«Με Ποιου το Μέρος Είναι ο Θεός;»
ΧΙΛΙΑ βομβαρδιστικά απογειώθηκαν από την Αγγλία το βράδι της 30ης Μαΐου 1942. Ήταν η μεγαλύτερη αεροπορική επιδρομή στην ιστορία μέχρι τότε. Εγώ ήμουν Αρχηγός στο Σώμα Διαβιβάσεων για μία μοίρα τετρακινητήριων βομβαρδιστικών Λανκάστερ. Κάθε αεροσκάφος μετέφερε μία βόμβα των 3.600 χιλιογράμμων (8.000 πάουντ) εκρηκτικής ύλης αρκετή για να καταστρέψει ένα ολόκληρο μεγάλο εργοστάσιο ή αρκετά τετράγωνα σε ένα δρόμο.
Ανεβαίνοντας στα 6.000 μέτρα (20.000 πόδια), πήραμε το δρόμο μας προς την Κολωνία, πόλη της Γερμανίας. Τα μέλη του πληρώματος ήταν πολυάσχολα ελέγχοντας τις μηχανές, τα καύσιμα, τον ασύρματο, την πλοήγηση, και άλλα πράγματα. Οι τρεις πολυβολητές ζήτησαν από τον κυβερνήτη την άδεια να ελέγξουν και να πυροδοτήσουν τα πολυβόλα τους. Τώρα ήμαστε πανέτοιμοι για να μπούμε στον εχθρικό τομέα.
Καθώς διασχίζαμε την ακτή της Ολλανδίας, σηκώθηκα όρθιος για να πάρω τη θέση μου στο σημείο σκοπιάς στο πάνω μέρος του αεροσκάφους. Από εκεί μπορούσα να δω προς όλες τις κατευθύνσεις. Εκεί και παρέμεινα, ρίχνοντας άγρυπνες ματιές για εχθρικά μαχητικά αεροπλάνα μέσα στη νύχτα ούτως ώστε να κάνουμε ελιγμούς διαφυγής και να δοθούν οδηγίες στους πολυβολητές. Μακριά, μπορούσα να διακρίνω κάτι κόκκινο να φωτίζει τον ουρανό επειδή η πλειοψηφία της βομβαρδιστικής δύναμης είχε ήδη ανάψει φωτιές στην πόλη της Κολωνίας.
Η Σειρά μας να Βομβαρδίσουμε
Τώρα ήμαστε έτοιμοι για το δικό μας βομβαρδισμό στο στόχο. Γερμανικά μαχητικά αεροσκάφη είχαν κατακλύσει την περιοχή που βομβαρδίζαμε έτοιμα να μας επιτεθούν. Ήμαστε η τελευταία ομάδα από τα χίλια βομβαρδιστικά που είχαν κάνει επιδρομή στην Κολωνία το βράδι εκείνο και η πόλη φλεγόταν από το ένα άκρο μέχρι το άλλο. Έπρεπε να κατέβουμε στα 3.000 μέτρα (10.000 πόδια) αναζητώντας μια περιοχή που δεν καιγόταν ήδη πάνω στην οποία θα μπορούσαμε να ρίξουμε τη βόμβα μας.
Μας είχε κοινοποιηθεί ότι το κεντρικό ταχυδρομείο ήταν το σημείο του στόχου μας. «Υπάρχουν εργοστάσια πυρομαχικών στο απέναντι μέρος του δρόμου», μας είχαν πει. Πολλοί από μας, ωστόσο, πιστεύαμε ότι βομβαρδίζαμε τον άμαχο πληθυσμό, επειδή γνωρίζαμε ότι στις περισσότερες πόλεις το κεντρικό ταχυδρομείο δεν περιβάλλεται από εργοστάσια.
