Ο Ιεχωβά με Στήριξε στη Φυλακή, Μέσα στην Έρημο
ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΦΗΓΗΘΗΚΕ Ο ΑΪΖΑΪΑ ΜΙΟΥΕ
Δεν είχα περάσει από δίκη και δεν είχα διαπράξει κανένα έγκλημα. Ωστόσο, είχα καταδικαστεί σε καταναγκαστικά έργα σε μια αποικία καταδίκων, στο κέντρο της καυτής αφρικανικής ερήμου Σαχάρα. Αυτό που έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα ήταν ότι οι φίλοι μου δεν ήξεραν πού ήμουν. Αυτό συνέβη πριν από οχτώ και πλέον χρόνια, το καλοκαίρι του 1984. Επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω πώς βρέθηκα σε αυτή τη φρικτή κατάσταση.
ΤΟ 1958, όταν ήμουν μόνο 12 ετών, ο μεγαλύτερος αδελφός μου έγινε Μάρτυρας του Ιεχωβά. Ωστόσο, ο πατέρας μου και η μητέρα μου συνέχισαν να λατρεύουν τους φυλετικούς θεούς της πολιτείας Άμπια, στη Νιγηρία, όπου ζούσαμε.
Το 1968 κατατάχτηκα στο στρατό της Μπιάφρας. Ενώ βρισκόμουν στα χαρακώματα, έκανα σκέψεις γύρω από την ουδέτερη στάση των Μαρτύρων του Ιεχωβά και προσευχήθηκα στον Θεό να με βοηθήσει. Υποσχέθηκα ότι, αν μου επέτρεπε να επιζήσω από τον πόλεμο, θα γινόμουν Μάρτυράς του.
Μετά τον πόλεμο ενήργησα γρήγορα για να εκπληρώσω την υπόσχεσή μου. Βαφτίστηκα τον Ιούλιο του 1970 και αμέσως ανέλαβα την ολοχρόνια διακονία ως σκαπανέας. Αργότερα διορίστηκα πρεσβύτερος στη Χριστιανική εκκλησία. Σε σύντομο χρονικό διάστημα έλαβα μια πρόσκληση από το γραφείο τμήματος της Νιγηρίας για να αναλάβω έναν ιεραποστολικό διορισμό σε κάποια γειτονική χώρα όπου το έργο των Μαρτύρων του Ιεχωβά δεν είχε αναγνωριστεί νομικά. Δέχτηκα, και τον Ιανουάριο του 1975 κατευθυνόμουν στον προορισμό μου, με το διαβατήριο στο χέρι.
Μας Συλλαμβάνουν
Το 1978 διορίστηκα να επισκέπτομαι τους Μάρτυρες σε ολόκληρη τη χώρα. Εφόσον ήταν λίγοι, ταξίδευα πολύ, επισκεπτόμενος όλες τις πόλεις στις οποίες υπήρχαν εκκλησίες, καθώς και τις περιοχές στις οποίες υπήρχαν ενδιαφερόμενα άτομα. Συχνά με ανέκριναν στα σημεία ελέγχου της αστυνομίας. Δυο φορές, επί τέσσερις μέρες κάθε φορά, με έθεσαν υπό κράτηση και με ανέκριναν σχετικά με το έργο μας.
Στη συνέχεια, τον Ιούνιο του 1984, καθώς ετοιμαζόμασταν για τη διακονία αγρού κάποια Κυριακή, ένας φιλικά διακείμενος αξιωματούχος μάς πληροφόρησε πως η αστυνομία επιζητούσε να συλλάβει Μάρτυρες του Ιεχωβά. Μια εβδομάδα αργότερα συνέλαβαν τον Τζάγκλι Κοφίβι, ο οποίος είναι από το Τόγκο, και εμένα. Μας πήγαν στο αρχηγείο της αστυνομίας και μας διέταξαν να τους αποκαλύψουμε τα ονόματα όλων των Μαρτύρων του Ιεχωβά που υπήρχαν στην πόλη. «Αν δεν μας δώσετε τα ονόματα», είπαν, «δεν θα σας αφήσουμε ελεύθερους».
«Εσείς είστε η αστυνομία», απάντησα. «Είναι δική σας δουλειά να βρείτε τους ανθρώπους που θέλετε. Εγώ δεν είμαι πράκτοράς σας». Είχαμε μια τεταμένη συζήτηση επί 30 λεπτά περίπου, και οι αστυνομικοί απείλησαν ότι θα μας χτυπήσουν. Εντούτοις, δεν τους δώσαμε τα ονόματα των Χριστιανών αδελφών μας. Τότε αυτοί αποφάσισαν να κατασχέσουν τη μεγάλη σειρά που είχα από βιβλία σχετικά με την Αγία Γραφή.
