Ήμουν Ένας Κλέφτης Διαμαντιών
ΤΟ ΧΑΤΤΟΝ ΓΚΑΡΝΤΕΝ, μια περιοχή του Λονδίνου η οποία ασχολείται με διαμάντια, είναι πολύ επικίνδυνο μέρος για εγκληματικές δραστηριότητες. Ψηλά πάνω από το δρόμο έχουν τοποθετηθεί κάμερες, κι έτσι η αστυνομία έχει όλη την περιοχή κάτω από συνεχή και στενή παρακολούθηση. Ωστόσο, παρόλ’ αυτά, εγώ με κάποιον άλλο μαζί, έχοντας κρύψει όπλα και σπρέυ από αμμωνία, πήγαμε εκεί τον Ιούνιο του 1973 για έναν τέτοιο ακριβώς σκοπό. Ο φίλος μου ήταν ντυμένος σαν επιχειρηματίας, κι εγώ φορούσα ένα λευκό πανωφόρι σαν κι αυτά που φοράνε οι μαθητευόμενοι εκείνων που κόβουν τα διαμάντια.
Σχεδιάσαμε τη ληστεία πολύ προσεχτικά, προσέχοντας ιδιαίτερα την ακριβή χρονομέτρηση και τη γρήγορη διαφυγή. Έπειτα, στην προσδιορισμένη μέρα, ακολουθήσαμε το θύμα μας από το θησαυροφυλάκιο από το οποίο είχε πάρει τα διαμάντια. Μετέφερε μέσα σε δύο χαρτοφύλακες πράγματα που άξιζαν τουλάχιστον ένα εκατομμύριο πάουντς (1.774.000 δολλάρια). Τον ρίξαμε κάτω, του αρπάξαμε τις τσάντες και το σκάσαμε μπαίνοντας μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο που μας περίμενε. Όλ’ αυτά έγιναν μέσα σε δευτερόλεπτα.
Μετά από λίγα τετράγωνα αλλάξαμε αυτοκίνητα και φύγαμε από το Λονδίνο για να κρύψουμε τα λάφυρα μέχρις ότου θα σταματούσε ο σάλος. Έπειτα πήγαμε στην Ισπανία για μια εβδομάδα περίπου, χρησιμοποιώντας ψεύτικα διαβατήρια. Όταν επιστρέψαμε, πήραμε τα διαμάντια και τα βάλαμε σε μια θυρίδα τράπεζας στο όνομα ενός φίλου που δεν είχε φάκελο στην αστυνομία. Αλλά ο γκάνγκστερ ο οποίος μας είχε υποδείξει αυτή τη δουλειά έμαθε το όνομα αυτού στου οποίου τη θυρίδα είχαμε βάλει τα διαμάντια. Προφανώς, αυτός δεν είχε ποτέ διανοηθεί ότι θα κρατούσαμε εμείς τα διαμάντια. Έτσι, το άτομο που είχε τη θυρίδα, κάτω από εκφοβισμό, του τα έδωσε. Ο σύντροφος μου κι εγώ ποτέ δεν ξαναείδαμε αυτά τα πολύτιμα πετράδια.
Η δουλειά με τα διαμάντια ήταν το αποκορύφωμα μιας εγκληματικής πείρας και εκπαίδευσης εφτά χρόνων. Ήμουν μόνο 16 χρόνων όταν μπλέχτηκα σ’ ένα σοβαρό πρόβλημα επειδή μαχαίρωσα κάποιον σ’ έναν καβγά. Επειδή για πρώτη φορά ήμουν ένοχος, οι δικαστές με άφησαν ελεύθερο αφού μου έβαλαν να πληρώσω ένα πρόστιμο και μου έδωσαν μια αυστηρή προειδοποίηση, αλλά αυτό δεν με εμπόδισε. Μετά απ’ αυτό, είχα συνέχεια προβλήματα με την αστυνομία.
