Το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών—Μπορεί να Ενώσει τον Κόσμο;
ΣΧΕΔΟΝ χίλιοι εκπρόσωποι κατέλυσαν στην κατασκήνωση στο Πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολομβίας στο Βανκούβερ του Καναδά, τον Ιούλιο του 1983. Ήρθαν από τα πέρατα της γης, αντιπροσωπεύοντας κάπου 300 Προτεσταντικά, Ορθόδοξα και Κοπτικά δόγματα, τα οποία, με τη σειρά, περιλαμβάνουν έναν τεράστιο αριθμό 400 εκατομμυρίων ατόμων. Επίσης παραβρέθηκαν, μολονότι δεν ήταν μέλη του Παγκόσμιου Συμβουλίου των Εκκλησιών, αντιπρόσωποι τού Ρωμαιοκαθολικισμού, του Ισλαμισμού, του Ιουδαϊσμού και των Ινδιάνων της Βόρειας Αμερικής.
Για 18 μέρες ήταν μαζί οι πολύχρωμα ντυμένοι εκπρόσωποι, συζητώντας καθετί από τον πυρηνικό αφοπλισμό μέχρι βρεφικές τροφές, δηλώσεις για το σχεδιασμό και την αναθεώρηση της πολιτικής γραμμής, την εκφώνηση και την παρακολούθηση ομιλιών, και, στα διαλείμματα, την παρακολούθηση θεατρικών έργων, χορών και μουσικών παραστάσεων. Εκείνο που συνέδεσε δήθεν αυτά τα διαφορετικά θέματα ήταν το υψηλό θέμα: «Ο Ιησούς Χριστός—Η Ζωή του Κόσμου».
Οι προσδοκίες γι’ αυτή τη συνάντηση ήταν μεγάλες. Ένα άρθρο στο περιοδικό Σαν του Βανκούβερ έγραψε ότι η συνέλευση έγινε «σε μια κρίσιμη περίοδο της θρησκευτικής ιστορίας». Και εξήγησε: «Ποτέ πριν δεν υπήρχε σε τέτοιο βαθμό η δυνατότητα για ολοσχερή καταστροφή της ανθρωπότητας, και ποτέ πριν τόσο πολλά μέλη της ανθρώπινης φυλής δεν φοβούνταν τόσο αυτό που είναι πιθανό να συμβεί». Σαφώς, εκφράστηκε η πίστη ότι οι εκκλησίες θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην αποφυγή μιας τέτοιας καταστροφής. Στην πραγματικότητα, ένας εκπρόσωπος του Παγκόσμιου Συμβουλίου των Εκκλησιών είχε προηγουμένως πει σε δημοσιογράφους ότι «η συζήτηση του πυρηνικού αφοπλισμού και της στρατηγικής της εκκλησίας για να έρθει παγκόσμια ειρήνη», θα ήταν «τα κυριότερα θέματα που θα συζητιούνταν».—Τα πλάγια γράμματα δικά μας.
Συμφωνίες και Διαφωνίες
Ωστόσο, η ανικανότητα του Παγκόσμιου Συμβουλίου των Εκκλησιών σαν το όργανο που θα φέρει την ειρήνη σύντομα έγινε οδυνηρά φανερή. Οι εκπρόσωποι διαπληκτίστηκαν σχετικά με το ποιο θάπρεπε να είναι το επίκεντρο της συνέλευσης. Το θέμα «Ο Ιησούς Χριστός—Η Ζωή του Κόσμου» εξαφανίστηκε μέσα στις καυτές και πικρές πολιτικές συζητήσεις. Οι αντιπρόσωποι των χωρών του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου νόμιζαν ότι η συνέλευση θάπρεπε να στρέψει την προσοχή όχι στον πυρηνικό αφοπλισμό αλλά στα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι σχεδιαστές της τελικής απόφασης της συνέλευσης επομένως έπρεπε να παραδεχτούν και τις δύο θέσεις σαν εξίσου σπουδαίες.
Περαιτέρω διαίρεση προκάλεσε αυτό που η Γκλομπ εντ Μέιλ ονόμασε «τάση [του Παγκόσμιου Συμβουλίου των Εκκλησιών] να καταδικάζει πράξεις των Δυτικών εθνών . . . και να επιπλήττει ελάχιστα ανοιχτά χώρες του Ανατολικού μπλοκ». Η ανάμιξη των Ηνωμένων Πολιτειών στη Λατινική Αμερική υπέστη την ανελέητη καταδίκη του Παγκόσμιου Συμβουλίου των Εκκλησιών. Από την άλλη μεριά, μερικοί ισχυρίστηκαν ότι το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών ήταν περίεργα «χαλαρό» στο θέμα της ανάμιξης της Σοβιετικής Ένωσης στο Αφγανιστάν. Ο γενικός γραμματέας του Παγκόσμιου Συμβουλίου των Εκκλησιών Φίλιπ Πόττερ, όμως, ισχυρίζεται ότι η αντι-Σοβιετική συζήτηση θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τις σχέσεις του Παγκόσμιου Συμβουλίου των Εκκλησιών με τη Σοβιετική Ένωση, οι οποίες μέχρι τώρα έχουν επιτρέψει στη Ρώσικη Ορθόδοξη Εκκλησία να είναι μέλος του Παγκόσμιου Συμβουλίου των Εκκλησιών. Ένα κύριο άρθρο στην Πρόβινς του Βανκούβερ ονόμαζε αυτή την τακτική «διηρημένη ηθική».
