Πενήντα Χρόνια στον «Αμπελώνα»—Ένας Τρόπος Ζωής
Αφήγησις υπό Κλίφφορντ Κέογκαν
Η ΑΙΘΟΥΣΑ στην οποία μας ωδήγησαν τα βήματά μας εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ του 1929 ήταν ψυχρή και χωρίς θέρμανσι. Το γυμνό πάτωμα και τα σκληρά ξύλινα καθίσματα μαρτυρούσαν μεγάλη χρήσι, όχι άνεσι. Επρόκειτο να παρακολουθήσωμε τη μεσοβδομαδιαία συνάθροισι του λαού της Εταιρίας Σκοπιά, ή Διεθνών Σπουδαστών της Βίβλου, όπως ήσαν τότε γνωστοί. Εκείνο το βράδυ απεδείχθη ένα σημείο στροφής στη ζωή μας. Η Έντνα κι εγώ σχεδιάζαμε να νυμφευθούμε την άνοιξι και να μείνωμε στο Ώκλαντ. Είχα μια εργασία και είχαμε βρη ένα σπίτι και αγοράσει λίγα έπιπλα.
Πριν από λίγον καιρό είχαμε υποβληθή στο εν ύδατι βάπτισμα για να συμβολίσωμε την αφιέρωσί μας. Καθώς καθόμαστε δίπλα δίπλα, κρατούσαμε στα χέρια μας το μηνιαίο Δελτίον (τώρα Διακονία Μας της Βασιλείας) και εκεί με χονδρά γράμματα τύπου υπήρχαν οι πέντε λέξεις που ήγειραν τόσες σκέψεις και άλλαξαν ολόκληρη τη ζωή μας: «ΕΙΣΕΛΘΕΤΕ ΚΑΙ ΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΑΜΠΕΛΩΝΑ.» Συμμετείχαμε ήδη στο έργο κηρύγματος αλλά αυτό ήταν κάτι ιδιαίτερο. Συμφωνήσαμε, Ναι! Θα εισερχόμεθα κι εμείς στον «αμπελώνα.»
Πώς βρεθήκαμε εκεί εκείνη τη νύχτα; Είχα ανατραφή στα χρυσωρυχεία της Πεδιάδος Τέιμς της Νέας Ζηλανδίας και αργότερα οι θεοφοβούμενοι γονείς μου με έστειλαν στη Βιβλική Τάξι της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Είναι αλήθεια ότι εκεί δεν μας δίδασκαν πάρα πολύ την Αγία Γραφή, αλλά ένας βικάριος που αγαπούσε τα σπορ μας δίδασκε πράγματι πώς να σχηματίζωμε ποδοσφαιρικές ομάδες ράγκμπυ. Πίστευα στον Θεό, αλλά η άποψίς μου είχε κάπως αμαυρωθή από τη διδασκαλία της Τριάδος.
Αργότερα, η εργασία μου με έφερε σε πιο άμεση επαφή με τον θάνατο. Ήμουν οδηγός μιας νεκροφόρου άμαξας για τους τρεις διευθυντές κηδείας στην πόλι και συχνά, ως αποτέλεσμα μοιραίων ατυχημάτων στα ορυχεία, έβλεπα κάποια νεαρή γυναίκα με τα παιδιά της που είχαν στερηθή εκείνον που τους συντηρούσε, να βυθίζωνται στα βάθη της απελπισίας, και η θρησκεία τους να μην μπορή να τους δώση καμμιά παρηγοριά. Άρχισα ν’ αναζητώ την απάντησι σ’ αυτό το πράγμα που ονομάζεται «θάνατος.» Οι απαντήσεις του βικάριου δεν με ικανοποιούσαν. Διάβασα πάρα πολύ, Χριστιανικά και μη Χριστιανικά συγγράμματα—αλλά δεν βρήκα καμμιά απάντησι στα προβλήματα της ζωής.
