Ερυθρόδερμοι του Παναμά—Μια Ματιά στο Παρελθόν
Από τον ανταποκριτή του «Ξύπνα!» στον Παναμά
ΕΧΟΥΝ περάσει πάνω από 450 χρόνια από τότε που ο Χριστόφορος Κολόμβος, ο Βάσκο ντε Μπαλμπόα και άλλοι λευκοί πάτησαν για πρώτη φορά το πόδι τους σ’ αυτή τη στενή λουρίδα γης που γειτονεύει με τη Νοτιοαμερικανική ήπειρο. Εδώ ήλθαν σε επαφή με ιθαγενείς με μπρούντζινο δέρμα που ζούσαν σε γραφικές τροπικές τοποθεσίες.
Από την αρχή ακόμη οι Ινδιάνοι του Παναμά αντιστάθηκαν στην εξουσία των λευκών, περιφρουρώντας την ανεξαρτησία τους και τον απλό τρόπο ζωής. Οι απομακρυσμένες και σχεδόν αδιαπέραστες ζούγκλες του Παναμά παρείχαν στους Ινδιάνους την απομόνωσι που επιθυμούσαν. Αλλά τώρα, αντί να είναι οι μοναδικοί κάτοικοι της γης, έχουν ξεπερασθή κατά πολύ σε αριθμό από τους νεοαφιχθέντες. Από το ενάμισυ σχεδόν εκατομμύριο του πληθυσμού του Παναμά οι Ινδιάνοι δεν αποτελούν περισσότερο από το 5 τοις εκατό, ή περίπου εξήντα χιλιάδες.
Για να γνωρίση κανείς πραγματικά αυτούς τους Ινδιάνους πρέπει να τους επισκεφθή στο φυσικό τους περιβάλλον. Είχα αρκετές ευκαιρίες να το κάμω αυτό όταν υπηρετούσα ως διάκονος των μαρτύρων του Ιεχωβά. Θα σας αφηγηθώ μερικές απ’ αυτές τις επισκέψεις.
Οι Ινδιάνοι Τσόκο
Οι Ινδιάνοι Τσόκος κατοικούν από μακρό χρόνο το απάτητο βροχερό δάσος της πιο νότιας επαρχίας του Παναμά, του Ντάριεν. Στο Ντάριεν επί της Ατλαντικής ακτής είχε ιδρυθή μια αποικία γύρω στο 1510, και ο εξερευνητής Μπαλμπόα έγινε ο κυβερνήτης της. Όταν άκουσε από τους Ινδιάνους για μια «θάλασσα» από την άλλη μεριά της στενής λουρίδας γης, αυτός και άλλοι διακόσιοι περίπου άνδρες διέσχισαν την πυκνόφυτη αυτή περιοχή και αντίκρυσαν τον Ειρηνικό Ωκεανό στις 25 Σεπτεμβρίου του 1513.
Η κυρία τοποθεσία των Τσόκος είναι τώρα η πόλις Γκαρασίν επί της ακτής του Ειρηνικού. Η σύζυγός μου κι εγώ πήγαμε πριν από αρκετά χρόνια για να επισκεφθούμε ένα διάκονο των μαρτύρων του Ιεχωβά. Μείναμε εκεί αρκετές μέρες και κηρύξαμε στους εκεί Τσόκος και στη γύρω περιοχή. Ήταν μια αξέχαστη πείρα. Είναι καταπληκτικό που, αν και βρισκόμαστε μόνο περίπου 150 μίλια μακρυά από τη σύγχρονη πρωτεύουσα, την Πόλι του Παναμά, μπορούσαμε να συναντούμε ανθρώπους που ζούσαν όπως και στην εποχή του Μπαλμπόα.
Οι Τσόκος δεν είναι υψηλοί άνθρωποι, αλλ’ οι άνδρες είναι καλοφτιαγμένοι και φαίνονται μάλλον άγριοι. Αν και αυτοί που ζουν βαθιά στο εσωτερικό είναι γνωστό ότι ανθίστανται στη διείσδυσι ξένων, χρησιμοποιώντας γι’ αυτό το σκοπό ειδικά όπλα με τα οποία εκτοξεύουν δηλητηριώδη βέλη, αυτοί που συναντήσαμε εμείς δεν μας υποδέχθηκαν μ’ αυτόν τον τρόπο. Μάλιστα διαθέσαμε και Γραφικά έντυπα σε μερικούς απ’ αυτούς.