Δεκαοχτώ μήνες μετά το μαχαίρωμα, μπλέχτηκα σ’ έναν καβγά μιας σπείρας, στον οποίο κάποιος σκοτώθηκε. Μας κατηγόρησαν για φόνο αλλά μας άφησαν ελεύθερους επειδή δεν υπήρχαν στοιχεία που να δείχνουν ποιος ακριβώς τον είχε σκοτώσει. Ωστόσο, εμένα μ’ έστειλαν στο Μπόρσταλ (μια φυλακή για νεαρούς). Πριν από τη δουλειά με τα διαμάντια, είχα φυλακιστεί τρεις φορές και πολλές φορές είχα πληρώσει πρόστιμο ή ήμουν κάτω από αστυνομική επιτήρηση. Επρόκειτο για ένα παιχνίδι στο οποίο, όπως λένε οι επαγγελματίες εγκληματίες, «Κερδίζεις κάτι, αλλά χάνεις και κάτι.»
Διαμάντια ή «Μαργαριτάρια»—Ποιο από τα Δύο;
Στην Αγγλία μετά τη ληστεία των διαμαντιών ήμουν, φυσικά, από τους πρώτους στον κατάλογο των «Καταζητούμενων» της αστυνομίας. Έτσι βρήκα κατάλυμα σ’ έναν ήσυχο δρόμο στα περίχωρα του Λονδίνου, αρκετά μακριά από το σπίτι μου και τα πρώην στέκια μου. Η σπιτονοικοκυρά, όπως αργότερα διαπίστωσα, έκανε μια φορά την εβδομάδα μελέτη από την Αγία Γραφή με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, για τους οποίους ποτέ δεν είχα ξανακούσει. Μου μίλησε γι’ αυτούς, αλλά δεν με απασχολούσε το θέμα. Εξακολουθούσα να έχω τους εγκληματίες φίλους μου, ασχολιόμουν με τα ναρκωτικά, χαρτόπαιζα και έπινα πάρα πολύ. Αλλά δύσκολα περνούσε μια μέρα χωρίς να μου πει η σπιτονοικοκυρά μου κάτι από τη Βίβλο.
Μια μέρα με προσκάλεσε να συναντήσω τις δύο Μάρτυρες που ήρθαν για να κάνουν τη μελέτη. Στην αρχή τις υποπτεύθηκα και σχεδίαζα να φύγω από τον πίσω φράχτη και να απομακρυνθώ περνώντας από τις σιδηροδρομικές γραμμές, όταν θα χρειαζόταν! Αργότερα κάθησα κρυφά έξω από το δωμάτιο και άκουσα τι έλεγαν. Σιγά-σιγά μεγάλωσε το ενδιαφέρον μου και δέχτηκα να κάνω κι εγώ μια μελέτη με τη σπιτονοικοκυρά μου. Τα «μαργαριτάρια» της που προέρχονταν από τη σοφία της Βίβλου άρχισαν να επιδρούν πάνω μου. Η δίψα μου να γνωρίσω τον Θεό και τη Βασιλεία του μεγάλωσε πάρα πολύ. Σύντομα έφτασα να κάνω μελέτη τρεις φορές τη μέρα.
Η ευγενική σπιτονοικοκυρά μου, μολονότι δεν είχε ακόμη βαφτιστεί σαν Μάρτυρας, παρακολουθούσε τις συναθροίσεις στην τοπική Αίθουσα Βασιλείας (ο τόπος που συναθροίζονται οι Μάρτυρες του Ιεχωβά). Συχνά με προσκαλούσε να πάω κι εγώ, και επιτέλους πήγα να δω τι ήταν εκεί. Το λιγότερο που μπορώ να πω είναι πως έμεινα κατάπληκτος. Δεν βαρέθηκα όπως νόμιζα ότι θα γινόταν. Η ζεστασιά και η αγάπη, που υπήρχε εκεί, έδειχναν γνήσιο ελατήριο. Και εξείχε η εκτίμηση όλων τους για τα πνευματικά πράγματα. Έτσι πήγαινα τακτικά. Ήμουν τώρα πεπεισμένος ότι είχα βρει την αλήθεια. Ήθελα να γίνω ένας απ’ αυτούς τους ανθρώπους· να συμμεριστώ την πεποίθησή τους, τη χαρά τους και την ελπίδα τους· να αναπτύξω κι εγώ όπως κι εκείνοι μια σχέση με τον Ιεχωβά.