Προς το τέλος του 1927 έφυγα από την Ταουράνγκα, όπου ζούσε η μνηστή μου Έντνα, για να επεκτείνω την εργασία μου ως κρεοπώλου. Προτού φύγω, η Έντνα κι εγώ συζητήσαμε πάρα πολύ για την Αγία Γραφή και αντιληφθήκαμε ότι κανείς από τους δυο μας δεν εγνώριζε πολλά γι’ αυτήν. Αφού έφυγα, η Έντνα, πιστεύοντας ότι ήταν μια καλή ευκαιρία για να βελτιώση τις γνώσεις της, ζήτησε από τη μητέρα της μια Αγία Γραφή, αλλά αντιθέτως, εκείνη της έδωσε ένα βιβλίο και της είπε ότι αυτό θα ήταν πολύ πιο υποβοηθητικό. Η Έντνα, με τη σειρά της, έστειλε το βιβλίο σ’ εμένα. Συμπτωματικά, την ημέρα που το ταχυδρόμησε, το σπίτι της κάηκε από τα θεμέλια. Αλλά εγώ είχα το βιβλίο μου, την Κιθάρα του Θεού. Επί τέλους, βρήκα τις απαντήσεις που έψαχνα! Και να μας, τώρα, καθισμένους σ’ αυτή τη συνάθροισι με μια πρόσκλησι στα χέρια μας, αποφασισμένοι να δεχθούμε και να ‘περάσωμε’ τις ανοιχτές ‘πύλες’ για να υπηρετήσωμε στον «αμπελώνα.»—Ησ. 62:10.
ΣΤΟΝ «ΑΜΠΕΛΩΝΑ»
Μετά τον γάμο μας, κάναμε αίτησι στο γραφείο της Εταιρίας Σκοπιά στο Στράθφηλντ, της Αυστραλίας, για τομέα και μας ανέθεσαν ένα τμήμα μήκους 400 μιλίων (644 χιλιομέτρων) στην ανατολική ακτή της Βορείου Νήσου της Νέας Ζηλανδίας, μια περιοχή που περιελάμβανε υψηλούς λόφους και παραλιακές πεδιάδες, μεγάλους κτηνοτροφικούς σταθμούς (ράντσα), μεγάλους και μικρούς αποικισμούς Μαορί, τρεις επαρχιακές πόλεις, δύο μικρές εκκλησίες που συναθροίζοντο σε σπίτια, και δύο απομονωμένες αδελφές· πράγματι, ‘ο θερισμός ήταν πολύς’ και ‘οι εργάτες ολίγοι.’ (Ματθ. 9:37) Ξεκινήσαμε με μια σκηνή από κάμποτ με διαστάσεις 2,4 επί 1,8 μέτρα (8 επί 6 πόδια), με μια Μπουίκ του 1920, αρκετά κιβώτια με βιβλία, λίγα αποκτήματα και πολύ λίγα χρήματα, αλλά με πολλή πίστι—και αυτό απεδείχθη το πιο πλούσιο απόκτημά μας.
Το καλοκαίρι του 1930 ήταν μεγάλο, ζεστό και ξηρό. Η χλόη μαραινόταν και ξεραινόταν· τα πρόβατα και τα βοοειδή αδυνάτιζαν και εξασθένιζαν επειδή η ξηρασία είχε πλήξει τις άλλοτε γόνιμες πεδιάδες· οι ποταμοί είχαν μόνο ίχνη νερού. Είχαμε δύο τενεκέδες που χωρούσαν τέσσερα γαλλόνια νερό μέσα στη Μπουίκ, και τα γεμίζαμε όπου μπορούσαμε. Είχαμε όμως πράγματι τη φροντίδα του Ιεχωβά; Είχαμε μόλις φθάσει σε μια πηγή νερού και αποφασίσαμε να κατασκηνώσωμε εκεί το Σαββατοκύριακο, να πλύνωμε τα ρούχα μας και να ανανεώσωμε την προμήθειά μας νερού. Έστησα τη σκηνή και ήμουν έτοιμος ν’ αδειάσω το λίγο νερό που υπήρχε σ’ ένα δοχείο, για να το γεμίσω με φρέσκο από το ρυάκι όταν, για κάποιο ανεξήγητο λόγο, σταμάτησα, άφησα το δοχείο κάτω και άρχισα να κάνω κάτι άλλο. Μετά από δέκα λεπτά ένας Μαορί ποιμένας έφθασε έφιππος. Μας είχε δει από την κορυφή μιας υψηλής ράχης και έτρεξε να μας πη να μην πιούμε το νερό του ρυακιού διότι ήταν πολύ μολυσμένο. Κοίταξα το δοχείο του νερού που είχα μόλις αφήσει κάτω και είπα, «Σε ευχαριστώ, Ιεχωβά!»
