Αντίλαλοι από τον Τριακονταετή Πόλεμο του Χριστιανικού Κόσμου
ΕΙΝΑΙ πολύ δύσκολο για μερικά άτομα να εννοήσουν πώς Καθολικοί και Προτεστάνται μπορούσαν να πολεμούν ο ένας τον άλλον σ’ αυτόν τον εικοστόν αιώνα. Αν είσθε ένας απ’ αυτούς που βρίσκουν ένα τέτοιο πράγμα δύσκολο να το καταλάβουν, ρίξτε ένα βλέμμα σε μια μικρή ιστορία για μια εξήγησι. Επί παραδείγματι, ο Τριακονταετής Πόλεμος που ερήμωσε τη Γερμανία κατά τον δέκατον έβδομον αιώνα (1618-1648) είναι πολύ αποκαλυπτικός από την άποψι αυτή.
Το Προανάκρουσμα
Στις 31 Οκτωβρίου 1517, ή 101 έτη προτού αρχίση ο Τριακονταετής Πόλεμος, ο Μαρτίνος Λούθηρος εκάρφωσε τις ενενήντα πέντε θέσεις του στη θύρα μιας Καθολικής Εκκλησίας στη Βιτεμβέργη της Γερμανίας. Η Μεταρρύθμισις εκείνη προκάλεσε μια σειρά συγκρούσεων που συνεχίσθηκαν επί πολλά έτη. Τελικά τα πολιτικά ζητήματα φάνηκε ότι είχαν τακτοποιηθή με τη Συνθήκη του Πασσάου το 1552, και έπειτα με την Συνθήκη του Άουγκσμπουργκ το 1555 που χειρίσθηκε τα θρησκευτικά ζητήματα. Ο Κάρολος Ε΄, Ισπανός Αυτοκράτωρ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και αμείλικτος εχθρός του Προτεσταντισμού, αφού απέτυχε στις προσπάθειές του να καταπνίξη τον Λουθηρανισμό με την απάτη και την ισχύ, αναγκάσθηκε να κάμη τις παραχωρήσεις που αυτές οι συνθήκες αντιπροσώπευαν.
Μεταξύ των παραχωρήσεων που κέρδισαν οι Λουθηρανοί Πρίγκηπες με τη θρησκευτική συνθήκη ειρήνης του Άουγκσμπουργκ ήσαν και ωρισμένες θρησκευτικές ελευθερίες: ο κάθε πρίγκηψ μπορούσε να εκλέγη τη θρησκεία για τη δική του τη χώρα. Όποιος δεν συμφωνούσε με τη θρησκεία του πρίγκηπός του ήταν ελεύθερος να μεταβή σε μια χώρα της οποίας ο άρχων είχε την ίδια θρησκεία με τη δική του. Επίσης οι Λουθηρανοί έγιναν μέλη του αυτοκρατορικού δικαστηρίου. Ο προσηλυτισμός απηγορεύετο και εσυμφωνήθη ότι όταν ένας επίσκοπος ή ηγούμενος άλλαζε τη θρησκεία του η Καθολική Εκκλησία θα κατακρατούσε τους τίτλους επί της ιδιοκτησίας του.
Σαν αποτέλεσμα αυτής της συνθήκης, σε μια περιοχή των χωρών του Ρήνου, οι άνθρωποι υποχρεώθηκαν είτε ν’ αλλάξουν τη θρησκεία τους τέσσερες φορές κατά σειρά ή να μεταβούν στην περιοχή ενός άλλου Πρίγκηπος. Μια άλλη αδυναμία αυτής της συνθήκης ήταν ότι δεν έγινε καμμιά πρόβλεψις για Προτεστάντες που δεν ήσαν Λουθηρανοί, όπως ήσαν οι Καλβινισταί· μια παράλειψις για την οποία ήσαν υπεύθυνοι τόσο οι Λουθηρανοί όσο και οι Καθολικοί.
Ο Κάρολος Ε΄, ο οποίος υπήρξε αυτοκράτωρ από το 1519, απεσύρθη σε μοναστήρι το 1556, ένα έτος μετά τη Συνθήκη του Άουγκσμπουργ, και πέθανε δυο έτη αργότερα. Ύστερα απ’ αυτόν ήλθαν διάφοροι Αψβούργοι αυτοκράτορες που δεν ήσαν διατεθειμένοι να πολεμήσουν την εξάπλωσι του Προτεσταντισμού. Μάλιστα ένας απ’ αυτούς φαίνεται να υπήρξε πολύ ευνοϊκά διατεθειμένος προς αυτόν.
