«Ήμουν Αποφασισμένος να Πεθάνω για τον Αυτοκράτορα»
1. «Ο στρατιώτης πρέπει να κάνει την οσιότητα καθήκον του.
2. Ο στρατιώτης πρέπει να κάνει την ευπρέπεια τρόπο ζωής.
3. Ο στρατιώτης πρέπει να τρέφει υψηλή εκτίμηση για την πολεμική ανδρεία.
4. Ο στρατιώτης πρέπει να έχει βαθύ σεβασμό για τη δικαιοσύνη.
5. Ο στρατιώτης πρέπει να ζει απλή ζωή».
ΑΥΤΕΣ οι πέντε προτάσεις αποτελούσαν τα άρθρα ενός όρκου που ήταν διατυπωμένος με τέτοιον τρόπο ώστε να εμπνέει εκείνους οι οποίοι είχαν καταταχτεί πρόσφατα στον Ιαπωνικό Αυτοκρατορικό Στρατό. Διάφοροι αξιωματικοί περνούσαν καθημερινά και απαιτούσαν από κάθε νεοσύλλεκτο να επαναλαμβάνει από μνήμης τα πέντε άρθρα, υπό την απειλή γρονθοκοπημάτων αν δεν τα έλεγε σωστά. Ιδιαίτερη έμφαση δινόταν στην ακλόνητη οσιότητα προς τον αυτοκράτορα και τη χώρα.
Εγώ κατατάχτηκα στο στρατό το 1938, όταν η Ιαπωνία βρισκόταν στο επίκεντρο του Σινοϊαπωνικού Πολέμου που διεξάχθηκε τα έτη 1937-1945. Δεν παρέλειπαν να μας ενσταλάζουν την ιδέα ότι ο πόλεμος ήταν ιερός και ότι, όπως ακριβώς ο «θεϊκός άνεμος» (καμικάζι) σάρωσε τους Μογγόλους όταν αυτοί επιτέθηκαν στην Ιαπωνία στα τέλη του 13ου αιώνα, οι καμί, δηλαδή οι θεοί, της Ιαπωνίας θα μας έδιναν τη νίκη.
Έπειτα από τη στρατιωτική και την «πνευματική» εκπαίδευση, ξεκινήσαμε για το πεδίο της μάχης το 1939. Οι γονείς μου μού έδωσαν μια ζώνη που ήταν ραμμένη με χίλιες βελονιές, για να τη δέσω γύρω από τους γοφούς μου. Την έφτιαξαν χίλια διαφορετικά πρόσωπα τα οποία έραψαν από μια βελονιά με κόκκινη κλωστή σαν προσευχή για τη νίκη και για να έχω πάντοτε καλή τύχη στον πόλεμο. Καθώς ξεκινούσα για την Κίνα και αποχαιρετούσα την πατρίδα μου, είχα ανάμεικτα συναισθήματα. ‘Ίσως αυτή να είναι η τελευταία φορά που βλέπω τη γενέτειρά μου’, σκέφτηκα. Συγχρόνως, ήμουν αποφασισμένος να πεθάνω για τον αυτοκράτορα.
Άθλιες Συνθήκες στην Κίνα
Τον Ιούλιο του 1939, μέσα στον τρομερό καύσωνα ο οποίος χαρακτηρίζει συνήθως την ενδοχώρα της Κίνας, αναλάβαμε μια αποστολή εκκαθάρισης στην κεντρική Κίνα, που αποσκοπούσε στην εξάλειψη και του τελευταίου ίχνους αντίστασης. Περπατούσα πάνοπλος, μ’ ένα σακίδιο βάρους 30 κιλών στην πλάτη, αλλά πάντοτε φορούσα τη ζώνη μου με τις χίλιες βελονιές. Έπειτα από πορεία μιας μέρας, περίπου 40 χιλιόμετρα, έσερνα τα καταχτυπημένα από τις μπότες πόδια μου. Έσπασα τις φουσκάλες μ’ ένα σπαθί και τους έριξα σαλικυλικό οξύ. Ένιωσα τέτοιον πόνο που σχεδόν πετάχτηκα στον αέρα! Ωστόσο επανέλαβα αυτόν τον αυτοβασανισμό μέχρι που οι φουσκάλες έγιναν κάλοι κι έτσι δεν ένιωθα πια πόνο.
