Πόλεμος—Τα Οδυνηρά Επακόλουθα
Η ΑΔΥΣΩΠΗΤΗ καταστροφική δύναμη του πολέμου έχει συντρίψει εκατομμύρια άντρες, γυναίκες και παιδιά· τόσο μάχιμους όσο και άμαχους. Έχει αφήσει σε πολλούς σωματικά, συναισθηματικά και ψυχολογικά τραύματα.
Οι Στρατιώτες
Πολλοί στρατιώτες, που βγαίνουν ζωντανοί από το μακελειό των συγκρούσεων, είναι ακρωτηριασμένοι και σακατεμένοι, και οι προοπτικές για την υπόλοιπη ζωή τους έχουν καταστραφεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ένας ηλικιωμένος που ήταν στρατιώτης και που επέζησε από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο—ίσα-ίσα για να περάσει τα επόμενα 30 χρόνια της ζωής του με διαρκή βάσανα, εξαιτίας των επακόλουθων του αερίου υπερίτης, που χρησιμοποιούσαν σ’ εκείνον τον πόλεμο.
Ωστόσο, συχνά το πιο δύσκολο είναι να τα βγάλεις πέρα με τα συναισθηματικά και τα ψυχολογικά τραύματα. «Κανένας από τους άντρες που πήραν μέρος στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν συνήλθε ποτέ τελείως απ’ αυτή την εμπειρία», έγραψε ο Κιθ Ρόμπινς στο σύγγραμμα The First World War (Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος). «Άντρες που φαινομενικά διατηρούσαν την αυτοκυριαρχία και την ηρεμία τους έφεραν κρυφά τραύματα», συνέχισε ο ίδιος. «Ύστερα από πολλά χρόνια, ξυπνούσαν τη νύχτα, μη μπορώντας ακόμα να συνέλθουν από κάτι φρικιαστικό που εξακολουθούσε να επιζεί».
Λόγου χάρη, σκεφτείτε τη φρίκη μιας μονάχα μέρας το 1916, στη διάρκεια της πρώτης μάχης που έγινε στο Σομ—οι απώλειες των βρετανικών στρατευμάτων και μόνο ήταν 21.000 νεκροί και 36.000 τραυματίες! «Οι άντρες που γύρισαν από το Σομ σπάνια μιλούσαν για τις φρικιαστικές εμπειρίες τους. Ήταν όλοι τους μουδιασμένοι από το σοκ . . . Κάποιον άντρα τον κατέτρεχε σ’ όλη του τη ζωή η σκέψη ότι δεν μπόρεσε να βοηθήσει έναν άλλο τραυματισμένο σύντροφο, ο οποίος τον φώναζε, καθώς διέσχιζε έρποντας την ουδέτερη ζώνη για να γυρίσει πίσω».—Περιοδικό The Sunday Times Magazine, 30 Οκτωβρίου 1988.
«Φοβάσαι ότι θα πληγώσεις αυτούς που αγαπάς», είπε ο Νόρμαν Τζ——, εξηγώντας τις συνέπειες της εντατικής μάχιμης εκπαίδευσης που είχε λάβει, καθώς και των συμπλοκών. «Αν σε ξυπνήσουν ξαφνικά, η ενστικτώδης αντίδραση είναι να επιτεθείς». Άντρες που έχουν ζήσει για πολύ καιρό τραυματικές καταστάσεις διαπιστώνουν ότι τα συναισθήματά τους έχουν νεκρωθεί. «Γίνεται δύσκολο να δείξεις το παραμικρό συναίσθημα», συνέχισε ο ίδιος. «Επίσης, έχω δει άντρες με σοβαρές διαταραχές εξαιτίας της έντασης. Είδα άντρες να σπάνε τα ποτήρια της μπίρας και να μασάνε το γυαλί».
Οι αντιδράσεις του Νόρμαν δεν είναι ασυνήθιστες. «Ένας στους εφτά βετεράνους του Βιετνάμ υποφέρει από μετατραυματικές αγχώδεις διαταραχές», έλεγε κάποιο δημοσίευμα. Ένα άλλο έφερε τον τίτλο: «Για πολλούς, ο πόλεμος συνεχίζεται». Κατόπιν, έγραφε: «Μέχρι και 1 εκατομμύριο βετεράνοι του Βιετνάμ συνεχίζουν να ζουν έναν πόλεμο που εξακολουθεί να τους τρομοκρατεί κάθε μέρα . . . Μερικοί έχουν αυτοκτονήσει και άλλοι έχουν κακοποιήσει τις οικογένειές τους. Μερικοί άλλοι υποφέρουν από τις αναμνήσεις που έρχονται διαρκώς στο μυαλό τους, βλέπουν εφιάλτες και κλείνονται στον εαυτό τους . . . Το ψυχολογικό τραύμα που έχουν υποστεί είναι βαθύ και μόνιμο».
