Ποιος Προστατεύει την Άγρια Ζωή της Αφρικής;
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΤΗ ΤΟΥ ΞΥΠΝΑ! ΣΤΗ ΝΟΤΙΑ ΑΦΡΙΚΗ
ΕΧΟΥΝ λεχτεί μερικά άσχημα πράγματα για το πώς θεωρούν οι Αφρικανοί την κληρονομιά της άγριας ζωής. ‘Δεν έχουν πραγματική εκτίμηση για αυτήν· απλώς τη θεωρούν πηγή τροφής και χρημάτων’, λένε μερικοί επισκέπτες. Ο λόγος για αυτά τα συμπεράσματα; Τα καταφύγια άγριων ζώων συνήθως είναι γεμάτα Δυτικούς τουρίστες και ελάχιστους ντόπιους. Αλλά ένας αρχηγός Ζουλού στη Νότια Αφρική εξήγησε κάποτε: «Είναι δύσκολο να επισκεφτούν οι μαύροι τα καταφύγια θηραμάτων. Για εμάς, η διατήρηση της άγριας ζωής είναι μια πολυτέλεια που λίγοι μόνο μαύροι έχουν την οικονομική δυνατότητα να απολαύσουν».
Πολλοί Αφρικανοί σήμερα, ανόμοια με τους προγόνους τους, μεγαλώνουν σε φτωχογειτονιές πόλεων, όπου είναι αποκομμένοι από την άγρια ζωή. Επίσης, οι κάτοικοι της υπαίθρου συχνά είναι θύματα της φτώχειας και της εγκατάλειψης. «Μόνο εκείνοι που έχουν γεμάτο στομάχι μπορούν να διασώζουν θηράματα απλώς και μόνο για αισθητικούς, πολιτιστικούς και εκπαιδευτικούς λόγους», εξήγησε ένας φύλακας θηραμάτων σε μια χώρα της Δυτικής Αφρικής.
Παρά τους αρνητικούς αυτούς παράγοντες, η άγρια ζωή είναι δημοφιλές θέμα στην αφρικανική τέχνη, όπως μπορεί να επιβεβαιώσει μια επίσκεψη σε αφρικανικά μαγαζιά με είδη τέχνης. Η αρχαιολογία αποκαλύπτει ότι τα άγρια ζώα ήταν από την αρχαιότητα θέμα της αφρικανικής τέχνης. Δεν αποτελεί αυτό απόδειξη αισθητικής εκτίμησης για την άγρια ζωή;
Εξετάστε την περίπτωση του Άβελ και της Ρεβέκκας οι οποίοι έχουν κάνει πολλές φορές διακοπές σε καταφύγια θηραμάτων στο νότιο τμήμα της Αφρικής. Ωστόσο, και οι δυο μεγάλωσαν σε αστικές περιοχές μαύρων της Νότιας Αφρικής. Η Ρεβέκκα άρχισε να ενδιαφέρεται για την άγρια ζωή χάρη στους δημόσιους ζωολογικούς κήπους του Γιοχάνεσμπουργκ και της Πρετόριας. «Όταν ήμουν παιδί», εξηγεί, «οι μόνες φορές που βλέπαμε άγρια ζώα ήταν όταν επισκεφτόμασταν αυτούς τους ζωολογικούς κήπους».
Η αγάπη του Άβελ για την άγρια ζωή άρχισε κάπως αλλιώς. Αυτός περνούσε συχνά τις σχολικές διακοπές στην ύπαιθρο με τον παππού και τη γιαγιά του. «Ο παππούς μου», αναπολεί, «μου έδειχνε διάφορα ζώα και εξηγούσε τις συνήθειές τους. Θυμάμαι που μου έλεγε για το μελιφάγο και ένα έξυπνο μικρό πουλί, το μελισσοδείκτη, το οποίο, όπως πιστεύεται, οδηγεί ζώα σε κυψέλες». Ο Άβελ αφηγείται την ακόλουθη συναρπαστική εμπειρία που είχε όταν ήταν 12 χρονών.
«Κάποια μέρα, ενώ περπατούσαμε στη σαβάνα, ο παππούς μου μού έδειξε ένα μικρό πουλί που φαινόταν να μας φωνάζει. Ήταν ένας μελισσοδείκτης. Ακολουθήσαμε λοιπόν το πουλί καθώς αυτό πετούσε μπροστά, από θάμνο σε θάμνο. Αυτό συνεχίστηκε πάνω από μισή ώρα. Τελικά το πουλί κάθησε σε ένα κλαδί και σταμάτησε να φωνάζει. Ο παππούς μου είπε ότι τώρα έπρεπε να ψάξουμε τριγύρω για να βρούμε την κυψέλη. Όπως περιμέναμε, σύντομα είδαμε μέλισσες να μπαίνουν σε μια τρύπα κάτω από κάποιο βράχο. Προσεκτικά ο παππούς μου έβγαλε λίγο μέλι. Κατόπιν πήρε ένα κομμάτι κηρήθρα που περιείχε προνύμφες και το άφησε πάνω στο βράχο. Με αυτόν τον τρόπο είπε ευχαριστώ στο πουλί που μας οδήγησε στην κυψέλη».