Η ένταση αυξήθηκε καθώς ο πιλότος άνοιξε τις θυρίδες των βομβών. Ο θόρυβος του αεροσκάφους εντάθηκε. Αυτή ήταν η πιο τρωτή μας στιγμή. Η βόμβα μας, η οποία έμοιαζε σχεδόν σαν το τετρακινητήριο αεροσκάφος σε μήκος, ήταν τώρα εκτεθειμένη. Τροχιοδεικτικά βλήματα φάνηκαν γύρω μας στον ουρανό. Αν κάτι χτυπούσε τη βόμβα, ήμαστε τελειωμένοι!
Ο σκοπευτής της βόμβας ανέλαβε τώρα τον έλεγχο του αεροσκάφους. Στραμμένος προς την περιοχή του στόχου, έδινε στον πιλότο τις οδηγίες του: «Αριστερά-αριστερά· δεξιά-δεξιά-σταθερά· λίγο δεξιά—κράτα το εκεί—σταθερά—πάνω στο στόχο. Πυρ!» Το αεροπλάνο ταρακουνήθηκε, και άκουσα το «φσσσσ» καθώς η βόμβα των τεσσάρων τόννων έπεφτε από το αεροσκάφος. Ένα ατέλειωτο λεπτό πέρασε καθώς περιμέναμε μέχρις ότου οι φωτοβολίδες θα μας έδειχναν την περιοχή που είχαμε βομβαρδίσει. Αφού θα φωτογραφίζαμε τη ζημιά και μετά, μπορούσαμε να επιστρέψουμε στην πατρίδα.
Τύψεις Συνείδησης
Καθώς γυρίσαμε προς τα πάνω και στραφήκαμε προς τα πίσω, μπόρεσα να δω όλη την πόλη της Κολωνίας που καιγόταν από κάτω μας. Σκεφτόμουν τους άντρες, τις γυναίκες, και τα παιδιά που είχαν χάσει τη ζωή τους. ‘Γιατί παίρνω μέρος στη σφαγή χιλιάδων αθώων πολιτών στην τεράστια αυτή πόλη;’ αναλογίστηκα. Προσπάθησα να ησυχάσω τον εαυτό μου με τη σκέψη ότι επρόκειτο για ένα πόλεμο ενάντια στο κακό καθεστώς του Αδόλφου Χίτλερ.
Στο δρόμο της επιστροφής προς την πατρίδα δεν μπορούσα να μην ξαναφέρω στη μνήμη μου μια σκηνή που επανειλημμένα με ενοχλούσε στη διάρκεια των 60 βομβαρδιστικών αποστολών μου. Νωρίς στον πόλεμο ένα μοναχικό Γερμανικό αεροσκάφος είχε ρίξει μια σειρά από βόμβες πάνω σε ένα αντιαεροπορικό καταφύγιο κοντά στο Λίνκολν της Αγγλίας. Είχα βοηθήσει για να βγάλουμε έξω τα διαμελισμένα σώματα γυναικών που είχαν καταφύγει εκεί. Είχα εφιάλτες για αυτό μήνες αργότερα. Τώρα αναλογιζόμουν: ‘Πόσες φορές ακόμη είχαν επαναληφθεί τέτοιου είδους τρόμοι απόψε σαν αποτέλεσμα των χιλίων βομβαρδιστικών που έριχναν πάνω στην πυκνοκατοικημένη πόλη της Κολωνίας; Και τι άποψη έχει ο Θεός για το τρομερό αυτό έργο;’
Συχνά σκεφτόμουν τα πράγματα αυτά εξαιτίας του θρησκευτικού μου παρελθόντος από το Ινβερνές της Σκωτίας. Η οικογένειά μου ήταν από πολλά χρόνια μέλη της Εκκλησίας της Σκωτίας. Εγώ ήμουν δάσκαλος Κατηχητικού και πρόεδρος της Νεολαίας της εκκλησίας. Τα βράδια του Σαββάτου μια ομάδα από μας συνήθιζε να στέκεται σε μια γωνιά στο Δημαρχείο του Ινβερνές και να δίνει δημόσια μαρτυρία για την πίστη μας. Στις περιστάσεις αυτές γέμιζα με θρησκευτικό ζήλο και την επιθυμία να γίνω διάκονος.
