ΝΕΡΟΜΟΛΟΧΑ
[εβρ., χαλλαμούθ].
Πολυετές φυτό που συγγενεύει στενά με τη δεντρομολόχα. Οι ξυλώδεις βλαστοί της νερομολόχας (αλθαία η φαρμακευτική [Althaea officinalis]) φτάνουν σε ύψος μέχρι και τα 1,8 μ. Τα μεγάλα, πλατιά φύλλα της είναι πριονωτά και καταλήγουν σε αιχμηρό άκρο. Τόσο οι βλαστοί όσο και τα φύλλα καλύπτονται από απαλό χνούδι. Τα λουλούδια έχουν αχνορόδινο χρώμα, πέντε πέταλα και διάμετρο γύρω στα 5 εκ. Σε καιρούς πείνας, η λευκή, κονδυλώδης ρίζα της νερομολόχας έχει χρησιμεύσει ως τροφή. Στη μοναδική περίπτωση που αναφέρεται η νερομολόχα στην Αγία Γραφή, γίνεται νύξη του γεγονότος ότι είναι άνοστη.—Ιωβ 6:6.
Ο εβραϊκός όρος χαλλαμούθ, ο οποίος εμφανίζεται μόνο στο εδάφιο Ιώβ 6:6, έχει αποδοθεί με διάφορους τρόπους: «αβγό» (AS, KJ, ΒΑΜ, ΜΠΚ, ΦΙΛ), «αντράκλα» (AT, ΛΧ) και, όπως ορίζεται στο λεξικό της εβραϊκής και της αραμαϊκής των Λ. Κέλερ και Β. Μπαουμγκάρτνερ, «νερομολόχα» (Λεξικό των Βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης [Lexicon in Veteris Testamenti Libros], Λέιντεν, 1958, σ. 304).