Κουκουβάγιες—Πλασμένες για Νυχτερινή Ζωή
ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΕΣ βλέπει κανείς σχεδόν παντού. Βρίσκονται σε κάθε ήπειρο εκτός από την Ανταρκτική. Το μέγεθός τους ποικίλλει από το μέγεθος του σπουργιτιού μέχρι το μέγεθος του αετού. Οι μικρότερες είναι οι κουκουβάγιες του είδους μικραθήνη χουιτνέιος και οι πυγμαίες κουκουβάγιες· πολύ μεγαλύτερο μέγεθος έχουν οι μπούφοι της Ευρασίας, οι κουκουβάγιες οι νεφελώδεις, οι βιργινιακοί βύες και οι εκπληκτικά όμορφες κουκουβάγιες των χιόνων των Αρκτικών περιοχών. Περίπου 140 είδη είναι ευρέως κατανεμημένα σε ποικίλους βιότοπους, όπως είναι οι βοσκότοποι, τα λιβάδια, οι έρημοι, τα έλη, τα πυκνά δάση, τα βροχερά δάση και η αρκτική τούντρα. Η τροφή τους είναι τόσο ποικίλη όσο και οι κατοικίες τους: αποτελείται από σκουλήκια, έντομα, βάτραχους, τρωκτικά, μικρά πουλιά και ψάρια.
Η Κα Κουκουβάγια φαίνεται πολύ σοφή με το χοντρό της κεφάλι και με τα μεγάλα και στρογγυλά πορτοκαλί ή κίτρινα μάτια της, που κοιτάζουν επίμονα μπροστά, ξεπροβάλλοντας μέσα από ακτινοειδείς κύκλους οι οποίοι σχηματίζονται από φτερά. Δεν είναι να απορεί κανείς που την αποκαλούν σοφή κουκουβάγια. Εν μέρει αυτή η εντύπωση που δίνει, ότι είναι σοφή, προέρχεται από τα μεγάλα μάτια της που κοιτάζουν επίμονα μ’ ένα πολύ σταθερό και ακίνητο βλέμμα. Όμως, αυτό το ακίνητο βλέμμα δεν οφείλεται σε κάποια βαθιά στοχαστική ικανότητα—τα μάτια της είναι τοποθετημένα σε κόγχες που εμποδίζουν οποιαδήποτε περιστροφική ή κυκλική κίνηση. Παρ’ όλα αυτά, από τα αρχαία χρόνια είχε αποδοθεί στην κουκουβάγια η ιδιότητα της σοφίας—ήταν το ιερό πουλί της Παλλάδος Αθηνάς, της θεάς της σοφίας.
Αλλά δεν αποπνέουν όλες οι κουκουβάγιες μια τέτοια αίσθηση σοφίας. Η μικροσκοπική κουκουβάγια μικραθήνη χουιτνέιος, καθώς και η κουκουβάγια των λαγουμιών δεν έχουν την εντυπωσιακή εμφάνιση που έχει ο βιργινιακός βύας. Η κουκουβάγια μικραθήνη χουιτνέιος ζει σε άγονες περιοχές και καταλαμβάνει εγκαταλειμμένες φωλιές δρυοκολαπτών σε γιγαντιαίους κάκτους σαγκουάρο. Σε σύγκριση με το μικρό τους μέγεθος, έχουν δυνατές φωνές, και όταν το αρσενικό και το θηλυκό κελαηδούν ντουέτο—αν μπορούμε να πούμε ότι κελαηδούν—ο ήχος μοιάζει με τις κραυγές και τις χαρούμενες φωνές που βγάζουν τα κουταβάκια.
Οι κουκουβάγιες των λαγουμιών ζουν στις φωλιές των κυνόμυων ή των σκίουρων του εδάφους και συχνά μπορεί να τις δει κανείς να ανεβοκατεβαίνουν σε λοφίσκους ή να κουρνιάζουν πάνω σε πασσάλους του φράχτη. Όταν οι νεοσσοί που βρίσκονται στις φωλιές τους απειλούνται από κάτι, βγάζουν ένα έξαλλο βουητό που μιμείται το σήμα προειδοποίησης του κροταλία. Αυτό αποθαρρύνει την είσοδο των ανεπιθύμητων επισκεπτών.
