Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Πότε ο Θεός εδημιούργησε δεινοσαύρους, και πότε αυτοί εξέλιπαν;—Η.Π.Α.
Η Αγία Γραφή δεν παρέχει ειδικές απαντήσεις σ’ αυτό το ερώτημα. Σύμφωνα με την αφήγησι της Γενέσεως, τα ζώα δημιουργήθηκαν στη διάρκεια της πέμπτης και της έκτης δημιουργικής περιόδου ή ‘ημέρας.’ Αν η Εβραϊκή φράσις που μεταφράζεται «τα κήτη τα μεγάλα» (Εβραϊστί τανινίμ) περιλαμβάνη δεινοσαύρους, οι οποίοι συχνά κατοικούσαν σε τελματώδεις υδάτινες περιοχές, αυτό θα εσήμαινε ότι οι δεινόσαυροι δημιουργήθηκαν την πέμπτη «ημέρα». (Γέν. 1:21) Δεν γνωρίζομε αν αυτοί εξακολούθησαν να υπάρχουν ως τότε που δημιουργήθηκε ο άνθρωπος (προς το τέλος της έκτης ‘ημέρας’). Τελικά φαίνεται πιθανόν ότι αυτά τα ζώα πρέπει να είχαν εξαφανισθή από τη γη στον καιρό του κατακλυσμού της εποχής του Νώε. Οι δεινόσαυροι ήσαν ερπετά, και μερικά είδη δεινοσαύρων έχουν μεγάλη ομοιότητα στην κατασκευή και σε άλλα χαρακτηριστικά με τις σαύρες, Η λέξις σαύρα αναφέρεται στο Λευϊτικόν 11:30. Όλοι οι τύποι των δεινοσαύρων δεν είχαν τόσο γιγάντια μέγεθος. Συνεπώς, και αν είχαν ζήσει ως τον κατακλυσμό, δεν θα χρειαζόταν να ληφθούν ζεύγη των ποικιλιών μαμμούθ μέσα στην κιβωτό. Τα άλλα μικρότερα μέλη της ιδιαίτερης οικογενείας ή του ‘είδους’ στο οποίο αυτά ανήκαν θα ήσαν αρκετά για να εκπληρώσουν τη θεία εντολή.—Γέν. 6:19, 20·7:14.
Μερικές από τις αρχαιότερες μεταφράσεις της Αγίας Γραφής κατά καιρούς χρησιμοποιούν τη λέξι «δράκοντες» για να μεταφράσουν την Εβραϊκή λέξι τανίνιμ («θαλάσσια κήτη,» ΜΝΚ). (Ψαλμ. 74:13· 148:7· Ησ. 27:1, Νεοελληνική Μετάφρασις, Εξουσιοδοτημένη Μετάφρασις) Η λέξις «δράκων» βρίσκεται στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. Υπάρχει η γνώμη ότι πιθανόν αυτή η λέξις, αντί να έχη μια καθαρώς μυθική πηγή, μπορεί αρχικά να εφηρμόζετο σε πελώρια ζώα όπως είναι οι δεινόσαυροι, που πήραν μυθικούς τόνους μόνο μετά την εξαφάνισι αυτών των ζώων μαμμούθ πριν από πολύν καιρό. Ενδιαφέρει να σημειωθή ότι πολλές από τις μυθικές παραστάσεις του δράκοντος ομοιάζουν σημαντικά με ωρισμένους τύπους που βρίσκονταν μέσα στην οικογένεια των πελωρίων ερπετών που περιλαμβάνει και τον δεινόσαυρο.
● Είναι κατάλληλο για ένα Χριστιανό να ζητή ευλογία από τους γονείς του ή τους παππούς του, όπως είναι έθιμο σε διάφορα μέρη της Λατινικής Αμερικής ;—Βενεζουέλα.
Η Γραφή εκθέτει ότι οι δούλοι του Θεού στους αρχαίους χρόνους ευλογούσαν τους άλλους. Ο Ιακώβ ευλόγησε τον Φαραώ, δηλαδή, εξέφρασε μια ευχή για την ευημερία του. (Γέν. 47:7) Η οικογένεια της Ρεβέκας την ευλόγησε όταν ανεχώρησε από την Άνω Μεσοποταμία για να πανδρευθή τον Ισαάκ. (Γέν. 24:60) Και ο Ισαάκ καθώς και ο Ιακώβ έδωσαν ειδικές ευλογίες στους απογόνους των. (Εβρ. 11:20, 21) Σύμφωνα με το εδάφιο Παροιμίαι 30:11, οι γονείς είναι άξιοι ευλογίας από τα τέκνα των.