Τα σπίτια των Τσόκος είναι συνήθως υπερυψωμένα επάνω σε πασσάλους τέσσερα ή πέντε πόδια επάνω από τη γη. Συχνά είναι κτισμένα κοντά σε μια ακτή και οι στέγες τους είναι φτιαγμένες από πλεκτά φύλλα φοινίκων και τα πατώματα από καλάμια. Τα πλαϊνά είναι ανοικτά ολόγυρα. Σχεδόν το μοναδικό έπιπλο είναι μερικοί πάγκοι. Το μαγείρεμα γίνεται σε μαύρα σιδερένια δοχεία που τα στηρίζουν επάνω σε πέτρες και από κάτω ανάβουν φωτιά με ξύλα. Παρατηρήσαμε ότι το κυριώτερο μέρος της διατροφής των Τσόκος αποτελούν το ψάρι, το ρύζι και οι μπανάνες.
Το ντύσιμο τους το χαρακτηρίζει η απλότης—πράγμα που φέρνει σε αμηχανία αυτούς που δεν το έχουν συνηθίσει. Οι γυναίκες των Τσόκος δεν φορούν τίποτα άλλο από λίγες γυάρδες ύφασμα γύρω από το κάτω μέρος του σώματός τους, που αρχίζει λίγο κάτω από τον αφαλό και φθάνει ως τα γόνατα. Οι άνδρες φορούν ακόμη λιγώτερα—μόνο ένα απλό ύφασμα στη μέση.
Λούζονται στον ωκεανό ή σε κάποιο ποτάμι όπως έκαναν ανέκαθεν. Όταν οι γυναίκες μπαίνουν στο νερό, σηκώνουν σιγά-σιγά το ύφασμα της φούστας τους έως ότου τελικά, όταν το νερό φτάση στη μέση τους, το αφαιρούν τελείως. Το τυλίγουν και το βάζουν επάνω στο κεφάλι τους έως ότου τελειώση το μπάνιο. Κατόπιν, όταν βγαίνουν από το νερό, η διαδικασία αντιστρέφεται και τελικά οι γυναίκες βγαίνουν στην άσπρη άμμο λουσμένες και ντυμένες!
Οι Ινδιάνοι Κιούνας
Στο νότιο Παναμά, επίσης, αλλά στην πλευρά του Ατλαντικού, ζουν οι Ινδιάνοι Κιούνας. Μολονότι μερικοί ζουν στην ηπειρωτική χώρα, οι περισσότεροι κατοικούν στο αρχιπέλαγος Σαν Μπλας. Τα νησιά αυτά εκτείνονται εκατό μίλια κατά μήκος της ακτής, σχεδόν έως την Κολομβία. Το τοπικό ρητό λέγει: «Είναι πιο πολλά από τις ημέρες του χρόνου.» Και αυτό είναι αληθινό γιατί υπάρχουν περίπου τετρακόσια νησιά.
Πολλά από τα νησιά αυτά απέχουν μόνο ένα περίπου μίλι από την ηπειρωτική χώρα. Έχουν το ίδιο σχεδόν ύψος, προεξέχοντας μόλις τόσο από τον γαλανοπράσινο ωκεανό ώστε ν’ αποφεύγουν το σκέπασμά τους από τα κύματα που σπάζουν στην ακτή. Οι άσπρες τους παραλίες διακοσμημένες με κομψούς κοκοφοίνικες είναι πράγματι ελκυστικές! Μερικά από τα νησιά είναι πολύ μικρά, όχι μεγαλύτερα από εκατό τετραγωνικές γυάρδες. Αλλ’ ακόμη και τα μικρά νησιά μπορεί να έχουν εκατοντάδες Ινδιάνους που κατοικούν σ’ αυτά.
Οι Κιούνας εδώ είναι σχεδόν ένα ξεχωριστό έθνος, κρατώντας αυστηρά την ανεξαρτησία τους και τη φυλετική τους καθαρότητα. Οι γυναίκες σπάνια ταξιδεύουν στις πόλεις της ηπειρωτικής χώρας, και τότε μόνον αν συνοδεύωνται από τον πατέρα τους ή τον άνδρα τους. Υπάρχει η συνήθεια να απαγορεύουν στους ξένους να παραμένουν στα νησιά μετά τη δύσι του ηλίου. Εν τούτοις, ένας Κιούνα Μάρτυς έχει κάμει κήρυγμα στα νησιά και μερικοί Ινδιάνοι έχουν δεχθή τη Γραφική αλήθεια.