Αλλά τότε, όπως λέγει η Νέα Καθολική Εγκυκλοπαιδεία, Τόμος 14ος σελίς 98, «οι Αυστριακοί Αψβούργοι, ενθαρρυνόμενοι από Ιησουίτες, Καπουτσίνους και Ισπανικό ζήλο, υπεκίνησαν μια μαχητική πολιτική θρησκευτικής κατακτήσεως και προσηλυτισμού. . . . Το 1618, όταν οι Βοημικές τάξεις κατηγόρησαν την αυτοκρατορική κυβέρνησι για παραβίασι των κυριαρχικών δικαιωμάτων των και των θρησκευτικών προνομίων των, σθεναρά εξεδίωξαν τους αυτοκρατορικούς απεσταλμένους δια της εκπαραθυρώσεως της Πράγας, διακηρύσσοντας έτσι την ανταρσία των κατά της κυριαρχίας των Αψβούργων.» Εκείνο που συνέβη ήταν τούτο: Οι Βοημοί αντιπρόσωποι έρριψαν τους πιο αντιπαθητικούς και αυταρχικούς απεσταλμένους του αυτοκράτορος έξω από το παράθυρο—που ήταν τρόπος εκφράσεως διαμαρτυρίας γνωστός ως «εκπαραθύρωσις.» Μολονότι έπεσαν από ύψος εξήντα ή εβδομήντα ποδών δεν έπαθαν μεγάλη βλάβη, επειδή ως φαίνεται έπεσαν επάνω σε σωρό μαλακού λιπάσματος. Αλλά αυτή η ιδιαίτερη ενέργεια άναψε τον Τριακονταετή Πόλεμο στη Γερμανία μεταξύ Καθολικών και Προτεσταντών.
Η Βοημική και Δανική Φάσις
Οι Βοημοί σηκώθηκαν στα όπλα και στην αρχή είχαν αρκετές επιτυχίες, προκαλώντας την ήττα του αυτοκρατορικού στρατού. Ακόμη εξέλεξαν τον δικό τους βασιλέα, τον Φρειδερίκον Ε΄—που ήταν μια ασύνετη ενέργεια που κατέληξε σε συμφορά. Ο Καθολικός βασιλεύς, Φερδινάνδος Β΄, τον οποίον είχαν αρνηθή ν’ αναγνωρίσουν, αναγορεύθηκε αυτοκράτωρ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και έτσι μπόρεσε να συναθροίση δυνάμεις που γρήγορα κατέπνιξαν τη Βοημική ανταρσία. Αυτός είχε την ιδιοσυγκρασία που εχρειάζετο για ένα τέτοιον πόλεμο, επειδή είχε εκπαιδευθή από τους Ιησουίτες. Γι’ αυτόν η φωνή ενός Ιησουίτη ή ενός μοναχού ήταν η φωνή του Θεού και φανερά έλεγε ότι θα ήθελε μάλλον να βασιλεύση σε μια έρημο παρά σε μια αιρετική χώρα. Όπως παρατήρησε ένας ιστορικός, αυτός σχεδόν επέτυχε να κάμη τη Γερμανία έρημο, αλλά δεν επέτυχε να σαρώση την ’αίρεσι.’ Δεν έχασε καθόλου καιρό να επιβάλη μια πολιτική «θανατικών καταδικών, φυλακίσεων και δημεύσεων της γης,» με τα οποία «ξερρίζωσε την εναντίωσι των ανταρτών και εξασθένισε την Προτεσταντική δύναμι.»—Νέα Καθολική Εγκυκλοπαιδεία.a
Η Βοημική φάσις διήρκεσε από το 1618 έως το 1620. Έπειτα ήλθε ο Χριστιανός Δ’, βασιλεύς της Δανίας, για υπεράσπισι των Προτεσταντών. Φοβούμενος συγχρόνως τη θρησκευτική καθώς και την πολιτική κυριαρχία από τον Καθολικό οίκο των Αψβούργων, εισήλθε στη Γερμανία με τις στρατιές του για να εναντιωθή σ’ αυτή τη διπλή απειλή. Εν τούτοις, όπως συνέβη με τους Βοημούς, οι νίκες του ήσαν βραχύβιες. Ο κόμης Τίλλυ, ο ικανός στρατηγός επί κεφαλής των στρατιών της Καθολικής Ενώσεως (που είχε οργανωθή για ν’ αντιταχθή στην Προτεσταντική Ένωσι), και ο Στρατηγός Βαλλενστάιν, ο οποίος μαζί με τους μισθοφόρους του είχε μισθωθή από τον Φερδινάνδο Β΄, μπόρεσαν να επιφέρουν στον Βασιλέα Χριστιανό τέτοιες αποφασιστικές ήττες, ώστε αυτός ήταν ευχαριστημένος να ζητήση ειρήνη και ν’ αποσυρθή στη χώρα του. Αυτή η Δανική Φάσις του Τριακονταετούς Πολέμου διήρκεσε από το 1625 έως το 1629.