Να Ομολογήσω στην Αστυνομία;
Τώρα είχα αρχίσει να σκέφτομαι ότι θα έπρεπε να βάλω σε τάξη τη ζωή μου. Η συνείδησή μου μού έλεγε ότι θα έπρεπε να παραδοθώ στην αστυνομία και να δεχτώ τις συνέπειες, όσο σοβαρές κι αν ήταν. Η σκέψη με τρόμαζε, γιατί ήξερα πως αυτό σήμαινε φυλάκιση για πάνω από 15 χρόνια. Και το βασικότερο θα έπρεπε να αντέξω την περιφρόνηση και το χλευασμό εκείνων από τους πρώην φίλους μου που ήδη είχαν καταδικαστεί για άλλα εγκλήματα. Αλλά δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Σαν πρώτο βήμα, όσο δαπανηρό κι αν ήταν, απαλλάχτηκα από τα ναρκωτικά και παραιτήθηκα από τα χρέη που μου όφειλαν από προηγούμενες παράνομες δραστηριότητές μου.
Προτού πάω στην αστυνομία ήθελα πάρα πολύ να δω τη μητέρα μου και να της πω για την απόφασή μου και το λόγο για τον οποίο πήρα αυτή την απόφαση. Την αγαπούσα πάρα πολύ. Είχε προσπαθήσει σκληρά να αποτρέψει όλα τα παιδιά της από το έγκλημα, αλλά όλα μας είχαμε αγνοήσει τη συμβουλή της και, ενώ ακόμη ήμαστε στην εφηβεία, είχαμε περάσει από τη φυλακή. Έσπαγε η καρδιά της όταν πάντα υπήρχε πότε ο ένας και πότε ο άλλος γιος της μέσα στη φυλακή. Και η αιτία γι’ αυτό της το πλήγμα ήμαστε εμείς.
Ο αδελφός μου με πήγε στο σπίτι να τη δω. Ήταν πολύ επικίνδυνο το ταξίδι, γιατί η αστυνομία παρακολουθούσε το σπίτι μας μήπως πάω εκεί. Σκοπός μου ήταν να παραδοθώ στην αστυνομία όταν θα είχα κανονίσει τις υποθέσεις μου και γιαυτό δεν ήθελα να με πιάσουν αυτοί πρώτα. Έτσι ήμουν πολύ προσεχτικός. Στριμώχτηκα κάτω στο δάπεδο του μικρού αυτοκινήτου κι έφτασα στο σπίτι με ασφάλεια. Η μητέρα μου χάρηκε που έπαψα να είμαι εγκληματίας και που είχα βρει κάτι σταθερό και άξιο πάνω στο οποίο να οικοδομήσω την υπόλοιπη ζωή μου. Ήμουν μόνο 24 χρόνων. Έκανα ό,τι μπορούσα στη διάρκεια αυτής της σύντομης επίσκεψης για να της πω σχετικά με τη Βασιλεία του Θεού, χωρίς να ξέρω ότι αυτή ήταν η μόνη μου ευκαιρία, επειδή ενόσω ήμουν στη φυλακή, εκείνη πέθανε.
Η Αντίδραση της Αστυνομίας στην Ομολογία Μου
Τον Ιανουάριο του 1974, συνοδευόμενος από ένα δικηγόρο και τον αδελφό μου, πήγα στην αστυνομία. Όταν είπα στον υπαρχιφύλακα ότι ήμουν ο Άλφρεντ Σκάλλυ, με κοίταξε κατάματα σαν να μην πίστευε στα αυτιά του. Έψαχναν να με βρουν έξι μήνες!