Η πορεία μέσα στον καύσωνα μου προκαλούσε φοβερή αφυδάτωση. Γέμιζα το παγούρι μου με βρώμικο νερό από ένα ρυάκι, έριχνα μέσα λευκαντικό ρούχων κι έσβηνα τη δίψα μου. Ό,τι υγρό έπινα γινόταν αμέσως ιδρώτας, με αποτέλεσμα να μουσκεύουν τα ρούχα μου και να μένουν άσπροι λεκέδες από αλάτι πάνω στη στολή μου. Έπειτα ένιωθα φαγούρα και πονούσε όλο μου το σώμα. Μια μέρα ξεκούμπωσα τη στολή μου και βρήκα ψείρες που περπατούσαν σε όλο μου το κορμί και γεννούσαν κόνιδες! Τις σκότωνα μία προς μία, αλλά δεν υπήρχε τρόπος να νικήσω το απίστευτο αυτό πλήθος. Όλοι μας είχαμε ψείρες. Έτσι, όταν φτάσαμε σ’ ένα ρυάκι, βουτήξαμε μέσα για να πλυθούμε. Τα σώματα όλων μας είχαν γεμίσει από τα ερεθισμένα σημάδια που άφηναν τα τσιμπήματά τους. Αφού πλυθήκαμε, βάλαμε τις στολές μας να μουλιάσουν σε βραστό νερό για να σκοτωθούν τα παράσιτα.
Αργότερα, μεταφέρθηκα στο διοικητήριο της μεραρχίας στη Σαγκάη και έγινα υπαξιωματικός μισθοδοσίας. Η δουλειά μου, ως υπεύθυνος για τις πληρωμές, ήταν να κρατάω τα λογιστικά βιβλία του στρατού και να φροντίζω για το ταμείο. Μια μέρα είδα δυο Κινέζους αχθοφόρους οι οποίοι προσπαθούσαν να ξεφύγουν έχοντας κλέψει το ταμείο. Τους προειδοποίησα, σημάδεψα με το όπλο μου και πυροβόλησα. Πέθαναν κι οι δυο ακαριαία. Στη μετέπειτα ζωή μου, αυτό το περιστατικό βάρυνε τη συνείδησή μου επί πολλά χρόνια.
Καθ’ Οδόν Προς τη Σιγκαπούρη
Στα τέλη του 1941, πλήρως εξοπλισμένοι, λάβαμε εντολή να επιβιβαστούμε σ’ ένα πλοίο. Δεν μας είπαν τίποτα σχετικά με το ποιος ήταν ο προορισμός μας. Όταν φτάσαμε στο Χονγκ Κονγκ, φορτώσαμε ποδήλατα, τανκς και όπλα μεγάλης εμβέλειας. Προμηθευτήκαμε επίσης αντιασφυξιογόνες μάσκες και καλοκαιρινές στολές, και αποπλεύσαμε. Μερικές μέρες αργότερα, μας είπαν: ‘Έχουμε αναλάβει τη διεξαγωγή ενός επιστημονικού πολέμου, τεράστιας σπουδαιότητας. Μην παραλείψετε τώρα να στείλετε μια αποχαιρετιστήρια επιστολή στην οικογένειά σας’. Έγραψα στους γονείς μου το τελευταίο γράμμα, παρακαλώντας τους να μου συγχωρέσουν το γεγονός ότι δεν είχα κάνει τίποτα για να εκπληρώσω το χρέος που είχα απέναντί τους ως γιος. Τους είπα ότι θα θυσίαζα τη ζωή μου για τον αυτοκράτορα και ότι θα πέθαινα για την πατρίδα μου.