Αυτές οι νίκες κατά των Προτεσταντών ενεθάρρυναν τον Φερδινάνδον 2 να εκδώση το Διάταγμα της Αποκαταστάσεως του 1629. «Αυτή η περιεκτική θρησκευτική τακτοποίησις,» μας λέγει η ανωτέρω σημειωθείσα Καθολική αυθεντία «αντιπροσώπευε το ύψος της Καθολικής αντιδράσεως.» Εστέρησε τους Προτεστάντες από όλα τα δυσκόλως αποκτηθέντα κέρδη των κατά τα προηγούμενα ογδόντα έτη. Ήταν μια στροφή προς τα πίσω του ωρολογίου της ελευθερίας με εκδίκησι, και εθεωρείτο από τον Φερδινάνδο 2 ως ένα σπουδαίο βήμα για τον σκοπό του, που ήταν εμπνευσμένος από Ιησουίτες, να εξαλείψη τη Μεταρρύθμισι. Εν τούτοις αυτό δεν έμεινε χωρίς μια αντεπανάστασι. Μερικοί από τους Προτεστάντες πρίγκηπες, που υπήρξαν αδιάφοροι στην Προτεσταντική υπόθεσι έως τότε, ξύπνησαν με τον πραγματικό κίνδυνο που είχαν μπροστά τους.
Ο Γουσταύος Αδόλφος προς Διάσωσιν
Ο επόμενος στο ν’ αναλάβη την υπόθεσι του Γερμανικού Προτεσταντισμού σ’ αυτόν τον πόλεμο που επρόκειτο να διαρκέση τριάντα έτη ήταν ο Σουηδός βασιλεύς Γουσταύος Αδόλφος, μια στρατιωτική ιδιοφυΐα. Αυτός εισήλθε στον αγώνα αφού η διαμάχη εμαίνετο επί δώδεκα έτη και θα το είχε κάμει γρηγορώτερα αν δεν ήταν σε πόλεμο με τους Πολωνούς. Έφθασε τον Ιούνιο του 1630 μ’ ένα μικρό αλλά καλά πειθαρχημένο στρατό 15.000 Σουηδών. Σε συμμόρφωσι με τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, εγονάτισε για να προσευχηθή όταν έφθασε στο Γερμανικό έδαφος και εζήτησεν όπως οι στρατιώτες του στρατού του κάνουν δημόσια προσευχή δυο φορές την ημέρα.
Εν πρώτοις, συνάντησε πολύ μικρή συνεργατικότητα, διότι οι Γερμανοί πρίγκηπες απέβλεπαν σ’ αυτόν με αδιαφορία, φθόνο ή φόβο. Αλλά με την πτώσι του Μαγδεμβούργου (την οποίαν ο Γουσταύος θα μπορούσε να είχε εμποδίσει αν ωρισμένοι Γερμανοί πρίγκηπες δεν εναντιώνονταν σ’ αυτόν) άρχισε να έχη σε μεγαλύτερο βαθμό τη συνεργασία τους. Ο Φερδινάνδος 2 έτρεφε στην αρχή μόνο περιφρόνησι για τον Γουσταύο, χλευαστικά αναφερόμενος σ’ αυτόν ως τον «Βασιλέα των Χιόνων.» Ο Σουηδός βασιλεύς λόγω της στρατιωτικής του επιτηδειότητος και του εξόχως πειθαρχημένου στρατού, εκέρδιζε τη μια νίκη κατόπιν της άλλης. Σε μια από αυτές τις μάχες ο ικανώτερος στρατηγός του αυτοκράτορος, ο Κόμης Τίλλυ, εφονεύθη.
