Μια από τις Ιδιόμορφες Τέχνες της Μαδαγασκάρης
ΚΑΘΩΣ κάναμε έναν περίπατο στην αγορά της Αντσιράμπε στη Μαδαγασκάρη, το νησί όπου μένουμε, μας τράβηξαν την προσοχή τα υπέροχα πήλινα βάζα, αγγεία και τσουκάλια που βρίσκονταν ανάμεσα στα εκθέματα. Μολονότι όλα τα αγγεία ήταν καφέ, είχαν κάτι μεγάλες μαύρες κηλίδες οι οποίες έμοιαζαν σαν να είχαν προκληθεί από κάψιμο. Από περιέργεια ρωτήσαμε το νεαρό χωρικό που τα πουλούσε να μας πει αν είχαμε μαντέψει σωστά.
«Ναι», είπε εκείνος, «για να γίνουν έτσι τα κεραμικά πρέπει να ψηθούν στη φωτιά. Εμείς, όμως, δεν έχουμε σύγχρονους, εξελιγμένους φούρνους, όπως έχουν στις πόλεις. Χρησιμοποιούμε τον παραδοσιακό τρόπο που μας δίδαξαν οι πατέρες μας».
Αν και το αγόρι απάντησε με ευγένεια και στις υπόλοιπες ερωτήσεις μας, τα λόγια του απλώς μας κίνησαν το ενδιαφέρον να δούμε στην πράξη πώς φτιάχνονται αυτά τα κεραμικά. Ξεκινήσαμε, λοιπόν, για το απομακρυσμένο μέρος της υπαίθρου όπου οι χωρικοί ειδικεύονται στην αγγειοπλαστική. Όλοι τους ήταν ευγενικοί και φιλόξενοι. Ευχαριστημένοι που άνθρωποι της πόλης ενδιαφέρονταν για τις δραστηριότητές τους, ήταν εξαιρετικά πρόθυμοι να μας δείξουν τα μυστικά τους.
Πρώτα απ’ όλα, μάθαμε ότι ο πηλός που χρησιμοποιούν δεν είναι καθόλου συνηθισμένος. Ο συνηθισμένος πηλός, όπως λένε οι ίδιοι, σπάει εύκολα όταν θερμαίνεται. Γι’ αυτό χρησιμοποιούν έναν πηλό που ονομάζεται τανιμάγκα (κατά γράμμα έννοια, «μπλε γη»), ο οποίος βρίσκεται μόνο στην ύπαιθρο και σε όχθες ποταμών ή ρυακιών. Κάποιο αγόρι μάς οδήγησε στην όχθη ενός ρυακιού και έσκαψε στο έδαφος. Σε βάθος 30 περίπου εκατοστών κάτω από την επιφάνεια, εμφανίστηκε ένα υγρό, γκριζωπό χώμα—το τανιμάγκα! Αντίθετα με το όνομά του, όμως, σε ορισμένα μέρη το τανιμάγκα είναι μαύρο, ακόμα και κιτρινωπό. Ωστόσο, ξεχωρίζει πάντα από το συνηθισμένο κόκκινο-πορτοκαλί χώμα αυτού του κεντρικού μέρους του νησιού.
Ένας άντρας μάς είπε ότι, προκειμένου να φτιάξει αρκετά βάζα ή αγγεία, ανακατεύει μια σακούλα τανιμάγκα μ’ ένα τρίτο της σακούλας μαλακιά άμμο που επίσης βρίσκεται σε όχθες ποταμών. Ύστερα προσθέτει λίγο νερό για να μαλακώσει το μείγμα. Πόσο «λίγο»; Οι αγγειοπλάστες δεν ακολουθούν ακριβείς αναλογίες. Με οδηγό την πείρα τους, σταματούν να βάζουν νερό όταν βλέπουν ότι το μείγμα έχει τη σωστή πυκνότητα—ούτε πολύ στερεό ούτε πολύ μαλακό.
