Εναρμόνισις της Εργασίας μας με ‘Αγάπη για τον Πλησίον’
Πριν από ογδόντα χρόνια και πλέον το περιοδικό Σκοπιά (Απρίλιος, 1891) εδημοσίευσε μια επιστολή στην οποία ένας από τους αναγνώστας του είπε πως εγκατέλειψε τη χρήσι του καπνού «με τη βοήθεια του Κυρίου». Από τότε Η Σκοπιά σε πολλές περιπτώσεις ενεθάρρυνε και άλλους ν’ απαλλαγούν απ’ αυτή τη μορφή δουλείας.—1 Αυγ. 1895 (Αγγλ.)· 15 Νομ. 1905 (Αγγλ.)· 1 Φεβρ.1912 (Αγγλ.)· 1 Μαρτ. 1935 (Αγγλ.)· 1 Ιουλ. 1942 (Αγγλ.)· 15 Φεβρ. 1950 (Αγγλ.)· 1 Απρ. 1954 (Αγγλ.)· 15 Μαΐου 1969· 1 Φεβρ. 1972.
Στο πέρασμα των ετών το φως της αληθείας πάνω σ’ αυτό το θέμα εγίνετο ολοένα λαμπρότερο, ώσπου οι μάρτυρες του Ιεχωβά είδαν καθαρά πού πρέπει να στέκουν σήμερα οι Χριστιανοί σ’ αυτό το ζήτημα. Η Σκοπιά της 1 Ιουνίου 1973, παρουσίασε τους Γραφικούς λόγους για τους οποίους είναι κακό να χρησιμοποιήται προσωπικά ο καπνός και έδειξε ότι οι βαπτισμένοι Χριστιανοί που κάνουν χρήσι καπνού πρέπει ν’ αποβάλλωνται από τη Χριστιανική εκκλησία. Στους βαπτισμένους που χρησιμοποιούσαν καπνό δόθηκε μια λογική περίοδος χρόνου για να παύσουν αυτή τη συνήθεια.
Η Σκοπιά της 1 Οκτωβρίου 1973 έδωσε παραδείγματα αφιερωμένων Χριστιανών οι οποίοι, αναγνωρίζοντας τα βλαβερά αποτελέσματα του καπνίσματος στην ανθρώπινη οικογένεια, σύμφωνα με τη συνείδησί των αρνήθηκαν να καλλιεργούν πια τον καπνό. Τονίσθηκε επίσης ότι μερικοί εγκατέλειψαν την εργασία των σε εταιρίες βιομηχανίας και διαθέσεως σιγάρων, σιγαρέττων και προϊόντων καπνού.
Η Διακονία της Βασιλείας Νοεμβρίου 1973 περιείχε επίσης ένα άρθρο για το πώς οι καπνισταί πρέπει να θεωρούνται από τη Χριστιανική εκκλησία.
Από τότε γεννήθηκαν μερικά ερωτήματα σχετικά με την καλλιέργεια, την πώλησι και τη διάθεσι καπνού και προϊόντων καπνού εν σχέσει με την εργασία ενός ατόμου. Υπάρχουν μερικά είδη εργασίας που είναι πολύ καθαρά σε φανερή αντίθεσι με τους κανόνας της Αγίας Γραφής. Έτσι, οι μάρτυρες του Ιεχωβά από πολύν καιρό αρνήθηκαν ν’ αναγνωρίζουν ως παραδεκτά μέλη της εκκλησίας άτομα που ζουν με τα τυχερά παίγνια, ή κατασκευάζουν ειδωλολατρικά αντικείμενα, ή κάνουν μια εργασία που είναι σε άμεση αντίθεσι με τους τρόπους της ειρήνης που περιγράφονται στον Ησαΐα 2:4. Όταν η εργασία ενός ατόμου είναι σαφώς αντίθετη στους Βιβλικούς κανόνας, μπορεί δικαιωματικά να έχη ως αποτέλεσμα την απόρριψι αυτού του ατόμου από την εκκλησία, την αποκοπή του. Η ίδια η Αγία Γραφή θέτει τον κανόνα ή τη διάταξι που αποτελεί τη βάσι αυτής της πράξεως.