Ο Φερδινάνδος 2 είχε προηγουμένως απολύσει τον στρατηγόν του Βαλλενστάιν κατά την υπόδειξι των Πριγκήπων του, οι οποίοι παραπονέθηκαν για τον τρόπο με τον οποίον οι μισθοφόροι του Βαλλενστάιν ερήμωναν τις χώρες των· οι μισθοφόροι εκείνοι λεηλατούσαν τις χώρες φίλων και εχθρών ομοίως. Λόγω όμως των επιτυχιών του Γουσταύου, ο αυτοκράτωρ Φερδινάνδος ήταν υποχρεωμένος να προσλάβη και πάλι τον Βαλλενστάιν, ο οποίος τώρα επρότεινε τόσο βαρείς όρους ώστε να λέγεται ότι αυτός ήταν ο αυθέντης και ο αυτοκράτωρ υπηρέτης του. Οπωσδήποτε, όσο ικανός κι’ αν ήταν ο Βαλλενστάιν, και αυτός ηττήθηκε από τις δυνάμεις του Γουσταύου, αλλ’ ο Γουσταύος σε μια νικηφόρο μάχη έχασε τη ζωή του.
Το Έγκλημα Κατά του Μαγδεμβούργου
Μαγδεμβούργον κατά γράμμα σημαίνει η πόλις της παρθένου. Ήταν μια πόλις Προτεσταντών οι οποίοι ήσαν υπερήφανοι για την ιστορία τους. Επανειλημμένως είχαν απωθήσει επιθέσεις από τις Καθολικές δυνάμεις· είχαν μάλιστα αντισταθή σε μια πολιορκία ένα ολόκληρο έτος κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Καθολικού Αυτοκράτορος Καρόλου του Ε΄. Τώρα, σχεδόν ένα αιώνα αργότερα, εχλεύαζαν τις απαντήσεις των στρατηγών του αυτοκράτορος για να παραδοθούν. Είχαν πεποίθησι ότι ο Γουσταύος γρήγορα θα ερχόταν αρωγός. Αλλά οι Στρατηγοί Τίλλυ και Πάπενχαϊμ είχαν ρίξει όλες τις δυνάμεις των κατά της πόλεως, αφού αυτή είχε πολιορκηθή επί ένα μήνα, και έπεσε. Φαίνεται όμως ότι οι συνθήκες μέσα στην πόλι είχαν κάποιαν επίδρασι στην άλωσί της.
Σχετικώς με την πτώσι του Μαγδεμβούργου, ο Γερμανός ιστορικός Φρήντριχ Σίλλερ έγραψε: «Εδώ άρχισαν σκηνές τρόμου για τις οποίες η ιστορία δεν έχει γλώσσα για να εκφράση, ούτε η ποίησις γραφίδα. Ούτε η αθώα παιδική ηλικία, ούτε το αβοήθητο γήρας, ούτε η νεότης, ούτε το φύλον, ούτε η τάξις, ούτε το κάλλος μπορούσε ν’ αφοπλίση τη μανία των κατακτητών. Γυναίκες εβιάζοντο στα χέρια των συζύγων των, θυγατέρες στα πόδια των γονέων των· και το ανυπεράσπιστο φύλον είχε εκτεθή στη διπλή θυσία της αρετής και της ζωής. . . . Σε μια μόνον εκκλησία βρέθηκαν πενήντα τρεις γυναίκες αποκεφαλισμένες. Οι Κροάται διεσκέδαζαν με το να ρίχνουν παιδιά στις φλόγες. Οι Βαλλόνοι του Πάππενχαϊμ με το να μαχαιρώνουν παιδιά στην αγκαλιά της μητέρας των.»
Όταν μερικοί αξιωματούχοι της Καθολικής Ενώσεως, συγκινημένοι από τον τρόμο από όσα είδαν, υπενθύμισαν στον Στρατηγό Τίλλυ ότι μπορούσε να διατάξη παύσι σ’ αυτές τις ωμότητες, απήντησε, «Επιστρέψτε σε μια ώρα. . . . Θα ιδώ τι μπορώ να κάμω· ο στρατιώτης πρέπει να έχη κάποια αμοιβή για τους κινδύνους του και τους μόχθους του.» Για να καθαρισθούν οι δρόμοι, περισσότερα από έξη χιλιάδες πτώματα είχαν ριφθή μέσα στον ποταμό Έλβα και ένας πολύ μεγαλύτερος αριθμός πτωμάτων καταναλώθηκαν από τις φλόγες. Η λεηλασία και η σφαγή σταμάτησαν από τις φλόγες—αλλά μόνον για λίγον καιρό. Ο ολικός αριθμός εκείνων που θανατώθηκαν υπολογίζεται σε 30.000.
