Η Νιγηρία Ξεφορτώνει το ‘Φορτίο’ Της
«ΕΞΟΔΟΣ των Ανεπιθύμητων.» «Οι Απόβλητοι της Νιγηρίας: Η Άστοργη Έξοδος.» Με ανατριχιαστικούς κεντρικούς τίτλους, ο διεθνής τύπος δημοσίευσε μια από τις πιο μαζικές μετακινήσεις λαού στην ιστορία της Αφρικής. Δεν επρόκειτο για τη θριαμβευτική έξοδο ενός απελευθερωμένου λαού, ούτε για το τρομοκρατημένο φευγιό από την καταπίεση ή από τον πόλεμο. Ήταν η έξοδος σχεδόν δύο εκατομμυρίων ανθρώπων, που εξαναγκάστηκαν να φύγουν κατά διαταγή της Νιγηριανής κυβέρνησης.
Το Πετρέλαιο και η Δυτικο-Αφρικανική Κοινότητα
Ως το 1975 η Νιγηρία είχε σε μεγάλο βαθμό αναρρώσει από τις πληγές του εμφύλιου πολέμου και είχε γίνει μια κύρια πετρελαιοπαραγωγική χώρα. Ο νέος πετρελαϊκός πλούτος της χάρισε αυξανόμενη διεθνή οικονομική κάλυψη και πολιτική αναγνώριση. Γιαυτό η Νιγηρία πήρε τη μεγάλη πρωτοβουλία να εγκαθιδρύσει την ECOWAS (Οικονομική Κοινότητα των Δυτικο-Αφρικανικών Κρατών) τον Μάιο του 1975. Ο σκοπός; Για να δημιουργήσει τα πλαίσια για την εμπορική και την οικονομική συνεργασία. Σαν αποτέλεσμα, οι πολίτες του ECOWAS θα μπορούσαν να επισκεφθούν τα κράτη-μέλη μέχρι τρεις μήνες χωρίς θεώρηση στο διαβατήριο.
Αυτό άνοιξε τις πόρτες στη μετανάστευση. «Όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στη Νιγηρία,» το πιο πλούσιο και το πιο πολυπληθές έθνος της κοινότητας. Ξένοι από χώρες όπως το Τσαντ και η Γκάνα περνούσαν από τα σημεία ελέγχου μετανάστευσης μερικές φορές με ρυθμό 3.000 άτομα τη μέρα! Όμως, η μεγαλύτερη συρροή ήρθε αδιόρατα, κρυφά—και παράνομα—από τα αφύλακτα, χωρίς φρουρά σύνορα. Οι κάτοικοι της Νιγηρίας, ωστόσο, ως επί το πλείστον, καλωσόριζαν τους μετανάστες, γιατί αυτοί τους παρείχαν φτηνή, εξειδικευμένη και ανειδίκευτη εργασία σε επαγγέλματα που συχνά δεν ήθελαν να κάνουν οι κάτοικοι της Νιγηρίας. Αλλά όπως συμβαίνει με κάθε μαζική μετανάστευση, υπήρχαν μεγάλοι αριθμοί ανεπιθύμητων ατόμων. Έτσι δεν πέρασε πολύς καιρός μέχρις ότου δημιουργήθηκαν προβλήματα.
Οι Μετανάστες Έγιναν «Βάρος»
Ως το 1978 η εισροή των μεταναστών ήδη προξενούσε ανησυχία. Πολλοί νόμιζαν ότι η φτηνή ξένη εργασία συνέβαλε στην αυξανόμενη ανεργία των κατοίκων της Νιγηρίας. Σύμφωνα με το Νιγηριανό τύπο, το 1980, και ξανά το 1982, θρησκευτικές εξεγέρσεις που υποκινήθηκαν από τους παράνομους μετανάστες κατέληξαν στο θάνατο χιλιάδων ατόμων. Οι άνεργοι μετανάστες σχημάτισαν ένοπλες συμμορίες, ληστεύοντας, σκοτώνοντας και βιάζοντας αθώους πολίτες. Χιλιάδες γυναίκες μετανάστες επιδόθηκαν στην πορνεία. Επιθετικοί ξένοι ζητιάνοι—άντρες, γυναίκες και μικρά παιδιά—έγιναν ένας μπελάς.
