Η Άνοδος και η Πτώση του Παγκόσμιου Εμπορίου
Μέρος 1ο (γ)—Στη Ρίζα των Οικονομικών Ανησυχιών
ΟΡΙΣΜΕΝΑ θρησκευτικά και πολιτικά στοιχεία της ανθρώπινης κοινωνίας ανάγονται στις μέρες του Νεβρώδ, ο οποίος πριν από χιλιάδες χρόνια θεμελίωσε τη Βαβυλώνα. Αυτό αληθεύει επίσης, μολονότι είναι λιγότερο γνωστό, για ορισμένα στοιχεία στον κόσμο των επιχειρήσεων και του εμπορίου.—Γένεσις 10:8-12.
Ο Δημιουργός του ανθρωπίνου γένους, Αυτός που ορθά καθορίζει τα κριτήρια για το τι είναι καλό και τι είναι κακό, θα μπορούσε εύκολα να είχε δημιουργήσει ένα οικονομικό σύστημα που θα ήταν σε θέση να ικανοποιεί με δικαιοσύνη τις ανάγκες της μεγάλης ανθρώπινης οικογένειας την οποία οραματίστηκε. Αλλά από τη στιγμή που το πρώτο ανθρώπινο ζευγάρι απέρριψε τη θεϊκή κατεύθυνση και διώχτηκε από τον Παράδεισο, οι άνθρωποι απέμειναν μόνοι τους. (Γένεσις 3:1-24) Ανεξάρτητα από τη θεϊκή καθοδηγία, ανέπτυξαν στη συνέχεια τη δική τους θρησκεία και το δικό τους είδος διακυβέρνησης. Και όταν έγινε φανερό ότι χρειαζόταν κάποιο είδος οικιακής διαχείρισης για να ικανοποιηθούν οι υλικές ανάγκες της επεκτεινόμενης οικογένειάς τους, άρχισαν να αναπτύσσουν αυτό που ονομάζουμε οικονομικό σύστημα. Κι αυτό επίσης το έκαναν ανεξάρτητα από τη θεϊκή καθοδηγία.
Είναι φανερό ότι από τις μέρες του Νεβρώδ (περ. 2270 Π.Κ.Χ.) είχε, ως ένα μεγάλο βαθμό, τεθεί η βάση γι’ αυτό το σύστημα. Το βιβλίο Ο Άτλας Κόλινς της Παγκόσμιας Ιστορίας (The Collins Atlas of World History) εξηγεί ότι «από την τρίτη χιλιετία κι ύστερα οι επιχειρηματίες της Μεσοποταμίας [Βαβυλώνας] δημιούργησαν ισχυρές εταιρίες. Αποθήκευαν αγαθά, κερδοσκοπούσαν, χρησιμοποιούσαν διάφορα είδη αγαθών ως νόμισμα, καθώς και ράβδους μετάλλων, κυρίως αργυρές, σε συγκεκριμένα βάρη και μεγέθη, οι οποίες μερικές φορές έφεραν σφραγίδες γνησιότητας». Η Μεγάλη Αμερικανική Εγκυκλοπαίδεια (The Encyclopedia Americana) αναφέρει πως οι αρχαίοι κάτοικοι της Σενναάρ—το αρχικό όνομα της περιοχής που αργότερα έγινε γνωστή ως Βαβυλωνία—χρησιμοποιούσαν «ένα εκπληκτικά πολύπλοκο σύστημα δανεισμού, καταθέσεων και παροχής πιστωτικών επιστολών».
Μια συνήθεια που, όπως φαίνεται, απαντάται αποκλειστικά στη Μεσοποταμία ήταν ο δανεισμός κεφαλαίων με τόκο. Μ’ αυτόν τον τρόπο το χρήμα έγινε μέσο για την άσκηση οικονομικής πίεσης. Στις ανασκαφές που έγιναν στα ερείπια της Βαβυλώνας βρέθηκαν αρχεία που αποκαλύπτουν τη διεξαγωγή εμπορικών συναλλαγών οι οποίες αποσκοπούσαν στην εκμετάλλευση της δυσχερούς θέσης ορισμένων πολιτών της. Ακόμη και τότε ήταν της μόδας η σύγχρονη συνήθεια του ανέντιμου κέρδους εις βάρος των άλλων. Δεν είναι παράδοξο ότι οι άνθρωποι μιλούσαν με μίσος και περιφρόνηση για τους εμπόρους της Βαβυλώνας και της Νινευή.
