Το Παρελθόν της Ζάχαρης—Πόσο Γλυκό Ήταν;
ΤΟ ΕΤΟΣ 1829 ένα ιστιοφόρο 300 τόνων σήκωσε την άγκυρά του από ένα μικρό λιμάνι στις Δυτικές Ινδίες και έβαλε πλώρη νοτιανατολικά προς τις ανοιχτές θάλασσες. Πάνω του ήταν ο πλοίαρχος, ο ναύκληρος και πενήντα πέντε κουρελιάρηδες και σκληροί άνδρες από διάφορα έθνη, χρώματα και φυλές—όλοι μέλη του πληρώματος. Στο αμπάρι του πλοίου ήταν δεκαέξι σιδερένια κανόνια, μπαρούτι, μπάλες για το κανόνι βάρους 12 κιλών, χειροβομβίδες, ένα φορτίο με ρούμι των Δυτικών Ινδιών, μια ποικιλία από κοραλλένια κολιέ και άλλα μικροπράγματα, και το απόθεμα τροφίμων και προμηθειών. Πάνω στο κατάστρωμα, από άκρο σε άκρο, υπήρχαν μουσκέτα, πυρομαχικά και κοντά καμπυλωτά σπαθιά.
Μετά από εβδομήντα έξι μέρες θαλασσοδαρμό μέσα σε θυελλώδεις ανέμους και ανταριασμένες θάλασσες, το σκάφος με το πλήρωμά του έφτασε στον προορισμό του—σ’ ένα Πορτογαλέζικο λιμάνι στη Μοζαμβίκη στην ανατολική ακτή της Αφρικής.
Μετά από οκτώ μονάχα μέρες, αφού ξεφόρτωσε, και μετά φόρτωσε το καινούργιο του φορτίο, το μικρό καΐκι ξαναβγήκε στη θάλασσα με προορισμό την Κούβα, αφήνοντας πίσω του δεμένα στο λιμάνι δεκατέσσερα μεγαλύτερα σκάφη που περίμεναν να γεμίσουν τα αμπάρια τους με το ίδιο φορτίο.
Το πλοίο ήταν τόσο βαριά φορτωμένο, ώστε το κατάστρωμά του βρισκόταν διαρκώς στο ύψος του νερού της φουρτουνιασμένης θάλασσας. Το φορτίο ήταν μια συνεχής αιτία ανησυχίας για το πλήρωμα του πλοίου. Μέσα στο αμπάρι του ήταν στοιβαγμένο ένα ανεκτίμητο φορτίο—800 μαύροι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Χωρίς εξαίρεση όλοι γυμνοί, όλοι με τα κεφάλια ξυρισμένα, όλοι μαρκαρισμένοι, Ένα ανεκτίμητο φορτίο για τους ιδιοκτήτες φυτειών ζαχαροκάλαμου στις Δυτικές Ινδίες. Σ’ αυτούς οι μαύροι θα γίνονταν δούλοι και οι φυτείες των λευκών θα παρήγαγαν ζάχαρη με τον ιδρώτα του προσώπου των μαύρων. Ανεκτίμητο φορτίο, επίσης, για τον ιδιοκτήτη και για τον πλοίαρχο του πλοίου τα κέρδη των οποίων θα έφταναν πάνω από εκατό χιλιάδες δολάρια από την πώληση των δούλων.
Αλυσοδεμένοι με σίδερα στα πόδια, δυο-δυο αυτοί που ήταν στοιβαγμένοι στα δεξιά του πλοίου έβλεπαν προς τα έξω, καθισμένοι ο ένας μέσα στα γόνατα του άλλου σαν κουταλάκια στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο· και εκείνοι που ήταν στα αριστερά του πλοίου έβλεπαν την πρύμνη.