Όσα ο ιστορικός Τρέντς έχει να πη για τον Τριακονταετή Πόλεμο ήσαν ειδικώς αληθινά για το έγκλημα κατά του Μαγδεμβούργου: «Ήταν πράγματι η πικρότερη ειρωνία όλων, ότι αυτός ο Πόλεμος για τον οποίον ισχυρίζονταν κατά την έναρξί του ότι διεξήγετο υπέρ των υψηλοτέρων θρησκευτικών σκοπών, για τη δόξα του Θεού και για τα ύψιστα συμφέροντα της Εκκλησίας του, θα έπρεπε πριν περάση πολύς καιρός να σημειωθή για την πιο απαίσια καταπάτησι όλων των νόμων ανθρωπίνων και θείων, να ατιμασθή με τις χειρότερες και φαυλότερες ύβρεις κατά του Θεού και κατά του ανθρώπου, της εικόνος του Θεού, από οποιονδήποτε άλλον Πόλεμο πιθανώς που είδε ποτέ ο νεώτερος Χριστιανικός κόσμος.»
Ολοένα και Περισσότερο Πολιτικός
Ο Γουσταύος, στο διάστημα δυο ετών, από το 1630 έως το 1632 επέτυχε να στρέψη το ρεύμα του πολέμου υπέρ των Προτεσταντών· ύστερα η υπόθεσίς των δεν ήταν πλέον μια χαμένη υπόθεσις. Αλλά μόνον επειδή ο Καρδινάλιος Ρισελιέ, η δύναμις που ήταν πίσω από τον θρόνο της Γαλλίας, ήταν αποφασισμένος να μη αφήση τον οίκο των Αψβούργων να κυριαρχήση στην Ευρώπη. Έτσι τώρα η θρησκεία υπεχώρησε στο βάθος και στο προσκήνιο ήλθαν ολοένα και περισσότερο οι πολιτικές απόψεις. Αυτά τα έτη είδαν τις χειρότερες φάσεις του πολέμου. Και οι δυο πλευρές ασχολήθηκαν στη λεηλασία. Οι συνθήκες της πείνας εχειροτέρευσαν τόσον ώστε ξαπλώθηκε ο καννιβαλισμός, ενώ από τους τάφους εκλέπτοντο τα πτώματα των τελευταίως ταφέντων, από τις αγχόνες αφαιρούντο τα κρεμασμένα θύματα, παιδιά και φυλακισμένοι εξαφανίζονταν μυστηριωδώς. Για ν’ αποκορυφωθούν όλα αυτά, η πανώλης εμαίνετο παντού. Ο πόλεμος δεν έφερε μόνον μεγάλη φτώχεια στη Γερμανία, αλλά και ελάττωσε τον πληθυσμό από 30 σε 12 περίπου εκατομμύρια.
Δεν είναι άξιον απορίας ότι από καιρό σε καιρό κάθε πλευρά εκουράζετο από τον πόλεμο και έδειχνε σημάδια προθυμίας να ζητήση διαπραγματεύσεις ειρήνης. Αυτές οι διαπραγματεύσεις τελικά κατέληξαν στη Συνθήκη της Βεστφαλίας. Η Γαλλία και η Σουηδία, που σε μεγάλο βαθμό υπήρξαν οι νικήτριες δυνάμεις, είχαν τον μεγαλύτερο λόγο στους όρους της ειρήνης. Η Γαλλία απέκτησε ωρισμένα εδάφη που πολύ εποφθαλμιούσε, και οι Σουηδοί, ενώ απέκτησαν μερικά εδαφικά πλεονεκτήματα, ενδιαφέρθηκαν κυρίως για τα θρησκευτικά οφέλη. Κυρίως σαν αποτέλεσμα των προσπαθειών των η συνθήκη χορηγούσε θρησκευτική ελευθερία σε ολοένα και περισσότερους που δεν την είχαν απολαύσει προηγουμένως. Έτσι στους Καλβινιστάς και άλλους Προτεστάντες εδόθησαν τα ίδια δικαιώματα ως και στους Λουθηρανούς, δικαιώματα που έφθασαν ακόμη πέραν από εκείνα που είχαν χορηγηθή από τη Συνθήκη του Άουγκσμπουργκ και τα οποία είχαν εκμηδενισθή με το Διάταγμα της Αποκαταστάσεως του Φερδινάνδου το 1629.