Βρισκόμαστε υπό Κράτηση
Αφού επιστρέψαμε στο αστυνομικό τμήμα με τα βιβλία, ο Τζάγκλι και εγώ τα ξεφορτώσαμε. Καθώς το κάναμε αυτό, γλίστρησε ένα χαρτί από την Αγία Γραφή μου με τα μεγάλα γράμματα. Ήταν το πρόγραμμα μιας συνέλευσης περιφερείας στο οποίο ήταν τυπωμένα τα ονόματα όλων των Χριστιανών πρεσβυτέρων της χώρας. Το σήκωσα γρήγορα και το έχωσα στην τσέπη μου. Όμως, ένας από τους αστυνομικούς με είδε και με διέταξε να του το παραδώσω. Φυσικά, ένιωσα απαίσια.
Έβαλαν το χαρτί πάνω στο τραπέζι του δωματίου όπου ο Τζάγκλι και εγώ πηγαίναμε τα βιβλία. Όταν μπήκα κουβαλώντας το επόμενο φορτίο, πήγα στο τραπέζι, πήρα το χαρτί και το έχωσα στην τσέπη μου. Κατόπιν είπα ότι ήθελα να πάω στην τουαλέτα. Ένας αστυνομικός με συνόδεψε στις τουαλέτες. Αφού μπήκα μέσα και έκλεισα την πόρτα, έκανα το χαρτί κομματάκια και το πέταξα στη λεκάνη της τουαλέτας τραβώντας το καζανάκι.
Όταν έμαθαν οι αστυνομικοί τι είχε συμβεί, εξαγριώθηκαν. Αλλά φοβήθηκαν να κάνουν οτιδήποτε για αυτό, εφόσον οι ανώτεροί τους θα τους κατηγορούσαν για αμέλεια επειδή μου είχαν δώσει την ευκαιρία να καταστρέψω το χαρτί. Αφού μας είχαν υπό κράτηση επί 17 μέρες, ένας αστυνομικός επιθεωρητής μάς είπε να μαζέψουμε τα πράγματά μας επειδή θα μας μετέφεραν κάπου αλλού. Βάλαμε μερικά ρούχα σε μια πλαστική τσάντα, και στον πάτο της έβαλα μια μικρή Αγία Γραφή που μας την είχε περάσει κρυφά ένας επισκέπτης.
Μπορέσαμε να ειδοποιήσουμε τους Μάρτυρες για το ότι θα μας μετέφεραν αλλά δεν ξέραμε σε ποιο μέρος. Νωρίς το επόμενο πρωί, στις 4 Ιουλίου 1984, μας ξύπνησε ο αστυνομικός επιθεωρητής. Μας έψαξε και μας ζήτησε να βγάλουμε τα ρούχα από την τσάντα και να τα κρεμάσουμε στο χέρι μας. Αλλά όταν έφτασα στο τελευταίο πουκάμισο, μου είπε ότι μπορούσα να βάλω τα ρούχα πίσω στην τσάντα, και έτσι δεν ανακάλυψε την Αγία Γραφή.
Μια Φυλακή Μέσα στην Έρημο
Οι αστυνομικοί μάς οδήγησαν στο αεροδρόμιο, όπου επιβιβαστήκαμε σε ένα στρατιωτικό αεροπλάνο. Αρκετές ώρες αργότερα φτάσαμε σε μια πόλη 2.000 περίπου κατοίκων όπου κοντά της υπήρχε μια φυλακή. Η κοντινότερη πόλη απείχε περίπου 650 χιλιόμετρα οδικώς. Μας πήγαν από το αεροπλάνο στη φυλακή και μας παρέδωσαν στο διευθυντή της φυλακής. Κανένας από την οικογένειά μας ή από τους φίλους μας δεν ήξερε πού μας είχαν πάει.
Η πόλη στην οποία μας είχαν πάει είναι μια όαση στη Σαχάρα. Εκεί υπάρχουν θάμνοι, λίγα δέντρα και κτίρια των οποίων οι τοίχοι είναι φτιαγμένοι από ξερή λάσπη. Κάποιος μπορεί να βρει νερό σκάβοντας μόνο ένα με ενάμισι μέτρο. Ωστόσο, κάποιος ντόπιος ο οποίος ήταν 31 χρονών μας είπε ότι είχε βρέξει μόνο μια φορά στη διάρκεια της ζωής του! Μάλιστα στην περιοχή έκανε υπερβολική ζέστη. Ένας κρατούμενος είπε ότι το θερμόμετρο στους θαλάμους των κρατουμένων είχε φτάσει κάποτε τους 60 βαθμούς Κελσίου! Φυσούσε συνεχώς ένας ισχυρός άνεμος, μεταφέροντας άμμο που έκαιγε το δέρμα και έκανε τα μάτια να πονάνε.
