Γιατί Γυναίκες Ζητούν Εργασία;
ΟΙ κοινωνιολόγοι παραθέτουν αρκετές αιτίες για τις οποίες οι γυναίκες ζητούν εργασία έξω από το σπίτι. Ιδιαιτέρως, η σύγχρονη γυναίκα έχει απλώς λιγώτερα πράγματα να κάνη στο σπίτι απ’ ό,τι η προγιαγιά της. Με μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, λιγώτερα παιδιά, περισσότερες συσκευές που γλυτώνουν τη γυναίκα από πολύ κόπο, και νέες πιο εύκολα παρασκευαζόμενες τροφές, η σύγχρονη γυναίκα βρίσκεται στην ηλικία των τριάντα πέντε με το μικρότερο παιδί στο σχολείο και διερωτάται πώς θα γεμίση τις ώρες της ημέρας.
Για πολλές γυναίκες, η λύσις είναι να εργάζωνται έξω από το σπίτι, όταν όλα τα παιδιά πηγαίνουν στο σχολείο ή είναι αρκετά μεγάλα. Ως αποτέλεσμα, μέχρι το 1962 η μέση ηλικία των εργαζομένων γυναικών στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν η ηλικία των σαράντα ενός, εν συγκρίσει με την ηλικία των είκοσι έξη το 1900 και των τριάντα επτά το 1950.
Η αυξανόμενη αναλογία διαζυγίων—στις Ηνωμένες Πολιτείες και μόνο πάνω από ένα εκατομμύριο γυναίκες παίρνουν διαζύγιο ετησίως—ωθεί επίσης τις γυναίκες στην αγορά εργασίας. Συχνά είναι αναγκασμένες να εργασθούν για να ζήσουν. Μια πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι οι διατροφές που ορίζουν τα δικαστήρια για την ανατροφή του παιδιού, ακόμη κι αν πληρώνωνται τακτικά, είναι στην πραγματικότητα μικρότερες από το ήμισυ των εξόδων της ανατροφής των παιδιών. Αυτό εξηγεί το γιατί οι διαζευγμένες και οι εν διαστάσει γυναίκες αποτελούν τώρα τις δύο στις κάθε τρεις γυναίκες στο εργατικό δυναμικό.
Επίσης, πολλές σύγχρονες γυναίκες, καθώς βλέπουν φίλους, γείτονες, ακόμη και τους γονείς τους, να παίρνουν διαζύγιο, διερωτώνται αν θα ήταν πιο κατάλληλο να κάνουν κάποια σχέδια για την περίπτωσι που κι αυτές επίσης, αργότερα στη ζωή, θ’ αναγκασθούν να συντηρούνται μόνες τους. Είναι ρεαλιστικό, μπορεί να διερωτώνται οι γυναίκες, να βασίζωμαι σ’ έναν άνδρα για να με συντηρή ισοβίως; Έτσι, η γυναίκα βλέπει την εργασία και τη διάρκεια του γάμου, ως μια μορφή ασφαλείας στην περίπτωσι κατά την οποία θα βρεθή μόνη της, στην ηλικία των σαράντα, διαζευγμένη και με παιδιά να συντηρήση και χωρίς ικανότητες εργασίας ή προϋπηρεσία στην οποία θα βασισθή.
Ένας άλλος λόγος για τον οποίο πολλές έγγαμες γυναίκες ζητούν εργασία, είναι για να συμπληρώσουν τον μισθό που παίρνει ο σύζυγος. Με την υψηλή αναλογία του πληθωρισμού, πολλές οικογένειες χρειάζονται περισσότερα χρήματα για τις ανάγκες τους. Άλλες οικογένειες απλώς θέλουν ν’ αγοράσουν πολυτελή πράγματα, τα οποία δεν θα μπορούσαν να προμηθευθούν αλλιώς, ή ν’ ανυψώσουν το βιοτικό επίπεδο τόσο πολύ ώστε δεν θα μπορούσε μόνος του ο σύζυγος να το διατηρήση.
