Ένας Βοηθός Γιατρού Λέει την Ιστορία Του
ΜΙΑ Κυριακή πρωί χτύπησε το τηλέφωνο στο σταθμό των ιατρικών βοηθών στο Πυροσβεστικό Τμήμα της Καλιφόρνιας στο Χάντινγκτον Μπητς. Μια έξαλλη φωνή ακούστηκε από την άλλη άκρη του τηλεφώνου: «Ελάτε γρήγορα! Ο άντρας μου πεθαίνει!» Όταν ο σύντροφος μου κι εγώ φτάσαμε εκεί, όλα τα δωμάτια του διαμερίσματος ήταν πιτσιλισμένα με αίμα, κι ένας άντρας βρισκόταν ξαπλωμένος πάνω στο πάτωμα πιάνοντας σφιχτά το λαιμό του. Σε κάθε παλμό της καρδιάς το αίμα πεταγόταν με δύναμη από την αρτηρία. Να τι είχε συμβεί: Αυτός ο άνθρωπος είχε βγει έξω κι είχε πιει, κι όταν γύρισε, χτύπησε τη σύζυγο του, η οποία άρπαξε ένα χασαπομάχαιρο, μισό μέτρο περίπου, και το έμπηξε στο λαιμό του. Αυτό είχε αποκόψει μια από τις καρωτιδικές αρτηρίες που τροφοδοτεί τον εγκέφαλο με αίμα. Μέσα στον πανικό του έτρεχε σε όλο το διαμέρισμα.
Τώρα βρισκόταν ξαπλωμένος πάνω στο πάτωμα και σφάδαζε. Ήταν βέβαιος ότι θα πέθαινε. Του έσφιξα αμέσως το λαιμό, του έκανα δύο ενδοφλέβιες ενέσεις, μία σε κάθε χέρι, αντικαθιστώντας τον όγκο του αίματος μ’ ένα υποκατάστατο που λέγεται γαλακτικό άλας του Ρίνγκερ. Έπειτα τον πήγαμε γρήγορα στο νοσοκομείο. Επειδή ήταν Κυριακή, λίγοι υπήρχαν εκεί για να βοηθήσουν τον χειρουργό στο χειρουργείο, γιαυτό τον βοήθησα εγώ. Ο χειρουργός του αφαίρεσε μια φλέβα από το πόδι και τη συνάρμοσε στην καρωτιδική αρτηρία. Ο άνθρωπος έζησε.
Σε όλα μου τα χρόνια σαν ιατρικός βοηθός, τέτοιες διασώσεις ατόμων από βέβαιο θάνατο ήταν πολύ ανταμειφτικές για μένα. Κι εκτός από ανταμειφτικές, αυτά τα δραματικά γεγονότα μ’ έκαναν να σκεφτώ σοβαρά ένα άλλο ψυχοσωτήριο έργο. Ένα πολύ πιο σπουδαίο έργο, που περιλαμβάνει εκατομμύρια ζωές, ανάμεσα στις οποίες και τη δική μου.
Η ιστορία άρχισε όταν ήμουν πέντε χρόνων. Ο πατέρας μου είχε γίνει Μάρτυς του Ιεχωβά. Είχε εκπαιδεύσει εμένα και τους δύο αδελφούς μου σαν Μάρτυρες. Αλλά όταν έφτασα 16 χρόνων, επαναστάτησα. Η ζωή του Μάρτυρα μου φαινόταν πολύ περιοριστική. Γιαυτό, πριν κλείσω τα 17 μου είπα στον πατέρα μου ότι δεν ήθελα να ξαναπάω στις συναθροίσεις ούτε να βγαίνω να κηρύττω από πόρτα σε πόρτα.
Αυτός με κάθισε κάτω και μου εξήγησε μέσα από την Αγία Γραφή ότι στη ζωή του το πιο σπουδαίο πράγμα ήταν η αγάπη του για τον Ιεχωβά. Είπε ότι αν ήθελα να ζήσω κάτω από τη στέγη του θα έπρεπε να παρακολουθώ τις συναθροίσεις και να εξακολουθήσω να κηρύττω. Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς κάποιος μπορούσε ν’ αγαπάει αυτόν τον Θεό, τον Ιεχωβά, πάνω από την οικογένεια του. Γιαυτό έφυγα από το σπίτι κι εγκαταστάθηκα στο σπίτι ενός συμμαθητή μου.