Στις επόμενες λίγες μέρες με ανέκριναν επί ώρες, γιατί δεν είχαν ακόμη βρει τα διαμάντια. Υποπτεύονταν πάρα πολύ τα ελατήριά μου που πήγα και παραδόθηκα. Η φιλοσοφία τους, η οποία χωρίς αμφιβολία γεννήθηκε εξαιτίας της μεγάλης πείρας που έχουν, είναι: Μια φορά παλιάνθρωπος πάντα παλιάνθρωπος. Όταν προσπάθησα να τους πω ότι η άποψή μου για τη ζωή άλλαξε, γελούσαν μαζί μου. Με προφυλάκισαν στη φυλακή Μπρίξτον μέχρις ότου έγινε η δίκη μετά από έξι μήνες.
Η γνώση μου για την Αγία Γραφή ήταν ακόμη πολύ στοιχειώδης επειδή πριν από δύο μόνο μήνες είχα αρχίσει να διαβάζω. Τώρα, είχα άφθονο χρόνο στη διάθεσή μου, κι έτσι άρχισα να ψάχνω πιο βαθιά με τη βοήθεια όλων των εντύπων που μου προμήθευαν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Οι φίλοι μου από την Αίθουσα Βασιλείας εξακολουθούσαν να μου προμηθεύουν αναγνωστική ύλη, και καθώς οι εβδομάδες περνούσαν εγώ γινόμουν πιο ισχυρός πνευματικά.
Στις 3 Ιουνίου 1974, εκδικάστηκε η υπόθεσή μου. Ένας από τους πρεσβυτέρους ήρθε και μίλησε υπέρ μου καθώς επίσης και ο πατέρας της σπιτονοικοκυράς μου ο οποίος ήταν εθελοντής κοινωνικός λειτουργός και έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους πρώην εγκληματίες. Ο δικαστής έλαβε υπόψη του τις συστάσεις τους, το γεγονός ότι είχα μόνος μου παραδοθεί και το ελατήριο που το έκανα αυτό. Ήταν πολύ επιεικής μαζί μου. Αντί η καταδίκη μου να είναι μεγάλη, ήταν μόνο πέντε χρόνια. Αυτό με ανακούφισε πολύ. Με χάρη λόγω καλής συμπεριφοράς και το ενδεχόμενο της αστυνομικής επιτήρησης, θα μπορούσα να αποφυλακιστώ σε τρία χρόνια. Το χρόνο ωσότου αποφυλακιστώ τον χρησιμοποίησα για να συνεχίσω τη Βιβλική μου μελέτη και να μεταδώσω τα καλά νέα στους φυλακισμένους που ήθελαν να ακούσουν.
Μεταδίδοντας Και σε Άλλους τα «Μαργαριτάρια» Μέσα στη Φυλακή
Η πρώτη μου φυλακή ήταν το Γουώρμγουντ Σκραμπς στο δυτικό Λονδίνο. Ο μεγάλος συνωστισμός και οι δυσάρεστες συνθήκες σ’ αυτή τη φυλακή αντισταθμίζονταν κάπως από το γεγονός ότι ενόσω ήμουν στο Λονδίνο ακόμη, οι φίλοι μου Μάρτυρες του Ιεχωβά μπορούσαν εύκολα να έρχονται να με βλέπουν. Και το έκαναν αυτό, και είμαι ευγνώμων που το λέω. Στο Σκραμπς ήμαστε περιορισμένοι στα κελιά 23 ώρες τη μέρα. Εδώ διαπίστωσα πόσο μπορεί να σε στηρίξει η σιωπηρή προσευχή.
Την ώρα της γυμναστικής κάθε μέρα, προσπαθούσα να μεταδώσω τα Βιβλικά μου «μαργαριτάρια» σε άλλους φυλακισμένους, ψάχνοντας να βρω εκείνους που ήθελαν να ακούσουν. Οι πρώην εγκληματίες φίλοι μου, όταν το είδαν αυτό, με κορόιδευαν. Έξι μήνες περίπου αργότερα με μετέφεραν σε μια πιο μεγάλης ασφάλειας φυλακή στο Μέιντστον του Κεντ, και τελικά με διόρισαν να φροντίζω τη βιβλιοθήκη. Η εργασία αυτή δεν ήταν μόνο ευχάριστη αλλά με έφερε πιο κοντά και σε περισσότερους φυλακισμένους, κι έτσι είχα ευκαιρίες να τους μιλάω για τις πεποιθήσεις μου. Και είχα κάποια επιτυχία, γιατί μετά την αποφυλάκισή τους τουλάχιστον δύο από τους φυλακισμένους τελικά βαφτίστηκαν.