Αυτή η εκπληκτική σχέση μεταξύ του ανθρώπου και του μικρού μελισσοδείκτη έχει τεκμηριωθεί επαρκώς από ορνιθολόγους. «Ποτέ δεν θα ξεχάσω αυτή την εμπειρία», συνεχίζει ο Άβελ. «Με έκανε να θέλω να μάθω περισσότερα για την άγρια ζωή».
Ένας πρώην πολεμιστής Μασάι από την Τανζανία, ο Σόλομον όλε Σάιμπουλ, ο οποίος αργότερα έγινε υπέρμαχος της διατήρησης της άγριας ζωής, τοποθέτησε σωστά το ζήτημα όταν εξήγησε ευγενικά σε κάποιο Δυτικό συγγραφέα: «Ξέρω πολλούς Αφρικανούς οι οποίοι εκτιμούν, όχι μόνο την οικονομική πλευρά της διάσωσης της άγριας ζωής, αλλά και τις μη υλικές αξίες . . . Αυτοί είναι άνθρωποι—Αφρικανοί—που μπορούν να κάθονται και να παρακολουθούν τη Φύση καθώς εκδηλώνεται με διάφορους ανεπαίσθητους τρόπους. Τον ήλιο που δύει πίσω από τους μενεξεδένιους λόφους, τη θέα της οργιώδους βλάστησης και το τοπίο ποταμών και κοιλάδων, την ποικιλία και την αφθονία των πλασμάτων που απολαμβάνουν πλήρη ελευθερία—όλα αυτά καθώς σχηματίζουν ένα πλήθος συναρπαστικών φαινομένων. Σίγουρα, αυτό το μάλλον λεπτό συναίσθημα δεν περιορίζεται στην Ευρώπη και στην Αμερική».
Ναι, από τους ταπεινούς κατοίκους των αστικών περιοχών ως τους πολύ μορφωμένους επιστήμονες—ποιος μπορεί να μην εντυπωσιαστεί από την κληρονομιά της άγριας ζωής που έχει η Αφρική; Μια Γερμανίδα φοιτήτρια κτηνιατρικής, η οποία επισκέφτηκε πρόσφατα τη Νότια Αφρική και το Εθνικό της Πάρκο Κρούγκερ, είπε τα εξής: «Διαπίστωσα ότι η φύση και η άγρια ζωή είναι το πιο ενδιαφέρον και πιο συναρπαστικό πράγμα αυτής της χώρας. Επειδή στη Γερμανία έχουμε μικρή ποικιλία μεγάλων θηραμάτων και υπάρχει έλλειψη χώρου, η αναψυχή στη φύση και η διατήρησή της σε τέτοια κλίμακα είναι κάτι εντελώς άγνωστο για εμένα».
Τους τουρίστες επίσης τους θέλγουν τα αχανή καταφύγια άγριων ζώων στην Μποτσουάνα, στη Ναμίμπια και στη Ζιμπάμπουε. Αλλά ίσως η μεγαλύτερη συγκέντρωση μεγάλων θηραμάτων στην Αφρική να υπάρχει μέσα και γύρω από το Εθνικό Πάρκο Σερεγκέτι της Τανζανίας και το Καταφύγιο Θηραμάτων Μασάι Μάρα της Κένυας. Αυτά τα ξακουστά πάρκα συνορεύουν και τα ζώα δεν είναι περιφραγμένα. «Μαζί», εξηγεί το περιοδικό Ιντερνάσιοναλ Γουάιλντλάιφ (International Wildlife), «το Σερεγκέτι και το Μάρα υποστηρίζουν έναν από τους μεγαλύτερους πληθυσμούς άγριων ζώων του κόσμου: 1,7 εκατομμύρια γκνου, 500.000 γαζέλες, 200.000 ζέβρες, 18.000 ίλαντ και επιπλέον ένα μεγάλο αριθμό ελεφάντων, λιονταριών και γατόπαρδων».
Ο Τζον Λέτζερ, συντάκτης του περιοδικού Άγρια Ζώα που Απειλούνται με Εξαφάνιση (Endangered Wildlife), της Νότιας Αφρικής, επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Κένυα το 1992 και την περιέγραψε ως ‘όνειρο που γίνεται πραγματικότητα’. Το Μασάι Μάρα, έγραψε ο ίδιος, «πρέπει να μοιάζει με τα τοπία του χθες, τα οποία αντίκρισε ο Κορνγουόλις Χάρις [συγγραφέας και κυνηγός του 19ου αιώνα] καθώς εξερευνούσε το εσωτερικό της Νότιας Αφρικής στη δεκαετία του 1820. Κυματιστά λιβάδια, σκόρπιες ακακίες και πολυάριθμα άγρια ζώα, ως εκεί που φτάνει το μάτι!»