Ταξιδεύαμε προς τα βόρεια με κατεύθυνσι το Ακρωτήριο Ηστ, δίναμε πολλά έντυπα στους Μαορί και στους ιδιοκτήτες των κτηνοτροφικών σταθμών και κατασκηνώναμε όπου τύχαινε να βρισκώμεθα στη δύσι του ηλίου. Μαγειρεύαμε και τρώγαμε στη σκηνή και κοιμόμαστε στο αυτοκίνητο τα βράδυα. Τόσον οι Μαορί όσο και οι πακέχα (λευκοί) ήσαν ευγενικοί. Η μεγάλη οικονομική κρίσις δεν είχε φθάσει ακόμη εδώ. Μια πείρα με δίδαξε να μην παραβλέπω κανέναν στην παρουσίασι της αληθείας. Η μέρα εκείνη ήταν ζεστή κι εγώ ήμουν πολύ κουρασμένος. Το σπίτι ήταν κοντά στον δρόμο αλλά δεν υπήρχε κανείς εκεί τριγύρω, μολονότι άκουγα κάποιον να πριονίζη ξύλο κατά μήκος μιας ρεματιάς σε μια μακρυνή λοφοπλαγιά. Σκέφθηκα την άνεσι και τη σκιά του αυτοκινήτου, άρχισα να βαδίζω προς αυτό και είχα ήδη πλησιάσει πολύ όταν σκέφθηκα, Γιατί το έκανα αυτό; Είχα διανύσει πολλά μίλια για να μιλήσω στους ανθρώπους για τη βασιλεία του Θεού και τώρα έφευγα σαν τον Ιωνά, ακολουθώντας την αντίθετη κατεύθυνσι. Γύρισα και πέρασα τον βάλτο για να φθάσω εκεί που εργαζόταν ο άνθρωπος αυτός. Άκουσε με μεγάλο ενδιαφέρον ό,τι του είπα και πήρε όλα τα έντυπα που είχα στην τσάντα μου, 15 βιβλία και 17 βιβλιάρια!
ΜΙΑ ΑΞΕΧΑΣΤΗ ΝΥΧΤΑ
Στην κορυφή του Ακρωτηρίου περάσαμε μια νύχτα που δεν την ξεχάσαμε ποτέ. Ωδηγούσαμε κατά μήκος της παραλίας πολλή ώρα, ψάχνοντας ένα κατάλληλο μέρος για να κατασκηνώσωμε και τελικά εγκατασταθήκαμε σ’ ένα χλοερό ξέφωτο λίγο πιο έξω από ένα μικρό δήμο των Μαορί. Πέρα μακρυά ήταν ένα μεγάλο βραχώδες βουναλάκι· όλη η περιοχή ήταν μια αποξηραμένη, βραχώδης όχθη ποταμού, πράγμα που με δυσκόλευε πολύ να καρφώσω τους στύλους της σκηνής. Μια όμορφη πανσέληνος είχε ήδη βγη από τους λόφους καθώς τρώγαμε το βραδυνό μας γεύμα που αποτελείτο από βραστές πατάτες και κουμέρα (μια γλυκιά ρίζα) που είχαμε πάρει σε αντάλλαγμα μερικών βιβλίων που δώσαμε στη διάρκεια της ημέρας. Μετά από λίγο είχαμε έναν επισκέπτη, ένα λευκό ο οποίος ήταν ιδιοκτήτης εδαφικής περιοχής στον λόφο. Ενδιαφερόταν γνήσια για την ασφάλειά μας, και μας ρώτησε μάλιστα αν είχαμε κάτι με το οποίο θα μπορούσαμε να υπερασπίσωμε τον εαυτό μας, και ήταν βέβαιος ότι δεν θα κοιμόμαστε εκείνη τη νύχτα αν μέναμε εκεί. Μπορούσαμε να κατασκηνώσωμε οπουδήποτε αλλού στη γη του. Όχι, δεν είχαμε εισέλθει στην ιδιοκτησία κανενός, μας είπε· ήταν κοινό έδαφος, αλλά δεν ήταν συνετό να μείνωμε εκεί. Δεν θέλαμε να φανούμε απερίσκεπτοι, αλλά αποφασίσαμε να μείνωμε εκεί. Ο καλοπροαίρετος επισκέπτης μας έφυγε, διαβεβαιώνοντάς μας ότι θα άφηνε ένα φως στο σπίτι του και ότι θα είμεθα ευπρόσδεκτοι εκεί αν αλλάζαμε γνώμη.
