Βαδίζοντας στα Ίχνη των Ίνκα
ΣΟΥ ΠΡΟΞΕΝΕΙ δέος!» «Είναι τόσο μεγαλόπρεπο!» «Νιώθω σαν να έχω γυρίσει πίσω στο χρόνο». Έτσι αισθανόμασταν όταν βρεθήκαμε μπροστά στο συναρπαστικό πανόραμα της θρυλικής χαμένης πόλης των Ίνκα, Μάτσου Πίτσου, στο Περού.
Παρ’ όλο που είχα επισκεφτεί και παλιότερα το Μάτσου Πίτσου, το ότι μπόρεσα να το ξαναδώ μαζί με τη γυναίκα μου, την Ελίζαμπεθ, και τους καλούς μας φίλους, τον Μπάλτασαρ και τη Χάιντι, αποδείχτηκε μια αξέχαστη εμπειρία.
Το ταξίδι μας προς το Μάτσου Πίτσου ξεκίνησε από την καταπληκτική πόλη Κούσκο, την πρώην πρωτεύουσα της αρχαίας αυτοκρατορίας των Ίνκα που βρίσκεται περίπου 3.400 μέτρα πάνω από το επίπεδο της θάλασσας. Αυτή η πόλη, που έχει το σχήμα του πούμα και σχεδιάστηκε από τον κυβερνήτη των Ίνκα, Πατσακούτι, βρίθει ακόμη από την αρχιτεκτονική των Ίνκα που χαρακτηρίζεται από μοναδική ομορφιά. Πολλά από τα οικοδομήματα της κεντρικής πλατείας στέκονται γερά, πάνω στις αρχαίες πέτρες που έβαλαν για θεμέλια οι Ίνκα. Αυτές οι πέτρες, που τοποθετήθηκαν τέλεια χωρίς λάσπη, συχνά έχουν ύψος 1,6 ή και περισσότερα μέτρα και ζυγίζουν αρκετούς τόνους. Όπως έγραψε ο Ισπανός χρονικογράφος Θιέθα: «Ζαλίζεται το μυαλό σου όταν σκέφτεσαι . . . πώς μπόρεσαν να τις σηκώσουν και να τις βάλουν στην ανάλογη θέση τους». Εντούτοις, μας είχαν πει ότι το Μάτσου Πίτσου θα ήταν πολύ ανώτερο απ’ οτιδήποτε κι αν είχαμε δει μέχρι τότε.
Ένα Ταξίδι Γεμάτο Στροφές
Το πρωινό εκείνης της Παρασκευής σηκωθήκαμε νωρίς και στις εφτά η ώρα πήραμε το τρένο από το σταθμό του Σαν Πέδρο, στο Κούσκο, γεμάτοι ενθουσιασμό που θα φτάναμε τελικά στο Μάτσου Πίτσου. Το τρένο φαινόταν ότι ήταν πολλών χρονών, αλλά περνούσε μ’ ευκολία τα απότομα σημεία της διαδρομής που κάναμε καθώς κατεβαίναμε γύρω στα 1.200 μέτρα, από το Κούσκο προς την περιφέρεια της ζούγκλας του Αμαζονίου. Στη διάρκεια του τετράωρου ταξιδιού προς το Μάτσου Πίτσου (που σημαίνει «παλιά κορυφή»), κι ενώ πηγαίναμε παράλληλα με το ρου του Ποταμού Ουρουμπάμπα, το σκηνικό άλλαζε μπροστά στα μάτια μας. Καθώς κατεβαίναμε αφήνοντας πίσω μας τα άγονα βουνά και το οροπέδιο, η γη γινόταν ολοένα και πιο πράσινη από τη βλάστηση, μέχρις ότου βρεθήκαμε μέσα σε βουνά καλυμμένα με οργιώδη βλάστηση.