Ένας κύριος που ζη εδώ κοντά στην ηπειρωτική χώρα και γνωρίζει μερικούς από τους αρχηγούς του χωριού, δέχθηκε ευγενικά να με συνοδεύση σε μερικά από τα νησιά. Ήταν πράγματι ενδιαφέρον να βλέπη κανείς με τα μάτια του πώς ζουν αυτοί οι άνθρωποι.
Οι Κιούνας είναι κοντοί και οι άνδρες σπάνια είναι ψηλότεροι από πέντε πόδια και τέσσερες ίντσες, και οι γυναίκες είναι ακόμη πιο κοντές. Το ανάστημά τους φαίνεται κατάλληλο λόγω του περιωρισμένου χώρου των νησιωτικών σπιτιών τους. Πολλή από την τροφή τους την προμηθεύονται από τη θάλασσα. Αλλά η κυρία πηγή συντηρήσεώς των είναι ο κοκοφοίνικας. Δεν αποτελεί μόνο χρήμα για συναλλαγές, αλλά προμηθεύει επίσης τροφή, ποτό, στέγη, καύσιμα και άλλα αναγκαία. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που θεωρείται δένδρο ζωής!
Οι άνδρες Κιούνας ντύνονται απλά, φορώντας συνήθως σκούρα παντελόνια και κοντά άσπρα ή κίτρινα πουκάμισα. Οι γυναίκες είναι ντυμένες με πιο ποικιλόχρωμα και πιο περιποιημένα φορέματα. Οι φούστες τους είναι από ύφασμα με χαρούμενα χρώματα τυλιγμένες γύρω τους και με σούρες στη μέση. Αλλά οι μπλούζες τους, που τις λένε μόλας, είναι ιδιαίτερα ελκυστικές. Χρησιμοποιείται κάθε σχέδιο και χρώμα που μπορεί κανείς να φαντασθή. Οι γυναίκες φορούν επίσης μεγάλα σαν δίσκους σκουλαρίκια, και χρυσούς κρίκους στη μύτη.
Τα παιδιά, πάλι, δεν φορούν τίποτα. Αυτό είναι βολικό, αφού περνούν τον περισσότερο καιρό τους στη θάλασσα. Λένε ότι δεν υπάρχει κανένα τετράχρονο αγόρι που να μη γνωρίζη κολύμπι. Τα νεαρά κορίτσια υφίστανται κάτι που θα πρέπει να είναι οδυνηρό βασανιστήριο. Σπάγγοι με χάντρες τυλίγονται σφιχτά γύρω από τα πόδια τους κάτω από τις γάμπες και κατά διαστήματα τα σφίγγουν. Αυτό εμποδίζει την ανάπτυξι του κάτω μέρους των ποδιών και αυτό προφανώς θεωρείται ένα είδος ομορφιάς.
Όταν φθάσαμε σ’ ένα από τα νησιά εκπλαγήκαμε που βρήκαμε να τελούνται γιορτές. Ήταν μια θορυβώδης, εύθυμη περίστασις. Μάθαμε ότι ήταν μέρος των τελετών της ήβης για ένα νεαρό κορίτσι. Είχαν κληθή άνθρωποι κι από άλλα νησιά και υπήρχε άφθονη τροφή. Είχε γίνει ένα ειδικό ταξίδι, στην ηπειρωτική πόλι Κολόν, περισσότερο από εβδομήντα πέντε μίλια μακρυά, για να προμηθευθούν μια ποσότητα ρούμι.
Η κόρη, όπως με πληροφόρησε ο αρχηγός του χωριού, ήταν περιωρισμένη σ’ ένα ειδικό μέρος που είχε κατασκευασθή μέσα στο σπίτι των γονέων της. Επί αρκετές ημέρες την έλουζαν τελετουργικά χύνοντας επάνω της νερό. Στο τέλος της τελετουργίας τής έκοψαν τα μακρυά μαλλιά. Κατόπιν την παρουσίασαν σαν κόρη κατάλληλη για γάμο.