Ο αναγνώστης θα πρέπει να προσπαθήσει να φανταστεί μια αίθουσα γεμάτη με οκτακόσια άτομα—μετά πρέπει να φανταστεί τον ίδιο αυτό αριθμό ανθρώπων να συνωστίζονται σε ένα πολύ μικρό χώρο, ελάχιστα μόνο μέτρα πλατύ και περίπου στο μήκος ενός βαγονιού και τότε η φράση «στριμωγμένοι σαν σαρδέλες» θα φανεί καταλληλότερη. Επειδή το αμπάρι ήταν γεμάτο με τον ίδιο τρόπο, οι υπόλοιποι δούλοι ήταν αλυσοδεμένοι πάνω στο κατάστρωμα.
Οκτακόσιες δυστυχισμένες ψυχές στη θάλασσα. Η μεγαλύτερη καταστροφή που θα μπορούσε να πλήξει ένα δουλαγωγό πλοίο θα ήταν να τους χτύπαγε αρρώστια και να αποδεκατίζονταν προτού φτάσουν στην Κούβα. Ευλογιά! Η λέξη αυτή από μόνη της έσπειρε τρόμο ανάμεσα στο πλήρωμα του πλοίου όταν το πρώτο θύμα της χτυπήθηκε. Η θανατηφόρα μάστιγα εξαπλώθηκε ασυγκράτητη. Πέθαιναν ο ένας μετά τον άλλο, έγερναν στο πλάι και ξεψύχαγαν. Από τους οκτακόσιους απόμειναν τελικά τετρακόσιοι ογδόντα. Ο πλοίαρχος πέθανε και αυτός.
Από την αρχή ιδιοτελή άτομα, που είδαν την ευκαιρία να αποκτήσουν χρήματα με το εμπόριο της ζάχαρης, ακολούθησαν το ρεύμα. Ιεραπόστολοι στην Αφρική άφησαν τα ράσα τους και τα πνευματικά τους ποίμνια και βούτηξαν τα άπληστα χέρια τους μέχρι το λαιμό στο άπληστο κέρδος πουλώντας τους ίδιους τους μαύρους προσήλυτούς τους σε δουλεμπόρους. Ακόμη και ο Πάπας Νικόλαος Ε΄ βλέποντας τα έσοδα που θα έρχονταν από το εμπόριο της ζάχαρης, έδωσε τις ευλογίες του στο δουλεμπόριο.
Δουλαγωγά πλοία αυλάκωναν τα νερά από την Αφρική προς τον Δυτικό κόσμο με τέτοιο σταθερό ρυθμό, ώστε αν ήταν δυνατόν να δημιουργεί το πλοίο ένα διαρκές αυλάκι καθώς κόβει το νερό, θα δημιουργούνταν ένα μεγάλο φαράγγι μέχρι τον ίδιο το βυθό του Ατλαντικού από την Αφρική μέχρι τις Δυτικές Ινδίες σε λίγα μόνο χρόνια. Πειρατικά πλοία κούρσευαν τα άλλα πλοία στις ανοιχτές θάλασσες για να αρπάξουν τους μαύρους και να τους στοιβάξουν στα δικά τους αμπάρια. Γιαυτό υπήρχε η ανάγκη για κανόνια και όπλα για την προστασία του ανεκτίμητου φορτίου τους.
Θα πρέπει να θυμηθούμε ότι η απληστία κάνει περίεργους συνεταίρους. Επηρέασε το ίδιο και τους άσπρους και τους μαύρους. Έτσι ο δουλέμπορος είχε συνεργούς ανάμεσα στους Αφρικανούς. Αν το θέλγητρο ήταν αρκετά θελκτικό, έβαζε σε πειρασμό τον μαύρο εναντίον του μαύρου, το ένα μέλος της οικογένειας εναντίον του άλλου, τη μια φυλή εναντίον της άλλης. Έτσι εξελίχθηκε η συστηματική ευκολία, με την οποία οι δουλέμποροι μπορούσαν να αγοράζουν το ζωντανό εμπόρευμά τους. Οι μαύρες πούλαγαν τους σκλάβους τους, λεία των φυλετικών πολέμων, για ένα κοραλλένιο κολιέ. Ο πολεμιστής πολεμούσε σκληρότερα για να νικήσει στη μάχη, ώστε να μπορέσει να πουλήσει τον νικημένο για ένα βαρελάκι ρούμι. Επειδή τα χρήματα δεν ήταν τότε γνωστά στην Αφρική, οι δουλέμποροι γέμιζαν τα αμπάρια τους με τις απαιτούμενες προμήθειες και με εμπορεύματα που είχαν μικρή αξία στους λευκούς, αλλά ήταν ανεκτίμητες πολυτέλειες στους μαύρους, που τα δέχονταν σε ανταλλαγή για τους μαύρους αδελφούς τους. Με αυτό τον τρόπο ικανοποιούνταν η απληστία όλων.