Η Σκοπιά έχει παρουσιάσει μια σαφή δήλωσι που δείχνει τη βλαβερή επίδρασι του καπνίσματος στο σώμα και δίκαια το χαρακτηρίζει ως ένα βλαβερό ναρκωτικό. Διάφορες κρατικές αρχές έχουν αναγνωρίσει τα βλαβερά αποτελέσματα του καπνίσματος αλλά έως τώρα δεν έχουν απαγορεύσει τη χρήσι του καπνού ή την παραγωγή του. Η νομιμότης του καπνού δεν μεταβάλλει το βασικό κακό που περιέχεται στην παραγωγή ή στην πώλησι για κέρδος ενός προϊόντος που είναι βλαβερό στους ανθρώπους. Παραδείγματος χάριν, μια χώρα μπορεί να κηρύξη τη μαριχουάνα νόμιμη (όπως και μερικές πολιτείες όπου η πορνεία είναι νόμιμη), αλλά εκείνος που κάνει μέσον συντηρήσεώς του την παραγωγή ή την πώλησι μαριχουάνας δεν θα μπορούσε ασφαλώς να είναι κατάλληλο μέλος της εκκλησίας του Θεού.
Γι’ αυτό, ένας που έχει καπνοπωλείο, ή ένας που αναλαμβάνει εργασία σε εργοστάσιο που παρασκευάζει προϊόντα καπνού, ή ένας πωλητής του οποίου η εργασία είναι να πωλή καπνό, ή ένας γεωργός, που διευθύνει την καλλιέργεια καπνού στο αγρόκτημά του και ο οποίος προτιμά να καλλιεργή καπνό, πρέπει ν’ αναγνωρίση ότι έχει ευθύνη για ό,τι κάνει. Πώς μπορεί η Χριστιανική του συνείδησις να του επιτρέπη να προξενή βλάβη στον πλησίον του όταν είναι σε θέσι να γνωρίζη αυτό που γίνεται; Οι αδελφοί πρέπει να μπορούν να σταθμίζουν τη σοβαρότητα του ζητήματος και να σταθμίζουν επίσης τη βαρύτητα της ευθύνης που έχουν τα άτομα σε ζητήματα εργασίας εκεί όπου μια εσφαλμένη πράξις έρχεται στην επιφάνεια. Δεν πρέπει να υπάρχη αμφιβολία για το μεγάλο κακό που γίνεται από μέρους εκείνων που έχουν την κυριώτερή των πηγή εισοδήματος από την προαγωγή της χρησιμοποιήσεως καπνού εις βάρος της ευημερίας του συνανθρώπου των. Μια τέτοια πορεία αποτελεί κατάφωρη παράβασι βασικής εντολής της αγάπης προς τον πλησίον.—Ματθ. 22:39.
