Οι Χρονολογίες του Ραδιοάνθρακος που Συνδέονται με τους Δακτυλίους των Δένδρων
Ο ΤΙΤΛΟΣ του Δωδεκάτου Συμποσίου Νόμπελ ήταν «Ραδιανθρακικές Μεταβολές και Απόλυτη Χρονολογία.» Ο τίτλος υπονοεί ότι η ραδιανθρακική χρονολόγησις δεν θεωρείται πια απόλυτη. Η έμφασις στο συμπόσιο εδόθη στις διαφορές των ραδιανθρακικών χρονολογιών και στις προσπάθειες, εν μέρει μόνον επιτυχείς, να τις εξηγήσουν. Αυτό που προέκυψε ως η απόλυτη χρονολογία ήταν αυτή που βασίσθηκε στη μέτρησι των δακτυλίων των δέντρων.
Είναι αυτό άσχημα νέα; Επί τέλους, η μέθοδος της ραδιανθρακικής χρονολογήσεως είναι ένα ειδικευμένο τεχνικό πεδίο για λίγους εξαιρετικά εκπαιδευμένους ειδικούς, και η θεωρία αλλού διορθώθηκε και αλλού προσαρμόσθηκε ως το σημείο να είναι δύσκολο ακόμη και για άλλους επιστήμονες να την καταλάβουν. Από το άλλο μέρος, ο καθένας γνωρίζει—δεν είναι έτσι;—ότι ένα δένδρο που αναπτύσσεται προσθέτει ένα δακτύλιο κάθε χρόνο γύρω από τον κορμό του. Και όταν ένα δένδρο κοπή, μπορείτε να βρήτε την ηλικία του μετρώντας απλώς τους δακτυλίους, δεν είν’ έτσι; Τι θα μπορούσε να είναι απλούστερο απ’ αυτό; Αναμφιβόλως πολλά άτομα θα ανακουφισθούν να μάθουν ότι το ραδιανθρακικό ωρολόγιο, που πάντοτε μύριζε λίγο επιστημονική μαγεία, συγχρονίζεται τώρα με κάτι τόσο εύκολο και κατανοητό όσο η μέτρησις των δακτυλίων των δένδρων.
Η διορθωτική καμπύλη περιελήφθη στη δημοσιευθείσα έκθεσι του συμποσίου (εδημοσιεύθη επίσης στο περιοδικό Σαϊεντίφικ Αμέρικαν, του Οκτωβρίου 1971). Δείχνει για κάθε χρόνο στο παρελθόν μέχρι το 5.200 π.Χ. περίπου, πόσα χρόνια πρέπει να προστεθούν ή ν’ αφαιρεθούν από τη ραδιανθρακική χρονολογία για να την κάμουν ν’ αντιστοιχή με τη χρονολογία των δακτυλίων των δέντρων.
Με την πρώτη ματιά θα την περνούσατε για πίνακα τιμών χρηματιστηρίου. Η έλλειψις οποιασδήποτε ομοιομορφίας της, οι τυχαίες βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις της και οι απρόβλεπτες μακροπρόθεσμες κατευθύνσεις της, όλα αυτά αυξάνουν την ομοιότητα. Χρησιμοποιώντας αυτή τη διορθωτική καμπύλη, τα εργαστήρια ραδιανθρακικής χρονολογήσεως κατέληξαν να εμπιστεύωνται πλήρως στην ακρίβεια της χρονολογίας των δακτυλίων των δένδρων, που ονομάζεται επίσης δενδροχρονολογία.