Μέσα στο τρένο, κουβεντιάζαμε για όσα είχαμε διαβάσει σχετικά με το Μάτσου Πίτσου και για όσα ξέραμε σχετικά με την ιστορία του. Τον Ιούλιο του 1911, αυτή η χαμένη πόλη ανακαλύφθηκε από τον Αμερικανό εξερευνητή Χίραμ Μπίνγκαμ, ο οποίος είχε για οδηγό ένα αγόρι. Το αγόρι αυτό θα έδειχνε στον Μπίνγκαμ κάποια «ερείπια που βρίσκονταν εκεί κοντά» στο τροπικό δάσος, πάνω στην κορυφή η οποία ονομαζόταν Μάτσου Πίτσου. Αλλά, όπως έγραψε ο Μπίνγκαμ, «ξαφνικά κι απροειδοποίητα, κάτω από ένα τεράστιο γείσο που κρεμόταν πάνω από το κεφάλι μας, το αγόρι μού έδειξε μια σπηλιά επενδυμένη εσωτερικά με τις καλύτερες λαξευμένες πέτρες». Όταν το αγόρι τού έδειξε έναν τοίχο, «φάνηκε σαν απίστευτο όνειρο. Άρχισα να συνειδητοποιώ αμυδρά», είπε ο ίδιος, «ότι αυτός ο τοίχος και ο ημικυκλικός ναός που βρισκόταν κολλητά πάνω στη σπηλιά έπρεπε να είναι η καλύτερη λίθινη κατασκευή στον κόσμο». Σκεφτείτε ότι επρόκειτο να δούμε κι εμείς αυτή τη λίθινη κατασκευή!
Δεν είναι ακόμη γνωστός ο σκοπός για τον οποίο κατασκευάστηκε αυτή η απομονωμένη ακρόπολη, πριν από 500 περίπου χρόνια. Μια θεωρία υποστηρίζει ότι αυτή η ακρόπολη ήταν το καταφύγιο των Παρθένων του Ήλιου, ίσως επειδή οι περισσότεροι θάλαμοι που ανακάλυψε ο Μπίνγκαμ περιείχαν απομεινάρια γυναικών. Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία, η πόλη αυτή ήταν ένα στρατιωτικό φυλάκιο. Μερικοί υποστηρίζουν επίσης ότι μπορεί να ήταν ένα αυτοκρατορικό άσυλο ή το καταφύγιο στο οποίο προσέφυγαν οι Ίνκα για να γλιτώσουν από τον Ισπανό κατακτητή Πιθάρο. Ή θα μπορούσε να είναι η πρωτεύουσα της Βιλκαμπάμπα, μια νέας επικράτειας των Ίνκα, που ιδρύθηκε από τον Μάνκο Ίνκα στην αδιαπέραστη ζούγκλα του Αμαζονίου. Οποιαδήποτε όμως κι αν είναι η αλήθεια σχετικά με την πόλη Μάτσου Πίτσου, εμείς ανυπομονούσαμε να δούμε αυτά τα εκπληκτικά ερείπια, που βρίσκονται 2.060 μέτρα πάνω από το επίπεδο της θάλασσας.
Φτάνοντας στους πρόποδες του Μάτσου Πίτσου, ξέραμε ότι η χαμένη πόλη βρισκόταν από πάνω μας, αλλά όταν κατεβήκαμε από το τρένο δεν μπορούσαμε να δούμε τίποτα. Τρέξαμε να μπούμε στη σειρά για να πάρουμε το λεωφορείο, που μέσα σε 20 λεπτά θα μας ανέβαζε στο βουνό περνώντας από μερικές πολύ απότομες στροφές. Ωστόσο, ακόμη κι όταν ανεβαίναμε στο βουνό περνώντας απ’ αυτές τις στροφές και τεντωνόμασταν για να καταφέρουμε να διακρίνουμε τα ερείπια, δεν μπορούσαμε να δούμε απολύτως τίποτα.
