Ευσυνείδητοι στο να Κάνωμε το Καλό σε Όλους
ΑΝ ΕΡΓΑΖΟΣΑΣΤΕ σε μια αγορά κρέατος, θα πωλούσατε ένα χαλασμένο κομμάτι κρέας: Ή θα κατευθύνατε ένα πεζοπόρο τη νύχτα να πάρη ένα δρόμο που ξέρετε ότι περνά από μια πολύ επικίνδυνη περιοχή μεγάλων εγκλημάτων;
Είναι απίθανον ότι θα εκάνατε τέτοια πράγματα. Γιατί; Για ένα λόγο, διότι η συνείδησίς σας—η εσωτερική σας αίσθησις του ορθού και του εσφαλμένου—σας λέγει ότι αυτές οι πράξεις είναι κακές.
Εν τούτοις, ένα άτομο λόγω της μορφώσεως και του περιβάλλοντός του, μπορεί να κάμη πράγματα που είναι κακά σύμφωνα με τον νόμο του Θεού χωρίς αυτό να ενοχλή τη συνείδησί του. Αλλ’ ένας Χριστιανός πρέπει κατάλληλα να κάνη προσαρμογές όταν μαθαίνη πώς βλέπει ο Θεός τα πράγματα. Η εσωτερική του αίσθησις για τα τι είναι ορθό και τι είναι εσφαλμένο πρέπει να τον υποκινή να κάνη ό,τι ευαρεστεί τον Θεό. Το κάνει αυτό η δική σας συνείδησις; Είσθε ευσυνείδητος στο να κάνετε το καλό σε όλους;—Γαλ. 6:10.
ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΚΑΠΝΟΥ
Στα πρόσφατα χρόνια πολλά δημοσιεύθηκαν σχετικά με τον καπνό που ετόνιζαν ότι είναι επιβλαβής στην υγεία. Πραγματικά, το Βασιλικό Ιατρικό Κολλέγιο της Μεγάλης Βρεττανίας είπε τα εξής σχετικά: «Το κάπνισμα σιγαρέττων είναι τώρα μια τόσο σοβαρή αιΤια θανάτου όσο ήσαν τα μεγάλα επιδημικά νοσήματα, όπως λόγου χάριν ο τυφοειδής πυρετός, η χολέρα και η φυματίωσις που εμάστιζαν τις προγενέστερες γενεές αυτής της χώρας.» Επίσης ένας που επιμένει να καπνίζη δεν ζη σύμφωνα με τη νουθεσία της Αγίας Γραφής να ‘καθαρίζη τον εαυτό του από κάθε μολυσμό σαρκός και πνεύματος εκπληρών αγιωσύνη με φόβο Θεού.’—2 Κορ. 7:1.
Έχοντας αυτό υπ’ όψιν ευαρεστείται ο Θεός αν ένας καλλιεργή καπνό που χρησιμοποιείται και ο οποίος πραγματικά σιγά σιγά δηλητηριάζει τους ανθρώπους και βλάπτει την υγεία τους;
Πολλοί Χριστιανοί τους τελευταίους μήνες και τα τελευταία χρόνια κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούν ευσυνείδητα να καλλιεργούν καπνό. Ένας διακονικός υπηρέτης της εκκλησίας μαρτύρων του Ιεχωβά στο Χάροντσμπουργκ του Κεντώκυ γράφει:
«Επί εικοσιένα χρόνια ο καπνός υπήρξε η κυριώτερη πηγή του εισοδήματός μας. Αφότου ήλθαμε σε γνώσι της αληθείας της Αγίας Γραφής τα τελευταία χρόνια, αισθανθήκαμε ότι η καλλιέργεια του καπνού δεν ήταν σωστό πράγμα, εφόσον το κάπνισμα είναι ανΤιθετο με τις αρχές της Αγίας Γραφής. Εν τούτοις μόνο τον Απρίλιο του 1971 πήραμε την απόφασι να μην καλλιεργούμε πια τον καπνό. Το επόμενο έτος 1972 νοικιάσαμε σε άλλα άτομα την έκτασι της καπνοφυτείας μας, που είναι ένας κλήρος ή δικαίωμα από την κυβέρνησι να καλλιεργούμε ωρισμένη ποσότητα καπνού.
«Αλλά τώρα η συνείδησίς μας δεν μας επιτρέπει να το κάνωμε αυτό, διότι έτσι θα εξακολουθούσαμε να κερδίζωμε χρήματα από τον καπνό. Γι’ αυτό αποφασίσαμε να εγκαταλείψωμε εντελώς το δικαίωμά μας καλλιέργειας καπνού.»