Έτσι εκείνοι που έθεσαν την εμπιστοσύνη τους στις ραδιανθρακικές χρονολογίες πρέπει να ερωτήσουν τώρα τους εαυτούς των αν αυτή η εμπιστοσύνη ενισχύεται ή εξασθενή με τη νέα σύνδεσι με τις χρονολογίες των δακτυλίων των δένδρων. Η απάντησις, φυσικά, εξαρτάται από το πόσο βεβαία είναι η χρονολογία των δακτυλίων των δένδρων. Είναι μια στερεή άγκυρα για τις ραδιανθρακικές χρονολογίες για να τις προστατεύσουν από το να πελαγοδρομούν στα άγνωστα βάθη της αρχαιότητος;
Χρονολογία της Κωνοφόρου Πεύκης
Δεν είναι πολλά τα δένδρα που ζουν χιλιάδες χρόνια. Οι μεγαλοπρεπείς γιγαντιαίες σεκόγιες που αναπτύσσονται στις βουνοπλαγιές της Καλιφορνίας είναι φημισμένες για τη μεγάλη τους μακροζωία. Στα τελευταία χρόνια, όμως, διεπιστώθη ότι η κωνοφόρος πεύκη, ένα χωρίς αξιώσεις και καχεκτικό δένδρο, που φύεται σε ψηλές βραχώδεις πλαγιές των νοτιοδυτικών Ηνωμένων Πολιτειών, ζη μερικές φορές ακόμη περισσότερο. Αναφέρεται ότι ένα δένδρο στη Νεβάδα είναι ηλικίας 4.900 ετών.
Η χρησιμότης αυτού του μακρόβιου δένδρου τονίσθηκε για πρώτη φορά το 1953 από τον Έντμουντ Σούλμαν, του Πανεπιστημίου της Αριζόνας. Στα Λευκά Όρη της ανατολικής Καλιφορνίας βρήκε μερικά πολύ παλαιά δένδρα, που μερικά απ’ αυτά ζούσαν ακόμη, ενώ άλλα ήσαν νεκροί κορμοί ή κούτσουρα. Συνέλεξε τις καρδιές του ξύλου που είχαν κοπή από ζωντανά δένδρα καθώς και τα υπολείμματα πεσμένων δένδρων στο δάσος. Τα εξήτασε στο εργαστήριό του και τα χρησιμοποίησε για να βγάλη μια χρονολογία σύμφωνα με τους δακτυλίους των δένδρων. Μετά τον θάνατό του το 1958, η εργασία αυτή συνεχίσθηκε από τον καθηγητή Κ. Γ. Φέργκουσον στο ίδιο εργαστήριο. Ο Φέργκουσον ανέφερε στο Συμπόσιο Νόμπελ τη σημερινή κατάστασι της εργασίας. Ισχυρίζεται ότι έχει καθορίσει μια χρονολογία από τους δακτυλίους των δένδρων της κωνοφόρου πεύκης μέχρι το 5.522 π.Χ. Αυτό είναι διάστημα 7.500 σχεδόν ετών, που είναι ένα αληθινά εντυπωσιακό επίτευγμα. Μπορεί να υπάρχη κανείς λόγος για ν’ αμφιβάλλωμε ότι αυτό είναι σωστό;
Αμφισβητείται από Μερικούς Ερευνητάς
Μπορούμε τώρα να σημειώσωμε ότι ο Καθηγητής Π. Ε. Ντέιμον, του τμήματος γεωλογίας στο ίδιο πανεπιστήμιο με τον Φέργκουσον, είπε: «Η ακρίβεια της χρονολογήσεως βάσει δακτυλίων των δένδρων ίσως ν’ αναμφισβητηθή από μερικούς ερευνητάς.»8a Ας ερευνήσωμε λοιπόν τη διαδικασία του καθορισμού μιας χρονολογίας βάσει των δακτυλίων των δένδρων για να ιδούμε γιατί μπορεί ν’ αμφισβητηθή.
