Το Παρελθόν της Θρησκείας Δείχνει το Μέλλον Της
Μέρος 15ο: 1095-1453 Κ.Χ.—Κατέφυγαν στο Σπαθί
«Οι άνθρωποι φιλονικούν για τη θρησκεία, γράφουν γι’ αυτήν, πολεμούν γι’ αυτήν, πεθαίνουν γι’ αυτήν· κάνουν οτιδήποτε εκτός από το να ζουν γι’ αυτήν».—Τσαρλς Κέιλεμπ Κόλτον, Άγγλος κληρικός του 19ου αιώνα
ΣΤΑ ΠΡΩΤΑ της χρόνια, η Χριστιανοσύνη ευλογήθηκε, αποκτώντας πιστούς που ζούσαν τη θρησκεία τους. Για να υπερασπίσουν την πίστη τους, αυτοί χρησιμοποιούσαν με ζήλο ‘το σπαθί του πνεύματος, που είναι ο λόγος του Θεού’. (Εφεσίους 6:17) Αλλά αργότερα, όπως έδειξαν τα γεγονότα που συνέβησαν μεταξύ των ετών 1095 και 1453, οι κατ’ όνομα Χριστιανοί, που δεν ζούσαν την αληθινή Χριστιανοσύνη, κατέφυγαν στη χρήση διαφορετικών σπαθιών.
Τον έκτο αιώνα, η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε ήδη πεθάνει. Είχε αντικατασταθεί από το Ανατολικό αντίστοιχό της, τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία που είχε πρωτεύουσά της την Κωνσταντινούπολη. Αλλά οι αντίστοιχες εκκλησίες τους, μεταξύ των οποίων υπήρχε η πιο ετοιμόρροπη σχέση, διαπίστωσαν σύντομα ότι απειλούνταν από έναν κοινό εχθρό, από τη γοργά εξαπλούμενη Ισλαμική κυριαρχία.
Η Ανατολική εκκλησία το συνειδητοποίησε τελικά αυτό, όταν, τον έβδομο αιώνα, οι Μουσουλμάνοι κατέλαβαν την Αίγυπτο και άλλα μέρη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που βρίσκονταν στη Βόρεια Αφρική.
Προτού περάσει ένας αιώνας από τότε, η Δυτική εκκλησία συγκλονίστηκε όταν είδε τον Ισλαμισμό να εισχωρεί διαμέσου της Ισπανίας στη Γαλλία και να φτάνει σε απόσταση περίπου 160 χιλιομέτρων από το Παρίσι. Πολλοί Ισπανοί Καθολικοί προσηλυτίστηκαν στον Ισλαμισμό, ενώ άλλοι υιοθέτησαν τους Μουσουλμανικούς τρόπους και ασπάστηκαν το Μουσουλμανικό πολιτισμό. «Πικραμένη από τις απώλειές της», λέει το βιβλίο Early Islam (Αρχικός Ισλαμισμός), «η Εκκλησία κατέβαλε ακατάπαυστες προσπάθειες, προκειμένου να φουντώσει τις φλόγες της εκδίκησης ανάμεσα στους Ισπανούς γιους της».
Μετά από αρκετούς αιώνες, αφού οι Ισπανοί Καθολικοί ανέκτησαν την περισσότερη από τη γη τους, «στράφηκαν στους Μουσουλμάνους υπηκόους τους και τους δίωξαν ανελέητα. Τους ανάγκασαν να αρνηθούν την πίστη τους, τους έδιωξαν από τη χώρα και πήραν δραστικά μέτρα για να ξεριζώσουν κάθε ίχνος του ισπανομουσουλμανικού πολιτισμού».
Τα Σπαθιά Ξεγυμνώνονται
Το 1095, ο Πάπας Ουρβανός Β΄ κάλεσε τους Ευρωπαίους Καθολικούς να τραβήξουν το κατά γράμμα σπαθί. Ο Ισλαμισμός έπρεπε να εκδιωχτεί από τους άγιους τόπους της Μέσης Ανατολής, στους οποίους ο Χριστιανικός κόσμος αξιούσε ότι είχε αποκλειστικά δικαιώματα.