Οι εμπορικές δραστηριότητες στις μέρες του Νεβρώδ δεν αναφέρονται άμεσα στην Αγία Γραφή. Ωστόσο, στο πρώτο βιβλίο της υπάρχουν εκφράσεις, όπως «ηγόρασεν», «πώλησον» και «εμπορεύωνται», οι οποίες δείχνουν ότι, τουλάχιστον λίγες εκατοντάδες χρόνια αργότερα, οι εμπορικές δραστηριότητες ήταν συνηθισμένο φαινόμενο.—Βλέπε Γένεσις 25:31· 34:10, 21· 39:1· 41:56, 57.
Είναι επίσης αλήθεια ότι, για ένα παρατεταμένο χρονικό διάστημα, τα κείμενα σφηνοειδούς γραφής σιωπούν όσον αφορά τις εμπορικές δραστηριότητες της βαβυλωνιακής κοινωνίας. Το βιβλίο Αρχαία Μεσοποταμία (Ancient Mesopotamia), αν και παραδέχεται ότι αυτό είναι κάπως ανεξήγητο, καταλήγει ωστόσο στο συμπέρασμα πως «κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι οι εμπορικές σχέσεις σταμάτησαν στη διάρκεια εκείνης της χιλιετίας, τη στιγμή μάλιστα που, ως γνωστόν, ανθούσαν σε μεγάλο βαθμό στη διάρκεια της περιόδου που ακολούθησε». Αυτό το βιβλίο κάνει την εικασία ότι εκείνον τον καιρό το εμπόριο το έλεγχαν κυρίως οι Αραμαίοι και ότι ως υλικά γραφής χρησιμοποιούσαν τον πάπυρο και το δέρμα.
Τόσο η Μεσοποταμία όσο και η Αίγυπτος φημίζονταν για το εμπόριο που γινόταν με τα καραβάνια. Αργότερα, οι Φοίνικες αντικατέστησαν σε μεγάλο βαθμό το χερσαίο εμπόριο με το θαλάσσιο εμπόριο. Τα λιμάνια της Καρχηδόνας, της Τύρου και της Σιδώνας έγιναν φημισμένα εμπορικά κέντρα. Το εμπόριο γινόταν με ανταλλαγή αγαθών μέχρι τον όγδοο περίπου αιώνα Π.Κ.Χ., οπότε οι Έλληνες άρχισαν να χρησιμοποιούν νομίσματα ως μέσο συναλλαγών. Και σύμφωνα με το βιβλίο Ο Άτλας Κόλινς της Παγκόσμιας Ιστορίας, «οι αιώνες που ακολούθησαν [το 500 Π.Κ.Χ.] χαρακτηρίζονταν από τόσο μεγάλη ανάπτυξη του εμπορίου, της οικονομίας, των τραπεζών και των μεταφορών, ώστε αρκετοί ιστορικοί τούς συγκρίνουν με την καπιταλιστική εποχή, μια δικαιολογημένη, παρότι υπερβολική, άποψη».
Στην πραγματικότητα, από πολύ νωρίς, τα οικονομικά συστήματα βασίζονταν στο χρήμα. Μολονότι ο Θεός επιτρέπει την κατάλληλη χρήση του χρήματος, δεν επιτρέπει την ακατάλληλη χρήση του. (Εκκλησιαστής 7:12· Λουκάς 16:1-8· 16:9, ΜΝΚ) Η υπέρμετρη επιθυμία για το χρήμα έχει κάνει ανθρώπους να διαστρέψουν τη δικαιοσύνη, να προδώσουν φίλους, να παραποιήσουν την αλήθεια, ακόμη και να διαπράξουν φόνο. Προσέξτε όμως ότι γι’ αυτό δεν ευθύνεται το χρήμα αυτό καθεαυτό, αλλά η απληστία εκείνων που το επιζητούν. Πάντως, δεν είναι υπερβολή να πούμε πως, με διάφορους τρόπους και επί χιλιάδες χρόνια, το χρήμα ήταν και εξακολουθεί να είναι η ‘κινητήρια δύναμη’.—Βλέπε πλαίσιο, σελίδα 7.
