ΝΥΧΤΕΡΙΔΑ
[εβρ., ‛αταλλέφ].
Ιπτάμενο θηλαστικό που, αν εξαιρέσουμε τα μεγάλα φτερά του από μεμβρανώδες δέρμα, μοιάζει με ποντικό. Οι Γραφές κατατάσσουν τη νυχτερίδα στα ακάθαρτα ιπτάμενα πλάσματα που δεν έπρεπε να τρώνε οι Ισραηλίτες. (Λευ 11:19· Δευ 14:18) Περίπου 20 είδη νυχτερίδων (Χειρόπτερα) υπάρχουν στο Ισραήλ σήμερα.
Τις ώρες της ημέρας οι νυχτερίδες συνήθως κουρνιάζουν με το κεφάλι προς τα κάτω σε σκοτεινές σπηλιές ή σε έρημα κτίρια, ενώ όταν πέσει το σκοτάδι βγαίνουν να κυνηγήσουν για την τροφή τους τις ώρες της νύχτας. Όταν κουρνιάζουν πάρα πολλές νυχτερίδες σε ένα μέρος, επικρατεί μια αποκρουστική μυρωδιά ποντικού. Σε μερικές σπηλιές η κοπριά των νυχτερίδων έχει συσσωρευτεί σε στρώματα αρκετά μεγάλου πάχους, αποτελώντας πολύτιμη πηγή λιπάσματος. Αναμφίβολα, ο λόγος για τον οποίο ο προφήτης Ησαΐας αναφέρει ότι οι χρυσοί και ασημένιοι θεοί θα πετάγονταν στις νυχτερίδες είναι η συνήθεια που έχει η νυχτερίδα να κουρνιάζει σε σκοτεινά μέρη. Το μόνο που αξίζουν όλα αυτά τα είδωλα είναι ένα μέρος σκοταδιού και ακαθαρσίας, και όχι τις θέσεις τιμής και εξοχότητας τις οποίες τους αποδίδουν οι εξαπατημένοι λάτρεις τους.—Ησ 2:20.