Το πρώτο πράγμα για το οποίο θα πρέπει να ερωτήσωμε είναι η βασική υπόθεσις για τη μέτρησι των δακτυλίων, ότι δηλαδή ένας δακτύλιος αντιστοιχεί με ένα έτος. Ίσως να σας εκπλήξη αν μάθετε ότι αυτό δεν είναι πάντοτε αληθινό. Ο Φέργκουσον λέγει επάνω στο σημείο αυτό: «Σε μερικές περιπτώσεις, το 5 τοις εκατό ή και περισσότεροι των ετησίων δακτυλίων μπορεί να λείπουν κατά μήκος μιας ωρισμένης ακτίνος που καλύπτει πολλούς αιώνες. Η τοποθέτησις αυτών των ‘ελλειπόντων’ δακτυλίων σ’ ένα δείγμα επαληθεύεται ελέγχοντας τη χρονολογία του σχεδίου των δακτυλίων του με το σχέδιο δακτυλίων άλλων δένδρων όπου ο ‘ελλείπων’ δακτύλιος υπάρχει.»9 Εφ’ όσον ο ερευνητής προσθέτει αυτούς τους «ελλείποντας δακτυλίους» στη χρονολογία του, αυτή είναι μεγαλύτερη από τον πραγματικό αριθμό των μετρηθέντων δακτυλίων κατά πέντε ή περισσότερα έτη για κάθε αιώνα.
Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι το σχόλιο του Φέργκουσον για τη δυνατότητα να παραγάγη ένα δένδρο δυο ή τρεις δακτυλίους σ’ ένα μόνο χρόνο!: «Σε ωρισμένα είδη κωνοφόρων δένδρων, ειδικά σ’ εκείνα που αναπτύσσονται σε χαμηλότερα ύψη ή σε νεώτερα γεωγραφικά πλάτη, η ανάπτυξις στη διάρκεια μιας εποχής μπορεί ν’ αποτελήται από δυο ή περισσότερα ξεπετάγματα αυξήσεων, καθένα από τα οποία μπορεί να μοιάζη πολύ μ’ έναν ετήσιο δακτύλιο. Τέτοιοι δακτύλιοι πολλαπλής αναπτύξεως είναι, εν τούτοις, εξαιρετικά σπάνιοι στην κωνοφόρο πεύκη και είναι ειδικά λιγοστοί στα ύψη και πλάτη των τοποθεσιών που μελετήθηκαν.»9
Έτσι, κάτω από τις σημερινές κλιματικές συνθήκες, οι πολλαπλοί δακτύλιοι είναι σπάνιοι. Από την άποψι της θεωρίας της ομοιομορφίας του κλίματος, μια τέτοια δήλωσις είναι αρκετά καθησυχαστική. Αλλά η άποψις αυτή παραβλέπει τις άφθονες αποδείξεις ότι το κλίμα ήταν πολύ πιο ήπιο πριν από τον Κατακλυσμό του 2370 π.Χ. Επίσης οι σημερινές τοποθεσίες των κωνοφόρων πευκοδασών μπορεί να βρίσκονταν τότε σε πολύ χαμηλότερα ύψη. Και οι δυο αυτές διαφορές σε συμφωνία με τη γνώμη που παρετέθη, θα μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα περισσότερους πολλαπλούς δακτυλίους σε δένδρα που ζούσαν τότε. Αυτό θα αλήθευε, όχι μόνο πριν από τον Κατακλυσμό, αλλά ακόμη και για λίγον καιρό κατόπιν, καθώς ο φλοιός της γης προσαρμοζόταν στις νέες πιέσεις. Ποιος μπορεί να πη πόσο συχνά σχηματίσθηκαν πολλαπλοί δακτύλιοι κάτω από εκείνες τις συνθήκες, ή πόσοι επί πλέον αιώνες περιλαμβάνονται στη χρονολογία εξ αιτίας τούτου;
Συναρμολόγησις των Δειγμάτων