«Με Ποιου το Μέρος Είναι ο Θεός;»
Συχνά μιλούσα στους στρατιωτικούς ιερείς στη διάρκεια των έξι ετών του πολέμου (1939-45), και τους ρωτούσα, «Με ποιου το μέρος είναι ο Θεός σ’ αυτόν τον πόλεμο;» Πανομοιότυπα σχεδόν απαντούσαν, «Και βέβαια είναι με το δικό μας μέρος! Πολεμάμε έναν κακό τύραννο ο οποίος ξεκίνησε για να κυριαρχήσει στον κόσμο, και μόνο οι Χριστιανικές μας δυνάμεις μπορούν να τον καταστρέψουν!» Ωστόσο, αυτό δεν με ικανοποιούσε.
Μια μέρα κάθησα στην Καντίνα των Αξιωματικών μαζί με τον Καθολικό ιερέα της μοίρας και του είπα: «Ξέρεις, πατέρα, στο αεροσκάφος μας ένα από τα μέλη του πληρώματος είναι Καθολικός, και εσύ τον ευλογείς προτού ξεκινήσει για τις βομβαρδιστικές αποστολές στη Γερμανία. Τώρα, η ίδια Καθολική θρησκεία στη Γερμανία ευλογεί ένα Καθολικό μέλος πληρώματος ενός Γερμανικού αεροσκάφους το οποίο έρχεται και καταστρέφει τις πόλεις μας. Έτσι το ερώτημα που κάνω είναι, ‘Με ποιου το μέρος είναι ο Θεός;’»
«Να σου πω. Αυτό είναι δύσκολο πρόβλημα», απάντησε. «Το μόνο που ξέρω είναι ότι αν είχαμε αφήσει τον Χίτλερ να κυριαρχήσει στον κόσμο, δεν θα υπήρχε θέση για σένα και για μένα, ή για οποιοδήποτε άλλο Χριστιανό». Δεν χρειάζεται να πω, ότι η δήλωση αυτή δεν απάντησε στο ερώτημά μου, γιατί αναρωτήθηκα: ‘Τότε γιατί οι Γερμανοί Καθολικοί και οι εκκλησίες τους δεν αποσύρουν την υποστήριξή τους από τον Χίτλερ;’ Δεν έλαβα απάντηση στα ερωτήματά μου παρά μετά από τον πόλεμο.
Στις 18 Μαΐου 1945, στάθηκα ενώπιον του Βασιλιά Γεωργίου ΣΤ΄ στο Παλάτι του Μπάκινχαμ στο Λονδίνο και έλαβα το Σταυρό Διάκρισης Ιπταμένου επειδή είχα συμπληρώσει 60 αποστολές σε μερικούς από τους πιο καλά οχυρωμένους βιομηχανικούς στόχους και πόλεις της Ευρώπης. Ένα μετάλλιο επειδή κατέστρεψα πόλεις, κωμοπόλεις, και ζωές! Από τα 13 μέλη της μοίρας που είχαμε γυρίσει πίσω από τη δεύτερη περιοδεία των αποστολών, εγώ ήμουν ο μόνος που είχα παραμείνει σώος και αβλαβής.
Αργότερα το έτος εκείνο απολύθηκα και εγκαταστάθηκα στην πόλη του Ντόνκαστερ στην Αγγλία με τη σύζυγό μου, Μπάρμπαρα, και το μικρό γιο μας. Στη διάρκεια της περιόδου εκείνης ήμουν εξαιρετικά καταθλιμμένος· τα νεύρα μου είχαν τσακιστεί. Αισθανόμουν απαίσια για το μέρος που είχα λάβει στο σκοτωμό ανθρώπων εξαιτίας των βομβαρδιστικών μας επιδρομών πάνω από τη Γερμανία και την Ιταλία. Επανειλημμένα αναρωτιόμουν, ‘Θα με συγχωρήσει ο Θεός;’ Συχνά προσευχόμουν για συγχώρηση.