Πολλοί νομίζουν ότι οι κουκουβάγιες δεν βλέπουν πολύ καλά στο φως της ημέρας. Επίσης νομίζουν ότι οι κουκουβάγιες βλέπουν περίφημα στο σκοτάδι. Αλλά κάνουν λάθος και στις δυο περιπτώσεις. Οι κουκουβάγιες έχουν πολύ καλή όραση. Στη διάρκεια της ημέρας, η όρασή τους είναι εξαιρετική. Και τη νύχτα τα καταφέρνουν πολύ καλά. Οι νυχτόβιες κουκουβάγιες—και οι περισσότερες είναι νυχτόβιες—έχουν αμφιβληστροειδείς που είναι υπερπλήρεις από ραβδία για να τους δίνουν τη δυνατότητα να βλέπουν ακόμα και στο πιο χαμηλό φως. Όταν βρίσκονται σε τέτοιο περιβάλλον, τα μάτια τους συγκεντρώνονται στο αμυδρό φως εκατό φορές καλύτερα απ’ ό,τι τα δικά μας. Αλλά στο απόλυτο σκοτάδι, είναι κι αυτές σαν τυφλές. Ένας ερευνητής σκόρπισε νεκρούς ποντικούς στο πάτωμα ενός τελείως σκοτεινού δωματίου και έβαλε μέσα κουκουβάγιες. Αυτές οι κουκουβάγιες δεν βρήκαν ούτε έναν ποντικό.
Όταν τα Αφτιά Γίνονται Μάτια
Όμως, όταν έβαλαν μια πεπλόγλαυκα, (σελίδα 15) σ’ ένα τελείως σκοτεινό δωμάτιο, με φύλλα στο πάτωμα και ζωντανούς ποντικούς που καθώς κινούνταν προκαλούσαν θρόισμα των φύλλων, εκείνη τους έπιασε όλους. Το ίδιο θα μπορούσαν να είχαν καταφέρει κι άλλες νυχτόβιες κουκουβάγιες, αλλά σίγουρα η πεπλόγλαυκα είναι ειδική σ’ αυτό. Στο απόλυτο σκοτάδι, τα αφτιά της γίνονται τα μάτια της. Οι πεπλόγλαυκες έχουν μια κατά κάποιον τρόπο κατευθυντήρια ακοή που είναι πιο ακριβής από οποιουδήποτε άλλου χερσαίου ζώου το οποίο έχει μελετηθεί.
Εμείς, όταν θέλουμε να ακούσουμε έναν πολύ αμυδρό ήχο, γυρίζουμε το αφτί μας προς την πηγή του ήχου, και ίσως κυρτώνουμε την παλάμη μας πίσω από το αφτί μας για να συγκεντρώσουμε τα ηχητικά κύματα και να τα διοχετεύσουμε στα ανοίγματα των αφτιών μας. Το πρόσωπο της πεπλόγλαυκας είναι σχεδιασμένο για να κάνει κάτι τέτοιο αυτόματα, και εύκολα ακούει εξαιρετικά αμυδρούς ήχους, που δεν είναι αντιληπτοί σ’ εμάς. Το έντυπο Σάιενς Γίαρ 1983 (Science Year 1983) του εκδοτικού οίκου Γουόρλντ Μπουκ εξηγεί: «Η μεγάλη ευαισθησία που έχει η πεπλόγλαυκα στον ήχο οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στον προσωπικό δίσκο από φτερά που έχει, ο οποίος συλλέγει τον ήχο—δηλαδή στο τείχος των σκληρών και πυκνά τοποθετημένων φτερών που σχηματίζουν ένα περίγραμμα σε σχήμα καρδιάς γύρω από το πρόσωπο. . . . Σαν κυρτωμένη παλάμη πίσω από το αφτί, η μεγάλη επιφάνεια αυτού του δίσκου συλλέγει τον ήχο και τον διοχετεύει μέσα στο άνοιγμα των αφτιών».
Το σχέδιο που αφορά την ακοή δεν σταματάει στον προσωπικό δίσκο της πεπλόγλαυκας. Υπάρχει και άλλη μια ‘κυρτωμένη παλάμη’ διαθέσιμη για να διοχετεύει τον ήχο στο άνοιγμα του αφτιού. Το έντυπο Σάιενς Γίαρ 1983 το περιγράφει αυτό ως εξής: «Το ροζ σκέπασμα που βρίσκεται πάνω από το άνοιγμα του αφτιού της πεπλόγλαυκας παρουσιάζει μια ομοιότητα στην κατασκευή με το ανθρώπινο εξωτερικό αφτί. Τα φτερά στο εξωτερικό μέρος του σκεπάσματος του αφτιού και στο δίσκο πίσω από το αφτί λειτουργούν σαν κυρτωμένες παλάμες για να μεταβιβάζουν τον ήχο μέσα στο άνοιγμα».