Έπειτα είναι και εκείνοι που έχουν καταστήματα και τα εφοδιάζουν με καπνό ως δευτερεύον είδος μεταξύ των πολλών πραγμάτων που πωλούν. Αυτοί μπορεί να λέγουν ότι δεν θέλουν εφοδιάζωνται με καπνό, αλλ’ ότι το ζητούν οι πελάται των, και αυτό μπορεί πραγματικά να έχει κάποια βάσι. Αυτοί δεν νομίζουν ότι προάγουν ενεργώς τη διάθεσι του καπνού. Αλλά, μολονότι η ευθύνη των μπορεί να είναι λιγώτερη από την ευθύνη εκείνου του οποίου το κύριον μέσον συντηρήσεως αποκτάται από τον καπνό, ποιος είναι ο λόγος για τον οποίον δέχονται τη ζήτησι των πελατών των; Δεν είναι για να διατηρήσουν το εμπόριό των και το κέρδος που τους φέρνει αυτό; Αφού είναι ιδιοκτήται των καταστημάτων και κανονίζουν οι ίδιοι ό,τι πωλείται εκεί, η ευθύνη βαρύνει αυτούς άμεσα, η δε Χριστιανική των συνείδησις πρέπει να τους υποκινήση να διαθέσουν όλο το απόθεμα του καπνού των και να μη το αντικαταστήσουν, έστω και αν αυτό τους προξενήσει κάποια οικονομική ζημία. Ασφαλώς αυτοί θα μπορούσαν να ρυθμίσουν τις υποθέσεις των μέσα σε μια λογική περίοδο χρόνου, λόγου χάριν σε τρεις μήνες, και ν’ απαλλαγούν από μια τέτοια ευθύνη, έστω και αν υποστούν κάποια ζημία, για να μπορέσουν έτσι να παραμείνουν ως μέλη της εκκλησίας. Αν ένας πελάτης ρωτήση γιατί δεν πωλούν καπνό, μπορούν να εξηγήσουν ότι είναι καλοί γείτονες και κάνουν καλό στους άλλους.
Κατά σύγκρισι μπορεί να υπάρχη ένας Χριστιανός που είναι απλώς ένας υπάλληλος σε κατάστημα που τυγχάνει να πωλή και καπνό και ο οποίος δεν έχει δικαίωμα ή εξουσία σε ό,τι πωλείται εκεί. Λόγου χάριν, ένας υπάλληλος εστιατορίου μπορεί να κληθή από έναν πελάτη να του πωλήση ένα κουτί τσιγάρα απ’ αυτά που διαθέτει η διεύθυνσις του καταστήματος. Ή ένας μπορεί να εργάζεται σε μια αγορά τροφίμων· τα είδη παντοπωλείου και το κρέας είναι τα κυριώτερα πωλούμενα προϊόντα, αλλά οι ιδιοκτήται έχουν και καπνό ως ένα δευτερεύον είδος. Ο Χριστιανός υπάλληλος μπορεί να είναι υποχρεωμένος να εισπράττη χρήματα για τα είδη που πωλούνται περιλαμβανομένου και του καπνού. Η προσωπική συνείδησις θα πρέπει να υπαγορεύση το τι μπορεί και τι πρέπει να κάμη αυτός ή αυτή σε μια τέτοια κατάστασι, όπως είναι η εμπορία προϊόντων καπνού σ’ αυτόν το βαθμό. Μπορεί να προτιμήση να παρακαλέση τον εργοδότη να τον απαλλάξη από τη διαχείρισι τέτοιων απαραδέκτων ειδών. Αν δεν εγερθή κανένα σοβαρό ζήτημα, αυτός ο υπάλληλος θα μπορούσε να υπηρετήση ως σκαπανεύς, ως πρεσβύτερος ή διακονικός υπηρέτης στην εκκλησία.
Παρουσιάζονται μερικά ζητήματα όταν ένα κατάστημα ανήκη σε συνεταίρους και μόνον ένας απ’ αυτούς είναι βαπτισμένος Χριστιανός, ή ένας Χριστιανός προσλαμβάνεται ως διευθυντής σε εμπορικό κατάστημα, ή εργάζεται κάτω από μια προνομιακή διευθέτησι και γίνεται εκεί πώλησις καπνού. Το βασικό σημείο σ’ αυτές τις περιπτώσεις θα ήταν αν ο Χριστιανός έχη τον έλεγχο της εργασίας ως τον βαθμό που να μπορή να σταματήση την εμπορία των προϊόντων καπνού. Σε μια συνεταιρική διευθέτησι ο συνεταίρος ή οι συνεταίροι που δεν είναι στην αλήθεια μπορεί να επιμένουν να συνεχισθή η πώλησις καπνού εκεί, και ο Χριστιανός μπορεί να μη είναι σε θέσι να το εμποδίση αυτό. Σε τέτοια περίπτωσι ένας Χριστιανός που επιθυμεί να έχη αγαθή συνείδησι σ’ αυτό το ζήτημα μπορεί να πληροφορήση τους συνεταίρους να αναλάβουν πλήρη ευθύνη των πωλήσεων καπνού και ότι αυτός δεν θέλει να λαμβάνη μερίδα από τα κέρδη που προέρχονται από πωλήσεις προϊόντων καπνού. Αν ο ιδιοκτήτης ενός εμπορικού καταστήματος ζητήση από τον διευθυντή να πωλή καπνό μαζί με άλλα είδη, τότε ο Χριστιανός πρέπει ν’ αποφασίση στη δική του συνείδησι αν μπορή να συνεχίση την εργασία του κάτω απ’ αυτές τις περιστάσεις ή όχι. Μερικοί μπορεί να προτιμήσουν ν’ απαλλαγούν από τέτοιες εργασίες. Αν συνεχίσουν, οι τοπικοί πρεσβύτεροι μπορεί να ζητήσουν απ’ αυτούς να τους αποδείξουν ότι ο εφοδιασμός και η πώλησις καπνού στον τόπο της εργασίας των δεν προέρχεται από δική τους εκλογή ή απόφασι.