Τα ξημερώματα της 8ης Δεκεμβρίου 1941, την ίδια μέρα που τα ιαπωνικά βομβαρδιστικά επιτέθηκαν στο Περλ Χάρμπορ, κάναμε μια αμφίβια επίθεση στην ακτή της επαρχίας Σόγκχλα, στην Ταϋλάνδη, ενώ ήταν ακόμα σκοτάδι.a Η θάλασσα ήταν φουρτουνιασμένη. Μια ανεμόσκαλα αιωρούνταν από το πλοίο. Έπρεπε να κατεβούμε μέχρι τα δύο τρίτα της σκάλας και κατόπιν να πηδήξουμε σε μια λέμβο εφόδου, η οποία κουνιόταν σαν καρυδότσουφλο. Και το κάναμε αυτό φορτωμένοι με τα βαριά μας σακίδια! Ο εχθρός μάς βομβάρδιζε, αλλά η επίθεση στέφθηκε με επιτυχία. Η προέλασή μας μέσα από τη ζούγκλα της Σιγκαπούρης άρχισε.
Ως υπεύθυνος για τις πληρωμές, η κύρια δουλειά μου στη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων ήταν να εξασφαλίζω προμήθειες για τα στρατεύματα. Αυτές έπρεπε να τις βρίσκουμε τοπικά, επειδή δεν μπορούσαμε να βασιστούμε στο γεγονός ότι θα έφταναν προμήθειες από την Ιαπωνία. Αυτό σήμαινε ότι οι υπεύθυνοι για τις πληρωμές έπρεπε να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή, μαζί με τους στρατιώτες, να αναζητούν προμήθειες τροφίμων και να τις εξασφαλίζουν για το στρατό μας. Αν και εκείνη την εποχή δεν αισθανόμουν ένοχος, αυτό που έκανα δεν διέφερε καθόλου από κλοπή μεγάλης κλίμακας.
Καλύτερα να Πεθάνουμε Παρά να Παραδοθούμε
Στη διάρκεια μιας άγριας συμπλοκής στην Αλόρ Σετάρ κοντά στα σύνορα Ταϋλάνδης και Μαλάγιας, ανακαλύψαμε μια τεράστια αποθήκη γεμάτη τρόφιμα. Σκέφτηκα: ‘Αυτό το θαυμάσιο νέο πρέπει να το πληροφορηθεί το Γραφείο Μισθοδοσίας στα μετόπισθεν’. Έφυγα μ’ ένα αυτοκίνητο που το είχαμε αρπάξει από τους Βρετανούς και το οποίο οδηγούσε ένας από τους άντρες μου. Ταξιδεύαμε γεμάτοι κέφι ώσπου, παίρνοντας μια στροφή, είδαμε βρετανικά τανκς παραταγμένα στη σειρά. Είχαμε ξεφύγει από την πορεία μας και βρεθήκαμε αντιμέτωποι με 200 Ανατολικοϊνδούς και Βρετανούς στρατιώτες! Θα ήταν αυτό το τέλος μας; Αν δεν καταφέρναμε να σπάσουμε τον κλοιό, θα καταλήγαμε να γίνουμε εξευτελισμένοι αιχμάλωτοι. Ως Ιάπωνες στρατιώτες, ήμασταν αποφασισμένοι να πεθάνουμε παρά να ζήσουμε μέσα στην ντροπή ως αιχμάλωτοι πολέμου. Σημάδεψα με το πιστόλι μου τον κρόταφο του οδηγού, κι αυτός έστρεψε τη γυμνή λεπίδα του μαχαιριού του στο στομάχι μου. Τον διέταξα να προχωρήσει ευθεία. Περάσαμε σαν βολίδα μέσα σε βροχή από σφαίρες πολυβόλων. Παρ’ όλο που δεν πάθαμε απολύτως τίποτα, είχαμε χάσει τελείως τον προσανατολισμό μας. Φτάσαμε σ’ ένα αδιέξοδο, εγκαταλείψαμε το όχημα και αρχίσαμε να περπατάμε μέσα στη ζούγκλα. Αντιμετωπίζοντας επιθέσεις από φίδια και καταδιωγμένοι από τους εχθρούς, αγωνιστήκαμε αρκετές μέρες για να φτάσουμε τα στρατεύματά μας. Όταν φτάσαμε, ανακαλύψαμε ότι είχαν ήδη γράψει μια αναφορά που έλεγε ότι είχαμε σκοτωθεί στη μάχη.