Δεν ξέρουμε πώς ακριβώς και πόσοι Αφρικανοί επιβίωσαν κατά τη μεταφορά τους από τη μια ήπειρο στην άλλη για να βάλουν την πλάτη και τους μυς τους στις αυξανόμενες εργατικές ανάγκες της ζαχαροφυτείας. Ένας σύγχρονος δημογράφος έχει κάνει ένα συντηρητικό υπολογισμό στα δεκαπέντε εκατομμύρια. Ένας Βρετανός ιστορικός είπε: «Δεν θα ήταν υπερβολή να υπολογίσουμε το σύνολο και τις απώλειες από το Δουλεμπόριο στα 20 εκατομμύρια Αφρικανούς, από τους οποίους τα δύο τρίτα απασχολήθηκαν στη ζάχαρη.»
Αγαπητέ αναγνώστη μπορείς να το καταλάβεις αυτό; Να ξεριζωθείς από τη χώρα σου, μάλιστα κάτι περισσότερο—από την ήπειρό σου—και να μεταφερθείς μέσα από τον ωκεανό, πράγμα που θα απαιτούσε μήνες ναυσιπλοΐα, και μετά, όταν θα αποβιβαζόσουν, να τοποθετηθείς μέσα σε κλουβιά και να πουληθείς σε δημοπρασίες, το κάθε μέλος της οικογένειάς σου χωριστά από το άλλο, πολλά μέλη χωρίς να ξαναϊδωθούν ποτέ πια! Ω, η τιμή της ζάχαρης δεν θα μπορούσε να μετρηθεί με το κιλό, αλλά με ανθρώπινες ζωές! Καθώς τα πλοία όργωναν τις θάλασσες, οι καλλιεργητές ζαχαροκάλαμου όργωναν τη γη τους, αυξάνοντας ολοένα και περισσότερο την παραγωγή του γλυκού αυτού, άσπρου χρυσού που ονομάζεται ζάχαρη.
Αν και το ζαχαροκάλαμο ήταν σχετικά καινούργιο εμπόρευμα στον Δυτικό κόσμο μέχρι τον 16ο αιώνα, ήταν όμως γνωστό από την εποχή που βασίλευε ο Μεγαλέξαντρος. Το ζαχαροκάλαμο ανακαλύφτηκε στην Ινδία το έτος 325 π.Χ. από ένα στρατιώτη του.
Περνώντας πολλά χρόνια μετά στην εποχή του Νέρωνα τον πρώτο αιώνα μ.Χ., ένας Έλληνας φυσικός ίσως να νόμισε ότι ήταν ο πρώτος που ανακάλυψε την πηγή της ζάχαρης. «Υπάρχει», έγραφε, «ένα είδος σκληρού μελιού που ονομάζεται σάκχαρον και που βρέθηκε μέσα σε καλάμια στην Ινδία. Αποτελείται από κόκκους, όπως το αλάτι, και είναι εύθρυπτο, αλλά ολόγλυκο.
Η γεύση της ζάχαρης ήταν προσελκυστική. Το ζαχαροκάλαμο ξεριζώθηκε και μεταφυτεύτηκε από την Άπω Ανατολή στην Ευρώπη. Οι Άραβες το έφεραν μαζί τους στην Αίγυπτο, στην Περσία και στην Ισπανία όταν κατάκτησαν τη χώρα αυτή τον 8ο αιώνα. Και για τα επόμενα 200 χρόνια η μόνη ζάχαρη που καλλιεργούνταν στην Ευρώπη ήταν στην Ισπανία.