Ωστόσο, αυτό το σκέπασμα του αφτιού δεν είναι απλώς και μόνο άλλη μια ‘κυρτωμένη παλάμη’ για να ενισχύει την ικανότητα συλλογής του ήχου που έχει ο προσωπικός δίσκος. Αυτό το σκέπασμα, σε συνδυασμό με το δίσκο, είναι ειδικά σχεδιασμένο για να προσθέτει μια εντελώς καινούρια διάσταση στις κατευθυντήριες ακουστικές ικανότητες της πεπλόγλαυκας. Τα ανοίγματα των αφτιών στο κρανίο της πεπλόγλαυκας είναι συμμετρικά, δηλαδή, το δεξί και το αριστερό άνοιγμα είναι τοποθετημένα στο κρανίο το ένα ακριβώς απέναντι από το άλλο. Εντούτοις, η κατασκευή των εξωτερικών αφτιών δεν είναι συμμετρική. Τόσο το σκέπασμα όσο και το εξωτερικό άνοιγμα του δεξιού αφτιού είναι χαμηλότερα και κατευθύνονται προς τα πάνω, ενώ το σκέπασμα και το εξωτερικό άνοιγμα του αριστερού αφτιού είναι ψηλότερα και κατευθύνονται προς τα κάτω. Έτσι, το δεξί αφτί, που το σκέπασμα και το άνοιγμά του είναι κυρτωμένα προς τα πάνω, είναι πιο ευαίσθητο σε ήχους που έρχονται από πάνω, ενώ το αριστερό αφτί, που το σκέπασμα και το άνοιγμά του είναι κυρτωμένα προς τα κάτω, είναι πιο ευαίσθητο σε ήχους που έρχονται από κάτω. Αν ο ήχος είναι πιο έντονος στο δεξί αφτί, η κουκουβάγια ξέρει ότι η πηγή του βρίσκεται πάνω· αν είναι πιο έντονος στο αριστερό αφτί, τότε η πηγή του ήχου βρίσκεται κάτω.
Παρόμοια, αν η πηγή του ήχου είναι περισσότερο οριζόντια παρά κάθετη, και το δεξί αφτί ακούσει τον ήχο πριν τον ακούσει το αριστερό, η κουκουβάγια αντιλαμβάνεται αμέσως ότι ο ήχος έρχεται από τα δεξιά· αν τον ακούσει πρώτα το αριστερό αφτί, τότε αντιλαμβάνεται ότι ο ήχος έρχεται από τα αριστερά. Το κεφάλι της κουκουβάγιας είναι μικρό, έτσι η διαφορά στο χρόνο άφιξης του ήχου στο ένα αφτί σε σύγκριση με το άλλο είναι ελάχιστη και μετριέται σε μικροδευτερόλεπτα (ένα μικροδευτερόλεπτο είναι ένα εκατομμυριοστό του δευτερολέπτου). Η ανταπόκριση της κουκουβάγιας ως προς την κατεύθυνση του ήχου είναι άμεση—μέσα σ’ ένα εκατοστό του δευτερολέπτου, το πρόσωπο της κουκουβάγιας στρέφεται προς την πηγή του ήχου. Η ικανότητά της να επεξεργάζεται στιγμιαία αυτές τις ενδείξεις που έχουν να κάνουν με κλάσματα του δευτερολέπτου είναι ζωτική για να εντοπίζει την πηγή του ήχου.
Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, τα μάτια της κουκουβάγιας είναι στην ουσία ακίνητα. Όμως αυτό δεν αποτελεί λάθος σχεδιασμού. Ο λαιμός της κουκουβάγιας είναι τόσο εύκαμπτος, ώστε μερικές κουκουβάγιες μπορούν να στρέψουν το κεφάλι τους μέχρι και 270 μοίρες, πράγμα που δίνει στην κουκουβάγια τη δυνατότητα να κοιτάξει ακόμα και κατευθείαν πίσω της. Επιπλέον, το ότι τα μάτια της είναι ακίνητα αποτελεί προσόν. Αυτό σημαίνει ότι, οποτεδήποτε η κουκουβάγια ακούει κάποιον ήχο και γυρίζει το κεφάλι της προς την πηγή του, τα μάτια της στρέφονται αυτόματα προς αυτή την κατεύθυνση. Βλέπει την πηγή του ήχου σε διάστημα ενός εκατοστού του δευτερολέπτου από τη στιγμή που τον ακούει.