Ένα άτομο, του οποίου η εργασία ή η κυριώτερη ενασχόλησις είναι η διαχείρισις, η κατεργασία, ή η παρασκευή ή η πώλησις καπνού ή προϊόντων καπνού, συμβάλλει στη συνήθεια και των άλλων ατόμων στο κάπνισμα. Αν ένας αφιερωμένος, βαπτισμένος Χριστιανός συμβή να εργάζεται σ’ ένα τέτοιο απαράδεκτο είδος εργασίας, πρέπει να φροντίση μέσα σ’ ένα λογικό χρονικό διάστημα, ίσως τριών μηνών, να βρη άλλη εργασία που δεν θα ήταν ασυμβίβαστη με τις απαιτήσεις των Γραφών για Χριστιανική ζωή. Εξ άλλου, αν μετά από μια τέτοια περίοδο χρόνου αποφασίση να παραμείνη στην απαράδεκτη εργασία, θα είναι ανάγκη να ενεργήση η εκκλησία και ν’ αποβάλη αυτό το άτομο από την εκκλησία.
Η καλλιέργεια του καπνού επίσης αποτελεί ένα μέρος της βιομηχανίας καπνού και είναι τόσο απαράδεκτη όσο και η χρήσις του καπνού προσωπικά ή ο βιοπορισμός με την πώλησι προϊόντων καπνού. Ένας αφιερωμένος Χριστιανός που έχει στην ιδιοκτησία του αγρόκτημα έχει εξουσία στο τι θα φυτεύση και πρέπει ν’ αναλάβη ευθύνη για ό,τι παράγει το αγρόκτημά του. Όπως ετόνισε η Σκοπιά της 1ης Οκτωβρίου 1973, η Χριστιανική συνείδησις πρέπει να τον υποκινήση να κάνη το καλό στους άλλους. Ο καπνός δεν κάνει καλό στην ανθρώπινη οικογένεια, επομένως, γιατί ο Χριστιανός κτηματίας ν’ αναμιχθή στην παραγωγή και πώλησι μιας συγκομιδής καπνού;
Στις Ηνωμένες Πολιτείες η κυβέρνησις έχει διευθετήσει γι’ αυτό που περιγράφεται ως κατανομή καπνού για το έδαφος που καλλιεργείται στις περιοχές καπνοπαραγωγής. Ένα ποσοστόν του εδάφους μπορεί να χρησιμοποιήται για καλλιέργεια καπνού, ή ένας ωρισμένος αριθμός λιβρών καπνού μπορεί να παράγεται με τη διάταξι της κατανομής. Μερικοί ρώτησαν τι πρέπει να κάμη ένας αδελφός όταν έχη κατανομή για το αγρόκτημά του. Δεν είναι ανάγκη να την χρησιμοποιήση αλλά μπορεί να καλλιεργήση άλλα είδη στο αγρόκτημά του. Είναι γνωστόν, σύμφωνα με επιστολές που ελήφθησαν, ότι το μεγαλύτερο εισόδημα από οποιοδήποτε καλλιεργούμενο είδος μπορεί να είναι από τη συγκομιδή του καπνού. Αν ο αδελφός αρνηθή να καλλιεργήση καπνό στο αγρόκτημά του στο μέλλον, αυτό μπορεί να σημαίνη οικονομική ζημία γι’ αυτόν, αλλά συγχρόνως θα εσήμαινε απόκτησιν αγαθής συνειδήσεως απέναντι του Θεού και καλής στάσεως απέναντι της εκκλησίας. (1 Τιμ. 1:5, 19) Σ’ αυτές τις μέρες της αυξανόμενης ελλείψεως τροφίμων, ένας Χριστιανός κτηματίας μπορεί να κάμη καλό στον πλησίον του παράγοντας τρόφιμα αντί να του προξενή βλάβη παράγοντας καπνό.