Όταν τελείωσα το γυμνάσιο, έπεσα με τα μούτρα για ν’ αποχτήσω μερικά πράγματα που νόμιζα ότι ήταν πράγματι σπουδαία. Επίσης, συνέχισα να βγαίνω ραντεβού με μια κοπέλα, που είχα γνωρίσει στο γυμνάσιο. Όταν έφτασα 19 χρόνων, νόμιζα, όχι μόνο ότι τα ήξερα όλα αλλά και ότι ήμουν πανέτοιμος για να παντρευτώ. Έτσι παντρεύτηκα την Παμ, αυτή που αγάπησα στο γυμνάσιο. Πέρασαν 15 χρόνια από τότε, κι έχουμε δυο μικρές κόρες. Καθώς ωρίμαζα έβλεπα ότι υπήρχαν περισσότερα στη ζωή από το παρόν. Πώς θα ήταν η ζωή μετά από 5 ή 10 χρόνια γι’ αυτές τις δυο μου κόρες; Τι θα μπορούσε να τους προσφέρει αυτό το σύστημα; Και τι θα μπορούσα να τους προσφέρω εγώ;
Σταμάτησα να δουλεύω σ’ ένα μηχανουργείο, επειδή οι ώρες ήταν πολλές και η ευκαιρία για προώθηση μικρή, κι έγινα πυροσβέστης. Επειδή οι βάρδιες ήταν 24ωρες, έμενα ολόκληρες μέρες συνέχεια σπίτι. Τώρα είχα περισσότερο καιρό απ’ όσο ήθελα!
Σκέφτηκα, ‘Θα χρησιμοποιήσω αυτές τις μέρες για ν’ αποχτήσω περισσότερα λεφτά και ν’ αγοράσω περισσότερα πράγματα.’ Έτσι έπιασα μια Δεύτερη δουλειά, στην οικοδομή. Εργαζόμουν την 24ωρη βάρδια μου σαν πυροσβέστης, και αμέσως από εκεί πήγαινα και εργαζόμουνα μια ολόκληρη μέρα στην οικοδομή. Στο σπίτι γύριζα μετά από 34 περίπου ώρες. Όπως είναι ευνόητο οι οικογενειακές σχέσεις υπερεντάθηκαν.
Εκείνο τον καιρό το Πυροσβεστικό Τμήμα του Χάντινγκτον Μπητς άρχισε ένα νέο πρόγραμμα, το παραϊατρικό πρόγραμμα. Γράφτηκα εκεί και τους επόμενους οχτώ μήνες εκπαιδεύτηκα εντατικά στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Ιατρικό Κέντρο Ίρβιν. Κάθε τι που μαθαίναμε εκεί επί 16 ώρες κάθε μέρα, είχε σχέση με την επείγουσα ιατρική. Ειδικά εκπαιδευμένοι γιατροί, που λέγονται τραυματολόγοι, μας δίδαξαν πώς να χειριζόμαστε καταστάσεις στις οποίες απειλείται η ίδια η ζωή του ατόμου, όχι μέσα σε αποστειρωμένα χειρουργεία νοσοκομείων, αλλά έξω σε φλεγόμενα σπίτια, σε κατεστραμμένα αυτοκίνητα, σε βρώμικα σοκάκια, σε μπαρ γεμάτα καπνούς, σε ακατοίκητα χωράφια ή οπουδήποτε αλλού. Έμεινα πάρα πολλές ώρες με χειρούργους στα χειρουργεία επείγουσας ανάγκης, παρατηρώντας τους πώς κάνουν μια εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς ή ανοιχτών πνευμόνων, ή πώς ξαναδίνουν σχήμα στα διαλυμένα σώματα.
Στη διάρκεια αυτής της εκπαιδεύσεως κατάλαβα πόσο εύθραυστη είναι η ζωή. Έκανα σκέψεις πάνω στα όσα μου είχε διδάξει ο πατέρας μου για τον Θεό, τον Δημιουργό. Σκέφτηκα επίσης πολλές φορές τα λόγια του ψαλμωδού Δαβίδ, ο οποίος είπε με δέος: «Φοβερώς και θαυμασίως επλάσθην.» (Ψαλμός 139:14) Άρχισα να αισθάνομαι τη θεία σοφία και το σχέδιο που υπήρχε στα δημιουργήματα του, κι όχι μόνο στο ανθρώπινο σώμα αλλά και στα ζώα, στα φυτά, στη γη και στα δισεκατομμύρια των γαλαξιών που περιέχουν τρισεκατομμύρια άστρα.