Ένα Γεύμα που Διακόπηκε
Μια μέρα καθώς γευμάτιζα, χτύπησε το κουδούνι και η σύζυγός μου πήγε για να ανοίξει. Στάθηκε στην πόρτα για αρκετή ώρα, και έγινα ανυπόμονος για το δεύτερο σερβίρισμά μου. Έτσι σηκώθηκα μάλλον θυμωμένος από το τραπέζι και διέκοψα με αγένεια τη συνομιλία που είχε με έναν άντρα, λέγοντας, «Τι τρέχει;»
«Η σύζυγός σας ενδιαφέρεται γι’ αυτό το βιβλίο, «Έστω ο Θεός Αληθής», απάντησε ευγενικά ο άνθρωπος. «Είμαι ένας Μάρτυρας του Ιεχωβά που κάνει επισκέψεις στη γειτονιά αυτή».
«Όχι, σας ευχαριστώ!» του απάντησα. Απλά και μόνο η αναφορά του ονόματος Μάρτυρες του Ιεχωβά με θύμωσε. «Δεν ενδιαφερόμαστε για τους ανθρώπους εκείνους που δεν πήραν μέρος στον πόλεμό μας αλλά ικανοποιούνταν να τρώνε τις τροφές μας, που έρχονταν με μεγάλο κίνδυνο από τους ναυτικούς μας!»
«Ξέρετε», απάντησε ο άνθρωπος στην πόρτα με πολύ ήπια φωνή, «ένα πράγμα που θα ήθελα να σας αναφέρω είναι ότι οπουδήποτε κι αν ζούσαν οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στη διάρκεια του πολέμου, ήταν ουδέτεροι και δεν έλαβαν μέρος σ’ αυτόν. Ωστόσο στον ίδιο αυτό πόλεμο, όπως ξέρετε, Προτεστάντες σκότωσαν Προτεστάντες και Καθολικοί σκότωσαν Καθολικούς χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Αλλά οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν σκότωσαν ο ένας τον άλλον ή οποιοδήποτε άλλο στον πόλεμο εκείνο».
Το Μέρος με το Οποίο Είναι ο Θεός
Η απάντησή του μ’ έκανε να θυμηθώ το ερώτημα που είχα κάνει στη διάρκεια του πολέμου, «Με ποιου το μέρος είναι ο Θεός;» Έτσι έθεσα το ερώτημα στον άνθρωπο αυτόν.
«Να σας πω. Αυτό είναι εύκολο», απάντησε. Μου έδειξε το εδάφιο Ιωάννης 13:34, 35 και το διάβασε: «Εντολήν καινήν σας δίδω, Να αγαπάτε αλλήλους, καθώς εγώ σας ηγάπησα και σεις να αγαπάτε αλλήλους. Εκ τούτου θέλουσι γνωρίσει πάντες ότι είσθε μαθηταί μου, εάν έχητε αγάπην προς αλλήλους».
«Προφανώς», πρόσθεσε, «αν αγαπάμε αληθινά ο ένας τον άλλον, όπου κι αν ζούμε ασφαλώς δεν θα σκοτώνουμε ο ένας τον άλλον ανεξάρτητα από το αν οι πολιτικοί λένε το αντίθετο. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά κάνουν πράξη την εντολή αυτή του Ιησού, παρ’ ότι στη Γερμανία πολλοί πέθαναν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης επειδή ήταν ουδέτεροι και πολλοί άλλοι, όπως εγώ, μπήκαμε στη φυλακή σ’ αυτή τη χώρα. Πιστεύουμε ότι ο Θεός είναι με το μέρος των ανθρώπων που αληθινά αγαπούν ο ένας τον άλλον».
Ήταν πειστικός και γι’ αυτό δεχτήκαμε το βιβλίο. Η σύζυγός μου κι εγώ καθήσαμε στο κρεβάτι διαβάζοντας το βιβλίο εκείνο και ελέγχοντας τα Γραφικά εδάφια μέχρι τις πρωινές ώρες. Μάθαμε ότι οι πόλεμοι, όπως ο παγκόσμιος πόλεμος στον οποίο είχα πολεμήσει, ήταν μέρος του «σημείου» που αποδεικνύει ότι σύντομα η κυβέρνηση του Θεού θα βάλει τέλος σε κάθε τυραννία και θα κάνει τη γη έναν τόπο όπου οι Χριστιανοί θα μπορούν να ζουν με ειρήνη.—Ματθαίος 24:3-14.