Έμαθα ότι επιτρέπουν στην κόρη να δείξη στον πατέρα της τον νεαρό άνδρα που προτιμά να παντρευτή. Τότε ο πατέρας κάνει γνωστές σ’ αυτόν τις επιθυμίες της κόρης του. Παρ’ όλον ότι αυτός μπορεί να δεχτή την πρότασι, ο νεαρός τίθεται σε δοκιμή.
Ο πεθερός τον πηγαίνει στην ηπειρωτική χώρα, όπου διαλέγει ένα μεγάλο δέντρο. Κατόπιν ζητάει από τον νέο να το κόψη σε καυσόξυλα και να τα μεταφέρη με «κανό» στο νησί που κατοικεί η οικογένεια. Ενώ αυτός είναι απησχολημένος σ’ αυτά, η νύφη πηγαίνει στο σπίτι του και μεταφέρει όλα του τα πράγματα στο σπίτι της. Αφού τελειώση η μεταφορά των καυσοξύλων, ο νεαρός καλωσορίζεται στο σπίτι όπου και θα παραμείνη ως τον θάνατο του πεθερού του, ύστερα από τον οποίον μπορεί να ιδρύση ένα δικό του σπιτικό.
Οι Ινδιάνοι Γκουάγιμις
Όταν έφθασε εδώ ο Κολόμβος στις αρχές του δεκάτου έκτου αιώνος συνήντησε και εμπορεύθηκε με τους Ινδιάνους Γκουάγιμις. Στην αρχή ήσαν φιλικοί, αλλά κατόπιν αντιστάθηκαν, όταν οι λευκοί δεν έφευγαν. Έτσι ο Κολόμβος και οι άνδρες του πήραν όμηρο τον Ελ Κιμπιάν, έναν τοπικό αρχηγό των Γκουάγιμις. Αυτός όμως εδραπέτευσε και ωδήγησε τους πολεμιστές του σε επίθεσι, φονεύοντας μερικούς από τον όμιλο του Κολόμβου και αναγκάζοντάς τους τον Απρίλιο του 1503 να φύγουν. Στα επόμενα χρόνια, οι Γκουάγιμις εξακολούθησαν να ανθίστανται στην καταπάτησι της περιοχής των.
Έτσι οι Γκουάγιμις έχουν παραμείνει σχεδόν ανέπαφοι από τον σύγχρονο πολιτισμό παρ’ όλον ότι μερικοί έχουν αναλάβει τακτική εργασία και έχουν αφομοιωθή λίγο-πολύ με την κοινωνία του Παναμά. Η περιοχή τους στον βόρειο Παναμά καταλαμβάνει ένα εκτεταμένο μέρος της μακρυνής ορεινής περιοχής, καθώς και μερικές από τις παράκτιες περιοχές της επαρχίας Μπόκας δελ Τόρο. Είναι οι πιο πολυάριθμοι από τις Ινδιάνικες ομάδες, αριθμώντας περίπου 35.000, και έχουν υψηλότερο ανάστημα από τους Κιούνας.
Οι γυναίκες των Γκουάγιμις φορούν ενδυμασίες με μακρυές φούστες, και οι άνδρες γενικά ντύνονται όπως και οι άλλοι μη Ινδιάνοι Παναμαίοι. Πολλοί από τους άνδρες, εν τούτοις, έχουν την περίεργη συνήθεια να λιμάρουν τα επάνω και κάτω μπροσθινά δόντια τους για να μοιάζουν με δόντια πριονιού.
Μεταξύ των Ινδιάνικων ομάδων οι Γκουάγιμις έχουν δείξει μέχρι τώρα την πιο ευνοϊκή ανταπόκρισι στο κήρυγμα των μαρτύρων του Ιεχωβά. Ακριβώς τον περασμένο χρόνο είχα την ευχαρίστησι να επισκεφθώ για μια εβδομάδα ένα απομακρυσμένο χωριό των Γκουάγιμις, του οποίου οι περισσότερες οικογένειες είναι μάρτυρες του Ιεχωβά. Ο σύντροφός μου κι εγώ πετάξαμε με αεροπλάνο από την πόλι του Παναμά στην Τσανγκινόλα, κι απ’ εκεί πήραμε το τραίνο για την Αλμιράντε. Το υπόλοιπο ταξίδι ως τον προορισμό μας, το χωριό Κάγιο δε Παλόμα, το κάναμε με «κανό.»