«Σοβαρό Εμπόδιο»
Τους εκπροσώπους δεν τους διαίρεσε μόνο η πολιτική. Η Τζην Σκιουζ, βοηθός του προέδρου της Κεντρικής Επιτροπής του Συμβουλίου, προειδοποίησε: «Οι γυναίκες δε θα περιμένουν άλλα εκατό χρόνια για δικαιοσύνη». Αναφέρθηκε στο καυτό θέμα της χειροτονίας των γυναικών, δίνοντας τη βεβαίωση ότι οι γυναίκες θα εγκαταλείψουν τις εκκλησίες μαζικά αν δεν αναγνωριστούν σύντομα. Αλλά αυτό που κάνει το πρόβλημα δύσκολο για το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών είναι το γεγονός ότι οι Ορθόδοξες, οι Ρωμαιοκαθολικές και οι Αγγλικανικές εκκλησίες, μαζί με μερικές ευαγγελικές ομάδες, αντιτίθενται σαφώς—αν όχι αμετάπειστα στην ιδέα της χειροτονίας των γυναικών. Το ζήτημα αυτό, σύμφωνα με τον Αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρυ, Ρόμπερτ Ράνσι, είναι «σοβαρό εμπόδιο στην ενότητα της εκκλησίας».
Από την άλλη μεριά, μερικοί φοβούνται ότι η ώθηση για «ενότητα» θα οδηγήσει σε συμβιβασμό των διδασκαλιών. Μερικοί εκπρόσωποι, παρατηρώντας την τάση που υπήρχε προς τον «οικουμενισμό» σε μερικές από τις συζητήσεις, εξέφρασαν ανοιχτά την απόφαση τους να μη δεχτούν τον παραμερισμό του Ιησού Χριστού σαν «του μόνου Σωτήρα». Στην πραγματικότητα, ένας δημοσιογράφος ρώτησε την ομάδα που έδινε συνέντευξη στην τηλεόραση, «πώς συμβιβάζεται ο διάλογος για την ανάμιξη πίστεων με τη δήλωση που έκανε ο Ιησούς ότι μόνο αυτός είναι η οδός, η αλήθεια, η ζωή».
Οι Εκκλησίες Ενάντια στον Πόλεμο;
Παρ’ όλ’ αυτά, οι εκπρόσωποι κατάφεραν να συμφωνήσουν υπέρ του αμοιβαίου και βέβαιου πυρηνικού παγώματος. Το Συμβούλιο μάλιστα ενθάρρυνε «τα μέλη-εκκλησίες να υποστηρίξουν εκείνους οι οποίοι παίρνουν συνειδητή στάση ενάντια στη συμμετοχή στον πόλεμο ή στην προετοιμασία για πόλεμο και να ‘ερευνήσουν για πιθανούς μη βίαιους τρόπους για διαμαρτυρίες’ περιλαμβανομένης και της ‘ανυπακοής των πολιτών’». Αυτό θα έδειχνε μια εντυπωσιακή αντιστροφή των θέσεων, αφού οι ίδιες οι εκκλησίες, σύμφωνα με τα λόγια του αρμόδιου του Παγκόσμιου Συμβουλίου των Εκκλησιών Ντηρκ Μέλντερ, έχουν «μια ιστορία πολέμων και γενοκτονίας». Πραγματικά, πρόσθεσε ότι «η θρησκεία εξακολουθεί να είναι το λάδι στη φωτιά όλων των συγκρούσεων του κόσμου». Γι’ αυτό, αναρωτιέται κανείς σε ποιο βαθμό οι εκκλησίες θα παραμείνουν πιστές στη διακήρυξη του Παγκόσμιου Συμβουλίου των Εκκλησιών, ιδιαίτερα σε καιρό πολέμου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η αλλαγή της θέσης σχετικά με τον πόλεμο μπορεί στην πραγματικότητα να στραφεί εναντίον του Παγκόσμιου Συμβουλίου των Εκκλησιών με το να θέσει σε κίνδυνο τις άνετες σχέσεις που έχει απολαύσει η θρησκεία κατά παράδοση με τις κοσμικές κυβερνήσεις. Ένα κύριο άρθρο στη Σαν του Βανκούβερ έλεγε: «Η νέα δραστηριοποίηση της εκκλησίας δημιουργεί μια σύγκρουση που οι σύγχρονες κοινωνίες έχουν προσπαθήσει σκληρά να αποφύγουν: [μία σύγκρουση] μεταξύ εκκλησίας και κράτους».
