Διαφεύγοντας από τον Εμφύλιο Πόλεμο του Τσαδ
Από τον ανταποκριτή του Ξύπνα! στην Ακτή του Ελεφαντόδοντος
ΦΘΑΣΑΜΕ στη Ν’Τζαμένα τις πρώτες μέρες του Αυγούστου του 1978. Είχαμε αφήσει την πατρίδα μας, τη Γαλλία, για να βοηθήσωμε στο Τσαδ, στο ζωτικό έργο διακηρύξεως των αγαθών νέων της βασιλείας του Θεού. Αντιληφθήκαμε ότι υπήρχαν δύσκολες συνθήκες στη χώρα. Ωστόσο, αυτό δεν μας αποθάρρυνε και ανυπομονούσαμε ν’ αρχίσωμε το ιεραποστολικό μας έργο. Στον ιεραποστολικό οίκο υπήρχαν τρία ζευγάρια κι ένας άγαμος αδελφός.
Η πρώτη μας επαφή με τον πληθυσμό, καθώς συμμετείχαμε στη Χριστιανική υπηρεσία ήταν αλησμόνητη. Σε κάθε πόρτα σχεδόν μπορούσαμε ν’ αναπτύξωμε μια πλήρη συζήτησι γύρω από ένα Γραφικό θέμα και αισθανόμαστε ότι οι άνθρωποι διψούσαν για την αλήθεια της Βίβλου. Ήμασταν πολύ ευγνώμονες στον Ιεχωβά για το προνόμιο να είμαστε εκεί για να βοηθήσωμε.
Ο μήνας Σεπτέμβριος του 1978, έφερε στο φως την πολιτική διαμάχη μεταξύ του κατ’ όνομα Χριστιανού αρχηγού του κράτους, Προέδρου Μαλλούμ και του Μουσουλμάνου πρωθυπουργού του Χισσείν Χαμπρέ. Από τον Αύγουστο του 1978, ο αρχηγός του κράτους αρκείτο σχεδόν μόνο στο να διαμαρτύρεται προφορικά κι έπειτα οι φήμες άρχισαν να διαδίδωνται. Αλλ’ εμείς δεν αναμειγνυόμασταν στην πολιτική κι έτσι η Άννα κι εγώ συνεχίσαμε να μιλούμε στους ανθρώπους για την λύσι του Θεού στα προβλήματα των ανθρώπων.
Φαίνεται ότι οι ένοπλες δυνάμεις του FROLINAT (Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου που υποστηριζόταν από τη Λιβύη προς Βορράν) είχαν αναλάβει επιθετική πρωτοβουλία το Σεπτέμβριο του 1978. Στην πόλι είδαμε πολλούς τραυματισμένους στρατιώτες που, χωρίς αμφιβολία, επέστρεφαν από το μέτωπο. Αλλ’ ακόμη και τότε, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έπαιρναν αυτές τις ειδήσεις στα σοβαρά. Στο κάτω-κάτω, από το 1966 η φλόγα του πολέμου, έκαιγε στο Τσαδ· οι περισσότεροι κάτοικοι έδειχναν αδιαφορία για τις ειδήσεις και τις φήμες.
Τη νύχτα ακούγαμε τακτικά ριπές πολυβόλων και πυροβολισμούς, ενδείξεις βιαίων εκδηλώσεων στην πόλι. Το πρωί, στο τραπέζι, μιλούσαμε για ό,τι είχαμε ακούσει για να βεβαιωθούμε ότι δεν κάναμε λάθος.
Ο Δεκέμβριος του 1978 είδε την εθνική συνέλευσι των Μαρτύρων του Ιεχωβά να λαμβάνη χώρα με επιτυχία εδώ, μολονότι ήμαστε ανήσυχοι, λόγω του πολιτικού κλίματος.
Τον Ιανουάριο, η έντασις ήταν τέτοια ώστε έπρεπε να περιορίσωμε κάπως την από πόρτα σε πόρτα δραστηριότητά μας στους Μουσουλμανικούς τομείς, όπου είχαμε αντιμετωπίσει προβλήματα μερικές φορές. Συνεχίζαμε τις δραστηριότητές μας με περισσότερη σύνεσι προσπαθώντας να επιστρέφωμε στον ιεραποστολικό μας οίκο όσο το δυνατόν πιο γρήγορα το βράδυ.