Ατέλειωτες Σκάλες και Πέτρες
Αφού τέλειωσαν οι απαραίτητες διατυπώσεις κατά την άφιξή μας στο ξενοδοχείο (το μοναδικό σύγχρονο κτίριο σ’ αυτό το βουνό), φτάσαμε τελικά στην πύλη που βρισκόταν στην είσοδο των ερειπίων. Αυτά που είδαμε όταν στρίψαμε στη γωνία μάς έκοψαν την ανάσα. Η θέα ήταν απίστευτη. Η Ελίζαμπεθ είπε: «Έχω δει φωτογραφίες, αλλ’ αυτό το μέρος το αδικούν όλες οι φωτογραφίες». Εξακόσια μέτρα χαμηλότερα, ο Ποταμός Ουρουμπάμπα έρεε παράλληλα με τους πρόποδες της οροσειράς. Όπου κι αν κοιτάζαμε, βλέπαμε πανέμορφες καταπράσινες βουνοκορφές, που μας έκαναν να νιώθουμε ασήμαντοι. Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό που μας προξενούσε δέος, βρισκόταν η ίδια η χαμένη πόλη, η οποία ορθώνεται σαν άσυλο που δεν το μόλυναν οι κατακτητές και που προκαλεί ένα φοβερό συναίσθημα θαυμασμού.
Τα ερείπια έδειχναν ότι η πόλη ήταν ολόκληρη κατασκευασμένη από πέτρα—ένας αριστοτεχνικός συνδυασμός γρανίτη, γεωμετρίας και τέλειας αξιοποίησης του ασυνήθιστου εδάφους. Τα περισσότερα από τα κτίρια είναι μονώροφα οικοδομήματα και, σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς, αποτελούν δείγμα του μεταγενέστερου σχεδίου των Ίνκα. Στο εσωτερικό των δωματίων υπάρχουν πολλοί σηκοί. Οι πόρτες, τα παράθυρα και οι σηκοί έχουν τραπεζοειδή σχήματα—που στενεύουν στην κορυφή—πράγμα που αποτελεί αναγνωριστικό χαρακτηριστικό της μεταγενέστερης αρχιτεκτονικής των Ίνκα. Στο κέντρο της πόλης υπάρχει ένας μεγάλος ανοιχτός χώρος, που ίσως να ήταν η κεντρική πλατεία, ο οποίος περιβάλλεται από αναβαθμίδες, βωμούς, καταλύματα και απότομες σκάλες. Μερικοί από τους τοίχους έχουν μια όμορφη πέτρινη επένδυση, που αποτελεί το καύχημα της τεχνικής των Ίνκα.
Καθώς περπατούσαμε από τη μια άκρη του χώρου στον οποίο βρίσκονται αυτά τα απαράμιλλα ερείπια ως την άλλη, αρχίζαμε να συνειδητοποιούμε το μέγεθός του. Μας πήρε περισσότερο από μια ώρα για να περπατήσουμε από το ένα άκρο στο άλλο, χωρίς να υπολογίσουμε την ώρα που χρειάστηκε για να ανεβούμε στην κορυφή Χαγιάνα Πίτσου. Εξαιτίας του ορεινού εδάφους, παντού υπάρχουν σκαλιά—πάνω από 3.000. Ακόμη και οι αναβαθμίδες, που βρίσκονται γύρω από τα άκρα της πόλης και οι οποίες χρησιμοποιούνταν ως χωράφια για καλλιέργειες και ως βοσκοτόπια, έχουν πέτρες που προεξέχουν και χρησιμεύουν ως σκαλοπάτια τα οποία ενώνουν το ένα επίπεδο με το άλλο. Υπολογίζεται ότι η πόλη καλύπτει μια περιοχή 13 τετραγωνικών χιλιομέτρων!