Η ιδέα του «δίκαιου» πολέμου δεν ήταν καινούρια. Για παράδειγμα, αυτή η ιδέα χρησιμοποιήθηκε όταν έγινε ο πόλεμος κατά των Μουσουλμάνων στην Ισπανία και στη Σικελία. Και τουλάχιστο μια δεκαετία πριν από την έκκληση του Ουρβανού, λέει ο Κάρλφριντ Φρόλιχ της Θεολογικής Σχολής του Πρίνσετον, ο Πάπας Γρηγόριος Ζ΄ «οραματίστηκε μια militia Christi [Χριστιανική εκστρατεία] ενάντια σ’ όλους τους εχθρούς του Θεού και σκέφτηκε ήδη να στείλει ένα στρατό στην Ανατολή».
Η ενέργεια του Ουρβανού αποτελούσε εν μέρει απάντηση στο αίτημα για βοήθεια που είχε κάνει ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Αλέξιος. Αλλά από τη στιγμή που φαινόταν ότι οι σχέσεις του Ανατολικού και του Δυτικού μέρους του Χριστιανικού κόσμου καλυτέρευαν, ο πάπας μπορεί να υποκινήθηκε και από την πιθανότητα που πρόσφερε αυτό να ξαναενωθούν οι αντιμαχόμενες αδελφές εκκλησίες. Εν πάση περιπτώσει, αυτός συγκάλεσε τη Σύνοδο του Κλερμόν, η οποία διακήρυξε ότι σ’ εκείνους που ήταν πρόθυμοι να συμμετάσχουν σ’ αυτό το «άγιο» εγχείρημα θα δινόταν πλήρης άφεση αμαρτιών. Η ανταπόκριση ήταν απρόσμενα θετική. Το «Deus volt» (Είναι θέλημα Θεού) έγινε η κραυγή που συγκέντρωνε ανθρώπους σε Ανατολή και Δύση.
Άρχισε μια σειρά από εκστρατείες που κάλυψαν το μεγαλύτερο μέρος δυο αιώνων. (Βλέπε το πλαίσιο στη σελίδα 24.) Αρχικά, οι Μουσουλμάνοι νόμισαν ότι οι εισβολείς ήταν Βυζαντινοί. Αλλά αφού κατάλαβαν την πραγματική τους προέλευση, τους ονόμασαν Φράγκους—το όνομα του γερμανικού λαού από το οποίο πήρε αργότερα το όνομά της η Γαλλία (France). Για να αντιμετωπιστεί η πρόκληση αυτών των Ευρωπαίων «βαρβάρων», αναπτύχθηκε στους Μουσουλμάνους ένα αίσθημα που ευνοούσε το τζιχάντ, τον άγιο πόλεμο ή την άγια διαμάχη.
Ο Βρετανός καθηγητής Ντέσμοντ Στιούαρτ τονίζει: «Σε κάθε λόγιο ή έμπορο που φύτευε τους σπόρους του Ισλαμικού πολιτισμού με τη διδασκαλία και με το παράδειγμά του, αντιστοιχούσε κι ένας στρατιώτης για τον οποίον το Ισλάμ αποτελούσε πρόσκληση για μάχη». Στο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα, ο Μουσουλμάνος ηγέτης Νουρεντίν είχε ήδη δημιουργήσει μια ικανή στρατιωτική δύναμη, ενώνοντας τους Μουσουλμάνους της βόρειας Συρίας και της άνω Μεσοποταμίας. Έτσι, «ακριβώς όπως οι Χριστιανοί του Μεσαίωνα πήραν τα όπλα για να προωθήσουν τη θρησκεία του Χριστού», συνεχίζει ο Στιούαρτ, «έτσι και οι Μουσουλμάνοι πήραν τα όπλα για να προωθήσουν τη θρησκεία του Προφήτη».
Φυσικά η προώθηση των ιδανικών της θρησκείας δεν αποτελούσε πάντοτε την υποκινούσα δύναμη. Το βιβλίο The Birth of Europe (Η Γέννηση της Ευρώπης) σημειώνει ότι για τους περισσότερους Ευρωπαίους, οι Σταυροφορίες «πρόσφεραν μια δελεαστικότατη ευκαιρία να αποκτήσουν φήμη ή να πάρουν λάφυρα ή να αποκτήσουν νέα εδάφη ή να κυβερνήσουν ολόκληρες χώρες—ή να ξεφύγουν απλώς από την ανία, μέσω μιας ένδοξης περιπέτειας». Οι Ιταλοί έμποροι επίσης διέκριναν μια ευκαιρία να ιδρύσουν εμπορικούς σταθμούς στις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου. Αλλά άσχετα με το κίνητρο, φαινομενικά ήταν όλοι πρόθυμοι να πεθάνουν για τη θρησκεία τους—σ’ ένα «δίκαιο» πόλεμο του Χριστιανικού κόσμου ή σ’ ένα Μουσουλμανικό τζιχάντ.