Την 27η Ιανουαρίου, η κρίσις έφθασε σε επικίνδυνα επίπεδα με σοβαρά περιστατικά στη λαχαναγορά. Ακούσθηκαν πυροβολισμοί οπλοπολυβόλων και χειροβομβίδες· υπήρξαν αρκετοί νεκροί και τραυματίες. Τα σχολεία έκλεισαν για λίγο. Στην 40ή Οδό, όπου βρίσκεται ο ιεραποστολικός μας οίκος είδαμε δεκάδες νεαρών Μουσουλμάνων να κραυγάζουν και να κραδαίνουν όπλα. Κατά συμβουλή πολλών με τους οποίους μελετούσαμε τη Βίβλο, παραμείναμε στο σπίτι περιμένοντας να επιστρέψη η ηρεμία.
Τότε ήταν που λάβαμε ένα τηλεγράφημα από το Γραφείο Τμήματος της Εταιρίας Σκοπιά στην Νιγηρία, που μας προσκαλούσε να πάμε στο Λάγος αν παρουσιαζόταν ανάγκη. Επειδή η κατάστασις χειροτέρευε, πήραμε την πρωτοβουλία να συμπληρώσωμε τις αιτήσεις για βίζες για τη Νιγηρία. Ωστόσο, όταν τα πράγματα σταθεροποιήθηκαν κάπως, αναστείλαμε αυτά τα βήματα, ενώ περιμέναμε να δούμε πώς θα εξελίσσοντο τα πράγματα. Παρ’ όλες τις δυσκολίες, επιθυμούσαμε να συνεχίσωμε τη δραστηριότητα μας σ’ αυτή τη χώρα. Στο έργο κηρύγματος γρήγορα ξεχνούσαμε τα τοπικά προβλήματα.
Η Κυριακή, 11 Φεβρουαρίου, ήταν επίσης μια αξέχαστη μέρα· εκείνη τη μέρα, στη Φάρτσα, περίπου 5 χλμ. (3 μίλια) από το κέντρο της πόλεως, σχεδόν όλοι οι ντόπιοι αδελφοί, καθώς και όλοι οι ιεραπόστολοι, συναντηθήκαμε το πρωί στο σπίτι του Αδελφού Σαρκί για ν’ ακούσωμε μια Γραφική ομιλία, μετά την οποία όλοι βγήκαμε σε μια εκστρατεία κηρύγματος από πόρτα σε πόρτα. Η Φάρτσα φιλοξενούσε τα Γαλλικά στρατεύματα που αριθμούσαν πάνω από 2.500, καθώς και μερικές μονάδες του τακτικού στρατού του Τσαδ. Εκείνη την Κυριακή διαθέσαμε πολλά έντυπα. Στο τέλος του πρωινού, η ευτυχία ήταν φανερή στα πρόσωπα των διαγγελέων της Βασιλείας, παρά την ατμόσφαιρα τον εμφυλίου πολέμου.
Ν’Τζαμένα, 12 Φεβρουαρίου: η Άννα κι εγώ σηκωθήκαμε ως συνήθως γύρω στις 5:45 π.μ.. Πήραμε το πρόγευμα με την οικογένεια. Ο Μαξ και η Πωλίν είχαν υπηρεσία να ετοιμάσουν φαγητό για τους ιεραποστόλους εκείνη τη μέρα. Όσο για μας, φύγαμε γύρω στις 7:30 π.μ. για να διεξαγάγουμε μια Γραφική μελέτη. Με την μοτοσυκλέττα μας, περάσαμε μπροστά από το προεδρείο. Όταν φθάσαμε μπροστά στην Εθνική Ραδιοφωνία του Τσαδ, αντιληφθήκαμε ότι κάτι επρόκειτο να συμβή. Υπήρχαν ωπλισμένοι άνδρες σε θέσι βολής. Όλο το τετράγωνο ήταν γεμάτο με ενόπλους στρατιώτες που φορούσαν κράνη, και ανήκαν στη FAN (Ένοπλες Δυνάμεις του Βορρά) υπό τις διαταγές του Χισσείν Χαμπρέ.
