ΑΛΑΒΑΣΤΡΟ
Ονομασία μικρών αρωματοδοχείων σε σχήμα βάζου, τα οποία φτιάχνονταν αρχικά από ένα είδος πέτρας που υπήρχε κοντά στην πόλη Αλάβαστρον της Αιγύπτου. Με την ονομασία αυτή έγινε γνωστή και η ίδια η πέτρα, που αποτελεί μια μορφή ανθρακικού ασβεστίου. Ο Δαβίδ συνέλεξε «πέτρες αλάβαστρου [εβρ., σάγις] σε μεγάλη ποσότητα» για την οικοδόμηση του ναού του Ιεχωβά στην Ιερουσαλήμ.—1Χρ 29:2.
Αυτό το αρχαίο ή «ανατολικό» αλάβαστρο δεν πρέπει να συγχέεται με κάποιο σύγχρονο είδος αλάβαστρου, ένα υλικό από ένυδρο θειικό ασβέστιο που χαράζεται εύκολα. Το αυθεντικό αλάβαστρο είναι συνήθως λευκό και, επειδή είναι σταλαγμιτικής προέλευσης, μερικές φορές έχει ραβδώσεις διαφόρων χρωμάτων. Είναι σχεδόν τόσο σκληρό όσο το μάρμαρο, αλλά δεν επιδέχεται εξίσου μεγάλη στίλβωση. Τα συμπαγή κομμάτια αλάβαστρου διατρυπούνταν ή διανοίγονταν όσο χρειαζόταν για να χωρούν μέχρι και μία ρωμαϊκή λίτρα (0,33 κιλά) υγρού. (Ιωα 12:3) Το αλαβάστρινο δοχείο (ἀλάβαστρον, Κείμενο) είχε συνήθως στενό λαιμό που μπορούσε να σφραγιστεί καλά ώστε να μη χάνεται το πολύτιμο άρωμα.
Όταν κατασκευάζονταν τέτοια δοχεία από φτηνότερα υλικά, όπως ο γύψος, ονομάζονταν και αυτά αλάβαστρα απλώς και μόνο λόγω της χρήσης τους. Ωστόσο, δοχεία φτιαγμένα από γνήσιο αλάβαστρο χρησιμοποιούνταν για τα ακριβότερα μύρα και αρώματα, όπως αυτά με τα οποία χρίστηκε ο Ιησούς σε δύο περιπτώσεις—μία στο σπίτι ενός Φαρισαίου στη Γαλιλαία (Λου 7:37) και μία στο σπίτι του Σίμωνα του λεπρού στη Βηθανία.—Ματ 26:6, 7· Μαρ 14:3.