Και τώρα, όταν έμαθα όλα αυτά τα πράγματα, μου ήρθαν στο νου πολλά από τα λόγια του πατέρα μου. Θυμήθηκα πόσες φορές τον χρειάστηκα, χρόνια αφότου είχα φύγει από το σπίτι. Ο πατέρας μου ήταν πάντα εκεί, με αγάπη και καλοσύνη. Ποτέ δεν με άφησε. Φρόντιζε πάντα να παίρνω τη Σκοπιά και το Ξύπνα!, όπου κι αν πήγαινα. Και πάνω απ’ όλα, θυμάμαι το εξής μάθημα που έμαθα: Ποτέ, ποτέ, μην αφήσεις τα παιδιά σου—ποτέ! Ποτέ δεν ξέρεις—κάτι μπορεί να χτυπήσει μέσα τους, όπως συνέβη με τον άσωτο γιο της παραβολής του Ιησού, κι όπως και με μένα, και μπορεί να ξαναγυρίσουν σε σένα, και να υπηρετήσουν τον Ιεχωβά.—Λουκάς 15:11-24.
Όταν τελείωσα τα μαθήματα μου σαν ιατρικός βοηθός που διάρκεσαν οχτώ μήνες, πήγα δύο μήνες διακοπές μαζί με την οικογένεια μου. Σ’ αυτούς τους δύο μήνες γιάτρεψα μερικές κακές συνήθειες που είχε αναπτύξει η οικογένεια μου. Ερωτεύτηκα πραγματικά τη σύζυγο μου για άλλη μια φορά. Κατάλαβα ότι την είχα παραμελήσει, κι ότι δεν υπάρχει καλύτερη ανταμοιβή, από το να έχει κανείς μια γυναίκα που τον αγαπά και τον υποστηρίζει. Κατάλαβα επίσης ότι δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο να δώσεις στα παιδιά σου, από τον ίδιο τον εαυτό σου.
Όταν γυρίσαμε πίσω είπα στη σύζυγο μου ότι εκείνο που κατά τη γνώμη μου χρειαζόμαστε ήταν μια οικογενειακή Γραφική μελέτη. Ήθελα να τη διεξάγει κάποιος Μάρτυρας του Ιεχωβά. Αλλά, η Παμ είχε μεγαλώσει με μίσος για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Γιαυτό ένιωσα έκπληξη και χάρηκα όταν δέχτηκε αμέσως. Η μελέτη άρχισε και, μετά από ένα χρόνο, το 1974, βαφτιστήκαμε.
Σας είπα πως στη διάρκεια της εκπαιδεύσεως μου κατάλαβα πόσο εύθραυστη είναι η ζωή, αλλά σαν ένας ιατρικός βοηθός που ασκεί αυτό το επάγγελμα εντυπωσιάστηκα με το πόσο σταθερά προσκολλάται το σώμα στη ζωή κι αγωνίζεται για να επουλώσει μερικά από τα πιο φριχτά τραύματα.
Ένα ήταν το μαχαίρωμα που ανέφερα στην αρχή αυτής της ιστορίας. Όπως ανέφερα εκεί, το θύμα έζησε, αλλά έχανε τα λόγια του και δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει το δεξί του χέρι και πόδι. Κι αυτό, επειδή ελαττώθηκε η ποσότητα του αίματος στον εγκέφαλο του. Όταν έγινε καλά, πήγα και τον είδα. Το έκανα συχνά αυτό με τα άτομα που είχα βοηθήσει. Αυτό μου έδινε την ευκαιρία να τους δώσω μαρτυρία για την ελπίδα που έχουμε για τη Βασιλεία του Θεού. Του εξήγησα ότι η τωρινή του ανάρρωση ήταν μόνο προσωρινή, κι ότι θα μπορούσε να θεραπευτεί μόνιμα και να ζήσει εδώ πάνω στη γη κάτω από τη διακυβέρνηση της Βασιλείας. Η σύζυγος μου κι εγώ μελετούσαμε την Αγία Γραφή μ’ αυτό το ζευγάρι τέσσερις μήνες. Τελικά χώρισαν, αλλά τα τελευταία νέα που μάθαμε είναι πως αυτός συνέχισε να μελετάει με τους Μάρτυρες.