Έπειτα πήγαμε προς το μεγάλο τέμενος κατά Μήκος της Λεωφόρου Στρατηγού ντε Γκωλλ. Και στις δύο πλευρές του δρόμου υπήρχαν τώρα άνδρες με σχολή μάχης, σε θέσι βολής. Ανήκαν στη FAT (Ένοπλες Δυνάμεις του Τσαδ) υπό την ηγεσία του Προέδρου Μαλλούμ.
Αντιληφθήκαμε πόσο σοβαρή ήταν η κατάστασις. Παντού υπήρχαν αυτοκίνητα που κατευθύνοντο, στο μεγαλύτερο μέρος τους, προς την περιοχή της Φάρτσα. Όσο για μας, θέλαμε να επιστρέψωμε σπίτι. Έπρεπε να περάσουμε από το αρχηγείο της χωροφυλακής. Οι άνθρωποι έτρεχαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Βρισκόμασταν περίπου 100 μ. (325 π.) από το σπίτι του φίλου μας Σεραφείμ, με τον οποίο μελετούσαμε τη Βίβλο, όταν εξερράγη μια χειροβομβίδα, και επακολούθησαν πυροβολισμοί από αυτόματα όπλα. Ενώ οι καρδιές μας χτυπούσαν πάρα πολύ, προσευχόμαστε μεγαλοφώνως στον Ιεχωβά για την καθοδηγία και βοήθειά Του ως προς τη λήψι ορθών αποφάσεων.
Αποφασίσαμε να καταφύγωμε στο σπίτι του εργοδότη του Σεραφείμ—ενός Γάλλου καθηγητού ο οποίος είχε νυμφευθή μια Αμερικανίδα. Οι άνθρωποι έφευγαν προς την κατεύθυνσί μας από τη βορειοανατολική περιοχή. Μας δέχθηκαν ευγενικά και μας κάλεσαν μέσα στο σπίτι. Ο άνδρας είπε ότι μόλις είχε επιστρέψει από το πανεπιστήμιο που είχε παραδοθή στις φλόγες. Ήταν φοβερό!
Λίγα λεπτά αργότερα, ένας άλλος καθηγητής έφθασε κατ’ ευθείαν από το γυμνάσιο Φέλιξ Έμπουε. Ήταν φοβερά αναστατωμένος εξ αιτίας αυτού που είχε δει. Η Εθνική Ραδιοφωνία του Τσαδ είχε εν μέρει καταστραφή· στο γυμνάσιο εγίνοντο βίαιες συγκρούσεις μεταξύ των FAN και FAT. Ήδη είχαν σκοτωθή πολλοί μαθητές. Ο καθηγητής μόλις μπόρεσε να διαφύγη από την περιοχή και ν’ αναζητήση καταφύγιο σ’ αυτή τη ζώνη όπου ζούσαν πολλοί ξένοι καθηγητές και σύμβουλοι.
Τότε επεκράτησε μια ξαφνική ηρεμία. Ήταν καιρός να προσπαθήσωμε να επιστρέψουμε σπίτι. Είχαμε να διανύσωμε τουλάχιστον 3 χλμ. (2 μίλια). Πάτησα γκάζι ως το τέρμα για να φθάσωμε πιο γρήγορα. Οι άνθρωποι ακόμη έτρεχαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Τελικά φθάσαμε στον ιεραποστολικό οίκο. Ο Μαξ και η Πωλίν ήσαν εκεί· δεν μπορούσαμε να κάνωμε τίποτε άλλο από το να περιμένωμε, εμπιστευόμενοι στον Ιεχωβά, που μας είχε ήδη βοηθήσει.
Αεροσκάφη πετούσαν τώρα πάνω από την πόλι. Γύρω στις 12:15 π.μ. άρχισαν να βάλλουν στην περιοχή Καμπαλάι. Όλη η πόλις αντηχούσε από τις ριπές των αυτόματων όπλων, τις εκρήξεις καθώς και από βαρειά ολμοβόλα. Ήταν πόλεμος, η σύγκρουσις που φοβόμαστε.