Το Σπαθί Φέρνει Απροσδόκητα Αποτελέσματα
«Μολονότι οι Σταυροφορίες είχαν για κύριο στόχο τους τούς Μουσουλμάνους της Ανατολής», λέει η The Encyclopedia of Religion (Εγκυκλοπαίδεια της Θρησκείας), «ο ζήλος των Σταυροφόρων στράφηκε στους Εβραίους που ζούσαν στις χώρες από τις οποίες στρατολογήθηκαν οι Σταυροφόροι, δηλαδή στην Ευρώπη. Μια κύρια ιδέα των Σταυροφόρων ήταν η εκδίκηση για το θάνατο του Ιησού, και οι Εβραίοι έγιναν τα πρώτα θύματα. Το διωγμό των Εβραίων που έλαβε χώρα στη Ρουέν το 1096 τον ακολούθησαν σύντομα σφαγές στο Βορμς, στο Μάιντς και στην Κολωνία». Αυτό δεν ήταν παρά προοίμιο του αντισημιτικού πνεύματος που επικράτησε στις μέρες του Ολοκαυτώματος, στη Ναζιστική Γερμανία.
Οι Σταυροφορίες αύξησαν επίσης την ένταση μεταξύ Ανατολής και Δύσης, η οποία αναπτυσσόταν από το 1054, όταν ο Πατριάρχης της Ανατολής, Μιχαήλ Κηρουλάριος, και ο Καρδινάλιος της Δύσης, Ουμβέρτος, αφόρισαν ο ένας τον άλλον. Όταν οι Σταυροφόροι αντικατέστησαν τους Έλληνες κληρικούς με Λατίνους επισκόπους στις πόλεις που κατέλαβαν, το σχίσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης έφτασε στο σημείο να αγγίξει και τον κοινό λαό.
Ο διχασμός των δυο εκκλησιών έγινε πλήρης στη διάρκεια της Τέταρτης Σταυροφορίας, όταν—σύμφωνα με τον πρώην Αγγλικανό Εφημέριο του Καντέρμπουρι, Χέρμπερτ Γουάνταμς—ο Πάπας Ινοκέντιος Γ΄ έπαιξε «διπλό παιχνίδι». Αφενός, ο πάπας αγανάκτησε για τη λαφυραγώγηση της Κωνσταντινούπολης. (Βλέπε το πλαίσιο στη σελίδα 24.) Ο ίδιος έγραψε: «Πώς μπορούμε να αναμένουμε από την Εκκλησία των Ελλήνων να δείξει και πάλι αφοσίωση στην Αγία Έδρα, τη στιγμή που έχει δει τους Λατίνους να δίνουν το παράδειγμα στο κακό και στην εκτέλεση του έργου του διαβόλου, έτσι ώστε ήδη, και για εύλογες αιτίες, οι Έλληνες τους μισούν ήδη χειρότερα κι από τα σκυλιά». Αφετέρου, αυτός επωφελήθηκε πρόθυμα από την κατάσταση, εγκαθιδρύοντας εκεί ένα Λατινικό βασίλειο, υπό την ηγεσία κάποιου δυτικού πατριάρχη.
Αφού πέρασαν δυο αιώνες σχεδόν ακατάπαυστου πολέμου, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε εξασθενήσει τόσο πολύ, ώστε δεν μπόρεσε να αντισταθεί στις ορμητικές επιθέσεις των Οθωμανών Τούρκων, οι οποίοι κατέλαβαν τελικά την Κωνσταντινούπολη στις 29 Μαΐου 1453. Η αυτοκρατορία είχε κατακερματιστεί όχι απλώς από το Ισλαμικό σπαθί, αλλά κι από το σπαθί που χρησιμοποίησε η αδελφή εκκλησία της αυτοκρατορίας, που βρισκόταν στη Ρώμη. Ο διαιρεμένος Χριστιανικός κόσμος είχε παράσχει στον Ισλαμισμό μια εξυπηρετική βάση για να εισχωρήσει στην Ευρώπη.