Ο Χριστιανικός Κόσμος Τόσο Αντιχριστιανικός όσον Ποτέ
Αλλ’ αποτελούν όλα αυτά απλώς ενδιαφέρουσα ιστορία; Όχι, διότι έχουν επίδρασι στα τρέχοντα γεγονότα. Σήμερα στο Ώλστερ της Ιρλανδίας, υπάρχουν καθ’ ομολογίαν Χριστιανοί, Καθολικοί και Διαμαρτυρόμενοι, που μισούν και φονεύουν ο ένας τον άλλον. Το περιοδικό Τάιμ της 13 Ιουλίου 1970, έγραψε: «Σάβανον οργής εκρέμετο επάνω από το Ώλστερ την παρελθούσα εβδομάδα μετά τις τρομερώτερες μάχες μεταξύ Καθολικών και Διαμαρτυρομένων επί οκτώ μήνες. Εκτός από τους επτά νεκρούς, τουλάχιστον 250 άτομα πληγώθηκαν ή τραυματίσθηκαν, καταστήματα και ταβέρνες πυρπολήθηκαν με εμπρηστικές βόμβες και λεωφορεία ανετράπησαν για να κατασκευασθούν οδοφράγματα.» Και η εφημερίς Γιουνάιτεντ Σταίητς Νιούς εντ Ουώρλντ Ρηπόρτ της 26ης Οκτωβρίου 1970, παρέθεσε την άποψι ενός αξιωματούχου του Ώλστερ: «Αυτή η χώρα είναι ακυβέρνητη. Κανένας δεν συμφωνεί για το τι πρέπει να γίνη. Το Ώλστερ είναι ένα παράδοξον—ένας μικρός ασήμαντος τόπος, αλλά διαβολικά δύσκολος να κυβερνηθή.» Και στην πραγματικότητα, εκεί όλοι ομολογούν ότι είναι Χριστιανοί, είτε Καθολικοί είτε Προτεστάνται!
Σε όλον τον υπόλοιπον κόσμο, επίσης, ο Χριστιανικός κόσμος διαψεύδει με τους καρπούς του τον ισχυρισμό του ότι είναι Χριστιανικός. Το ευρύτατα διαδεδομένο έγκλημα και η βία, η πολιτική διαφθορά και η ομαδική πλεονεξία, η τοξικομανία και η χαλαρή ηθική είναι φανερά παντού. Και ιδιαιτέρως οι πόλεμοι μεταξύ των καθ’ ομολογίαν Χριστιανών διαψεύδουν τον ισχυρισμό τους ότι είναι ακόλουθοι του Ιησού Χριστού. Ο Ιησούς είπε, «Εκ τούτου θέλουσι γνωρίσει πάντες ότι είσθε μαθηταί μου, εάν έχητε αγάπην προς αλλήλους.» Σαφώς λοιπόν όλοι εκείνοι που πολεμούν με σαρκικά όπλα δεν είναι ακόλουθοι του Ιησού Χριστού, του Υιού του Θεού.—Ιωάν. 13:34, 35.
[Υποσημειώσεις]
a Ένας ιστορικός λέγει: «Εικοσιεπτά από τους κυρίους Προτεστάντες ευγενείς αποκεφαλίσθηκαν στην Πράγα σε μια μέρα· χιλιάδες οικογένειες απογυμνώθηκαν από όλη τους την ιδιοκτησία και εκτοπίσθηκαν· οι Προτεσταντικές εκκλησίες δόθηκαν στους Καθολικούς, οι Ιησουίτες κατέλαβαν το Πανεπιστήμιο και τα σχολεία . . . Η Προτεσταντική πίστις στην πραγματικότητα εξαλείφθηκε από όλο το Αυστριακό βασίλειο . . . Η ιδιοκτησία που κατασχέθηκε από τον Φερδινάνδο 2 στη Βοημία μόνο υπολογίσθηκε σε 40 εκατομμύρια φλωρίνια!»—«Ιστορία Εθνών, Γερμανία.»—Υπό Ταίηλορ και Φέυ, σελίδες 270, 271.