Αρχίσαμε να ετοιμάζωμε τις βαλίτσες μας σε περίπτωσι που θα χρειαζόταν να φύγωμε. Ακούσαμε προσεκτικά όλα τα δελτία ειδήσεων στο ραδιόφωνο. (Διεθνής Ραδιοφωνία της Γαλλίας, Η Φωνή της Αμερικής, Διεθνής Ραδιοφωνία του Καναδά). Ζούσαμε ώρες εντάσεως, μη γνωρίζοντας πώς θα εξελίσσοντο τα πράγματα. Το απόγευμα πετούσαν ελικόπτερα πάνω από την περιοχή μας βάλλοντας εναντίον της, αλλ’ ευτυχώς το σπίτι μας έμεινε άθικτο.
Την ώρα του ύπνου φτιάξαμε ένα καταφύγιο κάτω από το κρεββάτι σαν προστασία από τις αδέσποτες οβίδες. Εκεί κάτω από το κρεββάτι μας, ακούγαμε το σφύριγμα των σφαιρών, μερικές από τις οποίες εξωστρακίζοντο στα μεταλλικά μας παραθυρόφυλλα!
Την Τρίτη, 13 Φεβρουαρίου, η μάχη συνεχίστηκε με την ίδια βιαιότητα. Ανησυχούσαμε πραγματικά για την κατάστασί μας, αλλά είχαμε εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά. Η Άννα κι εγώ αναγνωρίζαμε ότι και αν ακόμη συνέβαινε το χειρότερο, διατηρούσαμε τη θαυμάσια ελπίδα της αναστάσεως. Μέσα μας νοιώθαμε μια ενισχυτική δύναμι εκείνες τις κρίσιμες στιγμές.
Το πρωί της Τετάρτης, 14 Φεβρουαρίου, η μάχη φαινόταν ότι είχε σταματήσει, εκτός από μεμονωμένους πυροβολισμούς. Βλέπαμε τον δρόμο από τα παράθυρά μας. Πλήθος ωπλισμένων ανδρών ευρίσκοντο στις γωνίες των δρόμων. Το ραδιόφωνο είπε ότι οι απώλειες ήσαν βαρείες. Αποφασίσαμε να φτιάξωμε ένα καλύτερο καταφύγιο χρησιμοποιώντας χαρτονένια κουτιά από τα έντυπα. Επειδή ο Όλαφ και η Μπάρμπαρα ήσαν στη ζούγκλα επισκεπτόμενοι τις εκκλησίες, μεταφερθήκαμε στο δωμάτιό τους που ήταν λιγώτερο εκτεθειμένο από το δικό μας στο μπροστινό μέρος του σπιτιού.
Ετοιμασθήκαμε για μια τρίτη νύκτα μάχης. Αυτή επρόκειτο να είναι η πιο τρομακτική· η βία της μάχης ήταν πιο σοβαρή από ό,τι τις προηγούμενες νύκτες. Εκεί, κάτω από τα πρόχειρα καταφύγιά μας μπρούμυτα, στριμωγμένοι κοντά-κοντά, ακούγαμε τις ομοβροντίες των αυτόματων όπλων και την έκρηξι των βαρέων όλμων. Από στιγμή σε στιγμή μια οβίδα θα μπορούσε να γκρεμίση το σπίτι. Περίπου 50 μ. (160π) από το σπίτι, το βόρειο στρατόπεδο είχε στήσει ένα εκτοξευτή ρουκετών στην ταράτσα ενός κτιρίου. Κάθε φορά που εκτοξεύετο μια ρουκέτα, ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός. Μια φορά νομίσαμε ότι την είχαμε πάθει—μια από τις ρουκέτες έχασε το στόχο κι έπεσε κοντά στο σπίτι με τρομακτική έκρηξι. Τα συντρίμματα της ρουκέτας και τα θραύσματα που έπεφταν, αντηχούσαν στην τσίγκινη στέγη μας. Αληθινά πυροτεχνήματα! Στις 7 π.μ. περίπου, η μάχη σταμάτησε και πάλι.
Στον δρόμο πηγαινοέρχονταν ακόμη αυτοί που έφευγαν από τις περιοχές της μάχης. Πολλοί είχαν τυλίξει λίγα υπάρχοντα σε μια ψάθα και τα μετέφεραν στο κεφάλι τους.
Εκείνη τη μέρα η Άννα κι εγώ διαβάσαμε τη Βίβλο και κάναμε δέησι στον Ιεχωβά να κατευθύνη τις αποφάσεις μας σχετικά με το μέλλον. Πήγαμε για ύπνο και η νύχτα ήταν σχετικά ήρεμη, σε σύγκρισι με τις προηγούμενες νύχτες. Οι αντίπαλες δυνάμεις υπέγραψαν κατάπαυσι του πυρός.