Όποιος έφτανε σε αυτό το μέρος θα καταλάβαινε ότι βρισκόταν στο αυστηρότερο σωφρονιστικό ίδρυμα της χώρας. Η φυλακή περιβαλλόταν από ψηλούς τοίχους οι οποίοι πρόσφεραν κάποια προστασία από τον άνεμο και τον ήλιο. Ωστόσο, δεν χρειάζονταν τοίχοι για να εμποδίσουν κάποιον να δραπετεύσει, εφόσον δεν είχε πουθενά να πάει. Έξω από την όαση δεν υπήρχε ούτε ένα δέντρο, τίποτα απολύτως, το οποίο να προσφέρει σκιά σε οποιονδήποτε ήθελε να δραπετεύσει.
Προτού μπούμε μέσα, ο διευθυντής της φυλακής μάς έψαξε. Μας είπε να βγάλουμε όλα τα πράγματα μέσα από την τσάντα μας. Άρχισα να βγάζω τα πουκάμισά μας ένα-ένα. Όταν το μοναδικό πράγμα που απέμενε ήταν ένα πουκάμισο το οποίο σκέπαζε την Αγία Γραφή, σήκωσα την τσάντα για να του δείξω το πουκάμισο που ήταν μέσα και είπα: «Αυτά είναι τα μόνα που μας επέτρεψαν να πάρουμε». Εκείνος, ικανοποιημένος, είπε να μπούμε στην αυλή της φυλακής. Η Αγία Γραφή ήταν το μόνο έντυπο που είχαμε.
Η Ζωή στη Φυλακή
Συνολικά, υπήρχαν περίπου 34 κρατούμενοι. Αυτοί ήταν οι πιο διαβόητοι και επικίνδυνοι εγκληματίες στη χώρα. Πολλοί ήταν δολοφόνοι οι οποίοι, όπως πιστευόταν, ήταν αδύνατον να αναμορφωθούν. Όλοι μας κοιμόμασταν σε δυο μεγάλα κελιά, τα οποία τα χώριζε ένα ανοιχτό μπάνιο. Το μπάνιο περιείχε ένα ξεσκέπαστο βαρέλι το οποίο χρησιμοποιούνταν ως λεκάνη τουαλέτας. Μολονότι οι κρατούμενοι το άδειαζαν κάθε πρωί, φαινόταν λες και όλες οι μύγες της ερήμου έρχονταν για να απολαύσουν τη δροσιά και τη βρωμιά αυτού του βαρελιού.
Το μόνο φαγητό που είχαμε ήταν το σόργο. Ένας κρατούμενος το άλεθε, το έβραζε και το μοίραζε σε ίσες ποσότητες στα πιάτα, τα οποία στη συνέχεια τα έβγαζαν έξω και έβαζαν από ένα πιάτο σε καθεμιά από τις ψάθες στις οποίες κοιμόνταν οι κρατούμενοι. Το φαγητό δεν το σκέπαζαν. Όταν επιστρέφαμε από τη δουλειά, εκατοντάδες μύγες σκέπαζαν κάθε πιάτο με το φαγητό από σόργο. Όταν σηκώναμε το πιάτο μας, οι μύγες πετούσαν μακριά με θόρυβο. Τις δυο πρώτες μέρες δεν φάγαμε τίποτα. Τελικά, την τρίτη μέρα, αφού διώξαμε τις μύγες και βγάλαμε την πέτσα που είχε σχηματιστεί στην επιφάνεια, αρχίσαμε να τρώμε το φαγητό από σόργο. Προσευχηθήκαμε στον Ιεχωβά να προστατέψει την υγεία μας.
Δουλεύαμε κάτω από τον ήλιο, γκρεμίζοντας τους τοίχους της παλιάς αυλής της φυλακής και χτίζοντας καινούριους τοίχους. Ήταν εξαιρετικά σκληρή δουλειά. Εργαζόμασταν κοπιαστικά χωρίς διάλειμμα από τις 6:00 π.μ. μέχρι το μεσημέρι, τρώγαμε κάτι, και κατόπιν δουλεύαμε μέχρι τις 6:00 μ.μ. Δεν υπήρχαν αργίες. Όχι μόνο υποφέραμε από τη ζέστη αλλά στη διάρκεια του χειμώνα υποφέραμε από το κρύο. Επίσης, υποφέραμε από τους βάναυσους φύλακες.