Μετά από μία εβδομάδα περίπου, γράψαμε στον άνθρωπο που μας είχε αφήσει το βιβλίο και τη διεύθυνσή του και του ζητήσαμε να μας κάνει επίσκεψη. Είχαμε πολλά ερωτήματα να του κάνουμε. Μερικές μέρες αργότερα ξαναήρθε και αρχίσαμε να μελετούμε τη Βίβλο μαζί του. Μετά από τη δεύτερη μελέτη, αρχίσαμε να παρακολουθούμε συναθροίσεις στην τοπική Αίθουσα Βασιλείας των Μαρτύρων του Ιεχωβά, και τελικά η σύζυγός μου κι εγώ βαφτιστήκαμε το 1948.
Μια Διαφορετική Υψηλή Υπηρεσία
Στο διάβα των ετών, η σύζυγός μου κι εγώ είχαμε διαφυλάξει ζωντανή μπροστά μας την επιθυμία να υπηρετήσουμε σαν ολοχρόνιοι διάκονοι και, βέβαια, όταν ο γιος μας έγινε ιεραπόστολος στη Νότια Αμερική, η επιθυμία αυτή έγινε ακόμη ισχυρότερη. Αλλά ήταν μια μεγάλη απόφαση που έπρεπε να πάρουμε επειδή μέχρι τον καιρό αυτό τα περνούσαμε αρκετά άνετα· είχαμε ένα πολύ όμορφο σπίτι, και εγώ είχα μια καλοαμειβόμενη εργασία. Δεν ήμαστε πια νεαροί και οι δυο μας είχαμε προβλήματα υγείας. Ωστόσο γνώριζα ότι αληθινά μπορούσαμε να κάνουμε περισσότερα πράγματα.
Μετά από πολλή σκέψη με προσευχή, πήραμε την απόφαση. Πουλήσαμε το σπίτι, και αυτό μας κόστισε, επειδή είχαμε ζήσει στο σπίτι εκείνο για πάνω από 20 χρόνια. Κι έτσι ο Ιούνιος του 1973 μας βρήκε να πετάμε πάνω από την άγονη γη της Βολιβίας προς το αεροδρόμιο της Λα Παζ.
Ο γιος μου και η σύζυγός του μας περίμεναν να μας συναντήσουν. Λίγα λεπτά αφού φύγαμε από το αεροδρόμιο και μετά, σταματήσαμε, και εκεί μπροστά μας ήταν ένα από τα πιο θεαματικά πράγματα που είχα δει ποτέ. Η πρωτεύουσα, η Λα Παζ, βρίσκεται μέσα σε ένα βαθύ λεκανοπέδιο, κάτι που μοιάζει με ένα κρατήρα της σελήνης, 300 μέτρα (1.000 πόδια) κάτω από το ύψος της επίπεδης μεγάλης πεδιάδας. Ήταν νωρίς το βράδι και μπορούσαμε να δούμε τα φώτα όλης της πόλης να αστραποβολούν μπροστά μας. Πέρα απ’ αυτήν, το σκεπασμένο με χιόνια Όρος Ιλιμάνι αντανακλούσε τις τελευταίες ακτίνες του βραδινού ήλιου.