Προτού περάση πολύς χρόνος, όλοι λάβαμε τις αποφάσεις μας. Ο Μαξ και η Πωλίν καθώς και ο Πάτρικ θα πήγαιναν με το αυτοκίνητο προς τα νότια μέσω της Μπογκόρ που απείχε περίπου 250 χλμ. (155 μίλια), στο Καμερούν κι έπειτα στη Νιγηρία. Η Άννα κι εγώ θα προσπαθούσαμε να φθάσωμε στο αεροδρόμιο. Στην πραγματικότητα, όπως ήμαστε στο μέσον του εμφυλίου πολέμου, καμμιά διέξοδος δεν φαινόταν πιθανή ή δυνατή.
Η νύχτα εκείνης της Παρασκευής αφιερώθηκε κατά μεγάλο μέρος σε προσευχή, επειδή χρειαζόμαστε την κατεύθυνσι του Ιεχωβά. Ο ύπνος δεν μπορούσε να έλθη. Αναρωτιόμαστε τι θα έφερνε η επόμενη μέρα. Η Άννα κι εγώ σηκωθήκαμε πολύ νωρίς, φτιάξαμε δύο λευκές σημαίες, ετοιμάσαμε τη μοτοσυκλέττα και ακούσαμε ολόκληρο το Αφρικανικό δελτίο ειδήσεων. Η κατάπαυσις του πυρός φαινόταν ότι ίσχυε. Ήταν ο καλύτερος χρόνος για να προσπαθήσουμε να φθάσωμε στη Γαλλική στρατιωτική βάσι. Με θλίψι αφήσαμε τους τρεις συντρόφους μας περίπου στις 7:45 π.μ. Αργότερα, εκείνοι θα κατευθύνοντα προς τη γέφυρα Τσάγκουα.
Όταν βγήκαμε έξω, ελάχιστοι άνθρωποι ήσαν στο δρόμο. Ωδηγούσαμε με πρώτη ταχύτητα για ν’ αποφύγωμε να δώσωμε την εντύπωσι ότι φεύγαμε. Φθάνοντας στον κεντρικό δρόμο, έπρεπε ν’ αποφασίσουμε ποιο δρόμο θα παίρναμε. Στις γωνίες ευρίσκοντο στρατιώτες έτοιμοι να πυροβολήσουν. Ρωτήσαμε μερικούς Μουσουλμάνους ποιος θα ήταν ο πιο ασφαλής δρόμος για να φθάσωμε στο αεροδρόμιο. Υπέδειξαν τον συντομώτερο δρόμο. Βλέποντας ότι ο δρόμος ήταν έρημος, το διακινδυνεύσαμε. Ω, πόσο προσευχηθήκαμε στον Ιεχωβά στη διάρκεια εκείνου του αλησμόνητου ταξιδιού!
Τ’ αποτελέσματα του πολέμου ευρίσκοντο μπροστά στα μάτια μας—ερημωμένα σπίτια, θήκες πυρομαχικών εδώ κι εκεί. Χαιρετούσαμε τους ανθρώπους που συναντούσαμε καθ’ οδόν για να χαλαρώσωμε την τεταμένη ατμόσφαιρα. Όταν πλησίαζα στις γωνίες των δρόμων, ελάττωνα όσο το δυνατόν περισσότερο την ταχύτητα, επειδή υπήρχαν κρυμμένοι ελεύθεροι σκοπευτές. Αλλά οι λευκές μας σημαίες εφαίνοντο από μακρινά. Αυτή η περιοχή είχε υποφέρει πραγματικά. Δεν ακουγόταν κανένας θόρυβος· τα πάντα εφαίνοντο νεκρά. Καθώς περνούσαμε από τη χωροφυλακή, δεκάδες στρατιωτών (υπό τις διαταγές του Συνταγματάρχη Βαντάλ Αμπντελκαντέρ Καμούγκουε) μας σκόπευαν με τα όπλα τους. Κάναμε μια φιλική χειρονομία. Δεν απάντησαν, αλλά μας άφησαν να συνεχίσωμε.