Υπάρχουν αδελφοί που είναι ενοικιασταί κτημάτων στα οποία υπάρχει κατανομή καπνού και θα μπορούσαν να εφαρμοσθούν οι ίδιες αρχές. Ένας Χριστιανός κτηματίας θ’ αποφύγη κάθε απαράδεκτη εργασία και θα παράγη άλλα προϊόντα εκτός από καπνό ή παρόμοια ναρκωτικά προϊόντα.
Αν ένας αδελφός έχη στην ιδιοκτησία του αγρόκτημα στο οποίο υπάρχει κατανομή καπνού και το δίνει προς ενοικίασι, δεν πρέπει ν’ αναμιχθή σε καμμιά διάταξι μεριδίου συγκομιδής στην οποία γνωρίζει από πριν ότι ο ενοικιαστής θα παράγη καπνό στο αγρόκτημα. Το ίδιο θα ίσχυε και για ενοικιάσεις κατανομής καπνού. Ασφαλώς θα ησθάνετο μια ευθύνη διότι εν γνώσει του αναμίχθηκε και εκέρδισε χρήματα από την παραγωγή βλαβερού καπνού. Έτσι, στον βαθμό που έχει εξουσία στην υπόθεσι, θα πρέπει να φροντίζη ώστε το κτήμα του, που μπορεί να δοθή προς ενοικίασιν για καλλιέργεια, να μη χρησιμοποιήται για παραγωγή προϊόντων καπνού, αν θέλη να εξακολουθήση να είναι μέλος της εκκλησίας.
Κάτω από τέτοιες περιστάσεις μερικοί Χριστιανοί κτηματίαι σε περιφέρειες καπνοπαραγωγής μπορεί να συμπεράνουν ότι η μόνη πρακτική πορεία που τους είναι ανοικτή είναι ν’ αναλάβουν κάποια άλλη εργασία και να εγκαταλείψουν την αγροτική καλλιέργεια. Μπορεί ν’ αποφασίσουν ακόμη και να πωλήσουν το κτήμα τους στο οποίο έχει ανατεθή κατανομή καπνού από την κυβέρνησι. Μήπως θα υπήρχε καμμιά αντίρρησις στο να πωλήση ένας Χριστιανός το κτήμα του στο οποίο υπάρχει κατανομή καπνού; Δεν υπάρχει λόγος να αισθανθή ευθύνη ο Χριστιανός κτηματίας για ό,τι κάνει κάποιος άλλος στο κτήμα του μετά την πώλησί του. Δημιουργείται ευθύνη για τον νέο ιδιοκτήτη και αν αυτός προτιμά να χρησιμοποιήση τη κατανομή καπνού, αυτό δεν θα ενδιαφέρη τον Χριστιανό κτηματία που επώλησε το κτήμα και δεν θα επηρεάση τη στάσι του απέναντι της Χριστιανικής εκκλησίας.
