Ιώβ
Θα ξεσπάσω και θα εκφράσω τα παράπονά μου.
Θα μιλήσω μέσα στην πικρή στενοχώρια μου!*
2 Θα πω στον Θεό: “Μη με κηρύξεις ένοχο.
Πες μου γιατί με πολεμάς.
3 Τι σε ωφελεί να καταπιέζεις,
να καταφρονείς το έργο των χεριών σου,+
ενώ ευνοείς τη συμβουλή των πονηρών;
4 Έχεις ανθρώπινα μάτια;*
Ή μήπως βλέπεις όπως ο θνητός άνθρωπος;
5 Είναι οι ημέρες σου σαν των θνητών;
Ή είναι τα χρόνια σου σαν του ανθρώπου,+
6 ώστε να αναζητάς το σφάλμα μου
και να ψάχνεις την αμαρτία μου;+
8 Τα δικά σου χέρια με διαμόρφωσαν και με έπλασαν,+
αλλά τώρα ζητάς να με καταστρέψεις εντελώς.
10 Δεν με έχυσες σαν γάλα
και δεν με έπηξες σαν τυρί;
11 Με δέρμα και σάρκα με έντυσες,
με κόκαλα και τένοντες με ύφανες.+
13 Αλλά κρυφά σκόπευες να κάνεις αυτά τα πράγματα.*
Ξέρω ότι αυτά προέρχονται από εσένα.
14 Αν αμάρτανα, θα με παρατηρούσες+
και δεν θα συγχωρούσες το σφάλμα μου.
15 Αν είμαι ένοχος, αλίμονό μου!
Αλλά ακόμη και αν είμαι αθώος, δεν μπορώ να σηκώσω το κεφάλι μου,+
γιατί είμαι χορτασμένος ατίμωση και ταλαιπωρία.+
16 Αν σηκώσω το κεφάλι μου, με κυνηγάς σαν λιοντάρι+
και δείχνεις ξανά τη δύναμή σου εναντίον μου.
17 Φέρνεις καινούριους μάρτυρες εναντίον μου
και εντείνεις τον θυμό σου για εμένα,
καθώς με βρίσκουν τα δεινά το ένα μετά το άλλο.
18 Γιατί λοιπόν με έβγαλες από τη μήτρα;+
Έπρεπε να είχα πεθάνει προτού με δει μάτι.
19 Θα ήταν σαν να μην είχα υπάρξει ποτέ·
θα με είχαν πάρει κατευθείαν από τη μήτρα στον τάφο”.