Το επόμενο σημείο που πρέπει να παρατηρήσωμε είναι ότι ούτε ένα δένδρο δεν έχει 7.500 δακτυλίους. Μολονότι αναφέρεται ότι μερικά ζωντανά δένδρα έχουν ηλικία μεγαλύτερη από 3.000 και ακόμη 4.000 χρόνια, εν τούτοις το παλαιότερο ζωντανό δένδρο που περιλαμβάνεται στη χρονολογία φθάνει πίσω μόνον ως το έτος 800 μ.Χ. Βρέθηκε όμως ένα νεκρό δένδρο με 2.200 δακτυλίους, και μεταξύ των εξωτερικών στρωμάτων του νεκρού δένδρου και των εσωτερικών στρωμάτων του ζωντανού δένδρου βρέθηκαν ομοιότητες στο σχέδιο των χονδρών και των λεπτών δακτυλίων. Έτσι εθεώρησαν ότι οι ηλικίες εκάλυπταν η μια την άλλη από το 800 έως το 1285 μ.Χ. και προσδιώρισαν τη χρονολογία του παλαιοτέρου δένδρου έως το 957 π.Χ. Αυτή η διαδικασία επανελήφθη με άλλα δεκαεπτά υπολείμματα πεσμένων δένδρων, που είχαν από 439 ως 3.250 δακτυλίους για να φθάση το μέτρημα των δακτυλίων σ’ ένα σύνολο 7.484 ετών στο παρελθόν.
Τώρα ίσως να ρωτήσετε, Πόσο ασφαλής είναι η συναρμολόγησις των δειγμάτων που το ένα υπερκαλύπτει το άλλο; Ο Φέργκουσον μας διαβεβαιώνει ότι υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να ταιριάσουν το καθένα από τα δεκαεπτά δείγματα· όπως λέγει: «Η κυρία χρονολογία για όλα τα χρησιμοποιηθέντα δείγματα είναι μοναδική στο κατ’ έτος σχέδιό της· πουθενά σ’ όλο τον χρόνο, δεν επαναλαμβάνεται ακριβώς η ίδια μακρά διαδοχή πλατιών και στενών δακτυλίων, διότι οι κατ’ έτος μεταβολές του κλίματος δεν είναι ποτέ ακριβώς οι ίδιες.»9 Μερικά άτομα ίσως να ήσαν πρόθυμα να δεχθούν αυτή τη γνώμη ασυζητητί· άλλοι ερευνηταί θα μπορούσαν, όπως λέγει ο Ντέιμον, να είναι μεταξύ εκείνων που την αμφισβητούν.
Ένα άλλο ερώτημα: Αν ήταν δυνατόν να προσαρμόσωμε ένα κομμάτι ενός νεκρού δένδρου σε περισσότερες από μια θέσεις, ποιες σκέψεις θα ωδηγούσαν στην εκλογή της «ορθής» θέσεως; Η επόμενη δήλωσις του Φέργκουσον μπορεί να μας δώση μια απάντησι: «Κατά διαστήματα, ένα δείγμα ενός τεμαχίου που δεν χρονολογήθηκε ακόμη υποβάλλεται σε ραδιανθρακική ανάλυσι. Η χρονολογία που λαμβάνεται δείχνει τη γενική ηλικία του δείγματος και αυτό δίνει απάντησι για το ποιο μέρος της κυρίας χρονολογίας θα πρέπει να ερευνηθή, κι έτσι η χρονολογία βάσει των δακτυλίων μπορεί να διαπιστωθή πιο εύκολα.»10 Και πάλι: «Η ραδιανθρακική ανάλυσις ενός μόνου, μικρού δείγματος, που περιέχει μια σειρά δακτυλίων καλής ποιότητος 400 ετών, δείχνει ότι το δείγμα έχει κατά προσέγγισιν ηλικία 9.000 ετών. Αυτό παρέχει μεγάλη υπόσχεσι για την επέκτασι της χρονολογίας των δακτυλίων ακόμη περισσότερο στο παρελθόν.»11