Ένα μέρος της αλληλογραφίας δείχνει ότι οι αδελφοί έχουν ήδη υπογράψει συμβόλαια και έδωσαν το λόγο τους ότι θα καλλιεργούν ένα ωρισμένο κτήμα και θα παράγουν καπνό. Μερικοί μπορεί να έχουν ήδη ενοικιάσει το κτήμα τους σε κάποιον για το επόμενο έτος ή και για μακρότερον χρόνο. Αν αυτοί οι αδελφοί μπορέσουν να ακυρώσουν το συμβόλαιο ή ν’ απαλλαγούν από τέτοια συμβόλαια με κάποιον τρόπο, δεν είναι γνωστό, αλλά θα ήταν αξιέπαινο αν μπορούσαν ν’ αναζητήσουν τρόπους ν’ αποφύγουν την ανάμιξί τους σε καλλιέργεια άλλου καπνού. Σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να μη είναι δυνατόν για τον Χριστιανό κτηματία να τερματίση ένα συμβόλαιο για το οποίο έχει δώσει το λόγο του και έκαμε μια νομική συμφωνία. Μπορεί να έχη κάμει αυτή τη διευθέτησι με καλή πίστι και χωρίς να κατανοήση ότι αυτό που έκαμε ήταν πραγματικά ακατάλληλο για έναν Χριστιανό. Σε τέτοιες περιπτώσεις, θα είναι λογικό να εξηγήση ο Χριστιανός τη θέσι του στη δικαστική επιτροπή της εκκλησίας, τονίζοντας το τι έχει κάμει προσπαθώντας ν’ απαλλαγή από την υποχρέωσι να παράγη καπνό και δείχνοντας στην επιτροπή το υπογραμμένο συμβόλαιο ή μια απόδειξι της συμφωνίας. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι τοπικοί πρεσβύτεροι μπορούν να μελετήσουν την ατομική περίπτωσι και να μην αποβάλουν τον Χριστιανό κτηματία από την εκκλησία, αν συμμορφωθή με τον λόγο που είχε δώσει προηγουμένως στο συμβόλαιο και εκπληρώση αυτό το συμβόλαιο. Εν τούτοις, στη διάρκεια του χρόνου που το συμβόλαιο με άμεσο τρόπο αναμιγνύει το άτομο με την καπνοπαραγωγή, θα ήταν ακατάλληλο να χρησιμοποιηθή αυτός ως σκαπανεύς, ως πρεσβύτερος ή ως διακονικός υπηρέτης στην εκκλησία. Στην παρούσα κατάστασί του αυτός δεν είναι άμεμπτος ή απηλλαγμένος κατηγορίας. (1 Τιμ. 3:2-10) Αλλά μόλις λήξη το συμβόλαιο, αν ο Χριστιανός κτηματίας συνάψη άλλο συμβόλαιο για καπνοπαραγωγή, θα υπόκειται σε αποβολή από τη Χριστιανική εκκλησία.
Έχουν ληφθή ερωτήσεις για την εργασία σε αγροκτήματα ιδιοκτησίας κάποιου άλλου όπου παράγεται καπνός. Εδώ η κατάστασις θα ήταν όμοια με την εργασία σε μια κοσμική εταιρία όπου ο Χριστιανός υπάλληλος παρακαλεί τον εργοδότη του αν μπορή να εργάζεται με πράγματα που δεν θίγουν τη Χριστιανική του συνείδησι, και σ’ αυτή την περίπτωσι μπορεί να παρακαλέση να εργάζεται σε άλλα προϊόντα που μπορούν να παράγωνται (δημητριακά, οπωρικά, και λαχανικά). Στα κτήματα μπορεί να υπάρχουν ζώα για περιποίησι ή εργασία για περιποίησι κτιρίων που δεν χρησιμοποιούνται για καπνικά προϊόντα. Η συνείδησις ενός Χριστιανού και η κατανόησις των Βιβλικών αρχών θα τον κάνουν ν’ αποφεύγη τη συμμετοχή στην παραγωγή καπνού. Για μερικούς μισθωτούς εργάτας αγροκτημάτων αυτό μπορεί να σημαίνη αναζήτησι εργασίας αλλού, ακριβώς όπως έκαμαν μερικοί που δεν ήθελαν ν’ αναμιχθούν με τυχερά παιχνίδια, με παραγωγή Χριστουγεννιάτικων προϊόντων, με εργασία και πληρωμή από τη Βαβυλώνα τη Μεγάλη, και λοιπά, για να μην αποκοπούν από την εκκλησία. Μια Χριστιανή γυναίκα, παντρεμένη με κοσμικό άνδρα που καλλιεργεί καπνό, μπορεί να φροντίζη για τα οικιακά και το μαγείρευμα και άλλα καθήκοντα του σπιτιού και να μετέχη σε κτηματικές εργασίες που δεν σχετίζονται άμεσα με την καπνοπαραγωγή.
