάποια φορά μια δεσμοφύλακας μου είπε: Αν οι καιροί ήταν καλύτεροι, θα μπορούσες να μας διδάξεις. Εφόσον οι καιροί είναι κακοί, κάνε υπομονή σε παρακαλώ. Τα λόγια της με ενθάρρυναν.
Στο μεταξύ, η Ιαπωνία παρασύρθηκε στην ανεμοζάλη του πολέμου με τις Ηνωμένες Πολιτείες, και αυτός ο πόλεμος κυριάρχησε στην παγκόσμια σκηνή. Προς το τέλος του 1944, πεντέμισι χρόνια μετά τη σύλληψή μου, αφέθηκα ελεύθερη. Τον Αύγουστο του 1945, έπεσαν οι ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι και η Ιαπωνία έχασε τον πόλεμο.
Από το Σκοτάδι στο Φως
Επιστρέψαμε με το σύζυγό μου στην Πόλη Κούρε και μέσα στο μεταπολεμικό χάος ανοίξαμε ένα ραφείο, που μας εξασφάλιζε ίσα-ίσα τα αναγκαία για τη ζωή. Οι παλιοί μας σύντροφοι είχαν διασκορπιστεί και χάσαμε σχεδόν κάθε επαφή μαζί τους. Ωστόσο, τέσσερα χρόνια μετά τον πόλεμο, ακούσαμε ότι έρχονταν ιεραπόστολοι από τις Ηνωμένες Πολιτείες και ότι το έργο της Βασιλείας θα ξανάρχιζε στην Ιαπωνία.
Ο σύζυγός μου και ο εξάχρονος γιος μας, τον οποίο είχαμε υιοθετήσει μετά τον πόλεμο, παρακολούθησαν την πρώτη μεταπολεμική συνέλευση, που έγινε στο Ταρούμι της Κόμπε. Η συνέλευση άρχισε τέλη Δεκεμβρίου του 1949 και τελείωσε το νέο έτος του 1950. Από το 1939 το έργο της Βασιλείας στην Ιαπωνία είχε περάσει ‘τους σκοτεινούς αιώνες’, αλλά τελικά βγαίναμε και πάλι στο φως.
Το 1951 ακούσαμε ότι ο Νάθαν Ο. Νορ, που ήταν τότε πρόεδρος της Εταιρίας Σκοπιά, είχε προγραμματίσει να επισκεφτεί την Ιαπωνία, αλλά δεν γνωρίζαμε την ημερομηνία. Στις 27 Απριλίου 1951 τα μεσάνυχτα, ράβαμε ρούχα και ακούγαμε τις τελευταίες ειδήσεις του ραδιοφώνου. «Ο κύριος Ν. Ο. Νορ, πρόεδρος της Σκοπιάς, θα επισκεφτεί την Ιαπωνία και θα δώσει μια ομιλία στο αμφιθέατρο του Κιορίτσου», είπε ο εκφωνητής. Την επόμενη μέρα πήρα το τρένο και ταξίδεψα τα 900 χιλιόμετρα ως το Τόκιο ενώ επικρατούσαν οι συνθήκες απόλυτης φτώχειας της μεταπολεμικής περιόδου. Στις 29 Απριλίου καθόμουνα κι άκουγα τον αδελφό Νορ.
Συγκινήθηκα όταν άκουσα την ανακοίνωση ότι Η Σκοπιά θα έβγαινε στα ιαπωνικά, για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο. Γύρισα στο σπίτι έχοντας μαζί μου το τεύχος της 1 Μαΐου 1951, που μόλις είχε εκδοθεί. Δεν μπορώ να θυμηθώ καμιά άλλη στιγμή της ζωής μου που να χάρηκα περισσότερο. Τώρα έχει ξαναρχίσει επίσημα το έργο στην Ιαπωνία, σκέφτηκα, και όπως ακριβώς προφητεύτηκε, το έργο του Ιεχωβά θα αυξάνει και το ελάχιστο θα γίνει χίλια.