Μερικοί συνεπώς φοβούνταν για την κοινωνική και πολιτική ασφάλεια της χώρας. Το 1980 άρχισαν να μιλάνε ενάντια στους «παράνομους μετανάστες» και στους «ανεπιθύμητους ξένους.» Ανταποκρινόμενοι στα παράπονα, η Νιγηριανή κυβέρνηση το 1981 κάλεσε όλους τους μη Νιγηριανούς Αφρικανούς που έμεναν στη χώρα να δηλωθούν στα γραφεία μεταναστών. Όμως ο νόμος αυτός είχε πολύ μικρή εφαρμογή.
Μετά ήρθε το 1982. Η Νιγηρία έγινε θύμα του διεθνούς πετρελαϊκού κορεσμού, ο οποίος, σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό, κατέληξε σε οικονομική ύφεση. Στο Λάγκος η Νταίηλυ Τάιμς το εξέφρασε αυτό ως εξής: «Η σκοτεινή εικόνα της οικονομίας ήταν ένα αρκετό προειδοποιητικό σύνθημα για την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση ότι η Νιγηρία δεν μπορεί πια να παίζει το ρόλο του ‘αγίου βασίλη.’» Έτσι οι άνθρωποι που είχαν μπει στη χώρα τον καιρό που η πετρελαϊκή και η άλλη οικονομία ανθούσε, επρόκειτο να εξαναγκαστούν να φύγουν από τη χώρα καθώς η οικονομική άνθηση μειωνόταν.
Η Έξοδος
Η κυβερνητική διαταγή «απέλασης» της 17 Ιανουαρίου 1983, που έδινε σ’ όλους τους παράνομους μετανάστες δύο εβδομάδες καιρό είτε για να νομιμοποιήσουν την παραμονή τους είτε για να «απελαθούν» (φύγουν) δεν ήταν κάτι που προξένησε έκπληξη. Οι Νιγηριανοί γαιοκτήμονες έδιωξαν τους μετανάστες ενοικιαστές τους. Οι εργοδότες απέλυσαν τους μετανάστες εργάτες. Σαν αποτέλεσμα, οι περισσότεροι αδήλωτοι ξένοι σύντομα έφτιαξαν τα πράγματά τους για να φύγουν. Ένας άνθρωπος από τη Γκάνα είπε πρόσφατα σε φίλους του ότι θάφευγε από τη Νιγηρία μόνο με την απειλή του όπλου. «Ακόμη κι έτσι,» είπε, «θα είναι μια πολύ διστακτική πορεία προς την πατρίδα.» Αλλά η ορμή με την οποία συγκεντρώθηκαν οι άνθρωποι που έπρεπε να φύγουν μετέτρεψε τη «διστακτική πορεία» που πρόβλεψε ο άνθρωπος αυτός σε καλπασμό.
Έτσι έφευγαν κατά εκατοντάδες χιλιάδες, στριμωγμένοι μέσα σε μικρά λεωφορεία και στοιβαγμένοι πάνω σε φορτηγά με τα πολύχρωμα υπάρχοντά τους, συνωθούμενοι στους δρόμους, πλημμυρίζοντας το διεθνές λιμάνι και αεροδρόμιο στο Λάγκος. Όμως πού θα μπορούσαν να πάνε; Τα σύνορα της Γκάνας ήταν κλειστά. Το Μπενίν και το Τόγκο παρόμοια έκλεισαν τα σύνορα τους από φόβο μήπως οι εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες της Γκάνας παγιδεύονταν μέσα στις χώρες αυτές. Μέχρις ότου εξομαλυνθεί το πρόβλημα αυτό, τα πλήθη που περίμεναν, ανάμεσα στα οποία παιδιά και έγκυες, υπέφεραν από πείνα, και ανθυγιεινές καταστάσεις. Φυσικά, οι αρχές του Μπενίν και του Τόγκο έκαναν ό,τι μπορούσαν για να βοηθήσουν. Όμως στις 29 Ιανουαρίου 1983 η Γκάνα άνοιξε τα σύνορά της. Ο κόσμος τώρα έβλεπε μια εκπληκτική σκηνή καθώς τα κύματα των ανθρώπων κατέκλυζαν τους δρόμους μέσα από το Μπενίν και το Τόγκο προς τη Γκάνα και πέρα απ’ αυτή.