Σκιά της Δόξας του Παρελθόντος
Δυστυχώς, σε μεγάλο μέρος της Αφρικής σήμερα, βλέπουμε πολύ λιγότερα ζώα από όσα είδαν οι Ευρωπαίοι άποικοι τους περασμένους αιώνες. Για παράδειγμα, το 1824 εγκαταστάθηκε ο πρώτος λευκός εκεί που αργότερα ιδρύθηκε η βρετανική αποικία Νατάλ (τώρα επαρχία της Νότιας Αφρικής). Η μικρή αποικία έβριθε από τόσα άγρια ζώα ώστε τα κυνηγετικά τρόπαια και άλλα προϊόντα από άγρια ζώα ήταν το κύριο εμπόριό της. Σε ένα χρόνο, 62.000 δέρματα γκνου και ζεβρών στάλθηκαν στο εξωτερικό από το λιμάνι Ντέρμπαν, και ένα άλλο έτος εξάχθηκαν πάνω από 19 τόνοι ελεφαντόδοντο, ποσότητα που αποτέλεσε ρεκόρ. Σύντομα, ο πληθυσμός των λευκών είχε ξεπεράσει τις 30.000, αλλά τα περισσότερα θηράματα είχαν αφανιστεί. «Έχουν μείνει ελάχιστα θηράματα», ανέφερε ένας δικαστής του Νατάλ το 1878.
Την ίδια θλιβερή ιστορία μπορεί να ακούσει κανείς και σε άλλα μέρη της Αφρικής όπου οι αποικιακές κυβερνήσεις επέτρεψαν να συνεχιστεί η καταστροφή της άγριας ζωής κατά το μεγαλύτερο διάστημα του 20ού αιώνα. Εξετάστε την περίπτωση της Ανγκόλας, η οποία απέκτησε ανεξαρτησία από την Πορτογαλία το 1975. «Το ιστορικό του πρώην αποικιοκρατικού καθεστώτος», γράφει ο Μάικλ Μέιν στο βιβλίο του Καλαχάρι (Kalahari), «δεν είναι εντυπωσιακό. Προκειμένου να διαθέσει την περιοχή Ουίλα για εκτροφή βοοειδών, η διαβόητη Νομοθετική Πράξη Υπ’ Αριθμόν 2242 του 1950 ανακήρυξε την περιοχή ζώνη ελεύθερου κυνηγιού. Ως αποτέλεσμα, έλαβε χώρα μαζική σφαγή θηραμάτων . . . Ουσιαστικά κάθε μεγάλο θηλαστικό εξολοθρεύτηκε. Έχει υπολογιστεί ότι η σφαγή περιέλαβε 1.000 μαύρους ρινόκερους, αρκετές χιλιάδες καμηλοπαρδάλεις και δεκάδες χιλιάδες γκνου, ζέβρες και βουβάλια. Αυτή η Νομοθετική Πράξη παρέμεινε σε ισχύ σχεδόν δυόμισι χρόνια και, μέχρι να ανακληθεί, η ζημιά είχε γίνει, και δεν είχε απομείνει κανένα ζώο».
Αλλά ποια είναι η κατάσταση σήμερα, και τι είδους μέλλον περιμένει την άγρια ζωή της Αφρικής;
[Πλαίσιο στη σελίδα 5]
Κερδοφόρα Καταφύγια Άγριων Ζώων
Τα καταφύγια θηραμάτων και τα εθνικά πάρκα της Αφρικής είναι διασκορπισμένα σε αυτή την αχανή ήπειρο σε έκταση που, όπως υπολογίζεται, είναι συνολικά 850.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Αυτό ισοδυναμεί με μια περιοχή πολύ μεγαλύτερη από τη Βρετανία και τη Γερμανία μαζί.
Σε πολλά από αυτά τα καταφύγια άγριων ζώων, μπορείτε να δείτε αυτά που αποκαλούνται «τα πέντε μεγάλα είδη»—ελέφαντες, ρινόκερους, λιοντάρια, λεοπαρδάλεις και βουβάλια. Από τους μεγαλοπρεπείς αετούς που διασχίζουν τον ουρανό ως τα ταπεινά σκαθάρια των περιττωμάτων που κυλούν κατά μήκος των δρόμων τις μπάλες που φτιάχνουν από κοπριά, υπάρχουν πολυάριθμα πλάσματα που γοητεύουν το μάτι.
Χιλιάδες τουρίστες από το εξωτερικό εκτιμούν αυτή την άγρια ζωή. Κάθε χρόνο αυτοί αφήνουν πάνω από ένα δισεκατομμύριο δολάρια (περ. 200 δισ. δρχ.) σε χώρες που ενδιαφέρονται να ελκύσουν όσους αγαπούν την άγρια ζωή. Πράγματι, τα καταφύγια άγριων ζώων είναι κερδοφόρα.
[Εικόνα στη σελίδα 4]
Όχι και τόσο παλιά, αμέτρητες χιλιάδες άγριων ζώων σκοτώνονταν κάθε χρόνο στη Νότια Αφρική για τρόπαια και δέρματα
[Ευχαριστίες]
Courtesy Africana Museum, Johannesburg