Αν η εργασία του συζύγου είναι εποχιακή ή υπόκειται σε περιοδικά ‘σκαμπανεβάσματα’ το εισόδημα από την εργασία της γυναίκας μπορεί να προμηθεύση μια σταθερή οικονομική υποστήριξι και να βοηθήση την οικογένεια ν’ ανταπεξέλθη σε δύσκολους καιρούς. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα επειδή οι περισσότερες γυναίκες εργάζονται σε διάφορες υπηρεσίες οι οποίες έχουν λιγώτερες πιθανότητες να πληγούν από απεργία παρά τα κατά παράδοσιν επαγγέλματα όπου κυριαρχούν οι άνδρες, όπως είναι οι εργασίες στον τομέα των οικοδομών και της βιομηχανίας,
Μια Κυριαρχούσα Επιρροή
Μολονότι οι ανωτέρω παράγοντες συνέβαλαν πολύ στο να εργασθούν πολλές γυναίκες, το απελευθερωτικό κίνημα των γυναικών είναι προφανώς ο μεγαλύτερος παράγων που συνέβαλε σ’ αυτή την τάσι. Οι ιδέες που έφερε στην επιφάνεια αυτό το κίνημα, έκαναν πολλές γυναίκες, ακόμη κι εκείνες που δεν έχουν άμεση σχέσι μ’ αυτό το κίνημα να εκφράσουν δυσαρέσκεια για τη δουλειά του νοικοκυριού και να ζητήσουν προσωπική αυτονομία και ανεξαρτησία. Επιθυμούν ν’ αναμιχθούν σ’ ένα κόσμο πέρα από τη δική τους οικογένεια.
Σε μερικές γυναίκες, ο ίδιος ο γάμος φαίνεται ότι αποτυγχάνει, επειδή δεν είναι πια ένας ζωτικός θεσμός στον σύγχρονο κόσμο με τη νέα ηθική του. Επίσης, ολοένα περισσότερες γυναίκες είναι απρόθυμες ν’ αναλαμβάνουν τον κατά παράδοσιν ρόλο τους—δηλαδή την ανατροφή των παιδιών. Η αναλογία γεννήσεων στις Η.Π. βρίσκεται στο κατώτερο μέχρι στιγμής επίπεδο, από 3,7 παιδιά για κάθε οικογένεια το 1957 σε 1,8 το 1975, και αυτός ο αριθμός εξακολουθούσε να υφίσταται ταχεία μείωσι το 1976.
Μολονότι στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, οι μητέρες είχαν την τάσι να μένουν στο σπίτι με τα νεογέννητα και με τα παιδιά προσχολικής ηλικίας προτού εισέλθουν στο εργατικό δυναμικό, πολλές από τις γυναίκες σήμερα δεν θέλουν να περιμένουν. Η ζωή μιας οικοκυράς και μητέρας, με την απομόνωσι και την έμφασι που δίδεται στο να υπηρετούν άλλους, φαίνεται σε πολλές γυναίκες σήμερα αναχρονιστική, ανιαρή και περιωρισμένη.
«Αφού γεννήθηκε η πρώτη μου κόρη, αισθάνθηκα ότι είχα δώσει ζωή σ’ αυτήν και εγώ η ίδια είχα πεθάνει,» λέγει μια νεαρή μητέρα δύο παιδιών, απόφοιτος κολλεγίου, η οποία συνήθιζε προηγουμένως να εργάζηται. «Ήταν το δικό μου τέλος ως ενός ανεξάρτητου ατόμου με δεσμούς με τον έξω κόσμο.»
