Το Ωρολόγιον του Ραδιοάνθρακος—Υφίσταται Έλεγχο
ΜΕΤΑΞΥ των επιστημονικών οργάνων που επινοήθηκαν για να ικανοποιήσουν την περιέργεια του ανθρώπου για το παρελθόν του, κανένα δεν είναι περισσότερο γνωστό από το ωρολόγιον του ραδιοάνθρακος. Αυτή η μέθοδος της χρονολογήσεως οργανικής ύλης που βρίσκεται μέσα σε αρχαία επεξεργασμένα αντικείμενα βασίζεται στη μέτρησι του ραδιενεργού άνθρακος που σχηματίζεται από τις κοσμικές ακτίνες στην ατμόσφαιρα και απορροφάται από τη φυτική ζωή. Είναι εξαιρετικά χρήσιμη για τη χρονολόγησι αντικειμένων φτιαγμένων από ξύλο, ξυλάνθρακα και φυτικές ή ζωικές ίνες. Η ακτίνα δράσεώς του φθάνει σε περισσότερα από 10.000 χρόνια στο παρελθόν.
Οι αρχαιολόγοι ενδιαφέρονται ζωηρά για τ’ αποτελέσματα αυτής της χρονολογήσεως, διότι μελετούν τους αρχαίους ανθρώπους και την ιστορία τους. Και οι σπουδασταί της Γραφής, επίσης, ενδιαφέρθηκαν για τη χρονολόγησι με ραδιοάνθρακα, διότι η ακτίνα του ξεπερνά τα 6.000 χρόνια ιστορίας του ανθρώπου που αναγράφει η Γραφή.
Ίσως να γνωρίζετε ότι το ωρολόγιο του ραδιενεργού άνθρακος χρησιμοποιήθηκε για να χρονολογηθή το λινό περιτύλιγμα των αρχαίων χειρογράφων του Ησαΐα που ανακαλύφθηκαν κοντά στη Νεκρά Θάλασσα.1a Βρήκαν ότι το περιτύλιγμα είχε ηλικία δεκαοκτώ ή είκοσι αιώνων, επιβεβαιώνοντας έτσι άλλες αποδείξεις ότι το χειρόγραφο είναι γνήσιο και όχι κάποια ευφυής πρόσφατη πλαστογραφία.
Το Συμπόσιο στην Ουψάλα
Το ενδιαφέρον για τη χρονολόγησι με ραδιοάνθρακα αναζωπυρώθηκε εκ νέου με την πρόσφατη δημοσίευσι (το 1971) των συζητήσεων του Εικοστού Συμποσίου Νόμπελ που έλαβε χώρα στην Ουψάλα της Σουηδίας το 1969. Εκεί οι ειδικοί της ραδιοχημείας από πολλές χώρες συνηντήθησαν με τους γεωλόγους και αρχαιολόγους. Εξήτασαν τις τελευταίες τους έρευνες για τη θεωρία και την πρακτική χρήσι του ραδιοάνθρακος (ισοτόπου άνθρακος 14) για τη χρονολόγησι. Επίτιμος πρόεδρος ήταν ο κάτοχος του βραβείου Νόμπελ Γ. Φ. Λίμπυ, του Πανεπιστημίου της Καλιφορνίας στο Λος Άντζελες, που υπήρξε πρωτοπόρος στη χρονολόγησι με ραδιενεργό άνθρακα το 1949.
Η έκθεσις της διασκέψεως εκφράζει γενικά ένα αίσθημα ικανοποιήσεως για τις τρέχουσες επιτυχίες της μεθόδου. Τα αντιφατικά αποτελέσματα, που μερικές φορές βγήκαν από διάφορα εργαστήρια, κατά μέγα μέρος συμβιβάσθηκαν. Αναμένεται τώρα μια ακρίβεια στην χρονολόγησι από πενήντα έως εκατό χρόνια. Είναι αλήθεια ότι διεπιστώθησαν διαφορές μεγαλύτερες απ’ αυτό μεταξύ της «ηλικίας του ραδιοάνθρακος,» όπως υπολογίζεται από τη ραδιοενέργεια, και της πραγματικής ηλικίας γνωστών δειγμάτων, αλλ’ αυτό μπορεί να υπολογισθή με μια διορθωτική καμπύλη που μετράται σε αρκετά εργαστήρια.
Η καμπύλη αυτή βασίζεται κυρίως σε ξύλο που λαμβάνεται από μακρόβια δένδρα που χρονολογήθηκαν με τη μέτρησι των ετησίων δακτυλίων τους. Επί παραδείγματι, ένα κομμάτι ξύλου ηλικίας 7.000 ετών μπορεί να δώση μια ραδιοανθρακική ηλικία μόνον 6.000 ετών. Έτσι τα 1.000 χρόνια υπολογίζονται ως διόρθωσις που πρέπει να προστεθή στη ραδιοανθρακική ηλικία οποιουδήποτε δείγματος εκείνης της εποχής.