Από την Ισπανία ο Χριστόφορος Κολόμβος έφερε μοσχεύματα στο Δυτικό ημισφαίριο στο δεύτερο ταξίδι του, φυτεύοντάς τα στη χώρα που είναι τώρα γνωστή σαν Δομινικανή Δημοκρατία στις Δυτικές Ινδίες. Η Κίνα δεν μπορούσε να αρνηθεί στον εαυτό της τη γλυκιά αυτή πολυτέλεια και έστειλε ανθρώπους στην Ινδία για να μάθουν το μυστήριο της παραγωγής της ζάχαρης από το καλάμι. Χρόνια αργότερα ο Μάρκο Πόλο περιέγραψε τα εργαστήρια ζάχαρης της Κίνας σαν ένα από τα μεγαλύτερα θαύματα σ’ αυτή τη χώρα.
Οι Σταυροφόροι, που κατευθύνονταν και ευλογούνταν από τους Πάπες, προσπάθησαν να εξασφαλίσουν την Ιερουσαλήμ από τους Τούρκους. Επέστρεψαν στην πατρίδα τους με ζωηρές μυθικές περιγραφές για το περίεργο αυτό νέο γλυκό που ονομάζεται ζάχαρη. Σύντομα άρχισε το χερσαίο εμπόριο της ζάχαρης ανάμεσα στην Ανατολή και στην Ευρώπη. Αλλά η ζάχαρη ήταν ακριβή και μονάχα οι πλούσιοι μπορούσαν να την αγοράσουν. Μέχρι το 1742 ακόμη η ζάχαρη πουλιόταν περίπου 400 δραχμές το κιλό (2,75 δολάρια το πάουντ) στο Λονδίνο. Όταν οι φτωχοί δοκίμασαν το γλυκό αυτό εμπόρευμα αγκιστρώθηκαν και αυτοί σ’ αυτό. Οι κυβερνήτες των χωρών που είχαν διορατικότητα είδαν το νέο ορίζοντα των εσόδων που ξανοιγόταν για τα ταμεία τους. Η ζάχαρη άρχισε να εξυμνείται σε όλο τον κόσμο.
Η Ισπανία και η Πορτογαλία, όταν είδαν ότι μερικές χώρες γίνονταν πλούσιες από το εμπόριο της ζάχαρης με την Ινδία, θέλησαν και αυτές να πάρουν μέρος στη δράση. Έστειλαν αμέσως ιστιοφόρα στις άγνωστες θάλασσες για να εντοπίσουν νέους και συντομότερους δρόμους για την Ινδία. Ο Κολόμβος ήταν ένας απ’ αυτούς που πήγε, αλλά αυτό που ανακάλυψε ήταν απεναντίας οι Δυτικές Ινδίες. Και το λάθος του ανταμείφθηκε αδρά, γιατί εδώ βρήκε το τέλειο κλίμα και έδαφος για την ανάπτυξη του ζαχαροκάλαμου.
Μετά ήρθαν οι Ισπανοί άποικοι για να πάρουν τη γη από τους ντόπιους, Οι ιθαγενείς έγιναν δούλοι τους, αλλά αποδείχτηκαν τελείως ανάξιοι εργάτες για τους αγρούς του καλαμιού. Γι’ αυτό, το 1510, ο Βασιλιάς Φερδινάνδος της Ισπανίας έδωσε τη συγκατάθεσή του για να μεταφερθεί ένα μεγάλο καράβι με δούλους από την Αφρική. Έτσι άρχισε η ανήλεη διακίνηση των ανθρώπων μέσα από τις θάλασσες. Αυτό συνεχίστηκε για παραπάνω από 300 χρόνια.