Έτσι, στη διάρκεια των προχριστιανικών χρόνων τέθηκε η βάση για πολλά από τα εμπορικά και οικονομικά στοιχεία τα οποία γνωρίζουμε σήμερα. Αλλά παρά τη μακρόχρονη ιστορία του, ο κόσμος του εμπορίου δεν κατάφερε να αναπτύξει ασφαλή οικονομικά συστήματα, ικανά να αποτρέψουν την αναστάτωση. Ωστόσο, δεν είναι ανάγκη να απελπιζόμαστε. Το τέλος των οικονομικών ανησυχιών είναι μπροστά μας. Στα επόμενα πέντε τεύχη μας θα δοθούν περαιτέρω εξηγήσεις.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 8]
Η υπέρμετρη επιθυμία για το χρήμα έχει κάνει ανθρώπους να διαστρέψουν τη δικαιοσύνη, να προδώσουν φίλους, να παραποιήσουν την αλήθεια και να διαπράξουν φόνο
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 7]
Από το Αλάτι στο Πλαστικό
Αλάτι:
Στους Ρωμαίους στρατιώτες δίνονταν μερίδες αλατιού (σαλ), αλλά αργότερα, αυτές οι μερίδες αντικαταστάθηκαν από χρήματα ή αλλιώς σαλάριουμ. Τα ζώα (πέκους) ήταν μέσο συναλλαγών στην αρχαία Ρώμη. Απ’ αυτές τις λατινικές λέξεις προήλθαν οι αγγλικοί όροι σάλαρι (μισθός) και πεκούνιαρι (χρηματικός).
Μέταλλα:
Στην αρχαία Μεσοποταμία (18ο έως 16ο αιώνα Π.Κ.Χ.), ο άργυρος χρησιμοποιούνταν συχνά στις εμπορικές συναλλαγές. Στην αρχαία Αίγυπτο χρησιμοποιούνταν χαλκός, άργυρος και χρυσός. Στη διάρκεια της κινεζικής δυναστείας των Μινγκ (1368-1644 Κ.Χ.), γράφει ο καθηγητής της κινεζικής ιστορίας Χανς Μπιλενστάιν, «ο χαλκός παρέμεινε ο κανόνας για τα [χρήματα] μικρότερης ονομαστικής αξίας, ενώ ο άργυρος χρησιμοποιούνταν ολοένα και περισσότερο για τα μεγαλύτερης αξίας».
Κέρματα:
Δίσκοι σταθερού βάρους και αξίας, φτιαγμένοι από ένα φυσικό κράμα χρυσού και αργύρου που είναι γνωστό ως ήλεκτρο, κατασκευάζονταν από τους Λυδούς της Μικράς Ασίας, στη διάρκεια του έβδομου αιώνα Π.Κ.Χ. και προφανώς ήταν τα πρώτα πραγματικά κέρματα· περίπου έναν αιώνα αργότερα, η κοπή κερμάτων αναπτύχθηκε στην Ελλάδα.
Χαρτί:
Το πρώτο χάρτινο νόμισμα στον κόσμο εμφανίστηκε το 1204 στην Κίνα, όταν μια άνευ προηγουμένου εμπορική επέκταση οδήγησε σε έλλειψη κερμάτων. Ο καθηγητής Μπιλενστάιν αναφέρει: «Πειράματα για τα Ιπτάμενα Λεφτά, όπως τα έλεγαν, είχαν ήδη γίνει από την εποχή των Τανγκ, το 811. Η κυβέρνηση τότε είχε εκδώσει συναλλαγματικές οι οποίες μπορούσαν να χρησιμοποιούνται στις συναλλαγές και τελικά να ανταλλάσσονται με χρήματα». Αρχής γενομένης το 1821 με την Αγγλία, πολλά κράτη υιοθέτησαν το χρυσό κανόνα, πράγμα που σήμαινε ότι οι πολίτες μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να μετατρέψουν τα χαρτονομίσματα σε πραγματικό χρυσό τον οποίο είχαν στην κατοχή τους ως απόθεμα οι κυβερνήσεις των χωρών τους. Ωστόσο, από τότε που έπαψε να ισχύει ο χρυσός κανόνας, οι κυβερνήσεις δηλώνουν απλώς ότι τα χρήματά τους έχουν αξία, χωρίς να υπάρχει κάλυψη γι’ αυτά.
Επιταγές:
Τις επινόησαν Άγγλοι τραπεζίτες στη διάρκεια του 17ου αιώνα. Οι επιταγές είναι έγγραφες εντολές για την πληρωμή χρημάτων μέσω τράπεζας· αυτός ο τρόπος συναλλαγής, ο οποίος είναι και ασφαλής και εξυπηρετικός, έχει γίνει πολύ δημοφιλής και χρησιμοποιείται ευρύτατα.
Πλαστικό:
Οι πιστωτικές κάρτες, που μερικοί τις αποκαλούν πλαστικό χρήμα, έκαναν την εμφάνισή τους στις Ηνωμένες Πολιτείες στη δεκαετία του 1920 και σύντομα έλκυσαν το ενδιαφέρον των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο, η εξυπηρέτηση που προσφέρουν και τα άλλα τους πλεονεκτήματα επισκιάζονται εν μέρει από τον κίνδυνο να κάνει κάποιος αγορές από παρόρμηση της στιγμής ή να ξοδεύει περισσότερα απ’ όσα κερδίζει.