Μια άλλη φορά είχαμε να κάνουμε μ’ έναν πνιγμό. Όταν ο σύντροφος μου κι εγώ φτάσαμε εκεί, ένας γείτονας μόλις είχε βγάλει ένα εφτάχρονο κορίτσι από τον πάτο μιας πισίνας. Η καρδιά της είχε σταματήσει να χτυπάει και δεν ανέπνεε. Βρισκόταν στην κατάσταση στην οποία οι γιατροί λένε πώς ο ασθενής είναι κλινικά νεκρός. Όμως δεν ήταν βιολογικά νεκρή. Είχε ακόμη μέσα της τη σπίθα της ζωής. Της κάναμε μια ενδοφλέβια ένεση και της δώσαμε φάρμακα για την καρδιά καθώς επίσης της κάναμε και ηλεκτροσόκ για να διεγερθεί η καρδιά ώστε να ξαναχτυπήσει.
Τότε ακριβώς έφτασαν οι γονείς της. Και οι δύο ήταν υστερικοί κι έπρεπε να τους συγκρατήσω. Εργαζόμαστε πάνω της δίπλα στην πισίνα επί 22 λεπτά συνέχεια, και δεν είχε χτυπήσει η καρδιά της ούτε είχε αναπνεύσει από μόνη της. Σ’ όλες τις περιπτώσεις μας επικοινωνούμε τηλεφωνικά μ’ ένα γιατρό ενός νοσοκομειακού κέντρου, κι αυτός μας είπε ή να τα παρατήσουμε ή να τη μεταφέρουμε εκεί. Αλλά εμείς νομίζαμε ότι κοντεύαμε να την ξαναζωντανέψουμε κι ο γιατρός συμφώνησε να προσπαθήσουμε λίγο ακόμη.
Συνεχίσαμε την καρδιοπνευμονική νεκρανάσταση. Της έκανα μία ένεση μέσα στην καρδιά μέσω της κοιλότητας του στήθους. Η καρδιά της χτύπησε ελαφρά! Συνεχίσαμε ν’ αναπνέουμε γι αυτή, αλλά καθώς ο χτύπος της καρδιάς γινόταν πιο δυνατός εκείνη άρχισε ν’ αναπνέει μόνη της. Επέζησε. Έπαθε κάποια βλάβη στον εγκέφαλο κι αυτό της εξασθένησε τα πόδια, αλλά επειδή ήταν μικρή ανάρρωσε γρήγορα, και τώρα, μετά από εφτά χρόνια, είναι καλά.
Μια μέρα καθώς πήγαινα από πόρτα σε πόρτα με το άγγελμα της Βασιλείας, μια γυναίκα θύμωσε πολύ μαζί μου. Μου είπε να φύγω και μ’ ακολούθησε μάλιστα ως το δρόμο, στριγγλίζοντας συνεχώς. Τότε γύρισα πίσω και τη ρώτησα, «Δεν είναι αυτό το σπίτι στο οποίο πριν από έξι μήνες ένα μωράκι σταμάτησε ν’ αναπνέει και νομίζατε ότι είναι νεκρό;» Η έκπληξη ήταν φανερή στο πρόσωπο της. Με σιγανή φωνή ρώτησε, «Πώς το ξέρετε αυτό;»
«Είμαι ο ιατρικός βοηθός που έσωσε τη ζωή του.»
Αυτό, όμως, δεν το είπα για να την κάνω να αισθανθεί άσχημα αλλά για να της πω ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν χρήσιμοι άνθρωποι στην κοινωνία, κι όχι, όπως η ίδια κατηγορούσε ότι ήταν απλώς ενοχλητικοί άνθρωποι που απασχολούν τους ανθρώπους τα Σαββατοκύριακα. Αυτή με προσκάλεσε μέσα στο σπίτι της. Συζητήσαμε περίπου 20 λεπτά για το έργο που κάνουν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και γιατί τους επισκεφτόμαστε στα σπίτια τους. Της άφησα τη Σκοπιά και το Ξύπνα!