Διερωτώμεθα τι συνέβαινε. Η τρέχουσα Σκοπιά είχε τον τίτλο «Άγγελοι στη Σιών,» κι έτσι καθίσαμε κατάχαμα στη σκηνή μας και διαβάσαμε με το φως του κεριού πώς «άγγελος Κυρίου στρατοπεδεύει κύκλω των φοβούμενων αυτόν.» Η νύχτα πέρασε, το φεγγάρι έδωσε τη θέσι του στον πρωινό ήλιο, και όλα ήσαν εν τάξει. Στη διάρκεια της μέρας ρωτήσαμε και μάθαμε ότι είχαμε κατασκηνώσει σ’ ένα αρχαίο πεδίο μάχης των Μαορί. Το μέρος ακριβώς που είχα στήσει τη σκηνή μας υπήρξε θέατρο μιας τρομερής αιματοχυσίας και οι ντόπιοι πίστευαν ότι κάτω από την πανσέληνο τα πνεύματα των νεκρών πολεμιστών επέστρεφαν και διεξήγαν πάλι τη μάχη εκείνη. Ο νυχτερινός μας φίλος είχε ζήσει τόσο πολύ μεταξύ των Μαορί που πίστευε κι εκείνος το ίδιο. Δεν μπορούσε να καταλάβη πώς επιζήσαμε εκείνη τη νύχτα.—Ψαλμ. 34:7.
ΣΕ ΚΙΝΔΥΝΟΥΣ ΑΠΟ ΣΕΙΣΜΟΥΣ
Το καλοκαίρι έφυγε και ήλθε το φθινόπωρο. Περάσαμε την παραλιακή περιοχή και φθάσαμε στην επαρχιακή πόλι της Γκίσμπορν, όπου υπήρχε μια μικρή εκκλησία. Η οικονομική ύφεσις άρχισε τώρα να γίνεται αισθητή. Η εκκλησία είχε πολύ λίγα υλικά αγαθά, αλλά οι αδελφοί με χαρά τα μοιράσθηκαν μαζί μας. Ήλθε ο επόμενος Ιούνιος και ήταν καιρός να προχωρήσωμε πιο βαθιά μέσα στον τομέα που μας είχε ανατεθή. Πριν από λίγους μήνες, ένας μεγάλος σεισμός είχε ερημώσει μεγάλο μέρος της περιοχής. Οι πόλεις του Νάπιερ και του Χάστινγκς είχαν κυριολεκτικά κατεδαφισθή. Η διάθεσις εντύπων δεν γινόταν τώρα με τόση ευκολία. Τα χρήματα σπάνιζαν, κι έτσι δίναμε βιβλία και παίρναμε τροφή, και χρησιμοποιούσαμε τα χρήματα που είχαμε για πετρέλαιο. Οι σεισμοί συνέχιζαν, με αναλογία μάλιστα οκτώ ή εννέα σεισμών την ημέρα. Τη νύχτα τους ακούγαμε να καταφθάνουν κατά μήκος των αγρών με μια βουή που μοιάζει με τη βουή που κάνει ένα μεγάλο φορτηγό καθώς περνά.
Νομίζω ότι το πιο αλλόκοτο αίσθημα ήταν να βρίσκεσαι σε αυτοκίνητο στη διάρκεια ενός βίαιου σεισμού. Όταν το όχημα άρχιζε να κινήται, πάταγα ενστικτωδώς το ποδόφρενο αλλά, ασφαλώς, χωρίς αποτέλεσμα· το αυτοκίνητο απλώς εκινείτο μαζί με τη γη. Έτσι, όταν κατασκηνώσαμε μια νύχτα κοντά στον Ποταμό Μοχάκα, όπου, στον μεγάλο σεισμό, αρκετά έηκερς καλού βοσκότοπου είχαν βυθισθή στον ποταμό και μεταφέρθηκαν στη θάλασσα, δέσαμε το αυτοκίνητο σ’ ένα μεγάλο δένδρο ενώ κοιμηθήκαμε μέσα. Εκείνη τη νύχτα συνέβη πράγματι σεισμός, αλλά εμείς ήμαστε ασφαλείς.