Η Γκάνα είχε ήδη ιδρύσει μια ειδική δύναμη για να αντιμετωπίσει την κοσμοσυρροή αυτή. Οι απλόχωροι χώροι της Εμπορικής Έκθεσης στο Λαμπάτι της Άκκρα είχαν προοριστεί σαν κέντρα υποδοχής για εκείνους που έφταναν από το δρόμο και από τη θάλασσα. Μέχρι την Κυριακή το πρωί, όμως, οι χώροι της Έκθεσης ήταν κατάμεστοι, αναγκάζοντας να ανοιχτούν αρκετά άλλα κέντρα. Έγινε μια επείγουσα κλήση στους ιδιοκτήτες αυτοκινήτων να δανείσουν τα αυτοκίνητά τους στις κυβερνητικές αποστολές εκκένωσης. Το εκπληκτικό ήταν ότι αυτοί που επέστρεψαν διασπάρθηκαν τόσο ικανοποιητικά σ’ όλη τη Γκάνα, ώστε δεν χρειάστηκε να ιδρυθεί στρατόπεδο προσφύγων.
Καθένας απ’ αυτούς που επέστρεψαν είχε μια ιστορία να διηγηθεί. Ένας από τη Γκάνα κατάφερε να φτάσει στη συνοριακή πόλη Αφλάο και αναρωτιόταν πώς θα μπορούσε να τα καταφέρει να φτάσει στην Άκκρα. Ξαφνικά είδε να γίνεται μια δυνατή αναταραχή, καθώς, από ένα φορτηγό που κινούνταν αργά, έριχναν καρβέλια ψωμί και οι άνθρωποι έτρεχαν για να τα πιάσουν ενώ αυτά ήταν ακόμη στον αέρα. Φεύγοντας από εκεί, άρχισε να πηγαίνει πεζός προς την Άκκρα, αλλά εξαναγκάστηκε να γυρίσει στο Αφλάο όπου γινόταν ένας φρενιασμένος αγώνας για να επιβιβαστούν οι άνθρωποι σε λεωφορεία. Σύντομα εντόπισε ένα φορτηγό εγκλωβισμένο μέσα στη μεγάλη κίνηση. «Συγκέντρωσα τη λίγη δύναμη που μου είχε απομείνει,» είπε, «έριξα τον ταξιδιωτικό μου σάκο μέσα στο φορτηγό και άρχισα σιγά-σιγά να ανεβαίνω πάνω του. Αισθάνθηκα βαθιά ευγνωμοσύνη που κάποιος από πίσω με έσπρωξε για να μπω μέσα. Μέσα στο φορτηγό εκείνο περίπου εκατό από εμάς υπομείναμε το τρίωρο ταξίδι μέχρι την Άκκρα.»
Οι αντιξοότητες, κατά καιρούς, προωθούσαν τη συναδελφικότητα. Μερικοί απ’ αυτούς που επέστρεψαν μοίραζαν τις προμήθειες τους με τελείως ξένα άτομα. Οι ισχυρότεροι βοηθούσαν τους ασθενέστερους να αποκτήσουν τροφή. Στα αεροδρόμια μερικοί μοίρασαν ακόμη και τα χρήματά τους με συνταξιδιώτες. Αλλά οι αντιξοότητες παρήγαγαν επίσης και αγριότητες. Από έναν πεινασμένο άνθρωπο αφαίρεσαν με την απειλή του μαχαιριού το φαγητό του. Μια γυναίκα που μετέφερε ένα καλάθι με τρόφιμα σ’ ένα κέντρο υποδοχής το έχασε από τα χέρια της καθώς της το άρπαξαν πεινασμένοι πρόσφυγες.