Κάτι παρόμοιο συνέβη όταν η σύζυγος μου πήγαινε από πόρτα σε πόρτα με το άγγελμα της Βασιλείας. Πλησίασε κάποιον ηλικιωμένο ο οποίος την αποπήρε, «Δεν θέλω! Φύγετε από εδώ!» Εκείνη τη στιγμή εγώ μιλούσα σε κάποιο άλλο σπίτι, αλλά όταν η Παμ κι εγώ συναντηθήκαμε και γυρίζαμε πίσω, περπατώντας μαζί μου είπε το περιστατικό. Περάσαμε από το σπίτι του. Αυτός ήταν έξω. Τον αναγνώρισα. Η σύζυγος του είχε πάθει σοβαρή εγκεφαλική συμφόρηση και είχε σχεδόν πεθάνει. Εγώ ήμουν ο βοηθός γιατρού που απάντησε στο τηλεφώνημα του. Έτσι τον πλησίασα, μαζί με τη σύζυγο μου, και τον ρώτησα: «Η σύζυγος σου, τι κάνει;» Και του σύστησα επίσης τη σύζυγο μου. Ήθελα να μάθει ότι ήταν η σύζυγος μου αυτή στην οποία φέρθηκε απότομα, κι ότι κι εγώ επίσης μετείχα σ’ αυτό το εκπαιδευτικό έργο από την Αγία Γραφή. Αυτό τον έκανε να σκεφτεί. Και ζήτησε συγγνώμη από την Παμ.
Μια άλλη φορά χτύπησα μια πόρτα και μια γυναίκα απάντησε. Συστήθηκα με τ’ όνομά μου και άρχισα να μιλάω. «Ένα λεπτό!» εκείνη διέκοψε. «Είστε ο Λάρρυ Μάρσπερν! Σας θυμάμαι! Εσείς βγάλατε έξω το σύζυγο μου από ένα αεροπλάνο που καιγόταν!» Και συνέχισε: «Μου φερθήκατε πολύ καλά, διαβεβαιώνοντας με ότι ο σύζυγος μου επρόκειτο να ζήσει, κι ότι θα γινόταν καλά.» Έζησε, αλλά ήταν άσχημα καμένος. Θυμόταν τ’ όνομά μου, κι έτσι, κάναμε μια θαυμάσια επίσκεψη και της αφήσαμε Βιβλικά έντυπα.
Παρόμοια περιστατικά συνέβησαν επανειλημμένα, κι όχι μόνο σε πόρτες, αλλά και στο δρόμο, οι άνθρωποι μου λένε, «Εσείς ασχοληθήκατε με την κορούλα μου,» ή «Σώσατε τη μητέρα μου», ή κάτι παρόμοιο. Αυτό με ικανοποιεί.
Ωστόσο, δεν είναι ικανοποιητικές όλες οι επισκέψεις. Σε μια επίσκεψη, μία γυναίκα μ’ έπιασε σφιχτά από το μπράτσο και είπε, «Πεθαίνω.» Και κλινικά πέθανε. Ο σύντροφος μου κι εγώ αρχίσαμε να της κάνουμε καρδιοπνευμονική νεκρανάσταση. Κατορθώναμε να κάνουμε την καρδιά της να χτυπήσει αλλά αμέσως ο παλμός της χανόταν. Τρεις ώρες αγωνιστήκαμε μαζί της, και τελικά ξαναζωντάνεψε. Τα πρώτα λόγια που μου είπε ήταν: «Θα έπρεπε να μ’ αφήσεις να πεθάνω.» «Ω, όχι!» αναστέναξα. Ήταν ηλικιωμένη κι άρρωστη και κουρασμένη από τη ζωή. Την πήγαμε στο νοσοκομείο. Η καρδιά της ήταν τόσο κατεστραμμένη που της βάλανε βηματοδότη. Τα τελευταία νέα που άκουσα είναι ότι ζει ακόμη.
Σε μια άλλη επίσκεψη βρήκα τρεις πυροσβέστες από ένα γειτονικό σταθμό που με είχαν καλέσει να πάω εκεί. Κάθονταν στο σαλόνι, με βουρκωμένα μάτια. Ο ένας απ’ αυτούς μου έκανε νόημα να πάω στην κουζίνα. Εκεί κάτω στο πάτωμα βρισκόταν ξαπλωμένο ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, και οι δύο νεκροί. Ο άντρας ήταν ανάπηρος και δεν είχε πόδια. Επρόκειτο για προμελετημένη δολοφονία-αυτοκτονία. Η γυναίκα, η σύζυγος του, ήταν κι αυτή ξαπλωμένη κάτω στο πάτωμα, έχοντας το κεφάλι της πάνω σ’ ένα μαξιλάρι, και γυρισμένο, το πρόσωπο της προς την άλλη κατεύθυνση από τον άντρα της, που την είχε πυροβολήσει στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Μετά είχε ξαπλώσει δίπλα της, έβαλε το χέρι του γύρω από το λαιμό της, έβαλε το όπλο στο κεφάλι του και πυροβολήθηκε. Τα σημειώματα που άφησαν στα παιδιά τους έδειχναν πόσο αγαπούσε ο ένας τον άλλον, αλλά τα οικονομικά τους προβλήματα καθώς και τα προβλήματα υγείας ήταν τόσο πολλά, που είχαν κουραστεί πια να ζουν. Είχαν πάρει την απόφαση να πεθάνουν μαζί. Μια πολύ συγκινητική τραγωδία. Γιαυτό τα μάτια των πυροσβεστών ήταν υγρά.