ΑΞΕΧΑΣΤΕΣ ΠΕΙΡΕΣ
Στο Νάπιερ απολαύσαμε την ευγενική βοήθεια της οικογενείας Ταρέχα, μιας μεγάλης οικογενείας Μαορί που ήταν δραστήρια στην αλήθεια. Μας επέτρεψαν να χρησιμοποιούμε ένα μικρό σπιτάκι και από εκεί ξεκινούσαμε να καλύψωμε τον τομέα. Είχαμε πολλές θαυμάσιες και ενθαρρυντικές πείρες από θύρα σε θύρα. Όταν ήμαστε σ’ εκείνη την περιοχή, συμμετείχαμε σε δυο σπουδαία γεγονότα. Μια Κυριακή απόγευμα τον Οκτώβριο του 1931, συναντηθήκαμε με την οικογένεια Ταρέχα για να υιοθετήσωμε το νέο όνομα «Μάρτυρες του Ιεχωβά,» το οποίο είχε υιοθετηθή στη συνέλευσι που είχε γίνει στις αρχές εκείνου του έτους στο Κολόμπους του Οχάιο. Πόσο συγκινημένοι ήμεθα που είχαμε τώρα μια οριστική ταυτότητα! Το επόμενο πρωί, γεμάτος ζήλο, χτύπησα μια πόρτα και με περηφάνεια είπα: «Καλημέρα σας. Είμαι ένας από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά.» Ποια ήταν η αντίδρασις;—Ένα ανέκφραστο βλέμμα και τα λόγια: «Ποιοι είναι αυτοί; Δεν τους έχω ξανακούσει.» Πόσο διαφορετικά είναι τα πράγματα σήμερα!—συχνά οι άνθρωποι απαντούν: «Πάλι εδώ είσθε! Γιατί έρχεσθε τόσο συχνά;»
Ο επόμενος σημαντικός διορισμός ήταν να διατεθή το βιβλιάριο Η Βασιλεία, η Ελπίς του Κόσμου σε όλους τους κληρικούς, πολιτικούς και ηγέτες στον βιομηχανικό κλάδο. Οι οδηγίες που μας είχαν δώσει ήσαν: Να το αφήνετε στους ανθρώπους είτε το δέχονται είτε όχι. Το Νάπιερ και το Χάστινγκς είχαν πολλούς ιερείς και διέθεσα μια ολόκληρη ημέρα για να τους επισκεφθώ. Μερικοί ήσαν ανεκτικοί· άλλοι εξοργίσθηκαν. Δύο φορές χειροδίκησαν εναντίον μου ωργισμένοι ιερείς. Ένας απ’ αυτούς, που ήταν πραγματικός γίγαντας, με το πρόσωπό του που άστραφτε από θυμό, με άρπαξε από το γιακά, με πέταξε αρκετά μέτρα, ρίχνοντάς με από τα σκαλιά και πετώντας το βιβλιάριο επάνω μου. Σηκώθηκα, έπιασα το βιβλιάριο, γύρισα, άφησα το βιβλιάριο στα πόδια του και είπα: «Μην ποδοπατήτε τη Βασιλεία!» Σχεδόν πνίγηκε από την απογοήτευσί του. Αλλά η ειδοποίησις είχε δοθή.
ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ
Καθώς πλησίαζε η γέννησις του πρώτου μας παιδιού, κατευθυνθήκαμε προς τα βόρεια στο σπίτι των γονέων μου στο Ουαΐχι. Υπήρχε μια μικρή εκκλησία εκεί που συναθροιζόταν στο σπίτι του Φρεντ Φρανκς στο Ουακίνο. Η Χερσόνησος Κορομάντελ ήταν μέρος του τομέως του Ουακίνο, αλλά δεν την είχαν ποτέ επεξεργασθή και ο Φρεντ με ρώτησε αν θα μπορούσα να την αναλάβω εγώ. Με μεγάλη χαρά! Με δύο νέα λάστιχα που με ευγένεια μου δώρησε η εκκλησία, ξεκίνησα να διασχίσω την ορεινή χερσόνησο με τους ασχημάτιστους δρόμους της. Άφησα την Έντνα πίσω στο Ουαΐχι και ξεκίνησα με το αυτοκίνητο και με μια σκηνή, και με ένα ποδήλατο για να πηγαίνω στα μέρη που δεν μπορούσε να πάη το αυτοκίνητο, για να επισκεφθώ καλύβες στο δάσος, απομονωμένα παραλιακά αγροκτήματα και τα παρόμοια. Επειδή οι γαλακτοκόμοι αγρότες συνήθιζαν ν’ αρχίζουν την εργασία τους στα γαλακτοκομικά τους υπόστεγα στις 5 το πρωί, τους επισκεπτόμουν συνήθως στα υπόστεγά τους κατά τις 6 το πρωί, και ένα πρωί είχα διαθέσει 26 βιβλία πριν από τις 8. Στο μικρό δήμο της Κορομάντελ, είχα διαθέσει ένα κιβώτιο με βιβλία πριν από τις 11 το πρωί. Όλο αυτό τον καιρό το αυτοκίνητο, που ήταν τώρα ηλικίας 12 ετών, δεν είχε παρουσιάσει ποτέ μηχανική βλάβη, μολονότι το είχαμε σχεδόν χάσει μια φορά όταν προσπαθήσαμε να διασχίσωμε ένα ποταμό που είχε πλημμυρίσει από παλίρροια.