Είναι Εύκολο Να Έρθει Κανείς στον Ίσιο Δρόμο;
Σ’ όλη τη διάρκεια της φυλάκισής μου, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά με επισκέπτονταν τακτικά και συνέχισαν να με βοηθάνε και μετά την αποφυλάκισή μου. Τρεις μήνες αργότερα, σε μια συνέλευση στο Λονδίνο, βαφτίστηκα για να συμβολίσω την αφιέρωσή μου στον Ιεχωβά που είχα κάνει πολύ πριν μέσα στη φυλακή. Τώρα, μετά από έξι χρόνια, είμαι ένας ευτυχισμένος παντρεμένος άνθρωπος με δύο παιδιά και μια καλή δουλειά.
Η αλλαγή στην άποψή μου για τη ζωή δεν ήταν εύκολη. Εκτός από τους καβγάδες, η μόνη σκληρή σωματική δουλειά που είχα κάνει ποτέ, ήταν το πλύσιμο του αυτοκινήτου μου. Τώρα έπρεπε να στρωθώ και να εργάζομαι οχτώ ώρες τη μέρα και να βοηθάω στις δουλειές στο σπίτι. Ποτέ δεν με είχε τραβήξει η ήσυχη ζωή στο παρελθόν. Τώρα ο εύτακτος τρόπος της ζωής μου ήταν σπουδαίος. Μέχρι τώρα απέρριπτα πάντα από εγωισμό την πειθαρχία κάθε είδους. Τώρα έπρεπε να δεχτώ το γεγονός ότι ο δρόμος μου ίσως να μην ήταν πάντα σωστός. Είχα πάντα πολλά χρήματα. Τώρα έπρεπε να προσέχω πώς χαλάω το μισθό μου, για να παρέχω τα αναγκαία στην οικογένειά μου.
Δεν μπορώ να πω ότι όλ’ αυτά ήταν εύκολα. Αλλά ασφαλώς άξιζαν τον κόπο. Η αγάπη μου για τη γυναίκα μου, η ευθύνη για τα παιδιά μου, η καλοσύνη του εργοδότη μου, η υποστήριξη των Χριστιανών αδελφών μου—όλ’ αυτά βοήθησαν για να κάνω την αλλαγή. Και πάνω απ’ όλα, ο Ιεχωβά βοήθησε, μέσω του Λόγου του της Βίβλου, και απαντώντας στις προσευχές μου.
Όλ’ αυτά μ’ έχουν κάνει πάρα πολύ ευγνώμονα. Αφού σταμάτησα να ζω μια άσκοπη ζωή εγκλήματος και βίας έμαθα πώς μπορείς να είσαι πραγματικά ευτυχισμένος. Όταν σκέφτομαι το παρελθόν, βλέπω πόσο κενό και άκαρπο ήταν. Πόσο αληθινά είναι τα λόγια της Γραφής: «Σοφία και γνώση είναι πλούτη που σώζουν, ο φόβος του Γιαχβέ είναι ο θησαυρός του»! Ναι, ένας θησαυρός, μαργαριτάρια σοφίας πολύ πιο πολύτιμα από οποιαδήποτε κλεμμένα διαμάντια!(Ησαΐας 33:6, Η Βίβλος της Ιερουσαλήμ.)—Αφήγηση του Άλφρεντ Σκάλλυ.
[Εικόνα στη σελίδα 16]
Φωτογραφία του Άλφρεντ Σκάλλυ όταν ήταν στη φυλακή το 1975
[Εικόνα στη σελίδα 18]
Ο Άλφρεντ Σκάλλυ μαζί με τη σύζυγό του και τα παιδιά του σήμερα