Έτσι είναι προφανές ότι η χρονολόγησις με άνθρακα 14 χρησιμεύει ενίοτε ως οδηγός στη συγκόλλησι των τεμαχίων του αινίγματος των δακτυλίων των δένδρων. Μήπως αυτές οι ομολογίες δίνουν αφορμή να υποπτευθούμε ότι ίσως η χρονολογία των δακτυλίων των δένδρων δεν είναι τόσο καλά θεμελιωμένη όσο φαίνεται να είναι, αλλ’ ότι οι υποστηρικταί της αναζητούν υποστήριξι στη ραδιανθρακική χρονολόγησι; Μια τέτοια υποψία δεν είναι αβάσιμη, διότι ο Καθηγητής Ντέιμον, αφού μας διαβεβαιώνει για την προσωπική του εμπιστοσύνη στις χρονολογήσεις των δακτυλίων, προσθέτει: «Εν τούτοις, είναι πιο ασφαλές να έχωμε κάποια αντικειμενική σύγκρισι, επί παραδείγματι, σε μια άλλη μέθοδο χρονολογήσεως. Αυτό μας το προμηθεύει, πράγματι, η ραδιανθρακική χρονολόγησις ιστορικώς χρονολογημένων δειγμάτων.»8
Αν οι χρονολογίες των δακτυλίων των δένδρων χρειάζεται να στηριχθούν σε σύγκρισι με ραδιανθρακικές χρονολογίες στην ακτίνα που υποστηρίζονται από ιστορικές χρονολογίες, 4.000 μόνο ετών στο παρελθόν, τι θα λεχθή για την ανάγκη προκειμένου για ηλικίες 4.000 ή 5.000 ετών πριν απ’ αυτές;
Προβλήματα στη Χρονολόγησι του Ξύλου
Οι προσπάθειες για την ενίσχυσι της αμοιβαίας υποστηρίξεως των δύο χρονολογιών πλήττονται από ένα άλλο πρόβλημα που προκάλεσε σοβαρή συζήτησι μεταξύ των ειδικών. Ακόμη και στη ραδιανθρακική ανάλυσι εκείνων των δειγμάτων της κωνοφόρου πεύκης που χρησιμεύει τώρα ως βάσις για όλες τις άλλες ραδιανθρακικές χρονολογίες, θα πρέπει να ληφθή υπ’ όψιν η δυνατότης αλλοιώσεως του δείγματος. Είναι γνωστό ότι ανόργανες ουσίες, όπως ο ασβεστόλιθος των μαλακοστράκων και το ανθρακικό άλας στα οστά, υπόκεινται εύκολα σε ανταλλαγή με διαλυμένα ανθρακικά άλατα, είτε παλαιότερα είτε νεώτερα. Γι’ αυτόν το λόγο είναι σχεδόν άχρηστα για χρονολόγησι. Οργανικές ουσίες, όπως η κυτταρίνη, θεωρούνται ότι είναι απίθανο ν’ ανταλλαγούν. Ο ζωντανός χυμός σ’ ένα δένδρο μπορεί να βγη εντελώς από το νεκρό δένδρο, αλλ’ αν κυκλοφορούσε στο δένδρο επί αιώνες ή χιλιετίες, μπορούμε να είμεθα βέβαιοι ότι δεν αντικατέστησε εν μέρει τον εξασθενημένο άνθρακα 14;
Ανόμοια με τον χυμό, το ρετσίνι είναι δύσκολο ν’ αφαιρεθή. Ο Φέργκουσον ανεφέρθη στην «εξαιρετικά ρητινώδη φύσι» του ξύλου της κωνοφόρου πεύκης.12 Οι ειδικοί συμφώνησαν ότι ρετσίνι από νεώτερο ξύλο μετακινείται στο παλαιότερο ξύλο, όπου μπορεί να προκαλέση λάθη. «Η προς τα μέσα διάχυσις του ρετσινιού είναι ασφαλώς ένα λογικό αποτέλεσμα.»13 Επίσης, «Αυτό το πρόβλημα του ρετσινιού είναι σημαντικό, ειδικά καθώς η διόρθωσις αυξάνει όσο προχωρεί κανείς περισσότερο στο εσωτερικό του δένδρου.»13 Σ’ ένα πείραμα, το ρετσίνι που έβγαλαν ήταν, όπως φάνηκε, 400 έτη νεώτερο από το ξύλο.