Μας εντυπωσίασε το πόσο καλά διατηρημένα είναι τα ερείπια. Όταν τα ανακάλυψε ο Μπίνγκαμ, δεν υπήρχε ούτε ίχνος ένδειξης ότι έγιναν μάχες σ’ αυτό το μέρος. Και μπορούσαμε να δούμε ότι η πόλη έμοιαζε σαν να την είχαν εγκαταλείψει, όχι σαν να την είχαν κυριεύσει. Δεν ξέρουμε ακόμη πώς μπόρεσαν οι Ίνκα να μετακινήσουν αυτούς τους ογκόλιθους, αφού δεν ήξεραν για τον τροχό. Αλλά οι πέτρες ήταν τέλεια λαξευμένες και τοποθετημένες στη θέση τους. Τα ερείπια, στα οποία διέκρινε κανείς προσεκτικό σχεδιασμό έτσι ώστε να σχηματίζουν διάφορα τμήματα, μαρτυρούν ακόμη την ύπαρξη ενός καλά οργανωμένου πολιτισμού.
Μόνοι με τα Λάμα και τ’ Αστέρια
Νωρίς το απόγευμα, άρχισαν να φεύγουν οι ομάδες των εκδρομέων που ήρθαν μόνο για μια μέρα, και στο Μάτσου Πίτσου έμειναν μόνο οι λίγοι ξένοι που θα περνούσαν τη νύχτα στο ξενοδοχείο. Καθώς περιπλανιόμασταν στα ερείπια και κοιτάζαμε το ηλιοβασίλεμα μέσα σ’ αυτή τη μοναξιά, είχαμε πέσει σε περισυλλογή. Η Χάιντι και η Ελίζαμπεθ, καθώς περπατούσαν εδώ κι εκεί, διέκριναν σε μια γωνιά των ερειπίων ένα μικρό λάμα και τη μητέρα του. Τα λάμα είναι ζώα που κουβαλάνε φορτία και χρησιμοποιούνται πολύ στο Περού—είναι αρκετά δυνατά για να μεταφέρουν βάρος 35 περίπου κιλών, αλλά δεν έχουν τη δύναμη να κουβαλήσουν έναν άνθρωπο. Στην αρχή, φάνηκε ότι τα λάμα ενοχλήθηκαν από την παρουσία των γυναικών μας, αλλά η Χάιντι και η Ελίζαμπεθ ήταν αποφασισμένες να φωτογραφήσουν από κοντά αυτά τα όμορφα ζώα, που έμοιαζαν να είναι ‘σαν στο σπίτι τους’ ανάμεσα στα ερείπια. Δεν ήθελαν να τα ενοχλήσουν και πολύ, γιατί τα λάμα προστατεύονται φτύνοντας το όξινο σάλιο τους· γι’ αυτό προσπάθησαν σιγά-σιγά να γίνουν φίλες τους. Η Χάιντι κατάφερε ακόμη και να ταΐσει τη μητέρα λίγο γρασίδι που έκοψε από εκεί δίπλα.
Αργότερα το βράδυ, πήραμε τα πουλόβερ μας και βγήκαμε έξω για να χαρούμε την έναστρη νύχτα, μακριά από τα τεχνητά φώτα του κοντινού ξενοδοχείου. Τώρα, το μοναδικό φως που μπορούσαμε να διακρίνουμε ερχόταν από τον ουρανό, από τ’ αστέρια. Σκεφτήκαμε το μεγαλείο του Ιεχωβά. Κατόπιν το μυαλό μας πήγε στους ανθρώπους που ζούσαν πριν από τέσσερις αιώνες σε τούτο το βουνό και κοιτούσαν τα ίδια αυτά αστέρια.
Οι Ίνκα και οι Κονκισταδόρες
Νωρίς το επόμενο πρωινό, προτού χαράξει, πήγαμε και πάλι στα ερείπια. Ακούσαμε τις μελαγχολικές νότες ενός αυλού που ακουγόταν από μακριά. Πόσο χαρήκαμε όλη αυτή την ομορφιά και την ατμόσφαιρα του Μάτσου Πίτσου, προτού έρθουν οι ομάδες των εκδρομέων!