Η θεωρία επάνω στην οποία στηρίζεται η μέθοδος του ραδιοάνθρακος ανεκάλυψαν ότι είναι πολύ πιο πολύπλοκη απ’ ό,τι ανεμένετο πριν από είκοσι χρόνια, και πολλές από τις διορθώσεις που έγιναν στη θεωρία μελετήθηκαν για να δουν πώς θα επηρέαζαν τις μετρηθείσες ηλικίες. Όταν ληφθούν όλα αυτά υπ’ όψιν, φαίνεται πιθανόν ότι θα λάβωμε μια αρκετά ακριβή ηλικία της οργανικής ύλης που σχηματίσθηκε οποιονδήποτε καιρό στα περασμένα 7.400 χρόνια.
Υπάρχουν τώρα μερικά δείγματα που ελήφθησαν από σπίτια και τζάκια αρχαίων ανθρώπων που σύμφωνα με τις ηλικίες του ραδιοάνθρακος έχουν ηλικία μεγαλύτερη των 6.000 ετών. Αυτά τα ευρήματα συγκρούονται με τη χρονολογία της Γραφής, σύμφωνα με την οποίαν ο πρώτος άνθρωπος δημιουργήθηκε μόνο πριν από 6.000 χρόνια. Αυτό δημιουργεί μερικά ενοχλητικά πιθανόν ερωτήματα. Μήπως η τελειοποίησις και η φαινομενική επιτυχία του ωρολογίου του ραδιοάνθρακος έκαμαν τη Βιβλική χρονολογία άχρηστη; Μπορούμε ακόμη να πιστεύωμε στη Βιβλική αφήγησι των χρόνων ή μήπως η επιστήμη απέδειξε ότι είναι αναξιόπιστη;
Πριν φθάσωμε βιαστικά σε οποιοδήποτε συμπέρασμα θα ήταν φρόνιμο να δούμε πιο προσεκτικά μερικές από τις λεπτομέρειες που συζητήθηκαν στη διάσκεψι της Ουψάλα. Όταν το κάμωμε αυτό, αρχίζομε να θέλωμε να μάθωμε μήπως οι λεπτομερείς διορθώσεις της θεωρίας των χρονολογιών του ραδιοάνθρακος, που κατ’ αρχήν φαίνονται ότι την καθιστούν πιο ακριβή, δημιουργούν στην πραγματικότητα περισσότερους πιθανούς τρόπους για να την κάμουν εσφαλμένη.
Αναγκαίες Υποθέσεις
Η σχετική απλή θεωρία όπως την έβλεπαν πριν από είκοσι χρόνια βασιζόταν στις ακόλουθες υποθέσεις:
(1) Ότι ο άνθραξ 14, το ραδιενεργό συστατικό του φυσικού άνθρακος, αποσυντίθεται σ’ ένα μέσον ζωής 5.568 ετών.
(2) Ότι η αναλογία των ατόμων του άνθρακος-14 προς τα άτομα του σταθερού άνθρακος-12 στον «ζωντανό» άνθρακα υπήρξε πάντοτε η ίδια όπως είναι σήμερα. Αυτό εξαρτάται από δύο άλλες υποθέσεις. (2α και 2β).
(2α) Ότι ο αριθμός των ατόμων του άνθρακος-14 υπήρξε σταθερός· αυτό σημαίνει ότι οι κοσμικές ακτίνες που τα σχηματίζουν δεν θα πρέπει να έχουν μεταβληθή τα τελευταία 15.000 ή 20.000 χρόνια.
(2β) Επίσης, ότι η συνολική ποσότης του σταθερού άνθρακος στο «απόθεμα ανταλλαγής» υπήρξε σταθερά στη διάρκεια του ιδίου χρόνου. Αυτό περιλαμβάνει το διοξείδιο του άνθρακος στον αέρα καθώς και τον οργανικό άνθρακα στα ζώντα πράγματα, επειδή παίρνουν συνεχώς διοξείδιο του άνθρακος μέσω της φωτοσυνθέσεως και το αποδίδουν διά της αναπνοής. Επίσης, το διοξείδιο του άνθρακος διαλύεται στο θαλάσσιο νερό όπου σχηματίζει ανθρακικό οξύ και ανθρακικό άλας που ανακατεύεται με το διαλυμένο ανθρακικό άλας στον ωκεανό. Αυτή η διαδικασία είναι δυνατόν να γίνη και αντιστρόφως, μολονότι μπορεί ν’ απαιτήση πενήντα χρόνια. Τα μεταλλικά ανθρακικά άλατα στους βράχους δεν θεωρούνται, βέβαια, μέρος του αποθέματος ανταλλαγής.
(2γ) Συνδεδεμένη με την υπ’ αριθμό δύο είναι η υπόθεσις ότι η παραγωγή άνθρακος 14 εξακολούθησε σταθερή όλο αυτό το διάστημα, και αυτό προϋποθέτει ότι η αποσύνθεσίς του, σε παγκόσμια βάσι, βρίσκεται σε ισορροπία με την παραγωγή του.