Η Αγγλία δεν καυχιόταν χωρίς λόγο ότι είχε τον μεγαλύτερο στόλο των επτά θαλασσών. Και όταν ήρθε η κατάλληλη στιγμή για να μπει μέσα στο εμπόριο της ζάχαρης και στο δουλεμπόριο, ο δυνατός της στόλος έφτασε στις Δυτικές Ινδίες και έδιωξε τους Ισπανούς. Η Αγγλία έγινε σύντομα το κέντρο της βιομηχανίας ζάχαρης του κόσμου. «Η χαρά, η δόξα, και το μεγαλείο της Αγγλίας προωθήθηκαν περισσότερο με τη ζάχαρη από όσο με οποιοδήποτε άλλο εμπόρευμα, χωρίς να εξαιρέσουμε και το μαλλί», είπε ένας Εγγλέζος ιππότης την εποχή εκείνη.
Η άποψη της Αγγλίας για το δουλεμπόριο και για τον απίστευτο πόνο που επέβαλε στους μαύρους μπορεί να συνοψιστεί καλύτερα με τα λόγια ενός διάσημου πολιτικού του έθνους εκείνου: «Επειδή είναι αδύνατο να κάνουμε χωρίς δούλους στις Δυτικές Ινδίες θα υπάρχουν πάντοτε εμπόδια για να απαγορευτεί το δουλεμπόριο. Επειδή λοιπόν δεν υπάρχει άλλη λύση, γι’ αυτό πρέπει να δικαιολογήσουμε την απόλυτη αναγκαιότητα να συνεχιστεί το δουλεμπόριο.» Και πράγματι «συνεχίστηκε». Χαρακτηριστική είναι η εξής παρατήρηση που έγινε δημόσια τον 18ο αιώνα όταν το δουλεμπόριο για τις ζαχαροφυτείες βρισκόταν στο αποκορύφωμά του: «Όλα τα βαρέλια της ζάχαρης που φτάνουν στην Ευρώπη είναι βουτηγμένα μέσα στο αίμα».
Οι Εγγλέζοι έκαναν προφανώς συμφωνία με τους Αφρικανούς συνεργούς τους για μειωμένη τιμή κατά άτομο αν θα γινόταν χονδρική αγορά. Γι’ αυτό και ένας Βρετανός λόρδος καυχήθηκε: «Όσο για τον εφοδιασμό μας με νέγρους, έχουμε τέτοια αποφασιστική ανωτερότητα στο Αφρικανικό εμπόριο, ώστε μπορούμε να αποκτούμε τους δούλους κατά το ένα έκτο της τιμής φτηνότερους».
Επειδή ήταν πια φανερό σε όλους ότι η ζάχαρη δεν ήταν μια περαστική τρέλα, αλλά κάτι που καθιερώθηκε, και ότι οι δούλοι από την Αφρική ήταν μια απαιτουμένη και αναντικατάστατη αναγκαιότητα για να διατηρηθεί ζωντανή η ζαχαροβιομηχανία, το ερώτημα που κυριαρχούσε στις διάνοιες όλων των ενδιαφερομένων ήταν, για ποσό ακόμη θα διαρκούσε η προσφορά δούλων χωρίς να εξαντληθεί; Η απάντηση δεν άργησε. Ήρθε με την πένα ενός κυβερνήτη της Αφρικανικής Χρυσής Ακτής: «Η Αφρική όχι μόνο μπορεί να εφοδιάζει τις Δυτικές Ινδίες στις ποσότητες που ζητάει μέχρι τώρα, αλλά, αν είναι αναγκαίο και απαιτηθεί, θα μπορούσε να διαθέσει χιλιάδες, μάλιστα, εκατομμύρια περισσότερους»,
Αλλά αυτό δεν θα συνεχιζόταν. Είχαν ήδη μπει σε ενέργεια οι δυνάμεις που αντιτίθενταν σκληρά στην απάνθρωπη διακίνηση των μαύρων και υψώνονταν φωνές διαμαρτυρίας σ’ όλο τον κόσμο. Χρησιμοποιήθηκε κάθε δυνατό μέσο για να μεταφερθεί το άγγελμα αυτό και να στιγματιστεί η δουλεία. Σημειώστε, για παράδειγμα, τη διαφήμιση αυτή που κυκλοφόρησε: «Η Β. Χέντερσον Τσάινα Γουέρχάουζ Ράιυ Λέιν Πέκχαμ, Πληροφορεί Ευγενικά τους Φίλους της Αφρικής ότι έχει για πώληση μια Σειρά από Γαβάθες Ζάχαρη που έχουν ετικέτες με Χρυσά Γράμματα: Ζάχαρη της Ανατολικής Ινδίας που δεν Έχει Γίνει από Δούλους». Κατόπιν έγραφε: «Μια οικογένεια που χρησιμοποιεί τρία κιλά ζάχαρη τη βδομάδα, χρησιμοποιώντας ζάχαρη της Ανατολικής Ινδίας αντί για της Δυτικής Ινδίας επί είκοσι ένα μήνες, εμποδίζει τη Δουλεία ή τη Δολοφονία ενός Αδελφού μας. Οκτώ τέτοιες οικογένειες σε δεκαεννιάμισι χρόνια θα εμποδίσουν τη δουλεία ή τη δολοφονία εκατό».