Συνεπώς δεν χρειάζεται να εγερθή αντίρρησις στο να ευλογήση ένας γονεύς ή ένας πάππος το τέκνον ή τα τέκνα των. Ακόμη και σε χώρες όπου δεν αποτελεί γενικό έθιμο να ζητήται μια ευλογία, είναι κοινό πράγμα να δίδωνται ευλογίες. Μεταξύ των απανταχού αφιερωμένων δούλων του Ιεχωβά δεν είναι ασύνηθες να εκφράζεται η επιθυμία για ένα ομόπιστο να έχει θεία ευλογία εν σχέσει μ’ ένα ειδικό διορισμό ή για να συνεχίση να υπηρετή πιστά τον Δημιουργό σ’ έναν άλλο τόπο. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι ο αποχαιρετισμός σε πολλές γλώσσες είναι, στην πραγματικότητα, μια ευλογία. Λόγου χάριν η Αγγλική φράσις «γκουντ-μπάι» σημαίνει «ο Θεός να είναι μαζί σου.»
Φυσικά, αν σε μια περιφέρεια δεν υπάρχη το έθιμο «να ζητούν ευλογία» ή να δίνουν ευλογία, όπως γίνεται σε μερικές χώρες της Λατινικής Αμερικής, δεν είναι ανάγκη ν’ αρχίση να γίνεται αυτό. Αλλ’ αν είναι ήδη ένα καλώς νοούμενο έθιμο εκεί όπου διαμένετε, υπάρχουν παράγοντες τους οποίους ένας Χριστιανός θα μπορούσε να λάβη υπ’ όψιν εν σχέσει με το έθιμο της ευλογίας στους άλλους. Θα μπορούσε να διερωτηθή. Έχω την ορθή άποψι μιας τέτοιας ευλογίας; Μήπως πρόκειται απλώς για μια τυπική συνήθεια ώστε το ν’ αναφέρεται στον Θεό να μη είναι μια επιθυμία ειλικρινής, γνήσια, και εγκάρδια; (Παράβαλε Ματθαίος 15:4-7.) Μήπως έχω την τάσι να νομίζω ότι αν δεν ακολουθώ το έθιμο τα πράγματα πιθανώς να μη πάνε καλά; Χρειάζεται προσοχή ώστε να μη γίνη κανείς δεισιδαίμων και αρχίση να θεωρή την ευλογία σαν ένα μαγικό φίλτρο. Επίσης, αν ο γονεύς ή ο πάππος δεν είναι ένας αφιερωμένος δούλος του Ιεχωβά, πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν οι θρησκευτικές του απόψεις. Μπορεί ένας που δεν έχει εκτίμησι για την αληθινή λατρεία να ζητή ορθώς τη θεία ευλογία για ένα παιδί, όταν αυτός ούτε γνωρίζη καν τον αληθινό Θεό;
Ώστε, μολονότι δεν υπάρχει Γραφική αντίρρησις στα να ζητή κανείς την ευλογία του γονέως του ή πάππου του, όταν πρόκειται να ληφθή απόφασις για ό,τι πρέπει να γίνη σε μια ειδική περίπτωσι, ο Χριστιανός πρέπει ν’ αφήνη την Γραφικά εκπαιδευμένη συνείδησί του να τον διέπη. Πρέπει βέβαια να ζητή ν’ αποφεύγη να κάνη κάτι που θα μπορούσε να δώση ευκαιρία για πρόσκομμα ή θα μπορούσε να κακοπαραστήση τον αληθινό Θεό στους άλλους.—Φιλιππ. 1:10.
● Δεν ήταν σφάλμα να έχη ο Ιούδας σχέσεις με μια γυναίκα που την θεωρούσε ως πόρνη, όπως λέγει η Γραφή ότι ήταν;—Η.Π.Α.