(3) Ότι κάθε ζωντανό πράγμα, φυτό ή ζώο, ενσωματώνει ραδιενεργό άνθρακα στους ιστούς του όσο είναι ζωντανό· κατόπιν, μετά το θάνατό του, η δράσις ελαττώνεται μαθηματικώς σύμφωνα με τη φυσική ραδιενεργό αποσύνθεσι· δεν παίρνει ραδιενεργό άνθρακα μέσω επαφής με νεώτερα υλικά, ούτε τον χάνει ανταλλάσσοντας άτομα με παλαιότερον άνθρακα.
(4) Ότι για πρακτική χρήσι των χρονολογιών του ραδιοάνθρακος το δείγμα πρέπει να είναι σύγχρονο με το γεγονός που σημειώνει και όχι κάτι που ανεπτύχθη πολύν καιρό προγενέστερα.
Τώρα ας έχωμε υπ’ όψιν ότι για να δώση το ωρολόγιο του ραδιοάνθρακος σωστές χρονολογίες, πρέπει να αληθεύουν όλες οι παραπάνω υποθέσεις. Αν έστω και μία απ’ αυτές δεν είναι αληθής, η μέθοδος καταρρέει και δεν θα δώση τη σωστή ηλικία.
Τα πρώτα δείγματα ξύλου από παλαιά δένδρα και από τους τάφους των Αιγυπτίων βασιλέων, που μετρήθηκαν στο εργαστήριο του Λίμπυ έδειξαν μια λογικά καλή αντιστοιχία με τις παραδεδεγμένες ηλικίες αυτών των δειγμάτων που υπολογίζονται σε 4.000 σχεδόν χρόνια. Έτσι σκέφθηκαν ότι ίσως οι υποθέσεις να ήσαν σωστές, ή τουλάχιστον περίπου σωστές. Αλλά πώς εμφανίζεται σήμερα η κατάστασις, ύστερ’ από είκοσι χρόνια ερεύνης στον μηχανισμό του ραδιοανθρακικού ωρολογίου; Φαίνονται οι υποθέσεις ακόμη τόσο καλά θεμελιωμένες όπως φαίνονταν τότε;
Καθώς διαβάζει κανείς τις εκθέσεις της διασκέψεως της Ουψάλα, φθάνει στο συμπέρασμα ότι, στην πραγματικότητα, ούτε μια από τις υποθέσεις που παρετέθησαν ανωτέρω δεν είναι γνωστό σήμερα ότι είναι ορθή! Μερικές απ’ αυτές είναι ίσως μόνο λίγο εσφαλμένες, αλλά άλλες απεδείχθη ότι ήσαν πολύ εσφαλμένες. Ας δούμε και πάλι κάθε μια απ’ αυτές, κάτω από το φως της συγχρόνου γνώσεως—ή, ίσως, της συνεχιζομένης αγνοίας.
Η Εγκυρότης των Δειγμάτων
Μεταξύ των πιο φανερών δυνατοτήτων λάθους στη ραδιοανθρακική χρονολόγησι είναι η απώλεια της ακεραιότητος του δείγματος. (Υπόθεσις 3) Αν ένα δείγμα αλλοιωθή μέσω επαφής ή μολύνσεως με το να περιλάβη υλικό που περιέχει παλαιότερο ή νεώτερο άνθρακα, η ανάλυσις δεν μπορεί να δώση την ορθή απάντησι. Αλλ’ ο πραγματικός αρχαιολόγος έχει μάθει τι να κάμη στην περίπτωσι που ένα δείγμα επιστρέφει από το εργαστήριο με μια χρονολογία διαφορετική απ’ αυτή που ανεμένετο. Όπως είπε στο συμπόσιο ο Δρ. Έβσεν Νεουστουπνύ, του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου της Τσεχικής Ακαδημίας Επιστημών: «Η μόλυνσις των δειγμάτων από νεώτερο ή παλαιότερο άνθρακα μπορεί συχνά να διακριθή καθαρά αν το αποτέλεσμα μιας μετρήσεως διαφέρη σημαντικά από την αναμενομένη χρονολογία.»2
Για να παραφράσωμε τους λόγους του, αυτός δεν διακρίνει τη μόλυνσι του δείγματος πριν το στείλη στο εργαστήριο, αλλ’ όταν το επανεξετάση, αφού δοθή η δυσάρεστη απάντησις, τότε μπορεί να διακρίνη καθαρά ότι ήταν μολυσμένο.