Η μεγάλη οικονομική κρίσις είχε φθάσει τώρα και σε μας. Την άνοιξι του 1932 η Έντνα, ο ηλικίας εννέα μηνών γιος μας Δαβίδ κι εγώ μαζί με την οικογένεια του Άρθουρ Ρόουε και τη Μαρία Ουίλλις ξεκινήσαμε για ένα μακρυνό ταξίδι προς το Ουέλλινγκτον, για να παρακολουθήσωμε μια συνέλευσι. Από τη συνέλευσι ωργανώθηκαν δύο ομάδες σκαπανέων, μια για τη Βόρειο Νήσο της Νέας Ζηλανδίας και η άλλη για τη Νότιο Νήσο. Η ομάδα μας, που είχε διορισθή στη Βόρειο Νήσο, επρόκειτο να λειτουργήση από το Πάλμερστον Νορθ, όπου ένας αδελφός μας είχε παραχωρήσει ένα θαυμάσιο σπίτι. Ήμεθα μια στενά συνδεδεμένη ομάδα οκτώ σκαπανέων που εργαζόμεθα και στην πόλι και στην επαρχία. Έτσι, με ανάμικτα αισθήματα δεχθήκαμε τις οδηγίες από το γραφείο της Εταιρίας Σκοπιά στην Αυστραλία να μετακινηθούμε στο Ώκλαντ, όπου είχαν δημιουργηθή δυσκολίες με την «τάξι των κατ’ εκλογήν πρεσβυτέρων,» και είχε δημιουργηθή διαίρεσις στην εκκλησία. Επρόκειτο να ιδρύσωμε έναν οίκο σκαπανέων και να συνεργασθούμε και να ενισχύσωμε τους αδελφούς οι οποίοι παρέμειναν πιστοί στην οργάνωσι του Θεού.
Ο ΙΕΧΩΒΑ ΠΡΟΜΗΘΕΥΕΙ
Αλλά πώς θα μεταφέραμε τα αναγκαία μας αποκτήματα 375 μίλια (600 χιλιόμετρα) στο Ώκλαντ; Η εξεύρεσις χρημάτων για πετρέλαιο, για τα δύο οχήματα, ήταν αυτή καθ’ εαυτή ένα πρόβλημα, διότι τα χρήματα αποτελούσαν το πιο μικρό μας απόκτημα. Πουλήσαμε τα πάντα εκτός από τα πιο αναγκαία, και έτσι είχαμε αρκετά χρήματα για να πληρώσωμε τα σιδηροδρομικά έξοδα και ν’ αγοράσωμε πετρέλαιο με το οποίο θα μπορούσαμε να διανύσωμε το ένα τρίτο της οδού. Αν ήταν θέλημα του Ιεχωβά να πάμε εκεί, ήμεθα βέβαιοι ότι τελικά θα φθάναμε στο Ώκλαντ. Σχεδιάσαμε να σταματήσωμε στο Ουανγκανούι, μια πόλι που ήταν αρκετά μεγάλη ώστε να δώσωμε μια μαρτυρία εκεί και, όπως ελπίζαμε, να διαθέσωμε έντυπα για να βρούμε χρήματα για πετρέλαιο. Διευθετήσαμε να έρχωνται οι επιστολές μας στο Ουανγκανούι. Όταν τις πήρα από εκεί, ένας φάκελος περιείχε μόνο ένα κομμάτι χαρτόνι γύρω από το οποίο υπήρχε χαρτί. Αλλά κάτω από το χαρτί ήταν ένα χαρτονόμισμα πέντε λιρών. Πέντε λίρες! Σ’ εκείνο τον καιρό της οικονομικής υφέσεως ήταν πραγματικά πολλά χρήματα (εκείνο τον καιρό ισοδυναμούσαν με 25 δολλάρια). Δάκρυα γέμισαν τα μάτια μας. Είχαμε πράγματι ‘γευθή και ιδεί ότι αγαθός ο Κύριος,’ πολύ αγαθός. (Ψαλμ. 34:8) Πόσο ευτυχισμένοι ήμαστε που είχαμε Αυτόν ως καταφύγιό μας! Έτσι, με το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου γεμάτο, φθάσαμε στο Ώκλαντ.
Νοικιάσαμε ένα μεγάλο σπίτι και εγκατασταθήκαμε εκεί, εργαζόμενοι για να εποικοδομήσωμε τους πιστούς αδελφούς μας. Σύντομα η εκκλησία προώδευσε αρκετά. Αρκετοί που στην αρχή είχαν ακολουθήσει τους λίγους άπιστους κατ’ εκλογήν πρεσβυτέρους, και οι οποίοι ήσαν ειλικρινείς, αλλά είχαν πάθει σύγχυσι, ενώθηκαν και πάλι με τους πιστούς.
