ΨΥΛΛΟΣ
[εβρ., παρ‛ός].
Μικροσκοπικό, άπτερο, παρασιτικό έντομο. Οι ψύλλοι έχουν συνήθως καστανοκόκκινο χρώμα, τα μπροστινά και τα μεσαία πόδια τους είναι κοντά, ενώ τα πίσω μακριά. Τα δυνατά και σκληρότριχα πόδια του ψύλλου, καθώς και οι επίπεδες πλευρές του, του δίνουν τη δυνατότητα να κινείται με ευκολία και ταχύτητα ανάμεσα στις τρίχες ή στα φτερά του ξενιστή του. Οι κοντές τρίχες που έχουν κατεύθυνση προς τα πίσω και καλύπτουν το ωοειδές σώμα αυτού του εντόμου, όχι μόνο επιτρέπουν στον ψύλλο να κινείται άνετα προς τα εμπρός, αλλά επίσης δυσκολεύουν περισσότερο το θύμα όταν αυτό προσπαθεί να τον απομακρύνει. Το μικρό κεφάλι του διαθέτει ένα ρύγχος το οποίο ο ψύλλος χρησιμοποιεί για να διατρυπάει το δέρμα του θύματός του, προκαλώντας του αιμορραγία. Η αλτική του ικανότητα είναι αξιοθαύμαστη. Μολονότι το μήκος του είναι μικρότερο από 0,3 εκ., ο ψύλλος που παρασιτεί στον άνθρωπο μπορεί να κάνει άλματα μεγαλύτερα από 30 εκ. εις μήκος και σχεδόν 20 εκ. εις ύψος. Η ποικιλία του ψύλλου που αναφέρεται στην Αγία Γραφή είναι κατά πάσα πιθανότητα ο λεγόμενος ψύλλος ο ερεθιστικός (Pulex irritans).
Στις Γραφές ο ψύλλος μνημονεύεται μόνο δύο φορές. Όταν ο Δαβίδ καταδιωκόταν από τον Βασιλιά Σαούλ, απηύθυνε στο βασιλιά την ερώτηση: «Ποιον καταδιώκεις; . . . Έναν ψύλλο;» Παραβάλλοντας τον εαυτό του με ψύλλο, ο Δαβίδ τόνισε τη μικρότητά του σε σύγκριση με τον Σαούλ, δείχνοντας έτσι ότι δεν ήταν αντάξιο του βασιλιά να τον καταδιώκει. (1Σα 24:14) Το εδάφιο 1 Σαμουήλ 26:20 μεταδίδει μια παρόμοια σκέψη, αλλά η Μετάφραση των Εβδομήκοντα, αντί για «έναν ψύλλο», λέει τὴν ψυχήν μου.