Στα αεροδρόμια και στα λιμάνια οι άνθρωποι παρόμοια έπρεπε να υπομείνουν το συνωστισμό με άλλους ανθρώπους μέχρις ότου επιβιβαστούν σε πλοία και αεροπλάνα. Πολλοί έπεσαν μέσα στο νερό, και τουλάχιστον ένας πνίγηκε καθώς τα συνωστισμένα πλήθη προσπαθούσαν να μπουν μέσα στα καράβια. Οι πρόσφυγες που επέστρεφαν, ωστόσο, γρήγορα οργανώθηκαν σε αποσπάσματα σωτηρίας. Και με κάθε μια πετυχημένη διάσωση, ξεσπούσε ένα δυνατό χειροκρότημα από το πλήθος—από πολίτες της Γκάνας και της Νιγηρίας μαζί. Τέλος, ξεκίνησαν στοιβαγμένοι όπως οι σαρδέλες.
Τα Επακόλουθα
Το γεγονός αυτό αποκαλέστηκε η σκληρή έξοδος, και σκληρή ήταν από πολλές απόψεις. Πολλοί νομίζουν ότι η διαταγή που δόθηκε ήταν πολύ ξαφνική και ότι η περίοδος των δύο εβδομάδων ήταν πάρα πολύ μικρή. Ωστόσο, οι σχολιαστές της Νιγηρίας μας υπενθύμισαν ότι οι παράνομοι ξένοι από καιρό είχαν λάβει οδηγίες να νομιμοποιήσουν τη μετανάστευσή τους και ότι μόνο εκείνοι που δεν το έκαναν αυτό επηρεάστηκαν από τη διαταγή. Και οι αρχές της Νιγηρίας πράγματι προσπάθησαν να μειώσουν στο ελάχιστο τις ταλαιπωρίες των ξένων που αναχωρούσαν. Τους επιτράπηκε να πάρουν μαζί τους την περιουσία τους και τα υπάρχοντά τους. Τους παρασχέθηκε μια περιορισμένη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Ο Σύνδεσμος Ιδιοκτητών Μέσων Μεταφοράς της Νιγηρίας προσέφερε εθελοντικά 200 μεγάλα φορτηγά δωρεάν για να χρησιμοποιηθούν από εκείνους που εγκατέλειπαν τη χώρα απ’ όλα τα σημεία της. Και πολλά άτομα έδωσαν οικονομική βοήθεια σε προσωπικό επίπεδο. Οι πολίτες της Νιγηρίας ισχυρίζονται, επίσης, ότι οι ίδιοι αισθάνονται ανακούφιση καθώς άνοιξαν οι ευκαιρίες για εργασιακή απασχόληση και για οικισμό.
Παρόλ’ αυτά, η πράξη αυτή της Νιγηρίας ασφαλώς προξένησε βλάβη στις διεθνείς σχέσεις. Και ανακουφίζοντας τον εαυτό της, η Νιγηρία έριξε ένα βαρύ κοινωνικό και οικονομικό φορτίο πάνω στις φτωχότερες χώρες. Η Γκάνα μόνο έχει τώρα παραπάνω από ένα εκατομμύριο καινούργια στόματα να τρέφει κι έχει κάνει μια διεθνή έκκληση για βοήθεια. Σε ανταπόκριση, έχει σταλεί οικονομική και υλική βοήθεια στη Γκάνα, στο Τόγκο και στο Μπενίν από αρκετές ξένες χώρες και οργανισμούς. Η Νιγηρία, επίσης, έχει ψηφίσει να δοθεί ένα εκατομμύριο δολλάρια για βοήθεια.
Ώστε ποιο μέλλον έχουν αυτοί που επέστρεψαν; Είτε τους ονομάσει κανείς πρόσφυγες, είτε απελαθέντες είτε εκδιωγμένους παράνομους ξένους, τα δεινά τους υπογραμμίζουν με συγκλονιστικό τρόπο τα μπερδεμένα, ανεπίλυτα προβλήματα με τα οποία πρέπει να παλέψουν οι παγκόσμιοι ηγέτες—τη σκληρή κατηγορία εναντίον ενός κόσμου που δεν μπορεί πια να φροντίσει για τους κατοίκους του.
[Εικόνα στη σελίδα 9]
Ποιο μέλλον υπάρχει για ανθρώπους σαν κι αυτούς;