Το Σπαθί της Πολιτικής και το Σπαθί του Διωγμού
Οι Σταυροφορίες ενίσχυσαν τη θέση της θρησκευτικής και πολιτικής ηγεσίας που κατείχαν οι πάπες. «Έδωσαν στους πάπες τη δυνατότητα να ελέγχουν την ευρωπαϊκή διπλωματία», γράφει ο ιστορικός Τζον Χ. Μάντι. Δεν πέρασε πολύς καιρός, και «η εκκλησία είχε γίνει η μεγαλύτερη κυβέρνηση της Ευρώπης . . . [ικανή] να ασκεί περισσότερη πολιτική εξουσία από κάθε άλλη δυτική κυβέρνηση».
Αυτή η αναρρίχηση στην εξουσία έγινε δυνατή όταν κατέρρευσε η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η εκκλησία έμεινε η μοναδική ενοποιητική δύναμη στη Δύση κι έτσι άρχισε να παίζει πιο ενεργό πολιτικό ρόλο στην κοινωνία απ’ ό,τι η Ανατολική εκκλησία, η οποία εξακολουθούσε τότε να βρίσκεται υπό την εξουσία ενός ισχυρού κοσμικού κυβερνήτη, του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Αυτή η πολιτική υπεροχή που κατείχε η Δυτική εκκλησία προσέδωσε κύρος στον ισχυρισμό της περί του πρωτείου του πάπα, μια ιδέα που απέρριπτε η Ανατολική εκκλησία. Μολονότι αναγνώριζε ότι ο πάπας ήταν άξιος τιμής, η Ανατολική εκκλησία διαφωνούσε σχετικά με το ότι αυτός είχε την ύστατη εξουσία σ’ ό,τι αφορά το δόγμα ή τη δικαιοδοσία.
Υποκινούμενη από την πολιτική ισχύ και την παροδηγημένη θρησκευτική πεποίθηση, η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία κατέφυγε στο σπαθί, προκειμένου να καταπνίξει την εναντίωση. Η καταδίωξη των αιρετικών έγινε η κύρια ασχολία της. Οι καθηγητές της ιστορίας, Μιροσλάβ Ροχ και Άννα Σκίμποβα του Πανεπιστημίου Καρλς, στην Πράγα της Τσεχοσλοβακίας, περιγράφουν το πώς λειτουργούσε η Ιερά Εξέταση, το ειδικό δικαστήριο που ασχολούνταν με τις αιρέσεις: «Σε αντίθεση με τη γενική τακτική, τα ονόματα των πληροφοριοδοτών . . . δεν ήταν υποχρεωτικό να αποκαλύπτονται». Ο Πάπας Ινοκέντιος Δ΄ εξέδωσε το 1252 το διάταγμα «Ad extirpanda», που επέτρεπε τα βασανιστήρια. «Το κάψιμο στην πυρά, η συνηθισμένη μέθοδος που χρησιμοποιούνταν για τη θανάτωση αιρετικών τον 13ο αιώνα, . . . είχε το συμβολισμό της· υπονοούσε ότι, επιβάλλοντας αυτή την τιμωρία, η εκκλησία δεν ήταν ένοχη για έκχυση αίματος».
Οι ιεροεξεταστές τιμώρησαν δεκάδες χιλιάδες άτομα. Χιλιάδες άλλα άτομα κάηκαν στην πυρά, πράγμα που έκανε τον ιστορικό Γουίλ Ντουράν να σχολιάσει: «Με την απαιτουμένην δια τον ιστορικόν και επιτρεπομένην δια τον χριστιανόν ευρύτητα πνεύματος, οφείλομεν να κατατάξωμεν την Ιεράν Εξέτασιν, . . . μεταξύ των μελανωτέρων σελίδων που ρυπαίνουν την ανθρωπίνην ιστορίαν και αποκαλύπτουν αγριότητα άγνωστον εις τα άλλα είδη του ζωικού βασιλείου».
Τα γεγονότα για τα οποία ήταν υπεύθυνη η Ιερά Εξέταση θυμίζουν τα λόγια του Μπλεζ Πασκάλ, Γάλλου φιλόσοφου και επιστήμονα του 17ου αιώνα, που έγραψε: «Οι άνθρωποι ποτέ δεν πράττουν το κακό τόσο τέλεια και χαρωπά, όσο όταν το πράττουν λόγω κάποιας θρησκευτικής πεποίθησης». Είναι αλήθεια ότι η χρήση του σπαθιού του διωγμού κατά των ατόμων που έχουν διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις έχει αποτελέσει χαρακτηριστικό της ψεύτικης θρησκείας από τότε που ο Κάιν σκότωσε τον Άβελ.—Γένεσις 4:8.