Εκείνον ακριβώς τον καιρό θέσαμε σε λειτουργία το έργο με το ηχητικό αυτοκίνητο, παίζοντας τις ηχογραφημένες σύντομες ομιλίες του αδελφού Ρόδερφορδ από ένα μηχάνημα μεταγραφής, που βρισκόταν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, μ’ ένα μεγάφωνο στην οροφή. Πολλοί εξέφραζαν εκτίμησι για τα προγράμματα. Σε μερικές Καθολικές περιοχές, όμως, συγκεντρώνοντο πλήθη κι εκδήλωναν τη δυσαρέσκειά τους προσπαθώντας να βγάλουν το μεγάφωνο από την οροφή, αλλά εμείς το είχαμε ασφαλίσει. Προσπαθούσαν κατόπιν ν’ ανοίξουν τις πόρτες του αυτοκινήτου. Αφού απετύγχαναν και σ’ αυτό, άρχιζαν να λιθοβολούν το αυτοκίνητο. Όπως συνηθίζαμε να λέμε τότε, «Δεν αισθανόμαστε ανία ούτε ένα λεπτό.»
ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΣΕ ΚΑΙΡΟ ΠΟΛΕΜΟΥ
Τώρα η οικονομική ύφεσις είχε περάσει και πριν από λίγον καιρό και ο οίκος σκαπανέων είχε διαλυθή. Η Έντνα κι εγώ κατευθυνθήκαμε στην περιοχή Μόρρινσβιλ, όπου δεν υπήρχαν ευαγγελιζόμενοι, αλλά εγώ μπορούσα να εργασθώ ως κρεοπώλης. Με τον καιρό είχαμε μια εκκλησία από 12 ευαγγελιζομένους. Κατόπιν ήλθε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, και μαζί μ’ αυτόν πολλές δυσκολίες. Δεν υπήρχε πετρέλαιο για τα αυτοκίνητά μας. Αυτό εσήμαινε ότι θα επιστρέφαμε στα ποδήλατα. Μια συνηθισμένη Κυριακή σήμαινε ποδηλασία 58 χιλιομέτρων (38 μιλίων) για να επισκεφθούμε απλώς τους αδελφούς και να διεξάγωμε τη μελέτη Σκοπιάς μαζί τους.
Με τον πόλεμο ήλθε, επίσης, και η απαγόρευσις του έργου μας. Η οργάνωσίς μας προεγράφη και οι συναθροίσεις στην αρχή απαγορεύθηκαν. Ακόμη και η συνάντησις δύο Μαρτύρων στη γωνιά του δρόμου που συζητούσαν για το έργο από σπίτι σε σπίτι εθεωρείτο τότε παράνομη συγκέντρωσις. Αλλά οι περιορισμοί αργότερα ελαττώθηκαν.
ΣΥΝΕΧΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑ
Ήλθε το έτος 1945 και ο καιρός για μια ακόμη αλλαγή, αυτή τη φορά για επιστροφή πίσω στην Ταουράνγκα, όπου υπήρχε μόνο μία Μάρτυς. Μείναμε στην αρχή στο σπίτι της έως ότου μπόρεσα να νοικιάσω εγώ ένα σπίτι. Είχαμε ένα γιο και μια θυγατέρα να φροντίσωμε τώρα κι έτσι βρήκα μια θέσι στο τοπικό κρεοπωλείο. Άλλοι αδελφοί με τις οικογένειές τους ήλθαν να ενωθούν μαζί μας και σύντομα αποτελέσαμε μια μικρή εκκλησία. Η εκκλησία εκεί εξακολούθησε ν’ αυξάνη και σήμερα υπάρχουν τρεις εκκλησίες στην ίδια περιοχή, και κάθε εκκλησία έχει μια θαυμάσια Αίθουσα Βασιλείας.
Το 1952 η οικογένειά μας επέστρεψε στο Ώκλαντ. Διορίσθηκα επίσκοπος πόλεως και σ’ αυτή τη θέσι απόλαυσα πολλά προνόμια. Μετά την επίσκεψι των Αδελφών Νορρ και Άνταμς το 1956 μου ανετέθη η διευθέτησις της αγοράς ενός οικοπέδου στην Οδό Νιου Νορθ, όπου η Εταιρία έκτισε ένα θαυμάσιο νέο κτίριο όπου μετεφέρθη το τμήμα της Εταιρίας Σκοπιά από το Ουέλλινγκτον στο Ώκλαντ.