Ο ίδιος ειδικός ετόνισε επίσης τα εξής σχετικά με τη σπουδαιότητα να συλλέγωνται σύγχρονα δείγματα (Υπόθεσις 4): «Θα πρέπη να είναι σαφές, μολονότι πολλοί αρχαιολόγοι φαίνεται να το αγνοούν, ότι οι ραδιοανθρακικές μετρήσεις χρονολογούν την ηλικία της οργανικής υφής του δείγματος, δηλαδή τον χρόνον που παρήχθη. Η υφή ενός δείγματος που χρονολογεί κάποιο ιστορικό (ή προϊστορικό) γεγονός μπορεί να ήταν βιολογικά νεκρή για αρκετές δεκαετίες ή ακόμη και αιώνες, όταν χρησιμοποιήθηκε από τους αρχαίους ανθρώπους. Αυτό ισχύει για την οικοδομήσιμη ξυλεία, για το κάρβουνο από τζάκια και για τα περισσότερα άλλα είδη υλικών.»2
Αυτό είναι ένα σημείο που ο αναγνώστης θα κάμη καλά να έχη υπ’ όψι του όταν βλέπη κάποια είδησι ότι η ραδιοανθρακική χρονολόγησις ενός τεμαχίου από κάρβουνο, που ανεσύρθη από ένα σπήλαιο σε κάποιο μέρος, αποδεικνύει ότι οι άνθρωποι των σπηλαίων έζησαν εκεί πριν από τόσες χιλιάδες χρόνια. Υπάρχουν μέρη σήμερα όπου ένας κατασκηνωτής θα μπορούσε να συλλέξη καυσόξυλα που είχαν αναπτυχθή πριν από εκατοντάδες ή και χιλιάδες ακόμη χρόνια.
Τέτοια λάθη συνέβησαν αρκετά συχνά, πράγμα που εμποδίζει τη γενική αποδοχή των ραδιοανθρακικών χρονολογιών από τους αρχαιολόγους. Αλλ’ αυτά έχουν σχέσι μόνο με την εφαρμογή της μεθόδου σε ωρισμένα δείγματα, ώστε το ένα δείγμα θα μπορούσε να χρονολογηθή εσφαλμένα, αλλά ένα άλλο ορθά.
Εκτός όμως απ’ αυτά, στους ανθρώπους που χρονολογούν με ραδιενεργό άνθρακα τίθενται δυσκολώτερα ερωτήματα, ερωτήματα που χτυπούν αυτόν τούτον τον πυρήνα της ίδιας της θεωρίας. Τα ερωτήματα αυτά, αν δεν απαντηθούν ικανοποιητικά, δημιουργούν αμφιβολίες ως προς το αν αυτή η θεωρία μπορή να δώση την ορθή ηλικία οποιουδήποτε δείγματος.
Το Μέσον της Ζωής του Ραδιενεργού Άνθρακος
Ένα από τα ερωτήματα αφορά την πρώτη ακριβώς υπόθεσι. Πόσο βέβαιο είναι ότι το μέσον της ζωής του άνθρακος 14 είναι ορθό; Σημειώστε το επόμενο σχόλιο από δύο ειδικούς του ραδιοανθρακικού εργαστηρίου του Πανεπιστημίου της Πενσυλβανίας:
«Αυτό που προκαλεί τη μεγαλύτερη ανησυχία για την αληθινότητα αυτών των καθορισμών του μέσου της ζωής είναι το γεγονός ότι όλοι εξαρτώνται από τις ίδιες βασικές μεθόδους—δηλαδή την απόλυτη διαβάθμισι ενός μετρητού αερίου για τον καθορισμό της συγκεκριμένης αναλογίας αποσυνθέσεως και την εν συνεχεία φασματογραφική μέτρησι της μάζης για την ακριβή ποσότητα άνθρακος 14 που είχε υπολογισθή. Στην πρώτη φάσι υπάρχει η δυσκολία της λήψεως μιας απολύτου διαβαθμίσεως ενός μετρητού αερίου, και στη δεύτερη υπάρχει το πρόβλημα της ακριβούς διαλύσεως και εισαγωγής του ‘θερμού’ άνθρακος 14 στον φασματογράφο της μάζης. Ένα λάθος που προκαλείται λόγω απορροφήσεως του άνθρακος 14 από τοιχώματα των δοχείων μπορεί να είναι γενικό και περίπου του ιδίου μεγέθους σε όλους τους καθορισμούς του μέσου της ζωής. Είναι φανερό ότι υπάρχει ανάγκη για μια εντελώς ανεξάρτητη μέθοδο και τεχνική πριν μπορέση να πη κανείς με βεβαιότητα ποια είναι η αληθινή τιμή του μέσου της ζωής του άνθρακος 14.»3
Ο ίδιος ο Λίμπυ κατανοούσε αυτόν τον περιορισμό στην ακρίβεια του μέσου της ζωής. Το 1952, γράφοντας για τη ζωτική σημασία της μετρήσεως των απολύτων αναλογιών της αποσυνθέσεως, είπε: «Ελπίζεται ότι θα γίνουν περαιτέρω μετρήσεις του μέσου της ζωής του ραδιοάνθρακος, κατά προτίμησιν με εντελώς διαφορετικές μεθόδους.»4 Έως τώρα όμως η ελπίδα αυτή δεν πραγματοποιήθηκε.