Στην Κουάλα Λουμπούρ της Μαλάγιας, είδαμε πολλούς Βρετανούς αιχμαλώτους πολέμου. Η στάση τους ήταν τελείως διαφορετική απ’ αυτή των Ιαπώνων στρατιωτών για τους οποίους η σκέψη να καταλήξουν αιχμάλωτοι πολέμου ήταν ατιμωτική και επονείδιστη. Οι Βρετανοί ήταν ακόμα αισιόδοξοι και είπαν ότι κάποια μέρα οι όροι θα αντιστρέφονταν. Αγνοήσαμε τα λόγια τους, αφού εμείς προελαύναμε με ολοένα μεγαλύτερη ορμή.
Η Κατάληψη της Σιγκαπούρης
Σύντομα αντικρίσαμε το νησί της Σιγκαπούρης. Η ακτή ολόγυρα ήταν γεμάτη νάρκες και περιβαλλόταν από αγκαθωτό σύρμα. Τα συγκεντρωτικά πυρά από τα μεγάλης εμβέλειας όπλα μας που στόχευαν σε μια γωνία της παραλίας βοήθησαν να σχηματιστεί ένα προγεφύρωμα, και κάναμε την απόβαση.
Η Σιγκαπούρη είναι σχετικά μικρό νησί αλλά, συνολικά, πολεμούσαν εκεί 160.000 στρατιώτες. Καθώς βαδίζαμε αργά-αργά σκοντάφταμε πάνω στα πτώματα των συντρόφων μας. Οι Βρετανοί φοβούνταν τις νυχτερινές εφόδους μας. Οι ιαπωνικές ομάδες αυτοκτονίας Κεσιτάι (Αποφασισμένοι να Πεθάνουν), όλες περίπου δωδεκαμελείς, έκαναν εφόδους κατά κύματα με γυμνά σπαθιά. Όταν ζητήθηκαν περισσότεροι εθελοντές, όλοι έκαναν ένα βήμα μπροστά. Το θεωρούσαμε τιμή να πεθάνουμε για τον αυτοκράτορα.
Όταν διασχίσαμε τον πορθμό Τζοχόρ από τη Μαλαϊκή Χερσόνησο το Φεβρουάριο του 1942, ανακαλύψαμε ότι οι εχθροί είχαν στήσει το περίφημο πυροβολικό τους, το λεγόμενο Τζάνγκι, μακριά μας, νομίζοντας ότι θα ερχόμασταν από το πέλαγος. Ωστόσο, όταν κάποια στιγμή το έστρεψαν προς το μέρος μας, διαπιστώσαμε ότι ήταν πράγματι φοβερό.
Τα βλήματα από το πυροβολικό του εχθρού άνοιγαν μεγάλες τρύπες στο δρόμο εμπρός μας, πράγμα που έκανε αδύνατη τη διέλευση των στρατιωτικών οχημάτων. Δόθηκε διαταγή να σταθούν δώδεκα αιχμάλωτοι πολέμου γύρω από μια τρύπα. Ένα εκτελεστικό απόσπασμα στόχευσε εναντίον τους με τα πολυβόλα και άνοιξε πυρ. Δώδεκα άλλοι αιχμάλωτοι διατάχθηκαν να ρίξουν τα πτώματα μέσα στην τρύπα και να τα σκεπάσουν με χώμα. Με την επόμενη ριπή των πολυβόλων αυτοί αποτέλεσαν το επίχωμα για την επόμενη τρύπα στο δρόμο. Η διαδικασία συνεχίστηκε ώσπου ο δρόμος επιδιορθώθηκε τελείως. (Τώρα μου είναι οδυνηρό να φέρνω στο νου κάποιες από τις ωμότητες που διαπράξαμε, αλλά κι αυτές ήταν μέρος της φρικιαστικής πραγματικότητας εκείνου του απαίσιου πολέμου). Εκείνον τον καιρό η συνείδησή μου είχε ‘καυτηριαστεί’, σαν να λέγαμε, και είχε πωρωθεί τόσο πολύ, ώστε η θέα αυτής της ωμότητας δεν μου προκαλούσε κανένα συναίσθημα.—1 Τιμόθεον 4:2.