Οι ειδικοί, όμως, διεφώνησαν ως προς το πόσο αποτελεσματικές είναι οι χημικές μέθοδοί τους. Ένας είπε ότι βράζοντας διαδοχικά το ξύλο σε οξύ και σε άλκαλι «αφαιρείται όλο το ρετσίνι.»14 Ένας άλλος είπε: «Κατά τη γνώμη μου, το ρετσίνι στις κωνοφόρους πεύκες δεν μπορεί ν’ αφαιρεθή πλήρως με τη χρησιμοποίησι ανοργάνων χημικών ουσιών.»14 Αλλ’ όταν χρησιμοποιούν οργανικά χημικά διαλυτικά, πρέπει ν’ ανησυχούν μήπως το διαλυτικό δεν αφαιρέθηκε κατόπιν εντελώς, διότι έστω και λίγος σύγχρονος άνθραξ απ’ αυτό θα μπορούσε προφανώς να ανανεώση ένα δείγμα παλαιού ξύλου. Εργάζονται βέβαια ευσυνείδητα για ν’ αποκλείσουν όλα αυτά τα λάθη, έχουν όμως πλήρη επιτυχία; Πόσο βέβαιοι μπορούμε να είμεθα;
Μέτρησις των Προσχώσεων των Παγετώνων
Μια κάπως παρόμοια μέθοδος μετρήσεως των ετών διά μέσου του παρελθόντος συζητήθηκε στη διάσκεψι, μια μέθοδος που βασίζεται στις προσχώσεις των παγετώνων. Οι προσχώσεις είναι διαδοχικά στρώματα άμμου και λάσπης που υποτίθεται ότι σχηματίσθηκαν ετησίως από ένα παγετώνα καθώς έλυωνε. Ισχυρίζονται ότι αυτές οι προσχώσεις προμηθεύουν μια συνεχή ιστορία, από τις οποίες μια στη Σουηδία φθάνει έως 12.000 χρόνια στο παρελθόν από σήμερα. Αυτή επίσης επροτάθη ως απόλυτη χρονολογία με την οποία θα μπορούσαν να συνδεθούν οι ραδιανθρακικές χρονολογίες. Αλλά πόσο σταθερή βάσις είναι αυτή πραγματικά;
Η χρονολογία των Σκανδιναβικών προσχώσεων έχει συναρμολογηθή από εξετασθέντα τμήματα σε διάφορα μέρη σ’ όλο το μήκος της Σουηδίας. Τα στοιχεία εμφανίζονται πολύ λιγώτερο χρήσιμα από τη χρονολογία των δακτυλίων των δένδρων, για πολλούς λόγους.