Στο διάβα του χρόνου η μια χώρα μετά την άλλη θεσμοθετούσαν νέους νόμους που απαγόρευαν το δουλεμπόριο. Ωστόσο οι Ηνωμένες Πολιτείες που μέχρι τώρα αγόραζαν τη ζάχαρή τους από το νότιο γείτονά τους την Κούβα, ρίχτηκαν στο εμπόριο της ζάχαρης και στο δουλεμπόριο και η νοτιότερη Πολιτεία Λουιζιάνα, με τις νεοαναπτυγμένες της ζαχαροφυτείες, έγινε το κεντρικό σημείο. Τους δούλους που δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτή, τους απορροφούσαν οι βαμβακοφυτείες του Νότου.
Για παραπάνω από τρεις αιώνες η βασίλισσα ζάχαρη κυριαρχούσε σ’ όλον τον κόσμο, αποσπώντας αφάνταστο φόρο τιμής. Κανένα εμπόρευμα πάνω στο πρόσωπο της γης που έχει βγει από το έδαφος ή από τη θάλασσα ή από τους ουρανούς ή από τα έγκατα της γης δεν απαίτησε τόση ανθρώπινη δυστυχία και ανθρώπινο αίμα όσο η ζάχαρη. Σήμερα βέβαια είναι πολύ γλυκιά! Χτες όμως ήταν τόσο πικρή όσο και η χολή.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 6]
Οκτακόσιες δυστυχισμένες ψυχές στη θάλασσα. Η μεγαλύτερη καταστροφή που θα μπορούσε να πλήξει ένα δουλαγωγό πλοίο θα ήταν να τους χτύπαγε αρρώστια και να αποδεκατίζονταν προτού φτάσουν στην Κούβα
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 6]
Ιεραπόστολοι στην Αφρική πέταξαν τα ράσα τους και τα πνευματικά τους ποίμνια και βούτηξαν τα άπληστα χέρια τους μέχρι το λαιμό στο άπληστο κέρδος πουλώντας τους ίδιους τους μαύρους προσήλυτούς τους σε δουλεμπόρους
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 7]
Ο δουλέμπορος είχε συνεργούς ανάμεσα στους Αφρικανούς. Αν το θέλγητρο ήταν αρκετά θελκτικό, έβαζε σε πειρασμό τον μαύρο εναντίον του μαύρου, το ένα μέλος της οικογένειας εναντίον του άλλου, τη μια φυλή εναντίον της άλλης
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 7]
«Δεν θα ήταν υπερβολή να υπολογίσουμε το σύνολο και τις απώλειες από το Δουλεμπόριο στα 20 εκατομμύρια Αφρικανούς από τους οποίους τα δύο τρίτα απασχολήθηκαν στη ζάχαρη»
[Εικόνα στη σελίδα 4]
Οι μαύρες πούλαγαν τους σκλάβους τους για ένα κοραλλένιο κολιέ
[Εικόνα στη σελίδα 5]
«Όλα τα βαρέλια της ζάχαρης που φτάνουν στην Ευρώπη είναι βουτηγμένα μέσα στο αίμα»