Παραγωγή του Άνθρακος 14
Τι θα λεχθή για τη σταθερότητα των κοσμικών ακτίνων; (Υπόθεσις 2α) Οι παρατηρήσεις έχουν δείξει ότι δεν είναι διόλου σταθερές. Σήμερα είναι γνωστοί πολλοί παράγοντες που προκαλούν μεγάλες διακυμάνσεις στις κοσμικές ακτίνες.
Ένας απ’ αυτούς είναι η έντασις του γηίνου μαγνητικού πεδίου. Αυτό επηρεάζει τις κοσμικές ακτίνες που είναι κυρίως πρωτόνια (ηλεκτρικώς φορτισμένοι πυρήνες ατόμων υδρογόνου), εκτρέποντας τα λιγώτερο ενεργητικά σωματίδια μακρυά από την ατμόσφαιρα. Όταν το μαγνητικό πεδίο της γης γίνεται ισχυρότερο, λιγώτερες κοσμικές ακτίνες φθάνουν στη γη και λιγώτερος ραδιοάνθραξ παράγεται. Όταν το γήινο μαγνητικό πεδίο γίνεται ασθενέστερο, περισσότερες κοσμικές ακτίνες φθάνουν στη γη και περισσότερος ραδιοάνθραξ παράγεται.
Οι μελέτες δείχνουν ότι το μαγνητικό πεδίο διπλασιάσθηκε σε έντασι στην περίοδο μεταξύ των 5.500 έως 1.000 προηγουμένων ετών, και τώρα ελαττώνεται εκ νέου. Και μόνον αυτή η επίδρασις μπορεί να είναι υπεύθυνη για την απαιτούμενη διόρθωσι των 1.000 σχεδόν ετών στις παλαιότερες χρονολογίες.
Τα ηλιακά φαινόμενα επίσης προκαλούν μεγάλες μεταβολές. Το ηλιακό μαγνητικό πεδίο εκτείνεται μακρυά στο διάστημα, μάλιστα πέρα από την τροχιά της γης. Η έντασίς του μεταβάλλεται, αν και όχι πολύ τακτικά, μαζί με τον κύκλο των ηλιακών κηλίδων κάθε ένδεκα περίπου χρόνια, και αυτό επίσης επηρεάζει τον αριθμό των κοσμικών ακτίνων που φθάνουν στη γη.
Έπειτα υπάρχουν οι ηλιακές αναλαμπές. Αυτά τα τεράστια ρεύματα πυρακτωμένου αερίου ξεσπούν από την επιφάνεια του ηλίου σποραδικά και εκπέμπουν τεράστιους αριθμούς πρωτονίων. Όσα φθάνουν στη γη παράγουν άνθρακα 14. Αυτό οδηγεί σ’ ένα απρόβλεπτο πλεόνασμα της ποσότητος του άνθρακος 14. Ένας πίνακας κι ένα διάγραμμα στην έκθεσι δείχνουν την παραγωγή άνθρακος 14 από συνήθεις αναλαμπές. Στις 23 Φεβρουαρίου 1956 εμφανίσθηκε μια αναλαμπή που μέσα σε λίγες ώρες παρήγαγε τόσον άνθρακα 14 όσο παράγει η συνήθης κοσμική ακτινοβολία σ’ ένα χρόνο. Είναι προφανώς αδύνατον να περιληφθή αυτό το είδος της επιδράσεως στις διορθώσεις του ραδιοανθρακικού ωρολογίου, διότι κανένας δεν γνωρίζει αν οι αναλαμπές στις περασμένες χιλιετηρίδες ήσαν περισσότερο ή λιγώτερο έντονες απ’ όσο είναι τώρα.
Η έντασις των κοσμικών ακτίνων που εισέρχονται στο ηλιακό σύστημα από τον γαλαξία είναι ένας άλλος ελάχιστα γνωστός παράγων. Οι γεωχημικοί επιστήμονες προσπάθησαν, με τη μέτρησι των πολύ αδυνάτων ραδιενεργειών διαφόρων στοιχείων που παράγονται στους μετεωρίτες από τις κοσμικές ακτίνες, να λάβουν κάποια ιδέα των μέσων εντάσεων στο παρελθόν. Τα αποτελέσματα όμως δεν βοηθούν πολύ για να δώσουν την επιθυμητή επιβεβαίωσι της σταθερότητος για τα περασμένα 10.000 χρόνια.
Η ραδιοανθρακική θεωρία θα ήταν σε ισχυρότερη θέσι (μολονότι όχι άτρωτη) σε σχέσι με τις ανωτέρω αντιρρήσεις αν μπορούσε ν’ αποδειχθή ότι ο ραδιοάνθραξ εξασφαλίζεται σήμερα με την ίδια ταχύτητα που σχηματίζεται. (Υπόθεσις 2γ) Αν βρεθή ότι αυτό δεν αληθεύει, τότε η υπόθεσις μιας σταθερής καταστάσεως άνθρακος 14 αποδεικνύεται επίσης αναληθής, και η υποτιθεμένη σταθερά ενέργεια του ραδιοάνθρακος τίθεται επάνω σ’ ένα επισφαλές ακροβατικό σχοινί μεταξύ δύο πασσάλων που μπορεί να υψώνωνται ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον.