Στις 15 Φεβρουαρίου 1942, ένας ανώτατος Βρετανός αξιωματικός ήρθε πεζός προς το μέρος μας κρατώντας μια λευκή σημαία και συνοδευόμενος από μερικούς άντρες του. «Ο στρατηγός Πέρσιβαλ!» φώναξε ένας σύντροφός μας. ‘Τα καταφέραμε!’ είπα μέσα μου. Ο ανώτατος διοικητής των βρετανικών δυνάμεων στη Μαλάγια είχε παραδοθεί. Θυμάμαι καλά ότι ήμουν παρών σ’ αυτό το ιστορικό γεγονός. Η πεποίθησή μου στη δύναμη των αρχαίων ιαπωνικών θεών ενισχύθηκε.
Μετά την κατάληψη της Σιγκαπούρης με έστειλαν σε διάφορα μέρη, μεταξύ των οποίων ήταν και η Νέα Γουινέα. Κατόπιν, το 1943, πήρα εντολή να επιστρέψω στην Ιαπωνία. Πλημμύριζα από χαρά στη σκέψη ότι θα έβλεπα τους γονείς μου. Ωστόσο, το πλοίο μας έπρεπε να περιμένει λόγω του ότι υπήρχαν εχθρικά υποβρύχια στη θάλασσα. Ήδη ο πόλεμος είχε αρχίσει να παίρνει άσχημη τροπή για εμάς. Θυμήθηκα αυτό που μας είχαν πει οι Βρετανοί αιχμάλωτοι πολέμου στην Κουάλα Λουμπούρ. Ναι, οι όροι είχαν αντιστραφεί.
Αυτόπτης Μάρτυρας της Τραγωδίας στη Χιροσίμα
Όταν τελικά αποβιβάστηκα στην Ιαπωνία έσφιξα τα χέρια μου σε στάση προσευχής και εξέφρασα την ευγνωμοσύνη μου στους θεούς και στον Βούδα. ‘Θα πρέπει να ήταν η προστατευτική δύναμη της ζώνης μου με τις χίλιες βελονιές και οι αρχαίοι θεοί που με προφύλαξαν’, σκέφτηκα. Όταν απολυθήκαμε από το στρατό, ο αρμόδιος διοικητής μάς διέταξε να κάνουμε παιδιά. «Αν δεν κάνετε οικογένεια», είπε, «δεν είστε πατριώτες». Για να εκπληρώσω αυτή την αποστολή, ήμουν αποφασισμένος να παντρευτώ. Ένας συγγενής κανόνισε τα ζητήματα του γάμου μου, και παντρεύτηκα τη Χατσούκο το Δεκέμβριο του 1943.
Εργαζόμουν ως δεσμοφύλακας στα προάστια της Χιροσίμα όταν μια ατομική βόμβα κατέστρεψε συθέμελα την πόλη στις 6 Αυγούστου 1945. Κάποιος έπρεπε να πάει και να βοηθήσει εκείνους που βρίσκονταν κάτω από τα συντρίμμια. «Αν βρίσκονται ανάμεσά σας άτομα πρόθυμα να πάνε και αποφασισμένα να επιτύχουν στην αποστολή τους πάση θυσία, παρακαλώ ας συγκεντρωθούν», έκανε έκκληση ο προϊστάμενός μου. Παρ’ όλο που η σύζυγός μου ήταν έγκυος στο πρώτο μας παιδί, η στρατιωτικά εκπαιδευμένη νοοτροπία μου με παρότρυνε να πάω. Μας έδωσαν κεφαλόδεσμους με τον ανατέλλοντα ήλιο στο κέντρο και τους ιαπωνικούς χαρακτήρες που σήμαιναν Κεσιτάι.
