ΜΥΓΑΛΕΣ
(μυγαλές) [εβρ., χαφαρπαρώθ].
Μικρά ποντικόμορφα ζώα που καλύπτονται από λεπτό, κοντό τρίχωμα. Η λέξη της πρωτότυπης γλώσσας πιστεύεται ότι παράγεται από μια ρίζα η οποία σημαίνει «σκάβω» (Γε 26:15), και γι’ αυτό αρκετοί λόγιοι πιθανολογούν ότι μπορεί να υποδηλώνει οποιοδήποτε από διάφορα ζώα που σκάβουν φωλιές στο έδαφος, όπως οι αρουραίοι, οι ποντικοί, οι τυφλοπόντικες, οι δίποδες και τα παρόμοια. Ωστόσο, σύμφωνα με τους Κέλερ και Μπαουμγκάρτνερ, η λέξη χαφαρπαρώθ αναφέρεται στις «μυγαλές».—Λεξικό των Βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης (Lexicon in Veteris Testamenti Libros), Λέιντεν, 1958, σ. 322.
Αυτά τα πλάσματα έχουν μακρύ και λεπτό ρύγχος, μικροσκοπικά μάτια και στρογγυλά αφτιά γεμάτα ζάρες. Με την ακατάσχετη όρεξή τους, μπορεί να καταβροχθίζουν καθημερινά τροφή που ξεπερνάει το βάρος τους. Τρέφονται κυρίως με έντομα και σκουλήκια, μολονότι τρώνε και μικρά ζώα ισομεγέθη ή και μεγαλύτερα από τις ίδιες, λόγου χάρη ποντίκια. Σύμφωνα με τον Ι. Ααρώνι, οι μυγαλές που αναφέρονται στο εδάφιο Ησαΐας 2:20 είναι του είδους Crocidura religiosa.—Όσιρις (Osiris), Μπριζ, 1938, Τόμ. 5, σ. 463.