Τις μέρες που είχα δαπανήσει στη Βασιλική Αεροπορική Δύναμη, είχα διδαχτεί πάντοτε να χρησιμοποιώ το οξυγόνο όταν πετούσα σε ύψος πάνω από 3.000 μέτρα (10.000 πόδια). Εδώ πηγαίναμε να ζήσουμε σε ένα ύψος σχεδόν 4.000 μέτρων (12.000 ποδών)—χωρίς μάσκες οξυγόνου! Πόσο μεγάλος αγώνας ήταν να αναρριχόμαστε πάνω στους απόκρημνους λόφους της Λα Παζ καθώς αγωνιούσαμε για οξυγόνο στην αραιωμένη ατμόσφαιρα, στη διάρκεια των επισκέψεών μας από σπίτι σε σπίτι! Όμως πόσο όμορφο ήταν να βρισκόμαστε μέσα σ’ ένα σχεδόν διαρκώς ηλιόλουστο τόπο, πάντα με μια θέα προς τις σκεπασμένες με χιόνι κορυφές των υψηλών Άνδεων!
Πιο χαρωπό, ωστόσο, ήταν το μεγάλο ενδιαφέρον των ανθρώπων για τα καλά νέα της Βασιλείας του Θεού. Κατ’ αρχή, είχα το άγγελμα που ήθελα να παρουσιάζω γραμμένο σε μια κάρτα, για να με βοηθάει να θυμάμαι τι να πω στα Ισπανικά. Η γλώσσα, βέβαια, μερικές φορές με δυσκόλευε. Όμως μετά από δώδεκα χρόνια εκεί, μπόρεσα να δίνω δημόσιες ομιλίες στα Ισπανικά και να υπηρετώ σαν πρεσβύτερος σε μια από τις εκκλησίες. Στο διάβα των ετών, είχαμε μερικές υπέροχες πείρες, έχοντας μελετήσει με 20 άτομα τα οποία όταν φύγαμε είχαν ήδη βαφτιστεί. Ωστόσο, εξαιτίας της κακής υγείας, η σύζυγός μου κι εγώ έπρεπε να επιστρέψουμε στην Αγγλία, όπου συνεχίζουμε να μιλάμε σε άλλους για τη Βασιλεία του Θεού.
Όταν σκέπτομαι και πάλι την τρομερή εκείνη νύχτα που βομβαρδίσαμε την Κολωνία, αισθάνομαι και πάλι αναστάτωση όταν αναλογίζομαι την καταστροφή και τα δεινά που προκάλεσα. ‘Ευλογεί αλήθεια ο Θεός εκείνους που μάχονται στον πόλεμο;’ αναρωτιόμουν συχνά. Πόσο ευγνώμονας ήμουν που έμαθα ότι ο Θεός δεν είναι με το μέρος κανενός όταν τα έθνη κάνουν πόλεμο. Μάλλον, όπως μου εξήγησε ο Μάρτυρας εκείνος: «Ο Θεός είναι με το μέρος των ανθρώπων που αληθινά αγαπούν ο ένας τον άλλον». (Ιωάννης 13:34, 35)—Όπως το αφηγήθηκε ο Ντέηβιντ Γουώκερ.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 5]
Το αεροπλάνο μας ταρακουνήθηκε, και άκουσα το «φσσσσ» καθώς η βόμβα των τεσσάρων τόννων έπεφτε από το αεροσκάφος
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 6]
‘Γιατί παίρνω μέρος στη σφαγή χιλιάδων αθώων πολιτών στην τεράστια αυτή πόλη;’ αναλογίστηκα
[Εικόνα στη σελίδα 5]
Χίλια βομβαρδιστικά κατευθύνθηκαν προς την Κολωνία
[Ευχαριστίες]
Μουσεία RAF, Λονδίνο
[Εικόνα στη σελίδα 6]
Η Κολωνία, ένας στόχος στη διάρκεια των 60 βομβαρδιστικών μου αποστολών
[Ευχαριστίες]
Φωτογραφία Στρατού ΗΠΑ
[Εικόνα στη σελίδα 7]
Ο Γουώκερ με τη σύζυγό του, την Μπάρμπαρα, και το γιο τους στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου
[Ευχαριστίες]
Πρακτορείο Τύπου «Τόπικαλ» ΕΠΕ, Λονδίνο
[Εικόνα στη σελίδα 8]
Ο Ντέηβιντ Γουώκερ και η σύζυγός του μιλούν σε μια Βολιβιανή για τη Βασιλεία του Θεού