Ο ρυθμός παραγωγής είναι πολύ δύσκολο να υπολογισθή. Ο Λίμπυ προσπάθησε να το κάμη αυτό με τα καλύτερα διαθέσιμα δεδομένα ως το 1952. Βρήκε μια παραγωγή που αντιστοιχούσε σε δεκαεννέα περίπου άτομα ραδιοάνθρακος το δευτερόλεπτο για κάθε γραμμάριο ελευθέρου άνθρακος. Αυτό ήταν κάπως περισσότερο από τη μέτρησί του των δεκαέξη αποσυνθέσεων το δευτερόλεπτο. Αλλά λόγω της περιπλοκότητος του προβλήματος και των κατά προσέγγισιν υπολογισμών που έπρεπε να γίνουν τόσο πολλών παραγόντων, το εθεώρησε αυτό ότι συμφωνούσε αρκετά καλά με τις υποθέσεις του.
Ύστερ’ από δεκαέξη χρόνια, με καλύτερα δεδομένα και καλύτερη κατανόησι της διαδικασίας, μπορεί αυτή να υπολογισθή ακριβέστερα; Οι ειδικοί στο συμπόσιο δεν μπόρεσαν να πουν τίποτα πιο οριστικό παρά ότι ο ραδιοάνθραξ παράγεται με ένα ρυθμό πιθανόν μεταξύ 75 τοις εκατό και 161 τοις εκατό της αναλογίας με την οποίαν χάνεται. Ο μικρότερος αριθμός θα εσήμαινε ότι η ποσότης του ραδιοάνθρακος σήμερα ελαττώνεται· ο μεγαλύτερος αριθμός, ότι αυξάνει. Η μέτρησις δεν βεβαιώνει ότι η ποσότης είναι σταθερή, όπως το απαιτεί η θεωρία του ραδιοάνθρακος. Πάλι καταφεύγουν στην άποψι ότι «η σχετική σταθερότης της δράσεως του άνθρακος 14 στο παρελθόν δείχνει ότι [αυτή η αναλογία] θα πρέπει να περιορισθή σε μια πολύ μικρότερη διακύμανσι τιμών.»5 Έτσι η μια υπόθεσις χρησιμοποιείται για να αιτιολογήση μια άλλη.
Απόθεμα του Άνθρακος 12
Όχι μόνο το απόθεμα του άνθρακος 14, αλλά επίσης και ο ελεύθερος σταθερός άνθραξ 12, πρέπει να είναι σταθερός για να τηρήται το ραδιοανθρακικό ωρολόγιο συγχρονισμένο. (Υπόθεσις 2β) Έχομε σοβαρούς λόγους να πιστεύωμε ότι αυτή η υπόθεσις είναι έγκυρη;
Εφ’ όσον στους ωκεανούς υπάρχει περίπου εξήντα φορές περισσότερος άνθραξ παρά στην ατμόσφαιρα, ενδιαφερόμεθα κυρίως γι’ αυτό το απόθεμα των ωκεανών. Το σημείο αυτό ήλθε για συζήτησι στη διάσκεψι της Ουψάλα, όπου η ομοφωνία ήταν ότι αυτό που ονομάζουν «Εποχή των Παγετώνων» θα μπορούσε να προκαλέση μεγάλες αναστατώσεις. Ο Λίμπυ είχε τονίσει αυτή την πιθανότητα το 1952:
«Η πιθανότης ότι η ποσότης του άνθρακος στο απόθεμα ανταλλαγής έχει μεταβληθή αισθητώς τα τελευταία 10.000 ή 20.000 χρόνια, εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από το ερώτημα κατά πόσον η εποχή των παγετώνων, που, όπως θα ιδούμε αργότερα, φαίνεται να φθάνη ως αυτή την περίοδο, θα μπορούσε να έχη επηρεάσει σε αξιόλογο βαθμό τον όγκο και τη μέση θερμοκρασία των ωκεανών.»6
Αποτελέσματα του Κατακλυσμού
Η μνεία για τον όγκο των ωκεανών εγείρει αμέσως στη διάνοια του σπουδαστού της Γραφής την πιθανότητα μεγάλων μετατοπίσεων στο ραδιοανθρακικό ωρολόγιο στον καιρό του παγγήινου κατακλυσμού των ημερών του Νώε, πριν από 4.340 χρόνια. Οι ωκεανοί θα πρέπει ασφαλώς να ήσαν πολύ μεγαλύτεροι σε έκτασι και βάθος μετά τον Κατακλυσμό. Αυτό το γεγονός καθ’ εαυτό δεν θα ηύξανε την ποσότητα των ανθρακικών αλάτων στον ωκεανό· απλώς θα το διέλυε. Οι ποσότητες του άνθρακος 14 και άνθρακος 12, καθώς και η αναλογία τους, που καθορίζει την ειδική ενέργεια, δεν θα μετεβάλλοντο απλώς με την πτώσι του νερού. Εν τούτοις, ο αυξημένος όγκος θα έδινε τελικά στον ωκεανό την ικανότητα να βαστάση ένα πολύ μεγαλύτερο φορτίο διαλυμένου ανθρακικού άλατος.