Όπως συμβαίνει στην περίπτωσι των καπνιστών, αν ένας είναι παραγωγός ή πωλητής καπνού ο οποίος ήταν άλλοτε βαπτισμένο μέλος εκκλησίας, αλλά ο οποίος εγκατέλειψε την οργάνωσι προ πολλού καιρού και δεν ισχυρίζεται τώρα ότι είναι ούτε αναγνωρίζεται τοπικά ως μάρτυς του Ιεχωβά και η δράσις του δεν προκαλεί κοινοτική μομφή ή ενόχλησι στην εκκλησία, οι πρεσβύτεροι δεν θα ήταν ανάγκη να τον αναζητήσουν και να εξετάσουν αν αυτός εργάζεται σε καπνικά προϊόντα, ούτε είναι ανάγκη να κάμουν καμμιά ενέργεια εναντίον ενός τέτοιου εργάτου, ο οποίος δεν συνδέεται πια με την οργάνωσι. Αλλ’ αν εγείρεται δημοσία μομφή από έναν ο οποίος κατά καιρούς συνδέεται με την εκκλησία ή αναγνωρίζεται ως ένας από τους μάρτυρας του Ιεχωβά, οι πρεσβύτεροι έχουν ευθύνη να διατηρήσουν καθαρό το όνομα της εκκλησίας και να περιφρουρήσουν την ορθή της στάσι ενώπιον του Θεού.
Όλοι οι Χριστιανοί αναγνωρίζουν ότι το φως της αληθείας λάμπει εντονώτερα, και με το πέρασμα των ετών πολλά πράγματα έχουν γίνει πιο καθαρά σ’ εμάς. (Παροιμ. 4:18) Είναι αλήθεια ότι πριν από χρόνια μερικοί μπορεί να μη είχαν καταλάβει τη σημασία Γραφικών εδαφίων, όπως είναι το Ιωάννης 17:16, Ησαΐας 2:2-4, Ησαΐας 65:11, Πράξεις 15:29, Αποκάλυψις 18:4 και άλλα, και είχαν εργασία την οποία αυτά τα εδάφια δείχνουν ότι δεν είναι καλή. Εν τούτοις καθόσον η κατανόησις εγίνετο σαφής και το φως εγίνετο λαμπρότερο, οι αφιερωμένοι Χριστιανοί πάντοτε ήσαν πρόθυμοι να συμμορφωθούν με την Αγία Γραφή και ν’ απαλλαγούν από κάθε εμπόριο ή εργασία που δεν ήταν σε αρμονία με τις Γραφικές οδηγίες, ακόμη και αν αυτό μπορούσε να σημαίνη κάποια προσωπική οικονομική ζημία. (Μπορεί να έχετε παρατηρήσει πώς μερικοί αδελφοί έχασαν την εργασία των, επειδή επέμεναν να διαθέσουν χρόνο για να παρακολουθήσουν μια συνέλευσι ενάντια στη θέλησι των εργοδοτών των. Μερικοί επίσκοποι έχουν χάσει την εργασία των επειδή πήγαν στη Σχολή Διακονίας της Βασιλείας όπου θα μπορούσαν να καταρτισθούν για να υπηρετήσουν τους αδελφούς καλύτερα στην εκκλησία. Εν τούτοις έχομε πάντοτε παρατηρήσει ότι με το να θέσουν την πίστι και την εμπιστοσύνη των στον Ιεχωβά, μπόρεσαν να λύσουν τα προβλήματά των, να