Τώρα βρισκόμαστε μπροστά από τη φυλακή, με στρατιώτες και στις δύο πλευρές, αλλά κανείς δεν επιβράδυνε τη φυγή μας. Ήταν σαν να μη μας έβλεπαν. Στη συνέχεια, πήραμε τη λεωφόρο που ωδηγούσε κατ’ ευθείαν στο αεροδρόμιο. Όλα τα δάση γύρω από το αεροδρόμιο ήσαν καμένα. Απανθρακωμένα πτώματα ευρίσκοντο σκορπισμένα εδώ κι εκεί και σπίτια ανοιγμένα από βόμβες παρουσίαζαν ένα απαίσιο θέαμα.
Φθάνοντας στο αεροδρόμιο, κατευθυνθήκαμε στην υπηρεσία υποδοχής. Εξηγήσαμε ότι είχαμε έλθει από το Μουσουλμανικό τομέα στο βορειοανατολικό μέρος της πόλεως. Οι στρατιωτικές αρχές είπαν ότι ήταν θαύμα που μπορέσαμε να περάσουμε από τη χωροφυλακή. Μας είπαν ότι και άλλοι είχαν προσπαθήσει να φθάσουν στη βάσι αλλά μάταια. Μερικοί Ευρωπαίοι που είχαν επιχειρήσει αυτόν τον τρόπο διαφυγής, εσφάγησαν.
Εκείνο το απόγευμα, 800 περίπου πτώματα θάφτηκαν σε κοινό τάφο. Μπορούσε να διακρίνη κανείς ακόμη εκατοντάδες πτώματα σε διαφόρους τομείς της πόλεως: Στο Καμπαλάι Μουρσάλ, στο Σααμπά Νγκαλί, στο Μπόμπολο, στη Δεξαμενή του Αγίου Μαρτίνου, κοντά στο Εθνικό Ραδιοφωνικό Σταθμό, στο κέντρο της πόλεως. Αυτά τα πτώματα είχαν πρησθή, διπλασιάζοντας έτσι το φυσιολογικό τους μέγεθος και πεινασμένοι σκύλοι άρχιζαν να τα τρώνε. Η οσμή του θανάτου επλανάτο πάνω από την πόλι.
Ο αριθμός των νεκρών στην πρωτεύουσα υπολογιζόταν τώρα σε χιλιάδες. Ένα μέλος της Υγειονομικής Υπηρεσίας μάς είπε ότι το νοσοκομείο που είχε κι αυτό προσβληθή από οβίδες, ήταν υπερπλήρες. Είδαμε χειράμαξες που μετέφεραν πτώματα ανθρώπων που είχαν ακρωτηριασθή φρικτά με μαχαίρι. Αρκετές πρεσβείες κατεστράφησαν και το κτίριο των Η.Ε. κάηκε.
Οι αρχές μάς επαίνεσαν για την πρωτοβουλία που πήραμε, επειδή γνώριζαν την κατάστασί μας, αλλά δεν ήσαν σε θέσι να μεσολαβήσουν για να μας διαμετακομίσουν. Επειδή όλα τα χαρτιά μας ήσαν εντάξει, οι Γαλλικές αρχές μάς πρόσφεραν ένα γεύμα και μας συμπεριέλαβαν στην επόμενη πτήσι μ’ ένα στρατιωτικό αεροπλάνο. Ύστερα από αναμονή μερικών ωρών στο διάδρομο προσγειώσεως, το αεροπλάνο ξεκίνησε για το Λιμπρβίλλ του Γκαμπόν, στις 6:30 μ.μ. Ήμαστε θλιμμένοι που αφήναμε την Ν’Τζαμένα υπό τέτοιες συνθήκες. Ήμαστε βέβαιοι ότι θα απαιτείτο πολύς χρόνος για να μπορέσωμε να επιστρέψωμε σ’ αυτήν τη χώρα που είχε περιπλακή σε εμφύλιο πόλεμο.
Το αεροπλάνο προσγειώθηκε στο Λίμπρβιλλ γύρω στις 10.00 μ.μ. Όλοι οι Γάλλοι διαμετακομισθέντες φροντίσθηκαν από τη Γαλλική πρεσβεία. Καταλύσαμε στο Ξενοδοχείο Οκούμε Παλάς.