Διάσπαση Εξαιτίας του Σπαθιού της Διχόνοιας
Οι εθνικιστικές έριδες και οι πολιτικοί ελιγμοί είχαν σαν αποτέλεσμα να μεταφερθεί η παπική κατοικία, το 1309, από τη Ρώμη στην Αβινιόν. Μολονότι επανήλθε στη Ρώμη το 1377, προκλήθηκαν περαιτέρω διενέξεις λίγο μετά την εκλογή νέου πάπα, του Ουρβανού ΣΤ΄. Αλλά η ίδια ομάδα καρδιναλίων που εξέλεξε αυτόν τον πάπα εξέλεξε κι έναν ανταγωνιστή του, τον Κλήμεντα Ζ΄, που εγκαταστάθηκε στην Αβινιόν. Τα πράγματα έγιναν ακόμη πιο συγκεχυμένα στις αρχές του 15ου αιώνα, όταν, για μικρή χρονική περίοδο, κυβερνούσαν ταυτόχρονα τρεις πάπες!
Η κατάσταση αυτή, που είναι γνωστή ως Δυτικό, ή Μεγάλο, Σχίσμα, τερματίστηκε με τη Σύνοδο της Κωνσταντίας. Αυτή η σύνοδος επικαλέστηκε τη θεωρία σύμφωνα με την οποία η ύστατη εκκλησιαστική εξουσία ανήκει στις γενικές συνόδους κι όχι στους πάπες. Έτσι το 1417, αυτή η σύνοδος μπόρεσε να εκλέξει νέο πάπα τον Μαρτίνο Ε΄. Μολονότι η εκκλησία ενώθηκε και πάλι, είχε εξασθενήσει σοβαρά. Εντούτοις, παρά τα τραύματα αυτά, οι πάπες αρνούνταν να αναγνωρίσουν ότι υπήρχε οποιαδήποτε ανάγκη για μεταρρύθμιση. Σύμφωνα με τον Τζον Λ. Μπουτζάμρα, της Ορθόδοξης Θεολογικής Σχολής του Αγίου Βλαδίμηρου, αυτή η αποτυχία «έθεσε τα θεμέλια για τη Μεταρρύθμιση του δέκατου έκτου αιώνα».
Τη Ζούσαν τη Θρησκεία τους;
Ο Ιδρυτής της Χριστιανοσύνης δίδαξε τους ακολούθους του να κάνουν μαθητές, αλλά δεν τους είπε να χρησιμοποιούν σωματική βία για να το κάνουν αυτό. Μάλιστα έδωσε την ειδική προειδοποίηση ότι ‘όλοι όσοι πιάσουν σπαθί, με σπαθί θα απολεσθούν’. Παρόμοια, δεν δίδαξε τους ακολούθους του να κακομεταχειρίζονται οποιονδήποτε που ανήκε στους αντιφρονούντες. Η Χριστιανική αρχή που έπρεπε να τηρείται ήταν: «Ο δε δούλος του Κυρίου δεν πρέπει να μάχηται, αλλά να ήναι πράος προς πάντας, διδακτικός, ανεξίκακος, διδάσκων μετά πραότητος τους αντιφρονούντας».—Ματθαίος 26:52· 2 Τιμόθεον 2:24, 25.
Καταφεύγοντας στο κατά γράμμα σπαθί του πολέμου, καθώς και στο συμβολικό σπαθί της πολιτικής και στο σπαθί του διωγμού, ήταν ολοφάνερο ότι ο Χριστιανικός κόσμος δεν ακολουθούσε την ηγεσία Εκείνου, τον οποίον ομολογούσε πως είχε Ιδρυτή. Ενώ ήταν ήδη τσακισμένος από τη διχόνοια, απειλούνταν με ολοκληρωτική κατάρρευση. Ο Ρωμαιοκαθολικισμός ήταν «Μια Θρησκεία που Χρειαζόταν Απεγνωσμένα τη Μεταρρύθμιση». Αλλά θα ερχόταν η μεταρρύθμιση; Αν ναι, πότε; Από ποιον; Το τεύχος 22 Αυγούστου θα μας πει περισσότερα.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 24]
Καλός Χριστιανικός Πόλεμος;
Αποτελούσαν οι Σταυροφορίες τον καλό πόλεμο, τον οποίο διδάχτηκαν να διεξάγουν οι Χριστιανοί;—2 Κορινθίους 10:3, 4· 1 Τιμόθεον 1:18, ΜΝΚ.