Πρώτα πρώτα, δεν υπάρχει κρίκος ως τη σύγχρονη εποχή που ν’ αντιστοιχή με τον δακτύλιο του φλοιού του δένδρου. Οι υπολογισμοί για τη χρονολογία που απετέθη το τελευταίο στρώμα διαφέρουν πολύ. Επίσης, το πρόβλημα της πιστοποιήσεως των ετησίων στρωμάτων συμβάλλει στην αβεβαιότητα. Έτσι ένας γεωλόγος εχρονολόγησε την αρχή της σειράς των στρωμάτων στη Σκάνε στο 12.950 π.Χ., ένας άλλος μόνο στο 10.550 π.Χ. Ο Δρ. Ε. Φρομ, της Γεωλογικής Υπηρεσίας της Σουηδίας, είπε: «Σ’ αυτές τις περιπτώσεις το γεωλογικό σκηνικό δεν περιώρισε εκ των προτέρων την πιθανή ακτίνα των χρονολογήσεων, και οι ‘τηλεσυνδέσεις’ απέδωσαν προφανώς πολύ αναξιόπιστα αποτελέσματα. Επί πλέον, σ’ αυτά τα μέρη της Σκάνε παραμένουν αμφιβολίες για το αν όλα τα στρώματα των προσχώσεων με ιζηματοαπόθεσι σε μικρές λιμνούλες από λυωμένα παγόδενδρα είναι πραγματικά ετήσιες προσχώσεις.»15
Σημειώστε τις ομολογίες ότι οι προσχώσεις δεν αντιστοιχούν πάντοτε με τα ετήσια στρώματα. Στην πραγματικότητα, αντιπροσωπεύουν διαδοχικές καταστάσεις ταχείας και βραδείας ροής, που θα μπορούσαν να συμβούν αρκετές φορές τον χρόνο κάτω από μερικές κλιματικές συνθήκες. «Ο Δρ. Χέρνστεν της Γεωλογικής τοπογραφίας της Σουηδίας ετόνισε ότι κάθε πρόσχωσις θα πρέπει να εξετασθή πολύ προσεκτικά για ν’ αποφύγωμε να μετρήσωμε την πρόσχωσι του ενός έτους για δύο έτη. Μια μόνο πρόσχωσις που απετέθη στη διάρκεια ενός έτους μπορεί να έχη ένα ή δυο ψευδοχειμερινά στρώματα λόγω μεταβολών στην ροή του νερού από λυωμένο πάγο (συγκρίνατε με διπλούς δακτυλίους των δένδρων.)»16 Ο καθηγητής Ρ. Φ. Φλιντ, πολύ γνωστός γεωλόγος του πανεπιστημίου Γέηλ, εζήτησε μια σαφή δήλωσι για τα κριτήρια βάσει των οποίων αναγνωρίζεται μια πρόσχωσις, αλλ’ όσο δείχνουν τουλάχιστον τα πρακτικά του συμποσίου, αυτή δεν εδόθη.17
Αυτές, λοιπόν, είναι οι «απόλυτες χρονολογίες» που προσεφέρθησαν στο Συμπόσιο Νόμπελ. Από τα άρθρα των δημοφιλών επιστημονικών περιοδικών θα ήταν εύκολο να σχηματισθή η εντύπωσις ότι η ραδιανθρακική χρονολόγησις είναι θεμελιωμένη πιο στερεά από κάθε άλλη φορά. Αλλά μια προσεκτική ανάγνωσις των παρασκηνίων συζητήσεων στη διάσκεψι της Ουψάλα αποκαλύπτει ότι οι αβεβαιότητες πολλαπλασιάσθηκαν. Η ραδιανθρακική θεωρία δεν παρέχει πια ορθή βάσι για να παραδεχθούμε τις χρονολογίες της. Τα αποτελέσματα μελέτης είκοσι ετών εξασθένησαν πολύ τις περισσότερες βασικές υποθέσεις της.
Τώρα η εμπιστοσύνη τίθεται στην εργασία ενός μοναδικού ομίλου ερεύνης βάσει μιας νέας μεθόδου—της χρονολογήσεως των δακτυλίων των δένδρων. Τι επιπρόσθετες αδυναμίες σ’ αυτή τη μέθοδο θα μπορούσαν ν’ αποκαλυφθούν ύστερα από είκοσι χρόνια εντατικής μελέτης σε διάφορα εργαστήρια; Όπως είναι σήμερα, θα ήσαστε πρόθυμοι να βασισθήτε σ’ αυτή μάλλον παρά στη Γραφή, για τις ζωτικές αποφάσεις που θα πρέπει να λάβετε στο εγγύς μέλλον;
[Υποσημειώσεις]
a Οι παραπομπές βρίσκονται στη σελίδα 20.