Από τότε έχουμε απολαύσει πλήρη επικοινωνία με την οργάνωση του Ιεχωβά. Τον Αύγουστο του 1951, ο αδελφός Άντριαν Τόμσον μας επισκέφτηκε για πρώτη φορά ως επίσκοπος περιοχής. Άρχισαν οι συναθροίσεις και οι πρώτοι δυο αδελφοί που έγιναν ειδικοί σκαπανείς στην Ιαπωνία διορίστηκαν στην Πόλη Κούρε. Η εκκλησία μεγάλωνε σιγά-σιγά και ο σύζυγός μου υπηρετούσε ως υπηρέτης εκκλησίας.
Τι απέγιναν οι 130 περίπου Μάρτυρες που υπήρχαν στην Ιαπωνία πριν τον πόλεμο; Το κακό παράδειγμα του Γιούντζο Ακάσι, του επισκόπου τμήματος, επέδρασε άσχημα σε πολλούς. Μερικοί έγιναν ακόλουθοί του, άλλοι διασκορπίστηκαν και μερικοί πέθαναν προφανώς στο διωγμό. Περίπου μια ντουζίνα παρέμειναν δραστήριοι στην υπηρεσία του Ιεχωβά και μερικοί έχουν την ευλογία να απολαμβάνουν ακόμη και σήμερα μια αρκετά καλή υγεία και υπηρετούν με ζήλο.
Η υγεία μου βελτιώθηκε και υπηρέτησα ως τακτική σκαπάνισσα μερικά χρόνια. Όταν ο σύζυγός μου ήταν 71 ετών, είχε μια σοβαρή αιμόπτυση και μεταφέρθηκε γρήγορα στο νοσοκομείο. Ευτυχώς οι γιατροί, σεβάστηκαν την άρνησή του να δεχτεί μετάγγιση αίματος. Αν και ανέρρωσε αισθητά, πέθανε έξι μήνες αργότερα. Ο γιος που είχαμε υιοθετήσει, ο Γκόζο, ήταν ειδικός σκαπανέας πολλά χρόνια και τώρα είναι Χριστιανός πρεσβύτερος.
Καθώς ανασκοπώ όλα αυτά τα γεγονότα, μου φαίνεται ότι οι περισσότεροι από τους αδελφούς των προπολεμικών χρόνων που υπερείχαν σε ικανότητες και νοημοσύνη, εγκατέλειψαν την οργάνωση του Ιεχωβά όταν υποβλήθηκαν σε μεγάλη πίεση. Ίσως να βασίστηκαν στις δικές τους ικανότητες. Αυτοί που παρέμειναν πιστοί δεν είχαν ιδιαίτερες ικανότητες και ήταν αφανείς. Είναι βέβαιο ότι όλοι μας πρέπει να εμπιστευόμαστε πάντοτε στον Ιεχωβά με όλη μας την καρδιά.—Παροιμίαι 3:5.
Σε τελική ανάλυση ‘η μεγάλη θλίψη’ θα έρθει σίγουρα. (Ματθαίος 24:21) Ίσως αντιμετωπίσουμε τότε δοκιμασίες μπροστά στις οποίες θα φαίνονται ασήμαντες οι προηγούμενες. Ίσως δεν θα είναι τόσο εύκολο, όσο φανταζόμαστε, να τις υπομείνουμε. Αλλά, αν εμπιστευόμαστε πραγματικά στον Ιεχωβά, αν τον αγαπούμε πραγματικά και αν ζητάμε μέσα από την καρδιά μας τη βοήθειά του, ακριβώς όπως δεν λησμόνησε εμένα, δεν θα λησμονήσει και τους δούλους του που αγωνίζονται να τον υπηρετούν πιστά.—Ψαλμός 37:25.
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Παντρεύτηκα τον Γίζο Ισίη, ο οποίος μου ήταν εντελώς άγνωστος
[Εικόνα στη σελίδα 25]
Όταν ο αδελφός Νορ επισκέφτηκε την Ιαπωνία το 1951, υπηρέτησε ιεραποστόλους και συνελεύσεις στο Τόκιο, στη Ναγκόγια και στην Κόμπε (πάνω)