Η Πρώτη Σταυροφορία (1096-1099) είχε σαν αποτέλεσμα να ανακαταληφθεί η Ιερουσαλήμ και να εγκαθιδρυθούν τέσσερα Λατινικά κράτη στην Ανατολή: το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, η Ηγεμονία της Έδεσσας, το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας και η Ηγεμονία της Τρίπολης. Μια αυθεντία, τα λόγια της οποίας παραθέτει ο ιστορικός Χ. Τζ. Γουέλς, λέει σχετικά με την κατάληψη της Ιερουσαλήμ: «Η ανθρωποσφαγή ήταν τρομακτική· το αίμα των κατακτημένων κυλούσε στους δρόμους, μέχρι του σημείου που οι άντρες πιτσιλίζονταν με αίμα καθώς έτρεχαν πάνω στα άλογά τους. Το σούρουπο, ‘κλαίγοντας από τη μεγάλη τους χαρά’, οι Σταυροφόροι γύρισαν από το πατητήρι του αίματος, και πήγαν στον Άγιο Τάφο όπου σταύρωσαν τα αιματοβαμμένα χέρια τους για να προσευχηθούν».
Η Δεύτερη Σταυροφορία (1147-1149) ξεκίνησε λόγω της απώλειας της Ηγεμονίας της Έδεσσας, η οποία έπεσε στα χέρια των Σύρων Μουσουλμάνων το 1144· τέλειωσε όταν οι Μουσουλμάνοι απέκρουσαν με επιτυχία τους «άπιστους» του Χριστιανικού κόσμου.
Στην Τρίτη Σταυροφορία (1189-1192), που έγινε αφού πρώτα ξαναπήραν την Ιερουσαλήμ οι Μουσουλμάνοι, ένας από τους ηγέτες ήταν ο Ριχάρδος Α΄, «ο Λεοντόκαρδος», της Αγγλίας. Αυτή η σταυροφορία «κατέρρευσε» σύντομα, λέει η The Encyclopedia of Religion, «λόγω της φθοράς που επέφεραν οι εχθροί, των διενέξεων και της έλλειψης συνεργασίας».
Η Τέταρτη Σταυροφορία (1202-1204) κατευθύνθηκε στην Κωνσταντινούπολη αντί για την Αίγυπτο, λόγω έλλειψης κεφαλαίων· δόθηκε στους σταυροφόρους η υπόσχεση ότι θα λάβαιναν υλική βοήθεια σε αντάλλαγμα για το ότι θα συνέβαλλαν στην ενθρόνιση του Αλέξιου, ενός εξόριστου Βυζαντινού μνηστήρα του στέμματος. «Η [προκληθείσα] λεηλασία της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους είναι κάτι που η Ορθόδοξη Ανατολή ποτέ δεν ξέχασε ούτε συγχώρεσε», λέει η The Encyclopedia of Religion, και προσθέτει: «Αν μπορεί να δοθεί μια συγκεκριμένη χρονολογία για την πλήρη οριστικοποίηση του σχίσματος, η καταλληλότερη—όπως κι αν το δούμε το ζήτημα από ψυχολογική άποψη—είναι το έτος 1204».
Η Σταυροφορία των Παιδιών (1212) προκάλεσε το θάνατο χιλιάδων παιδιών από τη Γερμανία και τη Γαλλία, προτού προλάβουν καν να φτάσουν στον προορισμό τους.
Η Πέμπτη Σταυροφορία (1217-1221), η τελευταία που έγινε υπό την κατεύθυνση του πάπα, απέτυχε εξαιτίας της μειονεκτούσας ηγεσίας και της παρέμβασης του κλήρου.
Στην Έκτη Σταυροφορία (1228-1229) ηγέτης ήταν ο Αυτοκράτορας Φρειδερίκος Β΄ του Χόχενσταουφεν, που είχε προηγουμένως αφοριστεί από τον Πάπα Γρηγόριο Θ΄.
Η Έβδομη και η Όγδοη Σταυροφορία (1248-1254 και 1270-1272), στις οποίες ηγέτης ήταν ο Λουδοβίκος Θ΄ της Γαλλίας, κατέρρευσαν μετά το θάνατό του στη Βόρεια Αφρική.
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Το Εβραϊκό κοιμητήριο στο Βορμς της Γερμανίας—ενθύμιο της Πρώτης Σταυροφορίας