Αποστολή μας ήταν να διασώσουμε τους κρατουμένους που βρίσκονταν στη φυλακή της Χιροσίμα. Στο δρόμο μας, περάσαμε από ποτάμια που κατέβαζαν σωρούς πτώματα. Μην μπορώντας να αντέξουν τη θερμότητα που προκάλεσε η έκρηξη, οι άνθρωποι έπεφταν μέσα στα ποτάμια. Όταν φτάσαμε στη φυλακή, δώσαμε τις πρώτες βοήθειες στους κρατουμένους και τους μεταφέραμε με φορτηγά στο νοσοκομείο. Δεν φανταζόμουν ότι ο Κατσούο Μιούρα, ένας Μάρτυρας του Ιεχωβά που διακράτησε τη Χριστιανική ουδετερότητά του στην Ιαπωνία στη διάρκεια του πολέμου, βρισκόταν στη φυλακή εκείνη την εποχή λόγω της θρησκείας του.
Η Πίστη Στους Θεούς Χάθηκε
Μια εβδομάδα αργότερα, έπρεπε να παρουσιαστώ στο Γραφείο Μισθοδοσίας του Μηχανικού Σώματος στη Χιροσίμα. Ενώ προχωρούσα προς το αυτοκίνητο που θα με πήγαινε εκεί, ένα σχολείο της περιοχής μετέδιδε από το κοινοτικό μεγάφωνο μια ειδική εκπομπή. Ήταν η πρώτη φορά που ακουγόταν στο ραδιόφωνο η φωνή του Αυτοκράτορα Χιροχίτο. Στάθηκα προσοχή και άκουσα το διάγγελμά του. Δάκρυα γέμισαν τα μάτια μου και αυλάκωσαν τα μάγουλά μου. Ένιωσα πως μου είχαν κλέψει όλη μου τη δύναμη. Είπε ότι θα ‘υπέφερε το ανυπόφερτο’. Θα έσκυβε το κεφάλι και θα παραδινόταν στις Συμμαχικές Δυνάμεις! Η ασυγχώρητη λέξη «παραδίνομαι» στα χείλη του αυτοκράτορα-θεού!
Ο «θεϊκός» άνεμος δεν φύσηξε ποτέ, και η Ιαπωνία, η «θεϊκή» γη, είχε ηττηθεί. Η πεποίθησή μου στον αυτοκράτορα και στη χώρα είχε κλονιστεί. Οι μέρες κυλούσαν χωρίς σκοπό και ελπίδα. Σκεπτόμενος ότι ο αληθινός Θεός δεν βρισκόταν ανάμεσα στους θεούς στους οποίους είχα πιστέψει, χτύπησα την πόρτα διαφόρων θρησκειών. Ωστόσο, όλες τους τροφοδοτούσαν την ιδιοτέλεια, καθώς τόνιζαν τις θεραπείες μέσω πίστης και το άπληστο κέρδος. Κατέληξα να πιστεύω σ’ ένα δικό μου είδος θρησκείας. Ο υπέρτατος σκοπός της ζωής, συμπέρανα, είναι να δείχνεις αγάπη στον πλησίον σου μέσα από τη δουλειά σου. Κι επειδή δουλειά μου ήταν το εμπόριο ποδηλάτων, προσπαθούσα να πουλάω καλά ποδήλατα σε λογικές τιμές και να προσφέρω γρήγορο σέρβις με ευγενικό τρόπο. Η δουλειά πήρε στην καρδιά μου τη θέση που προηγουμένως κατείχαν οι θεοί.