Και θα έπρεπε ν’ αναμένωνται προσαρμογές στον φλοιό της γης λόγω του μεγάλως αυξηθέντος βάρους του νερού στις λεκάνες των ωκεανών. Η πίεσις αυτή θα ήταν μεγαλύτερη παρ’ όσο επάνω από τις ηπείρους. Θα ωθούσε τον υποκείμενο πλαστικό μανδύα μακρυά από τις κοίτες των ωκεανών προς τις ηπείρους, ανυψώνοντάς τις σε νέα ύψη. Αυτό θα εξέθετε τις βραχώδεις επιφάνειες σε αυξημένη διάβρωσι, περιλαμβανομένων και των ασβεστολίθων στις κοίτες των αβαθών θαλασσών που οι γεωλόγοι δείχνουν στις χαμηλές ηπειρωτικές περιοχές στους χάρτες των της Πλειοκαίνου περιόδου.
Έτσι λίγο μετά τον Κατακλυσμό, το απόθεμα ανθρακικού άλατος των ωκεανών θα ηύξανε σταθερά για να φθάση την πυκνότητα που έχομε σήμερα. Αντί λοιπόν να υποθέσωμε ότι το απόθεμα ανθρακικού άλατος υπήρξε σταθερό, θα πρέπει ν’ αντιμετωπίσωμε την πιθανότητα ότι ηύξανε βαθμιαίως τα τελευταία 4.300 χρόνια.
Πώς επηρέασε ο Κατακλυσμός τον άνθρακα 14; Εφ’ όσον η Γραφή δείχνει ότι τα νερά που έπεσαν στον Κατακλυσμό αιωρούντο προηγουμένως κατά κάποιον τρόπο επάνω από την ατμόσφαιρα της γης, θα έπρεπε να παρεμπόδιζαν την είσοδο των κοσμικών ακτίνων και επομένως την παραγωγή ραδιοάνθρακος. Αν ήσαν διανεμημένα ομοιόμορφα σ’ ένα σφαιρικό θόλο, θα μπορούσε να είναι παχύτερος επάνω από το μέρος του ισημερινού παρά επάνω από τους πόλους, επιτρέποντας έτσι τη διέλευσι κοσμικών ακτίνων σε μικρές ποσότητες. Οπωσδήποτε η αφαίρεσις αυτής της ασπίδος λόγω της πτώσεώς της στην επιφάνεια της γης θα ηύξανε τον ρυθμό παραγωγής άνθρακος 14.
Έτσι θα έπρεπε ν’ αναμένωμε ότι μετά τον Κατακλυσμό, τόσον ο ραδιενεργός άνθραξ 14 όσο και ο σταθερός άνθραξ 12 στο απόθεμα των ωκεανών θα άρχιζαν ν’ αυξάνουν γρήγορα. Θυμηθήτε ότι η αναλογία του άνθρακος 14 προς τον άνθρακα 12 είναι εκείνη που καθορίζει την ειδική ενέργεια. Ανάλογα λοιπόν με το πόσο γρήγορα η διάβρωσις της γης ηύξανε το ανθρακικόν άλας στις θάλασσες, η ενέργεια θα μπορούσε είτε ν’ αυξηθή είτε να ελαττωθή. Πράγματι, θα ήταν δυνατόν, αν και όχι πιθανόν, ότι η αύξησις του ενός θα ισορροπούσε την αύξησι του άλλου· σ’ αυτή την περίπτωσι, το ραδιοανθρακικό ωρολόγιο θα είχε εξακολουθήσει να λειτουργή ομοιόμορφα και διά μέσου του Κατακλυσμού. Ο Λίμπυ ετόνισε τη δυνατότητα ότι μια τέτοια συμπτωματική ισορροπία θα μπορούσε να επιτύχη τη «συμφωνία μεταξύ των προβλεφθέντων και των παρατηρηθέντων ραδιοανθρακικών περιεχομένων οργανικών υλικών ιστορικώς γνωστής ηλικίας.»7 Αλλά δεν προτίμησε αυτή την εξήγησι.