Αν ήσαστε καπνοκαλλιεργητής, θα παίρνατε μια παρόμοια απόφασι; Οι μάρτυρες του Ιεχωβά δεν επεχείρησαν να θεσπίσουν κανόνες και κανονισμούς για το ποιος μπορεί και ποιος δεν μπορεί να κάμη κάτι σ’ αυτά τα ζητήματα του επαγγέλματος. Αλλά σε πολλές περιπτώσεις η συνείδησις των ανθρώπων τους υπεκίνησε να υποστούν υλική ζημία μάλλον παρά να εμπλακούν με οποιονδήποτε τρόπο στην καλλιέργεια του καπνού. Ένας πρεσβύτερος της εκκλησίας του Στάνφορντ του Κεντώκυ εξηγεί τις σκέψεις του για οποιαδήποτε συμμετοχή του στην καλλιέργεια καπνού:
«Στα τελευταία δεκατρία χρόνια είχα νοικιάσει σε διαφόρους την έκτασι της καπνοφυτείας μου, και ελάμβανα το ήμισυ των εισπράξεων. Εν τούτοις καταλάβαινα ότι δεν ήταν σωστό να παίρνω εισόδημα από ένα προϊόν που αποδείχθηκε ότι είναι επιζήμιο στην υγεία. Ακόμη δεν μπορώ ευσυνείδητα να νοικιάζω την έκτασι της καπνοφυτείας μου σε άλλον καλλιεργητή—έστω και αν δεχόμουν να μη λαμβάνω τίποτα σε αντάλλαγμα. Δεν πρόκειται πια να έχω καμμιά απολύτως σχέσι με τον καπνό.»
Επίσης ένας από τους μάρτυρας του Ιεχωβά στο Μπρουκς του Κεντώκυ γράφει: «Μόλις είδα την εικόνα στη Σκοπιά που παρίστανε τον άνθρωπο και τον όγκο του καπνού με το ερώτημα, ‘Είναι συνεπές να μιλούμε για αγάπη προς τον πλησίον και ωστόσο να παράγωμε καπνό που μπορεί να καταστρέψη την υγεία του πλησίον μας;’ αυτό ήταν για μένα. Έσπειρα την έκτασι της φυτείας του καπνού με τριφύλλι. Δεν έχω πια καπνό σε οποιαδήποτε μορφή.»
ΜΙΑ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ
Δεν είναι όμως εύκολο για μερικούς να κάνουν μια τέτοια προσαρμογή. Όλος ο πόρος της ζωής των εξηρτάτο από τον καπνό. Για να διατηρήσουν λοιπόν μια καθαρή συνείδησι χρειάσθηκε πραγματική πίστις. Αυτό πιστοποιείται από το παράδειγμα του Χριστιανού πρεσβυτέρου της πόλεως Ουίλμορ του Κεντώκυ, ο οποίος γράφει:
«Εγκαταλείπω το αγρόκτημα ύστερ’ από πολλά χρόνια. Ήμασταν κτηνοτρόφοι, γεωργοί και καπνοκαλλιεργηταί. Επειδή η εργασία μας ήταν σε ξένα κτήματα, ο γαιοκτήμων ήθελε πάντοτε την καλλιέργεια του καπνού. Αφού μελέτησα προσεκτικά τη Σκοπιά με συνείδησι, είδα ότι δεν μπορούμε πια να καλλιεργούμε καπνό, διότι διακρίνομε ότι αυτό δεν θα ήταν σε αρμονία με το να δείχνωμε αγάπη στον συνάνθρωπό μας.
«Δεν είμαι σωματικά ικανός να πιάσω μια άλλη δουλειά. Σε λίγο πρόκειται να εγκαταλείψωμε το αγρόκτημα, γνωρίζοντας ότι με τη βοήθεια του Ιεχωβά η σύζυγός μου κι εγώ θα μπορέσωμε να συντηρηθούμε μέσα στο λίγο χρονικό διάστημα που απομένει γι’ αυτό το παλαιό σύστημα πραγμάτων.»
Αν η συνείδησίς σας ανταπεκρίνετο έτσι κάτω από παρόμοιες περιστάσεις, θα είχατε την πίστι να κάμετε μια τέτοια προσαρμογή στο επάγγελμά σας; Τι θα εγίνετο αν είχατε μια μεγάλη οικογένεια να συντηρήσετε; Ένας από τους μάρτυρας του Ιεχωβά στην εκκλησία Ουίλλιαμστάουν του Κεντώκυ εξηγεί την αιτία για την οποία έλαβε αυτή την προσωπική απόφασι:
«Η σύζυγός μου κι εγώ και τα έξη παιδιά μας από χρόνια κατοικούσαμε σε αγρόκτημα της Κομητείας Όουεν του Κεντώκυ. Το επάγγελμά μου περιελάμβανε την φυτεία και καλλιέργεια δώδεκα στρεμμάτων καπνού εκτός από την εργασία του ξυλουργού στο αγρόκτημα, που μεγάλο μέρος της εργασίας συνίστατο στη διαμόρφωσι των καπναποθηκών. Μου παρεσχέθη κατοικία για μένα και τη σύζυγο και τα τέκνα μας ως μέρος της πληρωμής μου από τον εργοδότη μου, και έτσι μπορούσαμε να αισθανώμεθα ασφάλεια και άνεσι.