Αυτή η γυναίκα βρήκε καταθλιπτική την προσαρμογή στο ρόλο της οικοκυράς και μητέρας, που της έπαιρνε όλο της τον χρόνο. «Απεφάσισα ν’ αρχίσω να εργάζωμαι πάλι, από τότε που διεπίστωσα ότι αγόραζα γυναικεία περιοδικά με άρθρα σχετικά με πράγματα που μπορούν να κάνουν οι γυναίκες για να εξοικονομήσουν χρήματα,» είπε. «Αντιλήφθηκα ότι θα μπορούσα ν’ αποκτήσω περισσότερα χρήματα αν εργαζόμουν.» Έτσι, αφού άφησε τις δύο μικρές κόρες της, η μία μόνο λίγων μηνών, στη φροντίδα μιας οικονόμου, επέστρεψε στην εργασία της.
Η άποψις ότι η οικοκυρά βρίσκεται «στο χαμηλότερο επίπεδο» όσον αφορά την κοινωνική θέσι της, έκανε πολλές γυναίκες να ζητήσουν εργασία. «Αν παραμένης στο σπίτι, οι άνθρωποι νομίζουν ότι το κάνεις αυτό επειδή είσαι τόσο ανόητη ώστε δεν μπορείς να βρης εργασία,» εξηγεί μια νεαρή γυναίκα. Περισσότεροι σύζυγοι, επίσης, παροτρύνουν τις συζύγους των να βρουν εργασία. Κάποιος σύζυγος ενεθάρρυνε την απρόθυμη σύζυγο του να εργασθή και πάλι λίγο μετά τη γέννησι του πρώτου τους παιδιού. Γιατί;
«Εν μέρει λόγω εγωισμού εκ μέρους μου,» λέγει. «Δεν θέλω να επιστρέψω στο σπίτι και ν’ ακούω ότι η τιμή του καρώτου έχει διπλασιασθή.» Φοβάται ότι τελικά η σύζυγός του θα τον κουράση αν παραμένη στο σπίτι. «Σκέπτομαι τη μητέρα της,» εξηγεί. «Ήταν πριν μια έξυπνη γυναίκα, αλλά τώρα δεν μπορώ να θυμηθώ αν είπε ποτέ κάτι που να είχε και το παραμικρό ενδιαφέρον. Δεν έχει κάνει ποτέ τίποτα άλλο εκτός από το να φροντίζη το σπίτι, και το αποτέλεσμα είναι ότι η διάνοιά της τώρα έχει εξασθενήσει. Δεν θέλω και η σύζυγός μου να φθάση σ’ αυτή την κατάστασι. Τα περισσότερα πράγματα που κάνει η σύζυγός μου για το μωρό είναι καθαρώς μηχανικά—όπως το να μαγειρεύη μια τροφή και να την πολτοποιή, κλπ. Μπορείς να υπερηφανευθής για μια δουλειά που έκανες καλά, αλλά δεν νομίζω ότι αυτή η εργασία αξίζει ή έχει ενδιαφέρον.»
Μια σύγκρισις δύο ερευνών, δείχνει το αποτέλεσμα αυτής της στάσεως προς τον κατά παράδοσιν ρόλο της γυναίκας. Στην έρευνα που έγινε στη δεκαετία του 1960, προτού το κίνημα των γυναικών επηρεάση τόσο πολύ τη μέση γυναίκα, το 72 τοις εκατό των γυναικών που ρωτήθηκαν είπαν ότι τους άρεσε πραγματικά η εργασία των ως νοικοκυρές. Οι περισσότερες μάλιστα είπαν ότι τις ευχαριστούσε, ή ότι δεν τις πείραζε η εργασία που ορίζεται ως αγγαρεία, όπως είναι το καθάρισμα του σπιτιού. Αλλά σε μια πρόσφατη έρευνα, μόνο το ήμισυ των γυναικών που ερωτήθησαν είπαν ότι η οικονομική τους έδινε «ευχαρίστησι κατά περιόδους.»
Αλλά πώς αισθάνονται οι έγγαμες γυναίκες και οι μητέρες οι οποίες αναλαμβάνουν τις ευθύνες μιας εργασίας και συγχρόνως τη φροντίδα ενός σπιτιού; Τους φέρνει αυτό ικανοποίησι και ευτυχία;