Παραμείναμε Πνευματικά Ισχυροί
Ο Τζάγκλι και εγώ διαβάζαμε την Αγία Γραφή στα κρυφά και μιλούσαμε μαζί για τα όσα μαθαίναμε. Δεν μπορούσαμε να διαβάσουμε φανερά επειδή θα μας έπαιρναν την Αγία Γραφή και θα μας τιμωρούσαν. Ένας κρατούμενος με τον οποίο άρχισα Γραφική μελέτη είχε μια λάμπα πετρελαίου που τη μοιραζόταν μαζί μου. Συχνά ξυπνούσα στις μία ή στις δύο το πρωί και διάβαζα μέχρι τις πέντε περίπου. Έτσι μπόρεσα να διαβάσω ολόκληρη την Αγία Γραφή, από την αρχή μέχρι το τέλος.
Κηρύτταμε στους άλλους κρατουμένους, και ένας από αυτούς μίλησε στον αρχιφύλακα για εμάς. Αναπάντεχα, ο φύλακας έδωσε στον κρατούμενο ένα περιοδικό Ξύπνα! που είχε, και ο κρατούμενος το έδωσε σε εμάς. Το διάβαζα ξανά και ξανά. Το γεγονός ότι διαβάζαμε και κηρύτταμε μας βοήθησε να παραμείνουμε πνευματικά ισχυροί.
Επικοινωνούμε με τους Φίλους Μας
Δεν μας επέτρεπαν να γράφουμε και να στέλνουμε γράμματα. Ωστόσο, κάποιο άτομο που φέρθηκε φιλικά είπε ότι θα με βοηθούσε. Στις 20 Αυγούστου, περίπου έξι εβδομάδες μετά την άφιξή μου, έγραψα κρυφά δυο επιστολές, μια προς τη Νιγηριανή πρεσβεία και μια προς τους Μάρτυρες φίλους μας. Τις έθαψα στην άμμο και σημάδεψα το μέρος με μια μεγάλη πέτρα. Αργότερα ο φίλος μου ήρθε και τις ξέθαψε.
Πέρασαν πολλές εβδομάδες, και δεν έμαθα κανένα νέο. Σιγά-σιγά έχασα κάθε ελπίδα ότι οι επιστολές είχαν φτάσει στον προορισμό τους. Αλλά αυτές είχαν φτάσει, και οι συμμάρτυρές μας άρχισαν τον αγώνα για να εξασφαλίσουν την απελευθέρωσή μας. Το Υπουργείο Εξωτερικών της Νιγηρίας έδειξε επίσης ενδιαφέρον για το ζήτημα και ζήτησε από την κυβέρνηση της χώρας στην οποία ήμουν φυλακισμένος να εξηγήσει το γιατί με είχαν κλείσει σε μια τέτοια φυλακή.
Στο μεταξύ, το πρωί της 15ης Νοεμβρίου 1984, μας πήραν για να κάνουμε καθαριότητα. Οι φύλακες με οδήγησαν στην τουαλέτα ενός γυμνασίου, την οποία οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν επί εβδομάδες παρ’ όλο που αυτή είχε βουλώσει. Ήταν γεμάτη περιττώματα. Η δουλειά μου, είπαν οι φύλακες, ήταν να την καθαρίσω. Τα μόνα εργαλεία που είχα ήταν τα χέρια μου. Καθώς αναρωτιόμουν πώς να χειριστώ αυτή την αηδιαστική δουλειά, ο αρχιφύλακας ήρθε και είπε ότι ο γενικός επιθεωρητής της περιοχής ήθελε να με δει.
Όταν έφτασα, ο γενικός επιθεωρητής είπε ότι είχε πρόσφατα μιλήσει με τον πρόεδρο της χώρας, ο οποίος είχε μάθει σε τι δύσκολη θέση βρισκόμουν. Ο πρόεδρος εξήγησε ότι, αν έδινα τα ονόματα των Μαρτύρων του Ιεχωβά που υπήρχαν στη χώρα, θα απελευθερωνόμουν αμέσως και θα μπορούσα να φύγω με το επόμενο αεροπλάνο. Τους είπα ξανά ότι, αν ήθελαν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, ήταν δουλειά της αστυνομίας να τους βρει. Ο γενικός επιθεωρητής μού είπε ότι θα έπρεπε να σκεφτώ την προσφορά τους πολύ σοβαρά. Θα μου έδινε τέσσερις-πέντε μέρες για να το ξανασκεφτώ. Κατόπιν με έδιωξε, και οι φύλακες με συνόδεψαν πίσω στη φυλακή και όχι, ευτυχώς, πίσω σε εκείνη την τουαλέτα!