ΑΝΑΠΟΛΩΝΤΑΣ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Έτσι, οι ημέρες μας σ’ αυτό τον «αμπελώνα» έγιναν χρόνια, τα χρόνια έγιναν δεκαετίες—και στη διάρκεια όλου αυτού του καιρού εργαζόμαστε εδώ, βοηθούσαμε εκεί, δεν χάναμε συναθροίσεις ή συνελεύσεις, αναμετρούσαμε τις ευλογίες μας, και είναι αλήθεια ότι απολαύσαμε πάρα πολλές ευλογίες, μεγάλες και μικρές. Η αγάπη και ο σεβασμός των αδελφών υπήρξε πάντοτε ενθάρρυνσις, κάτι πολύτιμο.
Τα παιδιά μας, επίσης, απεδείχθησαν μια ευλογία για μας. Και τα δύο έκαναν έργο σκαπανέως για αρκετό καιρό, καθώς επίσης και μερικά από τα παιδιά τους. Ο γιος μου και ο γαμβρός μου είναι πρεσβύτεροι σε εκκλησίες του Ώκλαντ, και ο μεγαλύτερος εγγονός μου είναι διακονικός υπηρέτης. Τώρα έχω ένα μικρό δισέγγονο τον οποίον, με το θέλημα του Ιεχωβά, μπορεί να δω να αινή το όνομά Του. Τι περισσότερο θα μπορούσε να ζητήση κανείς; Μια τέτοια σχέσις με τον Ιεχωβά και με τον Χριστό Ιησού είναι μια περιουσία που δεν μπορεί ν’ αφαιρέση κανείς άνθρωπος.
Κάτι που με δίδαξαν αυτά τα χρόνια είναι να μην ‘καταφρονώ την ημέρα των μικρών πραγμάτων.’ (Ζαχ. 4:10) Θυμάμαι τις συναθροίσεις που είχαμε κάποτε στα ταπεινά σπίτια των αδελφών και βλέπω τώρα τις ολοένα επεκτεινόμενες Αίθουσες Βασιλείας με τα ωραία χαλιά, και σκέπτομαι ότι πράγματι η προφητεία που αναφέρει το εδάφιο Ησαΐας 60:17 έχει εκπληρωθή για μας. Οι ‘λίθοι’ έγιναν πράγματι ‘σίδηρος,’ ο «σίδηρος . . . έγινε αργύριον» και ο ‘χαλκός . . . χρυσίον.’ Η υποσχεμένη ‘ειρήνη’ πράγματι ‘έχει κατασταθή αρχηγός μας.’ Σκεπτόμεθα τους πολλούς θαυμάσιους συνεργάτες μας, αδελφούς και αδελφές, που περάσαμε μαζί όλα αυτά τα χρόνια. Πολλοί απ’ αυτούς έχουν φύγει τώρα. Μερικοί μετέβησαν σε νέους και μεγαλύτερους διορισμούς· άλλοι αναπαύονται στον τάφο, όπου τους θέσαμε λέγοντάς τους ένα λυπηρό «Καληνύχτα,» για να επιστρέψουν σε μια πιο φωτεινή μέρα όπου θα τους υποδεχθούμε μ’ ένα «Καλημέρα» σε μια παραδεισιακή γη.
Γνωρίζομε ότι το έργο στον «αμπελώνα» δεν έχει τελειώσει ακόμα. Απεδείχθη ότι είναι ένας τρόπος ζωής πολύ επιθυμητός. Με ποιον καλύτερο τρόπο θα μπορούσε να δαπανήση κανείς τα χρόνια που δίνει ο Ιεχωβά;
Μια σκέψις προεξέχει καθώς αναπολώ το παρελθόν. Είναι η εκδήλωσις της φροντίδος που ο Ιεχωβά και ο γιος του Ιησούς Χριστός έχουν για όλους εκείνους που σηκώνουν τον ζυγό του Ιησού και τον ακολουθούν. Συμβαίνει αυτό ακριβώς που περιγράφει το εδάφιο Ψαλμός 37:25: «Νέος ήμην και ήδη εγήρασα, και δεν είδον δίκαιον εγκαταλελειμμένον ουδέ το σπέρμα αυτού ζητούν άρτον.»
[Χάρτης/Εικόνα των Έντνα και Κλίφφορντ Κέογκαν στη σελίδα 12]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
«Εισέλθετε και Σεις στον Αμπελώνα»
ΝΕΑ ΖΗΛΑΝΔΙΑ
ΒΟΡΕΙΟΣ ΝΗΣΟΣ
Ώκλαντ
Τέιμς
Ουαΐχι
Μόρρινσβιλ
Ταουράνγκα
Οποτίκι
Γκίσμπορν
Νάπιερ
Χάστινγκς
Ουανγκανούι
Ντάννεβιρκ
Πάλμερστον Νορθ
Ουέλλινγκτον