Ενωμένοι θρησκευτικά;
Είναι φανερό επομένως ότι τα πολιτικά και τα κοσμικά ζητήματα κυριαρχούν και διαιρούν το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών. Αλλά τι θα πούμε για τη συμφωνία της Λίμα η οποία οδήγησε στην οικουμενική Λειτουργία της Θείας Κοινωνίας που αναφέρθηκε στην αρχή; Ένας Καθολικός ιστορικός, σύμφωνα με τον Καναδικό Τύπο, αποκάλεσε επανειλημμένα αυτή τη συμφωνία «‘υψίστης σημασίας’ για τη Χριστιανική επανένωση». Ο Αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρυ Ράνσι, ο οποίος προέδρευσε στη Θεία Κοινωνία όλων των πίστεων, είπε ότι αυτή είχε σαν στόχο «την πλήρη Χριστιανική ενότητα».
Αλλά έτσι ήταν τα πράγματα; Είναι αλήθεια πως η λειτουργία της Λίμα έγινε και από Προτεστάντες, και από Ορθόδοξους, και από Αγγλικανούς και από Ρωμαιοκαθολικούς θεολόγους. Ωστόσο, όταν η καινούργια λειτουργία έγινε για πρώτη φορά στο Βανκούβερ, εκπρόσωποι των Ρωμαιοκαθολικών, των Ορθοδόξων, Ανατολικών και Ασιατικών θρησκειών δεν πήραν μέρος. Γιατί; Επειδή η διδασκαλία της εκκλησίας τους απαγορεύει τη λήψη Θείας Κοινωνίας από οποιονδήποτε άλλο εκτός από τους δικούς τους ιερείς. Η συμφωνία της Λίμα δεν μπόρεσε να λύσει και άλλα ζητήματα τα οποία διαιρούν τις εκκλησίες, όπως η πίστη στην αποστολική διαδοχή και το αλάθητο του πάπα.
Έτσι, ενώ το θέαμα των εκπροσώπων που προσεύχονταν και έψελναν μαζί μπορεί να διήγειρε μερικά πρόσκαιρα συναισθήματα, στην πραγματικότητα το χάσμα που έχει διαιρέσει τον λεγόμενο Χριστιανικό κόσμο από τον καιρό της Μεταρρύθμισης προσλαμβάνει γιγάντιες διαστάσεις όπως πάντα. Και όπως παρατήρησε ένας χρονογράφος: «Αν βρίσκουν αιτίες για να τρώγονται τόσο πολύ μεταξύ τους, μπορεί κανείς να εμπιστευτεί τις εκκλησίες για να του εξηγήσουν ή ακόμη να βρουν την αληθινή σχέση μεταξύ Θεού και ανθρώπων;»
Η Συνέλευση του Βανκούβερ επομένως μπορεί να προστεθεί στον κατάλογο των ανθρώπινων αποτυχιών. Οι εκκλησίες, με το να προσπαθούν να εργαστούν μέσω πολιτικών συστημάτων, μολύνονται από την ίδια διαφθορά και διαιρετικότητα που έχει φέρει τον κόσμο στο χείλος της καταστροφής. Η Βίβλος δείχνει ότι, στον κατάλληλο καιρό, οι κυβερνήσεις θα κουραστούν από την παρέμβαση της θρησκείας και θα κάνουν ριζικά βήματα για να σταματήσουν μια για πάντα την επιρροή της.—Αποκάλυψις 17.
Η ανικανότητα των εκκλησιών να πετύχουν ενότητα αντανακλάται επίσης στις προσπάθειες τους να επιταχύνουν τη διάδοση του ευαγγελισμού σ’ όλο τον κόσμο. Το επόμενο άρθρο αναφέρει γι’ αυτό.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 6]
« Αν βρίσκουν αιτίες για να τρώγονται τόσο πολύ μεταξύ τους, μπορεί κανείς να εμπιστευτεί τις εκκλησίες για να του εξηγήσουν ή ακόμη να βρουν την αληθινή σχέση μεταξύ Θεού και ανθρώπων»;—Δε Πρόβινς, Βανκούβερ, Μπ. Σ·, 28 Ιουλίου 1983
[Εικόνα στη σελίδα 5]
Χειροτονία γυναικών—ένα ζήτημα που προκαλεί διαίρεση