εξασφαλίσουν άλλη εργασία και να εξακολουθήσουν να προσπορίζωνται τα αναγκαία για τη συντήρησι των οικογενειών των, ακριβώς όπως τονίζεται στην επιστολή προς Εβραίους 13:5.) Προσφάτως ακόμη μπορέσαμε να διακρίνωμε καθαρά το ζήτημα εν σχέσει με τη χρησιμοποίησι και την εμπορία του καπνού και των καπνικών προϊόντων, των φύλλων κόκα, του καρύου του βετέλ και άλλων τοιούτων βλαβερών ναρκωτικών. Με πλήρη πίστι στον Ιεχωβά Θεό, που είναι ο μέγας προμηθευτής όλων των αγαθών, έχομε εμπιστοσύνη ότι ο Ιεχωβά θα φροντίση για τις ανάγκες των δούλων του που με καλή συνείδησι εξακολουθούν να τον υπηρετούν πιστά. Εκείνοι που θέτουν πρώτα τα συμφέροντα της Βασιλείας κι εξακολουθούν να ζητούν την βασιλεία δεν θα στερηθούν τα απαραίτητα για τις υλικές των ανάγκες.—Ματθ. 6:33· βλέπε επίσης Φιλιππησίους 3:7-9· 4:11-13.
Μερικοί έχουν ρωτήσει αν η αρχή που περιέχεται στο Δευτερονόμιο 14:21 εφαρμόζεται εν σχέσει με την πώλησι σιγαρέττων ή καπνικών προϊόντων στους ανθρώπους του κόσμου. Σ’ αυτό τον νόμο ο Θεός ανεγνώριζε ότι ζώα με το αίμα τους πωλούμενα στους ξένους θα εχρησιμοποιούντο απ’ αυτούς για διατροφή. Δεν υπάρχει γνωστή φυσική βλάβη που θα προήρχετο κατ’ ανάγκην απ’ αυτά, και οι ξένοι αυτοί ήσαν ήδη πνευματικώς ακάθαρτοι ενώπιον του Ιεχωβά. Η βρώσις τέτοιου κρέατος δεν μετέβαλλε τα πράγματα γι’ αυτούς φυσικώς ή πνευματικώς. Εξ άλλου, όσο για τα προϊόντα του καπνού γνωρίζομε ότι αυτά δεν αποτελούν τροφή, διόλου δεν είναι ωφέλιμα στο σώμα του ανθρώπου, αλλά είναι ασφαλώς επιβλαβή. Πώς, λοιπόν, μπορούμε εμείς να ελκύσωμε τις συνειδήσεις των άλλων, αν το αγνοούμε αυτό και αφήνομε το προσωπικό κέρδος να εξουδετερώση την αγάπη για τον πλησίον;
Με πλήρη εμπιστοσύνη στον Ιεχωβά Θεό πρέπει ο καθένας να ζητή να κάνη το θέλημα του Ιεχωβά και ν’ αποκτήση την εύνοιά Του. Ο Ιεχωβά δεν θα εγκαταλείψη τους πιστούς δούλους του. Ελπίζεται ειλικρινά ότι όλοι εκείνοι που αναμιγνύονται με τον καπνό ή με άλλα παρόμοια προϊόντα θα κάμουν πολύ καλά αν βρουν λύσι στα ζητήματα ώστε να έχουν αγαθή συνείδησι ενώπιον του Ιεχωβά Θεού, και, ως αποτέλεσμα, να εξακολουθήσουν να έχουν μια ευτυχή μερίδα στη διάδοσι των αγαθών νέων.—Ψαλμ. 37:25-29.