«Εν τούτοις, όταν εδιάβασα το άρθρο της Σκοπιάς της 1ης Οκτωβρίου 1972 περί συνειδήσεως κατάλαβα ότι δεν θα μπορούσα να συνεχίσω την καλλιέργεια του καπνού ή την εργασία μου στις καπναποθήκες και ωστόσο να έχω μια αγαθή συνείδησι ενώπιον του Ιεχωβά. Γι’ αυτό με την πρώτη ευκαιρία εξήγησα στον προϊστάμενο του αγροκτήματος ότι δεν θα μπορούσα να καλλιεργήσω άλλη ποσότητα καπνού ή να εργασθώ στις αποθήκες καπνού για λόγους συνειδήσεως, και εκείνος το δέχθηκε.
«Καταλαβαίνω πλήρως ότι αυτό σημαίνει έξωσι από την αγροτική κατοικία που μου είχε παραχωρήσει ο εργοδότης μου και ότι θα πρέπει να βρω ένα νέο είδος κοσμικής εργασίας για να συντηρήσω την οικογένειά μου. Δεν έχω αμφιβολίες ούτε φόβο να κάμω αυτή τη προσαρμογή, διότι γνωρίζω ότι ο Ιεχωβά αληθινά φροντίζει για κείνους που είναι πρόθυμοι να υπακούουν σ’ αυτόν.»
Σε άλλες περιπτώσεις προσωπικά αισθήματα συνειδήσεως υποκίνησαν μερικούς μάρτυρας του Ιεχωβά να εγκαταλείψουν εργασίες των σε εταιρίες σιγαρέττων και πούρων. Μια Μάρτυς, που εργαζόταν δεκαέξη χρόνια στη Γενική Εταιρία Πούρων στο Κίνγκστον της Πενσυλβανίας εξήγησε τα προσωπικά της αισθήματα μ’ αυτόν τον τρόπο: «Η κατασκευή πούρων δεν εσήμαινε ζωή σύμφωνα με την εντολή του Ιησού ‘ν’ αγαπούμε τον πλησίον μας σαν τον εαυτό μας’.»
ΤΥΧΕΡΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ
Τι θα λεχθή για τα τυχερά παιχνίδια; Η προώθησίς των επίσης θα μπορούσε να παραβληθή πραγματικά με το να κατευθύνωμε ένα άτομο σε μια περιοχή όπου η ζωή του θα διέτρεχε σοβαρό κίνδυνο;
Ένας που επί πολλά χρόνια είχε τη θέσι του «γρουπιέρη» στο Λας Βέγκας, και έφθασε μάλιστα να είναι επί κεφαλής τέτοιων ατόμων σημειώνει τα εξής: «Το χαρτοπαίγνιο διεγείρει την απληστία. Έχω παρακολουθήσει γρουπιέρηδες να κλέβουν ο ένας τον άλλον και από το καζίνο. Άνθρωποι χάνουν σπίτια, οικογένειες και κάθε αυτοσεβασμό, σ’ ένα παιχνίδι με ζάρια.»
Αυτός ο προϊστάμενος της λέσχης του Λας Βέγκας εκέρδιζε 25.000 δολλάρια το έτος. Αλλά κατόπιν άρχισε να μελετά τη Γραφή με μάρτυρας του Ιεχωβά και έμαθε τη θεία άποψι των πραγμάτων. Κατάλαβε ότι ποτέ δεν θα μπορούσε να γίνη ένας αληθινός ακόλουθος του Ιησού Χριστού ενόσω έκανε μια εργασία η οποία συνεδέετο άμεσα με τυχερά παιχνίδια. Για να κάμη ένα βήμα προς την απόκτησι καθαρής συνειδήσεως, εγκατέλειψε τη θέσι του και βρήκε μια άλλη εργασία. Υπάρχουν πολλές παρόμοιες πείρες. Ένας κάτοικος της πόλεως Ρένο της Νεβάδας γράφει:
«Η σύζυγός μου κι εγώ ήμαστε «γρουπιέρηδες» στη Λέσχη Χάρολντ, καλά κατατοπισμένοι στους κοσμικούς τρόπους ενεργείας. Δεν ήταν ασύνηθες πράγμα για ένα φίλο «γρουπιέρη» να πάρη στο σπίτι του πολλές εκατοντάδες δολλαρίων ύστερ’ από μια αλλαγή στη δουλειά. Ένας συντηρητικός υπολογισμός του κοινού μας εισοδήματος ήταν 40.000 δολλάρια το έτος.