Βρίσκω τον Αληθινό Θεό
Στις αρχές του 1959, ενώ εργαζόμουν στο μαγαζί μου, με επισκέφτηκε ένα ζευγάρι και μου πρόσφερε τα περιοδικά Σκοπιά και Ξύπνα! Ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά και με επισκέφτηκαν ξανά, λίγες μέρες αργότερα, για να με ενθαρρύνουν να μελετήσω την Αγία Γραφή. Επειδή πάντα ήθελα να μάθω περισσότερα για τον Θεό, συμφώνησα αμέσως. Πρότεινα και στη σύζυγό μου επίσης να συμμετέχει στην εβδομαδιαία μελέτη.
Τελικά, άρχισα να βλέπω ότι είχα πιστέψει σε κάτι που δεν είχε νόημα. Μπορούσα τώρα να διακρίνω πόσο παράλογη ήταν η ένθερμη αφοσίωσή μου σε κάποιον που δεν ήταν σε θέση να παράσχει σωτηρία. Τα εδάφια Ψαλμός 146:3, 4 σάρωσαν και το παραμικρό ίχνος προσκόλλησης στον αυτοκράτορα το οποίο είχε απομείνει στην καρδιά μου. Εκεί λέει: «Μη πεποίθατε επ’ άρχοντας, επί υιόν ανθρώπου, εκ του οποίου δεν είναι σωτηρία. Το πνεύμα αυτού εξέρχεται· αυτός επιστρέφει εις την γην αυτού· εν εκείνη τη ημέρα οι διαλογισμοί αυτού αφανίζονται». Η ανεπιφύλακτη οσιότητα που είχα δείξει στον αυτοκράτορα και στη χώρα κατά τη διάρκεια του πολέμου επρόκειτο τώρα να στραφεί προς τον μεγαλειώδη Παγκόσμιο Κυρίαρχο και τον Πρωτουργό της ζωής, τον Ιεχωβά Θεό.
Ωστόσο, υπήρχε ένα δυσβάσταχτο βάρος στην καρδιά μου. Ήταν η ενοχή αίματος που είχα επισύρει επάνω μου από τις μάχες στην Κίνα—και ιδιαίτερα στη Σιγκαπούρη. Πώς μπορούσα εγώ, ένας άνθρωπος που είχε κηλιδωθεί από το αίμα, να υπηρετήσω τον μεγαλειώδη Παγκόσμιο Κυρίαρχο; Αυτή η απορία μου λύθηκε το 1960, όταν διεξάχθηκε μια συνέλευση περιοχής στο Ιβακούνι, όπου μέναμε. Προσφέραμε κατάλυμα στον ιεραπόστολο Άντριαν Τόμπσον, ο οποίος επισκέφτηκε την πόλη ως επίσκοπος συνέλευσης, και στη σύζυγό του, τη Νορίν. Άρπαξα την ευκαιρία να εκφράσω τις ενδόμυχες ανησυχίες μου αφηγούμενος τις εμπειρίες που είχα στη Σιγκαπούρη. «Έχω επισύρει επάνω μου μεγάλη ενοχή αίματος. Είμαι άξιος της θεϊκής επιδοκιμασίας;» τον ρώτησα. Η απάντησή του ήταν: «Ακολουθείς ίδια πορεία με το Ρωμαίο αξιωματικό του πρώτου αιώνα, τον Κορνήλιο». Τα λόγια του εξάλειψαν και τις τελευταίες επιφυλάξεις που είχα και βαφτίστηκα την επόμενη μέρα μαζί με τη σύζυγό μου.—Πράξεις 10:1-48.