Επειδή η Εταιρία μάς είχε υποδείξει να πάμε στην Νιγηρία, τη Δευτέρα το πρωί πήγαμε στην πρεσβεία για να πάρωμε βίζα. Ο προξενικός αξιωματούχος μάς αρνήθηκε κατηγορηματικά τη βίζα επειδή είμαστε Γάλλοι και διαμετακομισθέντες από το Τσαδ. Δεν ήθελε καμμιά συναλλαγή μαζί μας. Μας αρνήθηκε ακόμη και μια 24ωρη βίζα. Τι έπρεπε να κάνωμε; Είχαμε πολύ λίγα χρήματα πάνω μας.
Από κει θα μπορούσαμε φυσικά πολύ εύκολα ν’ αποδεχθούμε διαμετακόμισι στο Παρίσι, αλλά επιθυμούσαμε να παραμείνωμε στην ιεραποστολική υπηρεσία στην Αφρική, αν ήταν δυνατό. Με τη βοήθεια του Ιεχωβά αποφασίσαμε να επιχειρήσωμε να πάμε στο Αμπιτζάν στην Ακτή του Ελεφαντόδοντος. Με την βοήθεια του ταξειδιωτικού πράκτορα των Αφρικανικών Αερογραμμών, που επέβλεπε τον επαναπατρισμό του προσωπικού των Αφρικανικών Αερογραμμών και των οικογενειών τους, που είχαν διαμετακομισθή από τη Ν’Τζαμένα, μπορέσαμε να βρούμε δυο εισιτήρια, Λίμπρβίλλ,-Αμπιτζάν-Ντακάρ. Μας έκαναν ακόμη και μια έκπτωσι ως ιεραποστόλων—και αυτό σε μια χώρα όπου το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά βρίσκεται υπό απαγόρευσι. Υπήρχαν μόνο δύο κενές θέσεις στην πτήσι RK 103. Χαρήκαμε πολύ που θα μπορούσαμε να παραμείνωμε στην Αφρική.
Έτσι, την Τρίτη, 20 Φεβρουαρίου, φθάσαμε στο Αμπιτζάν γύρω στις 3:45 μ.μ. και περάσαμε από το τελωνείο στο αεροδρόμιο χωρίς κανένα πρόβλημα. Πόσο ευτυχείς ήμαστε που βρισκόμαστε εδώ, πόσο εκτιμούσαμε την προστασία του Ιεχωβά! Ύστερα από κάποια αναζήτησι, τελικά βρήκαμε τους Χριστιανούς αδελφούς μας. Ποτέ δεν θα ξεχάσωμε την υποδοχή και την αγάπη που μας έδειξαν οι άλλοι ιεραπόστολοι. Όλοι οι αδελφοί που έχομε συναντήσει στο Αμπιτζάν αποδείχθηκαν γεμάτοι καλωσύνη προς εμάς.
Εδώ, στην Ακτή του Ελεφαντόδοντος, συνεχίζομε ν’ αγιάζωμε το όνομα του Ιεχωβά και απολαμβάνομε πάρα πολύ το έργο κηρύγματος σε μια περιοχή της πόλεως. Τι προνόμιο είναι να λέμε στους άλλους για το σκοπό του Ιεχωβά να φέρη αληθινή ειρήνη και ασφάλεια σε όλους εκείνους που αγαπούν τη δικαιοσύνη! (Μιχ. 4:2-4· Ψαλμ. 46:8, 9)—Από συνεργάτη.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 13]
«Τη νύχτα ακούγαμε τακτικά ριπές πολυβόλων και πυροβολισμούς»
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 14]
«Κάτω από το κρεββάτι μας, ακούγαμε το σφύριγμα των σφαιρών, μερικές από τις οποίες εξωστρακίζοντο στα μεταλλικά μας παραθυρόφυλλα!
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 15]
«Δεκάδες στρατιωτών . . . μας σκόπευαν με τα όπλα τους»
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 16]
«Τα πτώματα είχαν πρησθή, διπλασιάζοντας έτσι το φυσιολογικό τους μέγεθος και πεινασμένοι σκύλοι άρχιζαν να τα τρώνε»
[Χάρτης στη σελίδα 12]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
ΤΣΑΔ
Ν’Τζαμένα