«Κατόπιν στο έτος 1968 είχαμε το προνόμιο να μάθωμε τις αλήθειες του Λόγου του Θεού. Ύστερ’ από πολλές Γραφικές μελέτες καταλάβαμε ότι έπρεπε να κάνωμε μια αλλαγή στο επάγγελμά μας. Επειδή δεν είχα καμμιά μόρφωσι ούτε κανένα επάγγελμα, στην αρχή δυσκολεύθηκα να βρω μια ικανοποιητική εργασία, αλλά ύστερα από επιμονή στις προσπάθειές μου και στις προσευχές στον Ιεχωβά, έγινα οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου και μπορώ τώρα επαρκώς να συντηρώ την οικογένειά μου.»
Πόσο ευσυνείδητοι είσθε σεις στο να κάνετε το καλό σε όλους; Θα είχατε την προθυμία να εγκαταλείψετε μια θέσι με καλό μισθό για ν’ αποφύγετε να κάνετε μια εργασία η οποία συντείνει άμεσα στην ενθάρρυνσι της απληστίας και της ανηθικότητος;
ΕΚΔΗΛΩΣΙΣ ΣΕΒΑΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ
Η κατασκευή μέσων καταστροφής συμβιβάζεται με το να κάνωμε το καλό σε όλους; Θα επέτρεπε η συνείδησίς σας να μετέχετε στην κατασκευή τέτοιων μέσων;
Ένας που εργαζόταν σε μια επιχείρησι των Ηνωμένων Πολιτειών που ησχολείτο στην κατασκευή πολεμικών μέσων ανησύχησε απ’ αυτό το ερώτημα όταν άρχισε να μελετά την Αγία Γραφή. «Καθώς εξακολούθησα να μελετώ,» εξήγησε, «σκεπτόμουν αν κανείς με ρωτούσε πού εργαζόμουν, πώς θα μπορούσα να του πω ότι αγαπώ τον πλησίον μου όταν μετέχω στην κατασκευή πραγμάτων που βλάπτουν τους άλλους;» Γι’ αυτό εγκατέλειψε την καλοπληρωμένη εργασία του και βρήκε άλλη εργασία.
Πολλοί άλλοι έκαμαν το ίδιο. Ένας επιθεωρητής συντηρήσεως σε μια στρατιωτική εγκατάστασι στην Άλμπανυ, της Γεωργίας, βρήκε άλλη εργασία επειδή κατάλαβε ότι αν ήθελε να είναι ακόλουθος του Ιησού Χριστού, του Άρχοντος της Ειρήνης, δεν θα μπορούσε πια να συνδέεται με πολεμικές προπαρασκευές. (Ησ. 2:2-4· 9:6, 7) Και ένας άλλος που εργαζόταν στην Αεροπορική Βάσι του Ρόμπινς εγκατέλειψε την εργασία του για παρομοίους λόγους. Είπε: «Τώρα κάνω έργο συντηρήσεως αλλού και παίρνω περίπου τα μισά απ’ όσα συνήθως έπαιρνα.»
Ένα άτομο αντιμετωπίζει πολλές αποφάσεις που σχετίζονται με τη διαγωγή του και την εκλογή εργασίας. Υπάρχουν πράγματα τα οποία ειδικώς καταδικάζονται μέσα στην Αγία Γραφή, όπως είναι η κλοπή και το ψεύδος. (Εφεσ. 4:28· Κολ. 3:9) Υπάρχουν και Βιβλικές αρχές που τονίζουν ότι είναι ακατάλληλο να μολύνωμε τα σώματά μας, πράγμα που δείχνει καθαρά ότι η μόλυνσις του σώματός μας με βλαβερά προϊόντα όπως είναι ο καπνός είναι κακή πράξις.—2 Κορ. 7:1.
Εν τούτοις σε μερικά ζητήματα τα πράγματα δεν είναι τόσο σαφή και πρέπει ατομικά να κατευθυνώμεθα από τη συνείδησί μας ως προς το τι θα κάνωμε. Όταν η συνείδησίς μας ενοχλήται από πράγματα τα οποία κάνομε, πώς θ’ ανταποκριθούμε; Σε τι βαθμό η αγάπη μας προς τον πλησίον θα επηρεάση τις αποφάσεις που λαμβάνομε; Είμεθα πρόθυμοι να κάνωμε θυσίες για να κάνωμε ό,τι είναι ευάρεστο στον Θεό και να διατηρήσωμε μια καθαρή συνείδησι; Ο Ιεχωβά Θεός θα ευλογήση αιώνια στο δίκαιο νέο του σύστημα εκείνους που ενεργούν έτσι ώστε να έχουν μια καθαρή συνείδησι ενώπιόν του.—1 Ιωάν. 2:17· 2 Πέτρ. 3:13.