Εκεί στην παραλία μάς περίμενε μια ομάς Ινδιάνων και μας έκαμε να αισθανώμεθα σαν στο σπίτι μας. Μια ολόκληρη οικογένεια έφυγε από το σπίτι της των δυο δωματίων, και είπε, «το σπίτι μας είναι τώρα σπίτι σας.» Μια άλλη γυναίκα μάς ετοίμασε φιλόξενα τροφή και μας την έφερε. Μέσα στις δραστηριότητες της επισκέψεώς μας περιλαμβανόταν η αφιέρωσις ενός νεοκατασκευασθέντος μέρους για τις Χριστιανικές συναθροίσεις, ένας γάμος και μια υπηρεσία βαπτίσματος.
Το Σάββατο πρωί πέντε Ινδιάνοι άνδρες, καθένας με τη σύντροφό του και τα παιδιά του, ήρθαν για να νομιμοποιήσουν την ένωσί τους σύμφωνα με τις Γραφικές απαιτήσεις. Άκουσαν προσεκτικά τη Γραφική ομιλία που εξηγούσε το σκοπό, τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του Χριστιανικού γάμου. Αλλά πριν ανταλλάξουν τις ευχές, οι πέντε γυναίκες έφυγαν όλες ξαφνικά ύστερα από μια σύντομη ψιθυριστή συνεννόησι. Η έκπληξίς μου γρήγορα ανακουφίσθηκε. Είχαν πάει απλώς για να ντυθούν για το γάμο! Σε δέκα λεπτά ξαναγύρισαν όλες, λάμποντας στα άσπρα τους φορέματα, αν και ήσαν ξυπόλητες. Πήραν τις θέσεις των και ενώθηκαν σε νόμιμο συζυγικό βίο.
Λίγο αργότερα, στα νερά του ωκεανού που τους προμηθεύει πολλά από τα αναγκαία της ζωής, τρεις απ’ αυτόν τον όμιλο, μαζί με άλλους δυο, βαπτίσθηκαν ως μαθηταί του Ιησού. Έτσι ενώθηκαν με πολλούς άλλους Παναμαίους Ινδιάνους σε αφιερωμένη υπηρεσία στον Θεό.
Μετά το βάπτισμα φάγαμε. Ινδιάνοι κυνηγοί προσέφεραν ένα αγριογούρουνο, ενώ άλλοι βούτηξαν στη θάλασσα με ακόντια και έφεραν ψάρια. Μερικές οικογένειες έφεραν κοτόπουλα και μια έφερε ένα ήμερο γουρούνι. Άλλοι πάλι έφεραν ρύζι, μπανάνες και γιούκας από τα χωράφια τους. Οι περισσότεροι από τους παρόντες κάθησαν κατά γης ή στο νεοχτισμένο μέρος των συναθροίσεων και έτρωγαν με τα χέρια.
Κατόπιν συγκεντρωθήκαμε για το πρόγραμμα της αφιερώσεως. Από κάθε μέρος έρχονταν άνθρωποι, έως ότου έφθασαν τους 189, όλοι Γκουάγιμις εκτός του περιοδεύοντος συντρόφου μου και εμού! Ευχαριστήσαμε όλοι μαζί τον Ιεχωβά, τον Δημιουργό του ανθρώπου, για το γεγονός ότι «δεν είναι προσωπολήπτης ο Θεός, αλλ’ εν παντί έθνει όστις φοβείται αυτόν και εργάζεται δικαιοσύνην είναι δεκτός εις αυτόν.»—Πράξ. 10:34, 35.
Όταν επισκέπτεται κανείς τους Ινδιάνους του Παναμά είναι πράγματι σαν να ρίχνη μια ματιά στη ζωή μακρυά στο παρελθόν. Αλλά καθώς αρχίσαμε το ταξίδι του γυρισμού στο σπίτι μετά την επίσκεψι του Γκουάγιμις, δεν μπορούσα να μην αναλογισθώ την ενότητα και την αδελφοσύνη που μπορεί να παραγάγη μεταξύ των λαών η κατανόησις του Λόγου του Θεού, της Γραφής, παρά τη διαφορετική τους καταγωγή και τις συνήθειές των.