Στη διάρκεια των πέντε χρόνων που εργαζόμουν σαν βοηθός γιατρού (τώρα δίνω διαλέξεις σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες για την παρεμπόδιση της φωτιάς, αλλά εξακολουθώ να βγαίνω σαν ιατρικός βοηθός λίγες φορές κάθε μήνα), είδα 70 με 80 άτομα να πεθαίνουν. Η μεγάλη πλειονότητα προσκολλάται στη ζωή, και κρέμεται απ’ αυτήν απελπισμένα. Το είδα αυτό πολλές φορές.
Αν κλείσω τα μάτια μου τώρα θα δω κάποιον νεαρό παγιδευμένο μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο που ανατράπηκε και πήρε φωτιά. Σύρθηκα μέσα από το παράθυρο κι απλώς τον κράτησα. Αυτός πανικόβλητος με ικέτευε να τον σώσω. Ήξερα ότι θα πέθαινε. Το κάτω μισό μέρος του σώματος του ήταν πολτοποιημένο και δεν έπαιρνε θεραπεία. Δεν μπορέσαμε να τον βγάλουμε έξω. Απλώς του κράτησα το κεφάλι και συνέχισα να του μιλάω μέχρι που πέθανε.
Στην εργασία μου βλέπω τρομερή κατάχρηση ναρκωτικών. Θυμάμαι πόσες φορές επισκέφτηκα τον έναν μετά τον άλλο άτομα που είχαν χρησιμοποιήσει PCP—Το οποίο συνηθίζεται να λέγεται αγγελόσκονη. Αλλάζει τη διάθεση και με πολύ γρήγορα σποραδικά ξεσπάσματα δίνει απίστευτη δύναμη.
Σε μια περίπτωση, στη μία η ώρα το πρωί, μας τηλεφώνησε η μητέρα ενός νεαρού. Δεν μπορούσε να του κάνει τίποτα. Όταν φτάσαμε εκεί καθόταν στον καναπέ στο σαλόνι. Ήταν περίπου δύο μέτρα ψηλός, πολύ αδύνατος, και ζύγιζε περίπου 70 κιλά. Δύο αστυνομικοί βρίσκονταν εκεί τους οποίους πληροφορούσε σχετικά η μητέρα του.
Ο σύντροφος μου κι εγώ προσπαθήσαμε να μιλήσουμε μαζί του, αλλά αυτός είχε παραισθήσεις. Δεν κουνούσε τα μάτια του, ούτε τ’ ανοιγόκλεινε, και τα χέρια του και τα πόδια του ήταν απλωμένα σαν πιασμένα τα κρατούσε έτσι τεντωμένα επί μισή ώρα. Καθήστε σε μια καρέκλα και προσπαθήστε να κρατήσετε τα χέρια σας και τα πόδια σας ανοιχτά για τρία λεπτά, και μετά θυμηθείτε—το έκανε αυτό μισή ώρα! Αρχίσαμε να του παίρνουμε την πίεση και το σφυγμό. Ήταν φυσιολογικά και δεν φαινόταν να υπάρχει κανένας πραγματικός κίνδυνος. Γι’ αυτό αποφασίσαμε να τον μεταφέρουμε στο νοσοκομείο. Εκείνη τη στιγμή δεν ξέραμε ποιο ναρκωτικό είχε πάρει, αλλά κάποιος από τους αστυνομικούς υπέθεσε ότι ήταν το PCP.