Μερικές φορές, αυτό καταλήγει σε εγκληματική συμπεριφορά. Πόση αξία μπορούν να δώσουν οι άνθρωποι στη ζωή και στις υψηλές ηθικές αρχές όταν, όπως το έθεσε ο Τζέραλντ Πρίστλαντ, «ενώ υπό ορισμένες συνθήκες, αν σκότωνα θα καταδικαζόμουν για φόνο, υπό άλλες συνθήκες, θα κέρδιζα μετάλλιο». (Priestland—Right and Wrong [Πρίστλαντ—Σωστό και Λάθος]) «Εκεί πέρα ήμασταν πληρωμένοι δολοφόνοι», είπε ένας βετεράνος του Βιετνάμ. «Και την επόμενη μέρα υποτίθεται ότι έπρεπε να γυρίσουμε στην πατρίδα, στο εργοστάσιο [αυτοκινήτων] της Φορντ, και να ξεχάσουμε τα πάντα. Τώρα, μάλιστα».—Περιοδικό Newsweek, 4 Ιουλίου 1988.
Οι Πολίτες
Οι δυο παγκόσμιοι πόλεμοι, είπε η εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung, «επέδρασαν στην ψυχή μιας ολόκληρης γενιάς . . . Τα γεγονότα που έζησαν εκείνοι οι άνθρωποι τους άφησαν τραύματα, τα οποία αυτοί μετέδωσαν στα εγγόνια τους και στα δισέγγονά τους . . . Έπειτα από τέσσερις δεκαετίες, γίνονται φανερά τα συμπτώματα των τραυμάτων που εκδηλώθηκαν καθυστερημένα». Τέτοιου είδους τραύματα παρατηρούνται παγκόσμια.
Για παράδειγμα, η Μαίρη Κ—— ζούσε στην Αγγλία, κοντά σε κάποιο στόχο γερμανικών αποστολών βομβαρδισμού, στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. «Επειδή κρατούσα τα συναισθήματά μου για τον εαυτό μου, για να μη φοβίσω τα παιδιά μου, έγινα μανιώδης καπνίστρια», είπε η ίδια, «και τελικά κατέληξα να πάθω νευρικό κλονισμό που οδήγησε σε κλειστοφοβία».
Στην άλλη μεριά των γραμμών της μάχης ήταν η Σίλι Π——, στη Γερμανία. «Ως πρόσφυγες», είπε εκείνη, «μάθαμε τι σημαίνει πείνα». Επίσης έμαθε και τι σημαίνει θλίψη. «Όποτε γινόταν λόγος για εκείνους που σκοτώθηκαν ή χάθηκαν», συνέχισε, «σκεφτόμασταν τους άντρες μας. Η Άνι, η αδελφή του αρραβωνιαστικού μου, έμαθε για το θάνατο του άντρα της στον πόλεμο, λίγο προτού γεννήσει τα δίδυμα παιδιά τους. Ο πόλεμος άρπαξε από πολλές οικογένειες τους άντρες τους, τα σπίτια τους και τα υπάρχοντά τους».
Η Άννα Β——, από την Ιταλία, ήταν άλλο ένα άτομο το οποίο έπληξε ο πόλεμος. «Η φρίκη του πολέμου και τα βάσανα που τράβηξε η οικογένειά μου με γέμισαν πίκρα», είπε αυτή. «Ένα χρόνο μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, η μητέρα μου πέθανε, χωρίς να δει ποτέ το γιο της να γυρίζει από κάποιο στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου στην Αυστραλία. Η αδελφή μου πέθανε από υποσιτισμό και έλλειψη ιατρικής περίθαλψης. Εγώ έχασα την πίστη μου στον Θεό, επειδή επέτρεπε τα δεινά και τις ωμότητες».
Είναι δύσκολο να αντέξει κανείς το σοκ που προξενείται από την προσφυγιά, από το χωρισμό και από την απώλεια κάποιου προσώπου. Συνήθως, αυτό κοστίζει πολύ ακριβά στον άνθρωπο. Μια νεαρή γυναίκα, η οποία χήρεψε στον πόλεμο που έγινε μεταξύ Βρετανίας και Αργεντινής για τα νησιά Φόκλαντ, το 1982, εξέφρασε τα συναισθήματα εκατομμυρίων ατόμων που έχουν χάσει δικά τους πρόσωπα και έχουν χηρέψει, όταν είπε: «Για μένα δεν άξιζε να χάσω τον άντρα μου για ένα μικρό κομμάτι γης στη μέση του πουθενά . . . Το μεγάλο πρόβλημα είναι το πώς θα τα βγάλεις πέρα με το συναισθηματικό σοκ».—Εφημερίδα Sunday Telegraph, 3 Οκτωβρίου 1982.