Η Χαρά της Όσιας Υπηρεσίας Προς τον Ύψιστο Θεό
Τι χαρά είναι να μπορώ να υπηρετώ την πιο Μεγαλειώδη Προσωπικότητα του σύμπαντος, τον Ιεχωβά, ο οποίος υπερέχει σε σχέση με όλους τους άλλους θεούς που είχα υπηρετήσει! Και τι προνόμιο είναι να μπορώ να συμμετέχω σε μια πνευματική μάχη ως στρατιώτης του Ιησού Χριστού! (2 Τιμόθεον 2:3) Άρχισα να δείχνω στην οικογένειά μου την αφοσίωσή μου προς τον Θεό. Λίγο καιρό αφότου βαφτίστηκα, άκουσα τυχαία τον πατέρα μου να λέει στη μητέρα μου: ‘Ο Τομίτζι δεν πρόκειται να προσκυνήσει το Βουδιστικό βωμό ούτε θα κάνει πλέον μνημόσυνα στον οικογενειακό μας τάφο’. Βλέπετε, οι Ιάπωνες θεωρούν έκφραση αγάπης το να τηρούν τα παιδιά τους ετήσια μνημόσυνα προς τιμή των γονέων τους. Ακούγοντας τα λόγια του πατέρα μου ένιωσα υποχρεωμένος να μοιραστώ την αλήθεια μαζί του. Μελέτησε την Αγία Γραφή μαζί μου και βαφτίστηκε το φθινόπωρο του 1961, μαζί με την κόρη μου Έικο και το γιο μου Ακινόμπου. Η Μασάκο, η μικρότερη κόρη μου, ακολούθησε το παράδειγμά τους. Η μητέρα μου είχε τη δική της θρησκεία και αρχικά δεν ήθελε να μελετήσει, αλλά έπειτα από αρκετά χρόνια ενώθηκε κι αυτή μαζί μας στην υπηρεσία του Ιεχωβά.
Το 1975 ενώθηκα με τη σύζυγό μου στην ολοχρόνια υπηρεσία ως τακτικός σκαπανέας. Από τότε έχω καταφέρει να υπηρετώ ως στρατιώτης του Ιησού Χριστού στην πρώτη γραμμή του εκκλησιαστικού μετώπου. Όταν αισθάνομαι κάπως κουρασμένος, θυμάμαι το ζήλο που είχα στην υπηρεσία του αυτοκράτορα και της χώρας και λέω μέσα μου: ‘Αν υπηρέτησα τον αυτοκράτορα και τη χώρα με τέτοια αφοσίωση, πώς μπορώ να κάνω λιγότερα στην υπηρεσία του μεγαλειώδους Παγκόσμιου Κυρίαρχου;’ Και ανακτώ δυνάμεις για να συνεχίσω. (Ησαΐας 40:29-31) Δεν υπηρετώ πλέον κάποιον άνθρωπο δεσμευμένος από τα πέντε άρθρα του όρκου, αλλά υπηρετώ τον Ύψιστο Θεό, τον Ιεχωβά, με ολόκαρδη αφοσίωση, βασισμένη σε ακριβή γνώση. Αυτός αξίζει την ολόψυχη οσιότητά μας.—Όπως το αφηγήθηκε ο Τομίτζι Χιρονάκα.
[Υποσημειώσεις]
a Η ημερομηνία της επίθεσης στο Περλ Χάρμπορ ήταν 7 Δεκεμβρίου 1941 για τη Χαβάη, αλλά 8 Δεκεμβρίου για την Ιαπωνία και την Ταϋλάνδη, λόγω της διαφοράς ώρας.
[Εικόνα στη σελίδα 15]
Ο Τομίτζι Χιρονάκα στη διάρκεια του πολέμου
[Εικόνες στη σελίδα 16]
Πολιτοφύλακες καταπολεμούν πυρκαγιές στη μάχη της Σιγκαπούρης
Ο στρατηγός Πέρσιβαλ παραδίνεται στους Ιάπωνες
[Ευχαριστίες]
The Bettmann Archive
[Εικόνα στη σελίδα 17]
Η Χιροσίμα έπειτα από τη ρίψη της ατομικής βόμβας το 1945
[Ευχαριστίες]
USAF photo
[Εικόνα στη σελίδα 18]
Η σύζυγός μου κι εγώ με το βιβλίο που άλλαξε τη ζωή μας—την Αγία Γραφή