Όταν έφτασε το ασθενοφόρο, βρισκόμαστε εκεί έξι άτομα της επείγουσας ανάγκης. Όταν αρχίσαμε να τον σηκώνουμε για να τον βάλουμε στο φορείο, ξέσπασε. Στην κυριολεξία μας πέταξε όλους κάτω. Θυμάμαι που βρισκόμουν πίσω του και είχα το χέρι μου γύρω από το λαιμό του, κι αυτός απλώς άπλωσε το χέρι του πίσω με άρπαξε από το πουκάμισο, και με πέταξε στην κυριολεξία πάνω από το κεφάλι του στο πάτωμα! Είμαι δύο μέτρα ψηλός και ζυγίζω 90 κιλά, αλλά με πέταξε σαν να ήμουν πούπουλο! Τελικά μαζί και οι έξι, τα καταφέραμε να τον καθηλώσουμε, να του περάσουμε χειροπέδες και τον δέσαμε στο φορείο. Έζησε. Το PCP δεν προκαλεί κανονικά θάνατο, αλλά η συνεχής χρήση του, σύμφωνα μ’ ένα φαρμακολόγο που έκανε ειδική μελέτη πάνω σ’ αυτό το ναρκωτικό, μπορεί να κάνει τον εγκέφαλο να γίνει, όπως ο ίδιος το αποκάλεσε, «τηγανητός». Όταν κάποιος φτάσει σ’ αυτό το στάδιο δεν μπορεί ούτε να μιλήσει ούτε να σκεφτεί.
Μια άλλη φορά σε μια ακροθαλασσιά γινόταν ένα άγριο πάρτυ· η αστυνομία, η οποία είχε φτάσει ήδη στο χώρο εκείνο, κάλεσε το σύντροφο μου κι εμένα εκεί. Προσπαθούσαν να καθηλώσουν κάποιον που είχε πάρει PCP. Με τη βοήθεια μας οι αστυνομικοί τελικά κατάφεραν να του περάσουν τις χειροπέδες. Οι αστυνομικές χειροπέδες είναι καλά φτιαγμένες, και συνδέονται μεταξύ τους με μια γερή αλυσίδα από χάλυβα. Αυτός ο νεαρός καταλήφθηκε από τέτοια μανία που έσπασε την αλυσίδα που συνέδεε τις δύο χειροπέδες! Οι δύο αστυνομικοί, εγώ κι ένας άλλος βοηθός, όλοι μαζί μπορέσαμε να τον ακινητοποιήσουμε στο έδαφος. Μάλιστα, ένας από τους αξιωματικούς τελικά χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει το γκλόμπ του για να δαμάσει αυτό τον άντρα. Έπειτα του πέρασαν δύο ζευγάρια χειροπέδες και τον μεταφέραμε στο νοσοκομείο.
Αυτά τα δύο περιστατικά δείχνουν ζωντανά ότι το PCP δίνει μια δύναμη τόσο υπερβολική που είναι αδύνατον να την πιστέψεις αν δεν την δεις. Ακόμη κι όταν τη βλέπεις, και πάλι δεν μπορείς να το πιστέψεις.
Η ηρωίνη είναι ένα άλλο ναρκωτικό που συναντήσαμε επανειλημμένα. Είναι ένα κατευναστικό του κεντρικού νευρικού συστήματος και κάνει την αναπνοή να σταματάει. Πήγα σ’ ένα σπίτι όπου κάποιος άντρας είχε καταρρεύσει εξαιτίας της ηρωίνης που είχε πάρει. Περιβαλλόταν κι από άλλους που κι αυτοί είχαν κάνει το ίδιο. Η βελόνα ήταν ακόμη μπηγμένη στο μπράτσο του. Είχε σταματήσει ν’ αναπνέει και είχε μελανιάσει. Του έκανα μια ενδοφλέβια ένεση κι ο σύντροφος μου του έβαλε ένα σωλήνα στο λαιμό του ώστε ν’ αναπνέουμε εμείς γι’ αυτόν. Άρχισε να παίρνει χρώμα και του δώσαμε λίγο Νάρκαν, το οποίο «ανταγωνίζεται το ναρκωτικό». Αντιστρέφει σχεδόν αμέσως το αποτέλεσμα της ηρωίνης. (Δεν υπάρχει όμως τέτοιο φάρμακο για να εξουδετερώνει το PCP.) Ο άνθρωπος ξαναζωντάνεψε μέσα σε δευτερόλεπτα. Όταν οι άλλοι ναρκομανείς το είδαν αυτό έγιναν απειλητικοί επειδή ήθελαν να μας πάρουν τα Νάρκαν που είχαμε. Το ήθελαν αυτό για να μπορούν πιο ακίνδυνα να χρησιμοποιούν την ηρωίνη.