Σκεφτείτε επίσης τα σωματικά και συναισθηματικά τραύματα που υπέστησαν οι επιζώντες του πυρηνικού πολέμου. Ένα δημοσίευμα που γράφτηκε το 1945, το Shadows of Hiroshima (Σκιές της Χιροσίμα), υπενθυμίζει με συγκλονιστικό τρόπο τα τρομερά επακόλουθα του βομβαρδισμού της Χιροσίμα:
«Στη Χιροσίμα, τριάντα μέρες από τότε που η πρώτη ατομική βόμβα κατέστρεψε την πόλη και συγκλόνισε τον κόσμο, οι άνθρωποι εξακολουθούν να πεθαίνουν, με μυστηριώδη και φρικιαστικό τρόπο—άνθρωποι, που δεν είχαν τραυματιστεί στην καταστροφή που προκλήθηκε από ένα άγνωστο ‘κάτι’, το οποίο δεν μπορώ παρά να περιγράψω ως ατομική πληγή. Η Χιροσίμα δεν μοιάζει με βομβαρδισμένη πόλη. Μοιάζει σαν να έχει περάσει από πάνω της ένας τερατώδης οδοστρωτήρας και να την έχει πολτοποιήσει, εξοντώνοντάς την ολοσχερώς». Ύστερα από 40 και πλέον χρόνια, οι άνθρωποι εξακολουθούν να υποφέρουν και να πεθαίνουν εξαιτίας εκείνης της έκρηξης.
Τα Παιδιά
Μερικά από τα πιο τραγικά θύματα στις πολεμικές ζώνες του κόσμου είναι τα παιδιά, πολλά από τα οποία έχουν στρατολογηθεί σε μέρη όπως η Αιθιοπία, ο Λίβανος, η Νικαράγουα και η Καμπότζη.
«Αυτό που φαίνεται καθαρά από το Ιράν, όπου μικρά αγόρια στέλνονταν στα ναρκοπέδια, είναι ότι τα αγόρια είναι πιο εύπλαστα, πιο φτηνά και μπορείς να τα κάνεις να φτάσουν σε κατάσταση έντονης συναισθηματικής έξαψης για μεγάλα χρονικά διαστήματα, με τρόπο που δεν μπορείς να το καταφέρεις με κανέναν ενήλικο στρατιώτη», έλεγε η εφημερίδα The Times του Λονδίνου. Σχολιάζοντας το πόσο κάτι τέτοιο μπορεί να αποκτηνώνει αυτά τα παιδιά, ο πρόεδρος μιας οργάνωσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα έκανε το ερώτημα: «Πώς είναι ποτέ δυνατό να μεγαλώσουν ως πνευματικώς υγιείς και ισορροπημένοι ενήλικοι;»
Το ίδιο ερώτημα απηχεί και το βιβλίο του Ρότζερ Ρόζενμπλατ Children of War (Παιδιά του Πολέμου). Αυτός πήρε συνέντευξη από παιδιά που είχαν μεγαλώσει σε περιοχές όπου δεν γνώριζαν τίποτα άλλο εκτός από τον πόλεμο. Πολλά επέδειξαν αξιοθαύμαστη προσαρμοστικότητα στην αντιμετώπιση των φρικιαστικών εμπειριών τους. Άλλα όμως, όπως «πολλά προσφυγόπουλα που διέφυγαν με πλοιάρια, ειδικά εκείνα των οποίων οι γονείς είχαν μείνει πίσω στο Βιετνάμ, φαίνεται να έχουν σοβαρά προβλήματα και διαταραχές».
Πώς μπορούν τα επιζώντα θύματα του πολέμου—άντρες, γυναίκες και παιδιά—να τα βγάλουν πέρα με τα προβλήματα που τους έχει φέρει αυτός στη ζωή τους; Πώς θα μπορούσαν να βοηθήσουν άλλα μέλη της οικογένειας; Και θα δοθεί ποτέ ένα τέλος σ’ αυτές τις τραγωδίες;
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 6]
‘Εκεί πέρα ήμασταν πληρωμένοι δολοφόνοι. Και την επόμενη μέρα υποτίθεται ότι έπρεπε να γυρίσουμε στην πατρίδα, και να ξεχάσουμε τα πάντα!’