Έπειτα από πέντε μέρες ο γενικός επιθεωρητής με φώναξε και με ρώτησε τι είχα αποφασίσει. Του είπα ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο βρισκόμουν στη φυλακή τους ήταν επειδή έδινα μαρτυρία για τον αληθινό Θεό και ότι δεν είχα κάνει τίποτα κακό. Του εξήγησα ότι είχα ένα νόμιμο διαβατήριο και άδεια παραμονής. Όλα τα χαρτιά μου ήταν εντάξει και, οποτεδήποτε ταξίδευα σε κάποια πόλη, πάντοτε ρωτούσα την αστυνομία για να βεβαιωθώ ότι δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα. Εφόσον δεν είχα διαπράξει κανένα έγκλημα, ρώτησα: «Γιατί με τιμωρείτε; Αν ήμουν ανεπιθύμητος στη χώρα, γιατί δεν με απέλασαν; Γιατί με καταδίκασαν σε αυτό το μέρος;»
Μιλούσα επί 15 λεπτά περίπου. Όταν τελείωσα, μου ζήτησε να γράψω όσα είχα μόλις πει και μου είπε ότι οι παρατηρήσεις μου θα υποβάλλονταν στον πρόεδρο. Μου έδωσε χαρτί και έγραψα τέσσερις σελίδες.
Απελευθέρωση Επιτέλους!
Δεν έμαθα τίποτα περισσότερο για αυτό το ζήτημα μέχρι τον Ιανουάριο του 1985, σχεδόν εφτά μήνες από τότε που με είχαν φυλακίσει. Αυτή τη φορά, ήρθε ο αρχιφύλακας και με ρώτησε αν είχα γράψει κάποια επιστολή στη Νιγηριανή πρεσβεία. «Ναι», του απάντησα.
«Γιατί το έκανες αυτό; Γιατί δεν με ενημέρωσες;» ρώτησε.
Του είπα ότι το θέμα δεν τον αφορούσε. Αλλά τον διαβεβαίωσα ότι δεν είχα γράψει τίποτα εναντίον του, εφόσον εκείνος δεν είχε καμιά σχέση με το ότι με είχαν βάλει φυλακή. «Ούτε η μητέρα μου δεν ξέρει πού είμαι», του είπα. Στη συνέχεια ζήτησε να μάθει πώς είχα στείλει την επιστολή, αλλά αρνήθηκα να του πω.
Την επόμενη μέρα οι φύλακες ετοίμασαν ένα Λαντ-Ρόβερ και μου είπαν ότι ο Τζάγκλι και εγώ μεταφερόμαστε. Μας έβγαλαν έξω, μας έγδυσαν και μας έψαξαν. Νωρίτερα είχα δώσει την Αγία Γραφή μου σε έναν κρατούμενο με τον οποίο μελετούσα επειδή ήξερα ότι αν την έβρισκαν οι φύλακες πάνω μου θα την έπαιρναν. Αυτός ο άντρας μάς είπε ότι όταν θα απελευθερωνόταν θα γινόταν Μάρτυρας του Ιεχωβά. Προσευχόμαστε να το κάνει αυτό.
Λίγο αργότερα, με απέλασαν στη Νιγηρία και το Φεβρουάριο του 1985 ξανάρχισα τη διακονία μου ως περιοδεύων επίσκοπος σε αυτή τη χώρα. Από το 1990, υπηρετώ ως επίσκοπος περιφερείας στη Νιγηρία. Ο Τζάγκλι υπηρετεί τώρα ως πιστός Μάρτυρας στην Ακτή Ελεφαντοστού.
Από αυτή την εμπειρία, έμαθα από πρώτο χέρι ότι ο Ιεχωβά Θεός μπορεί να μας στηρίξει ακόμα και κάτω από την πιο σκληρή πίεση. Επανειλημμένα είδαμε το χέρι του να μας προστατεύει στη φυλακή. Η απελευθέρωσή μας μου εντύπωσε το γεγονός ότι ο Ιεχωβά ξέρει όχι μόνο πού βρίσκονται οι δούλοι του και τι υποφέρουν αλλά και πώς να τους απελευθερώνει από τη δοκιμασία.—2 Πέτρου 2:9, ΜΝΚ.