Όταν καθήσαμε να ξεκουραστούμε στα ερείπια κι ενώ συλλογιζόμασταν όλα όσα είχαμε δει, ο Μπάλτασαρ αναφέρθηκε στα τραγικά αποτελέσματα που φέρνει μια θρησκεία όταν δεν καθοδηγείται απ’ ό,τι διδάσκει πραγματικά η Αγία Γραφή. (Ματθαίος 7:15-20) Οι Ισπανοί κονκισταδόρες, στο όνομα της Καθολικής τους θρησκείας και εξαιτίας της ακόρεστης απληστίας τους, ερήμωσαν έναν ολόκληρο πολιτισμό. Το έκαναν αυτό χωρίς να μάθουν πώς ζούσαν οι Ίνκα. Επειδή οι Ίνκα δεν είχαν γραπτή γλώσσα, αλλά χρησιμοποιούσαν κίπου—μακριά σκοινιά με κόμπους για να κρατούν στατιστικά αρχεία, στοιχεία για συγκομιδές, για όπλα, για γεννήσεις, για θανάτους και λοιπά—κι επειδή οι Ισπανοί κατακτητές κατέστρεψαν αυτά τα κίπου, έμειναν λίγα μόνο αρχεία σχετικά με τον πολιτισμό των Ίνκα.
Οι Ίνκα θα Ξαναγυρίσουν!
Η Ελίζαμπεθ και η Χάιντι θυμήθηκαν την υπόσχεση που έχει δώσει ο Ιεχωβά για ανάσταση και είπαν πόσο θαυμάσιο είναι να ξέρει κανείς ότι άνθρωποι οι οποίοι ανήκαν σ’ έναν πολιτισμό που καταστράφηκε ολοκληρωτικά μπορούν να έχουν την ευκαιρία να ξαναζήσουν. (Πράξεις 24:15) Σκεφτείτε ότι μπορεί πραγματικά να συναντήσουμε μερικούς από τους αρχαίους Ίνκα και να μάθουμε από πρώτο χέρι για τον πολιτισμό τους! Μπορεί ακόμη και να έχουμε το προνόμιο να διδάξουμε μερικούς από τους Ίνκα που έζησαν στο Μάτσου Πίτσου, σχετικά με τον αληθινό Θεό και το σκοπό που έχει εκείνος γι’ αυτούς.
Οι δυο μέρες που περάσαμε στο Μάτσου Πίτσου τέλειωσαν, κι εμείς ξεκινήσαμε για την επιστροφή στο Κούσκο. Πήραμε μαζί μας όμορφες αναμνήσεις από μια απαράμιλλη πόλη που βρίσκεται πάνω στην κορυφή ενός βουνού, μια πόλη που μόνο ερείπια έχουν μείνει για να τη θυμίζουν. Οι Ισπανοί, μολονότι κατέκτησαν την αυτοκρατορία των Ίνκα, ποτέ δεν ανακάλυψαν το Μάτσου Πίτσου. Αλλά εμείς ήμασταν χαρούμενοι που είχαμε βρει αυτή τη χαμένη πόλη των Ίνκα.—Από συνεργάτη.
[Εικόνα στη σελίδα 15]
Το Μάτσου Πίτσου, μια αρχαία πόλη με σκαλοπάτια και αναβαθμίδες
[Εικόνα στη σελίδα 16]
Το Μάτσου Πίτσου (παλιά κορυφή) ψηλά στις Άνδεις, ενώ στο βάθος φαίνεται το Χαγιάνα Πίτσου (νέα κορυφή)
[Εικόνα στη σελίδα 16]
Χωρίς τον τροχό, οι Ίνκα μετακίνησαν ογκόλιθους, λαξευμένους με το χέρι, για να φτιάξουν τα κτίριά τους
[Εικόνα στη σελίδα 17]
Τυπική κατοικία των Ίνκα με τραπεζοειδή αρχιτεκτονική, που στενεύει στην κορυφή
[Εικόνα στη σελίδα 17]
Ένα μοναχικό λάμα στα ερείπια του Μάτσου Πίτσου
[Εικόνα στη σελίδα 18]
Ο Ποταμός Ουρουμπάμπα, 600 μέτρα χαμηλότερα από το Μάτσου Πίτσου