Δεν υπάρχουν λόγια που να εντυπώσουν στους νεαρούς τη βλάβη που προξενούν τα ναρκωτικά στο μυαλό και στο σώμα, ακόμη και μετά από 5 ή 10 χρόνια από τότε που θα σταματήσουν να τα χρησιμοποιούν. Αρνούνται να το πιστέψουν επειδή δεν θέλουν να το πιστέψουν. Αν μπορούσα να τους πάρω μαζί μου για μία μόνο μέρα στο τμήμα διανοητικής υγείας του Ιατρικού Κέντρου UCI της Καλιφόρνιας και να δουν εκείνους που χρησιμοποιούσαν ναρκωτικά για πολλά χρόνια—παρανοϊκούς και κατατονικούς—ίσως ν’ άνοιγαν τα μάτια τους. Έχω δει άτομα που έχουν κάνει πάνω από 1.000 ταξίδια παίρνοντας LSD, και δεν είναι πια χρήσιμοι σε τίποτα γιατί δεν είναι πια άνθρωποι. Έχουν χάσει το μυαλό τους. Είναι σχεδόν φυτά.
Είναι μοναδικός συνδυασμός να είσαι ιατρικός βοηθός κι επίσης Μάρτυς του Ιεχωβά. Σαν ιατρικός βοηθός βοηθάω τα τραυματισμένα άτομα να γίνουν καλά, φέρνοντας μάλιστα και μερικούς πίσω στη ζωή από κλινικό θάνατο. Αυτό είναι ένα ικανοποιητικό έργο. Αλλά εκείνο που είναι πιο ικανοποιητικό, είναι να διδάσκεις στους ανθρώπους τις αλήθειες σχετικά με τη Βασιλεία του Ιεχωβά κάτω από τον Χριστό και να τους θεραπεύεις πνευματικά, και μάλιστα να τους βοηθάς να έρθουν σε πνευματική ζωή. Το καλό που κάνω σαν ιατρικός βοηθός είναι προσωρινό· αυτό που κάνω από πνευματική άποψη μπορεί να μείνει για πάντα σε μια Παραδεισιακή γη. Στην εργασία μου σαν ιατρικός βοηθός βλέπω πολλά παθήματα· στο έργο μου σαν Μάρτυρας μπορώ να δείχνω στους ανθρώπους πώς αυτά τα παθήματα θ’ αντικατασταθούν από μόνιμη υγεία, ευτυχία κι αιώνια ζωή. Η καρδιά μου πονάει όταν βλέπω τόσο πολύ πένθος και πόνο και θάνατο, αλλά γεμίζει από χαρά όταν θυμάμαι την εξής υπόσχεση του Ιεχωβά:
«Η σκηνή του Θεού μετά των ανθρώπων, και θέλει σκηνώσει μετ’ αυτών, και αυτοί θέλουσιν είσθαι λαοί αυτού, και αυτός ο Θεός θέλει είσθαι μετ’ αυτών Θεός αυτών· και θέλει εξαλείψει ο Θεός παν δάκρυον από των οφθαλμών αυτών, και ο θάνατος δεν θέλει υπάρχει πλέον, ούτε πένθος, ούτε κραυγή ούτε πόνος δεν θέλουσιν υπάρχει πλέον διότι τα πρώτα παρήλθον.»—Αποκάλυψις 21:3, 4.
Πόσο ευγνώμων είμαι που ξαναβρήκα τα λογικά μου, σαν τον άσωτο γιο, κι επέστρεψα στον ουράνιο Πατέρα μου, τον Ιεχωβά Θεό!—Αφήγηση από τον Λάρρυ Μάρσμπερν.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 6]
Στη διάρκεια αυτής της εκπαιδεύσεως κατάλαβα πόσο εύθραυστη είναι η ζωή
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 7]
Της έκανα μια ένεση περνώντας την μέσα από την κοιλότητα του στήθους στην καρδιά της. Η καρδιά της χτύπησε εξασθενημένα!
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 8]
Δεν είναι αυτό το σπίτι στο οποίο πριν από έξι μήνες ένα μωράκι σταμάτησε ν’ αναπνέει και νομίζατε ότι είναι νεκρό;»
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 8]
Απλώς του κράτησα το κεφάλι και συνέχισα να του μιλάω μέχρι που πέθανε
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 9]
Με άρπαξε από το πουκάμισο, και με πέταξε στην κυριολεξία πάνω από το κεφάλι του στο πάτωμα
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 10]
Έσπασε την αλυσίδα που συνέδεε τις δύο χειροπέδες!
[Εικόνα του Λάρρυ Μάρσπερν στη σελίδα 5]
[Εικόνα στη σελίδα 11]
Βλέπω πολλά παθήματα· σαν Μάρτυρας μπορώ να δείχνω στους ανθρώπους πώς αυτά τα παθήματα θα τερματιστούν