Εφ’ όσον τα αποθέματα άνθρακος 14 και άνθρακος 12 είναι ανεξάρτητα μεταξύ των, είναι δυνατόν να καθορίσωμε αξίες που θα εξηγούσαν τις υπερβολικές ηλικίες που δείχνουν τα παλαιά δείγματα. Επί παραδείγματι, αν υποθέσωμε ότι η ειδική ενέργεια προ του Κατακλυσμού είχε περίπου τη μισή τής σημερινής της αξίας, όλα τα προκατακλυσμιαία δείγματα θα φαίνονταν ότι είναι γύρω στα 6.000 χρόνια παλαιότερα απ’ ό,τι είναι πραγματικά. Αυτό θα αλήθευε επίσης και για ένα διάστημα μετά τον Κατακλυσμό, αλλά λόγω της ταχείας διαβρώσεως του ανθρακικού άλατος στους αιώνες μετά τον Κατακλυσμό, το λάθος θα ελαττωνόταν. Φαίνεται ότι γύρω στο 1.500 π.Χ. η ενέργεια είχε πλησιάσει τη σημερινή της αξία, αφού οι ραδιοανθρακικές ηλικίες φαίνεται ότι είναι σχεδόν ορθές από τότε.
Η Αρχή του Ταυτοχρόνου
Αυτά είναι μερικά από τα παραδεδεγμένα προβλήματα που πολιορκούν τη ραδιοανθρακική χρονολογία. Υπάρχουν άλλα που μόλις εθίγησαν, και πιθανόν ακόμη μερικά που ούτε καν τα εσκέφθησαν. Αυτοί είναι οι λόγοι που η θεωρία που εξετέθη πριν από είκοσι χρόνια δεν είναι πια βάσιμη. Απλώς δεν είναι δυνατόν, με το να μετρούμε μόνο τον ραδιενεργό άνθρακα σ’ ένα δείγμα και με το να τον συγκρίνωμε με τη σημερινή ενέργεια, να πούμε με κάποια βεβαιότητα την ηλικία του δείγματος. Εν τούτοις, μία μορφή της ραδιοανθρακικής θεωρίας φαίνεται να άνθεξε έως τώρα, και αυτή είναι η αρχή του ταυτοχρόνου.
Αυτή η αρχή λέγει ότι σε οποιονδήποτε καιρό στο παρελθόν, το ποσόν του ραδιοάνθρακος ήταν το ίδιο σ’ όλο τον κόσμο, έτσι ώστε όλα τα δείγματα που ανεπτύχθησαν στην ίδια εποχή είχαν την ίδια ενέργεια. Έτσι αν αποκλείσωμε την αλλοίωσι και τη μόλυνσι, θα έχουν εξασθενίσει στην ίδια ενέργεια που μετρήθηκε σήμερα. Έτσι, έστω κι αν όλες οι άλλες υποθέσεις θα πρέπει να εγκαταλειφθούν, αν αρκετά δείγματα απόλυτα γνωστών χρονολογιών μπορούν να μετρηθούν για να κατασκευασθή μια διορθωτική καμπύλη, τότε μπορούν να γίνουν ραδιοανθρακικές μετρήσεις για να βρεθή η θέσις ενός δείγματος σ’ αυτή την καμπύλη, κι έτσι να υπολογισθή η ηλικία του.
Ένα εργαστήριο συγκέντρωσε μια σειρά δειγμάτων ξύλων από μακρόβια δένδρα και προσδιώρισε την ηλικία τους με τη μέτρησι των δακτυλίων αναπτύξεως. Έχουν προμηθεύσει τέτοια δείγματα στα εργαστήρια ραδιοάνθρακος και αυτές οι χρονολογίες έχουν γίνει γενικά αποδεκτές ότι προμηθεύουν μια σταθερή βάσι για τη ραδιοανθρακική χρονολογία. Πράγματι, χωρίς αυτό το αναγκαστικό στήριγμα, το ραδιοανθρακικό ωρολόγιο θα ήταν τώρα τόσο ξεχαρβαλωμένο ώστε δύσκολα θα μπορούσε να το εμπιστευθή κανείς για να λάβη μια κατά προσέγγισιν ιδέα των πραγματικών ηλικιών των πραγμάτων.
Τώρα, αν πρόκειται να πιστεύσωμε τις διορθωμένες ραδιοανθρακικές χρονολογίες, θα πρέπει να είμεθα πρόθυμοι να μετατοπίσωμε την πίστι μας στη χρονολόγησι βάσει των δακτυλίων των δένδρων ως το βασικό μέτρο. Πόσο αξιόπιστη είναι αυτή η νέα μέθοδος; Ας την εξετάσωμε στο επόμενο άρθρο.
[Υποσημειώσεις]
a Οι παραπομπές βρίσκονται στη σελίδα 20.
[Πίνακας στη σελίδα 9]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
ΡΑΔΙΟΑΝΘΡΑΚΙΚΕΣ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΕΣ—ΔΙΟΡΘΩΣΙΣ ΚΑΜΠΥΛΗΣ
Η μέθοδος της ραδιοανθρακικής χρονολογήσεως έχει «διορθωθή» τόσο πολύ ώστε είναι δύσκολο ακόμη και για άλλους επιστήμονας να την καταλάβουν. Μήπως οι «διορθώσεις» ανοίγουν περισσότερους τρόπους που θα μπορούσε να είναι λανθασμένη;