Στην πραγματικότητα, ο Ιούδας δεν είχε σχέσεις με μια πόρνη, αλλά εν αγνοία του έλαβε τη θέσι του γιου του Σηλά κάνοντας ανδραδελφικό γάμο και υιοθετώντας νόμιμο σπέρμα. Εξετάστε τα προηγούμενα:
Μετά τον θάνατο του Αυνάν δευτέρου γιου του Ιούδα σε εκτέλεσι θείας κρίσεως, ο Ιούδας έστειλε την νύμφη του Θάμαρ πίσω στον οίκο του πατρός της ώσπου να ενηλικιωθή ο τρίτος γιος του ο Σηλά για να ενωθή μαζί της. Αλλά και μετά την ενηλικίωσι του Σηλά, ο Ιούδας δεν του έδωσε τη Θάμαρ για γυναίκα. Όταν λοιπόν ο Ιούδας έχασε τη σύζυγο του στον θάνατο, η Θάμαρ μεταμφιέσθηκε σε πόρνη και κατόπιν εκάθησε στο δρόμο απ’ όπου θα περνούσε ο Ιούδας. Ο Ιούδας που δεν την ανεγνώρισε ως νύμφη του και νόμισε ότι ήταν μια πόρνη συνήψε σχέσεις μαζί της.—Γέν. 38:11-18.
Επειδή η Θάμαρ προωρίζετο για ανδραδελφικό γάμο με τον τρίτο γιο του Ιούδα Σηλά, όταν ο Ιούδας έμαθε ότι η Θάμαρ ήταν έγκυος, εξέφερε κρίσιν θανάτου κατ’ αυτής διότι επόρνευσε. Όταν φανερώθηκε ότι ο ίδιος ο Ιούδας εν αγνοία του την κατέστησε έγκυον, ανεφώνησε: «Αύτη είναι δικαιότερα εμού, [γιατί;] διότι δεν έδωκα αυτήν εις τον Σηλά τον υιόν μου.» Ο Ιούδας δεν ήταν παντρεμένος τότε ήταν χήρος, και γι’ αυτό δεν αμάρτανε κατά της συζύγου του. Η μεταμφιεσμένη Θάμαρ την οποία αυτός εξέλαβε ως άγαμον πόρνην, δεν ήταν σε ιερούς δεσμούς γάμου. Όταν η γυναίκα την οποία αυτός θεωρούσε ως πόρνη δεν μπόρεσε να βρεθή, αυτός κατάλαβε ότι δυνατόν να προκαλούσε την περιφρόνησι, δηλαδή που ισχυρίσθηκε ότι είχε σχέσεις με μια πόρνη του ναού, ενώ καμμιά πόρνη δεν ήταν γνωστή εκεί γύρω.—Γέν. 38:20-26.
Όσο για τη Θάμαρ, η πορεία της δεν ήταν μοιχευτική. Οι δίδυμοι γιοι της δεν θεωρήθηκαν ότι ήσαν ανέντιμοι γιοι αμαρτίας, υιοί πορνείας, διότι, όταν ο Βοόζ ο Βηθλεεμίτης έλαβε τη Μωαβίτισσα Ρουθ σε ανδραδελφικό γάμο, οι πρεσβύτεροι της Βηθλεέμ είπαν στον Βοόζ: «Ας γείνη ο οίκος σου ως ο οίκος του Φαρές, τον οποίον εγέννησεν η Θάμαρ εις τον Ιούδαν, εκ του σπέρματος το οποίον ο Ιεχωβά θέλει δώσει εις σε εκ της νέας ταύτης.» (Ρουθ 4:11, 12, ΜΝΚ) Ο Φαρές λοιπόν συγκαταλέγεται μεταξύ των σεβαστών προγόνων του Ιησού Χριστού. (Ματθ. 1:1-3· Λουκ. 3:23-33) Η μητέρα του Φαρές, η Θάμαρ, ήταν σαν τη Ρουθ που δεν ενώθηκε σεξουαλικά μ’ έναν νέο άνδρα.—Ρουθ 3:10.
Όσο για τον Ιούδα, αυτός ενόμιζε ότι είχε σχέσεις με μια πόρνη. Σ’ αυτό δεν έκαμε καλά, διότι ο αρχικός σκοπός του Θεού ήταν να έχη ο άνδρας σχέσεις με τη σύζυγο του και όχι να γεμίση η γη από πόρνες. Ωστόσο ο Ιούδας δεν αμάρτησε με την έννοια της παραβάσεως ειδικής εντολής του θείου νόμου, διότι ο Μωσαϊκός νόμος δεν είχε δοθή ακόμη, δόθηκε αργότερα.—Γέν. 2:24· παράβαλε με Λευιτικόν 19:29.
Η αφήγησις για τον Ιούδα και τη Θάμαρ δεν είναι στην Αγία Γραφή για να ψυχαγωγήση. Μάλλον, αποτελεί ένα ουσιώδες μέρος της ιστορικής αφηγήσεως που δείχνει πώς διαφυλάχθηκε η ανθρώπινη γραμμή της γενεαλογίας που οδηγεί στον υποσχεμένο Χριστό ή Μεσσία, τον Ιησού.