Φτερά Σχεδιασμένα με Σιγαστήρες
Τα φτερά των περισσότερων πουλιών κάνουν θόρυβο καθώς φτεροκοπούν στον αέρα κατά τη διάρκεια της πτήσης. Αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο με τα φτερά της κουκουβάγιας· αυτά είναι ειδικά σχεδιασμένα για ησυχία. Είναι μαλακά και απαλά, με βελούδινη υφή, κι έτσι ο αέρας δεν κάνει θόρυβο καθώς περνάει από πάνω τους. Τα φτερά που τους χρησιμεύουν στην πτήση δεν έχουν ίσιες, σκληρές άκρες σαν τα φτερά των περισσότερων πουλιών, οι οποίες προκαλούν ένα σφυριχτό θόρυβο καθώς αναταράσσουν τον αέρα στη διάρκεια της πτήσης. Οι τρίχες στα φτερά της κουκουβάγιας έχουν ακανόνιστο μήκος, και καταλήγουν σε μαλακές κροσσωτές άκρες που δεν κάνουν θόρυβο καθώς διασχίζουν τον αέρα.
Όμως αυτή η αφοσίωση στην ησυχία εγκαταλείπεται όταν οι κουκουβάγιες πιάνουν κουβέντα μεταξύ τους—χουχουτίσματα, τερετίσματα, σφυρίγματα, κροταλίσματα από τα ράμφη τους και χτυπήματα των φτερών στη διάρκεια της πτήσης. Μερικοί ερευνητές χαρακτηρίζουν αυτούς τους θορύβους τραγούδια της κουκουβάγιας, και στα αφτιά της κουκουβάγιας μερικοί απ’ αυτούς τους θορύβους μπορεί πράγματι να θεωρούνται τραγούδια, αφού παίζουν κάποιο ρόλο στην ερωτοτροπία ανάμεσα στα ζευγάρια.
Οι κουκουβάγιες, αν και αρχικά μπορεί να μη δημιουργήθηκαν γι’ αυτόν το σκοπό, είναι πολύτιμες σήμερα για τον περιορισμό των εντόμων και των τρωκτικών. Ειδικά η πεπλόγλαυκα θεωρείται φίλη του αγρότη, επειδή απαλλάσσει τα χωράφια του από ποντικούς και αρουραίους, καθώς και από άλλους επιβλαβείς οργανισμούς που τρώνε τις σοδειές του. Σε μερικές περιοχές, οι κουκουβάγιες ενθαρρύνονται, από πόρτες ειδικά φτιαγμένες γι’ αυτές, να μπαίνουν εύκολα στα κτίρια που υπάρχουν στα αγροκτήματα. Στη Μαλαισία, ορισμένοι καλλιεργητές ελαιοφοινίκων χτίζουν φωλιές για τις πεπλόγλαυκες—και δεν το κάνουν αυτό από συμπόνια. Το ζευγάρι που ζει εκεί πληρώνει νοίκι με το να απαλλάσσει τον αγρότη από περίπου 3.000 αρουραίους το χρόνο, που διαφορετικά θα έτρωγαν τη σοδειά του. Επίσης, οι πεπλόγλαυκες προσθέτουν μια δόση ομορφιάς. Συγκαταλέγονται ανάμεσα στα πιο όμορφα πουλιά, απαντώνται σ’ όλο τον κόσμο, και το πρόσωπό τους που έχει σχήμα καρδιάς είναι ένα από τα πιο παράξενα πρόσωπα στη φύση.
Όταν σκέφτεστε τα μεγάλα κίτρινα μάτια που συγκεντρώνονται μέχρι και στο πιο αμυδρό φως, τα αφτιά που μπορούν να συλλάβουν ακόμα κι ένα δυσδιάκριτο ήχο από οποιαδήποτε κατεύθυνση, και τα φτερά για πτήση που γλιστρούν αθόρυβα στον αέρα, πρέπει να θαυμάζετε αυτές τις νυχτόβιες κουκουβάγιες που είναι πλασμένες με τόσο κατάλληλο τρόπο για νυχτερινή ζωή.
[Εικόνες στις σελίδες 16, 17]
Αριστερά και πάνω: Βιργινιακός βύας με το μικρό του
[Ευχαριστίες]
σελίδα 16 αριστερά, Robert Campbell· σελίδα 16 δεξιά, John N. Dean
Δεξιά: Κουκουβάγια των λαγουμιών
[Ευχαριστίες]
Paul A. Berquist
Άκρη δεξιά: Μικραθήνη Χουιτνέιος
[Ευχαριστίες]
Paul A. Berquist
[Ευχαριστία για την προσφορά της εικόνας στη σελίδα 15]
Photos: page 15, Paul A. Berquist