Έπειτα, τοποθετούν αυτό το μείγμα από πηλό, άμμο και νερό σ’ ένα τμήμα του εδάφους που το έχουν καθαρίσει καλά απ’ όλες τις πέτρες και τα άχυρα. Μετά, οι αγγειοπλάστες πατάνε πάνω στο μείγμα επί αρκετή ώρα. Έτσι εξασφαλίζουν το γεγονός ότι ο πηλός έχει ανακατευτεί καλά με την άμμο, κι αυτό είναι το μυστικό για την ανθεκτικότητα των βάζων και των αγγείων. Υπάρχουν αρκετές λέξεις στη μαλγασική γλώσσα που περιγράφουν αυτό το σημαντικό στάδιο στην αγγειοπλαστική: χιτσαχίνα, ντισαχίνα, τεχαφίνα, βολαβολαΐνα, τοτοΐνα. Όμως όλες αναφέρονται στην ίδια διαδικασία—στο πάτημα του πήλινου μείγματος. Όταν οι αγγειοπλάστες βεβαιώνονται ότι το μείγμα έχει ανακατευτεί καλά, είναι έτοιμοι να αρχίσουν να φτιάχνουν τα κεραμικά τους.
Πρώτα χωρίζουν το μείγμα σε σβόλους μεγέθους γροθιάς. Για τον πυθμένα του αγγείου, παίρνουν ένα σβόλο και τον συμπιέζουν στον πυθμένα ενός καλουπιού—συνήθως αυτό είναι ένα παλιό και άχρηστο πήλινο αγγείο—για να του δώσουν το ανάλογο σχήμα. Αφού βγάλουν το καλούπι, χρησιμοποιούν έναν άλλο σβόλο για να σχηματίσουν το στόμιο του αγγείου. Στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, οι αγγειοπλάστες προσέχουν να μην αφήσουν το μείγμα να γίνει πολύ ξηρό, επειδή έτσι θα μπορούσε να σπάσει πολύ εύκολα.
Τώρα αφήνουν τα αγγεία στον ήλιο μια ολόκληρη μέρα για να στεγνώσουν. Μόνο τότε είναι έτοιμα για το τελικό βήμα: το ψήσιμο στη φωτιά. Αλλά κι αυτό ακόμα γίνεται σε διάφορα στάδια. Γεμίζουν όλα τα αγγεία και τα βάζα με άχυρα και ξερά φύλλα και τα τοποθετούν πλαγιαστά στο έδαφος. Βάζουν φωτιά σ’ αυτά τα ξερόχορτα και τα αφήνουν να καίγονται 10 με 15 λεπτά. Αυτό κάνει τον πηλό πιο σκληρό και πιο ισχυρό.
Μετά το πρώτο αυτό κάψιμο, τοποθετούν τα αγγεία σε κάποιον άλλο χώρο καλυμμένο με άχυρα και ξερά φύλλα. Αυτή τη φορά, όμως, βάζουν τα αγγεία το ένα πάνω στο άλλο, στόμιο με στόμιο. Ύστερα οι αγγειοπλάστες βάζουν άχυρα και ξερά φύλλα πάνω και γύρω από τα αγγεία μέχρι να τα καλύψουν εντελώς. Έπειτα τοποθετούν γύρω απ’ αυτό το μέρος σωρούς από χώμα, ώστε να περιορίσουν τη φωτιά σ’ εκείνον το χώρο και να εμποδίσουν τα αγγεία από το να κυλήσουν και να πέσουν. Βάζουν ξανά φωτιά σ’ αυτά τα ξερόχορτα και τα αφήνουν να καίγονται τουλάχιστον 30 λεπτά ή ωσότου η φωτιά σβήσει από μόνη της. Αφού κρυώσουν τα αγγεία, τα παίρνουν από τις στάχτες και τότε είναι πια έτοιμα για χρήση.
Εξετάσαμε προσεκτικά μερικά αγγεία, κι έτσι τώρα μπορέσαμε να καταλάβουμε πώς είχαν γίνει εκείνες οι μαύρες κηλίδες στα αγγεία. Ήταν τα μέρη που ήρθαν άμεσα σε επαφή με τη φωτιά. Το υπόλοιπο μέρος του αγγείου είχε το συνηθισμένο χρώμα του καμένου πηλού—πορτοκαλί-καφέ.
Αυτή η τέχνη της αγγειοπλαστικής περνάει από γενιά σε γενιά. Γνωρίσαμε κάποιον άντρα, ο οποίος δούλευε σ’ ένα μεγάλο υφαντουργείο στην πόλη, αλλά έβγαζε επιπλέον χρήματα φτιάχνοντας και πουλώντας κεραμικά. Είχε μάθει αυτή την τέχνη από τον πατέρα του, που κι εκείνος την είχε μάθει από το δικό του πατέρα. Και είμαστε βέβαιοι ότι αυτός ο νέος άντρας δεν θα χάσει την ευκαιρία να διδάξει την τέχνη στα παιδιά του.