Γιατί Ανέκυψε η Ανάγκη για μια Κοινωνία Εθνών
Ο Α΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ήταν ένα τετραετές ολοκαύτωμα θανάτου και ερήμωσης, όμοιο του οποίου δεν είχε συμβεί ποτέ προηγουμένως. Χωρισμένες σε δυο αντίθετες συμμαχίες, όλες οι μεγάλες δυνάμεις του κόσμου καθώς και άλλες χώρες μπήκαν στο πεδίο της μάχης, κάθε παράταξη σίγουρη για τη νίκη της, εμψυχωμένες από τις ιαχές των εξαπατημένων λαών που νόμιζαν ότι ο πόλεμος ήταν μια ένδοξη περιπέτεια.
Αλλά μέσα σε λίγους μήνες, ο κόσμος έμαθε, δυστυχώς πολύ σκληρά, ποιο ήταν το τρομερό τίμημα του πολέμου. Κι όταν τελείωσε, η σφαγή, η ανήλεη αυτή απώλεια ανθρώπινων υπάρξεων και υλικών αγαθών, άφησε τον κόσμο να παραπαίει κάτω από το γιγαντιαίο χρέος του πολέμου. Κάτι έπρεπε να γίνει προκειμένου να αποτραπεί το ξέσπασμα μιας τέτοιας σύγκρουσης στο μέλλον. Γιατί να μην υπάρχει μια διευθέτηση μέσω της οποίας τα έθνη να μπορούν να λύνουν τις διαφορές τους ειρηνικά και όχι ένοπλα; Μια καινούρια ιδέα; Όχι και τόσο.
Γιατί Απέτυχαν οι Προηγούμενες Προσπάθειες
Πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε ιδρυθεί ένα δικαστήριο σκοπός του οποίου ήταν να κάνει προσπάθειες για την ειρηνική επίλυση των διαφορών. Ήταν το Διαρκές Διαιτητικό Δικαστήριο στη Χάγη της Ολλανδίας. Στις αρχές του αιώνα μας, πολλοί άνθρωποι έλπιζαν ότι αυτό θα γινόταν ένα κέντρο όπου η μεσολάβηση θα αντικαθιστούσε τον πόλεμο. Αλλά τι ήταν αυτό που συνέβη στις Συνδιασκέψεις Ειρήνης της Χάγης το 1899 και το 1907, οι οποίες οδήγησαν στην ίδρυση αυτού του δικαστηρίου, κοινώς γνωστού ως Δικαστήριο της Χάγης;
Και στις δυο συναντήσεις, τα έθνη που αντιπροσωπεύτηκαν δεν συμφώνησαν να υποβάλλονται σε υποχρεωτική διαιτησία ούτε είχαν την πρόθεση να περιορίσουν ή να μειώσουν τα αποθέματα των εξοπλισμών τους. Στην πραγματικότητα, απέρριψαν κάθε πρόταση για αφοπλισμό και πάγωσαν κάθε σχέδιο το οποίο θα τα υποχρέωνε να επιλύουν τις διαφορές τους με μεσολάβηση.
Έτσι, όταν το Δικαστήριο της Χάγης άρχισε τελικά να λειτουργεί, τα έθνη είχαν εξασφαλίσει το γεγονός ότι αυτό δεν θα περιόριζε την πλήρη ανεξαρτησία τους. Πώς; Με ένα απλό «παραθυράκι»: Κατέστησαν προαιρετική την παραπομπή μιας υπόθεσης ενώπιον των δικαστών. Και οι χώρες οι οποίες έφερναν τις διαφορές τους προ του δικαστηρίου δεν ήταν υποχρεωμένες να συμμορφωθούν με τις αποφάσεις του.
Ωστόσο, αυτή η επιφυλακτική θωράκιση της εθνικής κυριαρχίας έθετε σε κίνδυνο την ειρήνη και την ασφάλεια του κόσμου. Έτσι, ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών συνεχιζόταν ανεξέλεγκτα, ώσπου τελικά έριξε απερίσκεπτα το ανθρώπινο γένος στον καταιγισμό του πυρός που θρυμμάτισε την παγκόσμια ειρήνη το καλοκαίρι του 1914.
Είναι ειρωνεία ότι, ενώ κυλούσαν τα τελευταία λεπτά ειρήνης, η Σερβία, απαντώντας στο τελεσίγραφο της Αυστρίας, εκδήλωσε την προθυμία «να αποδεχτεί ειρηνική συμφωνία, προσφεύγοντας γι’ αυτό το ζήτημα . . . στην απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης». Αλλά εφόσον η χρήση του Δικαστηρίου της Χάγης ήταν προαιρετική, η Αυστρία δεν αισθάνθηκε την υποχρέωση να αποδεχτεί αυτή την ενδεχομένως «ειρηνική συμφωνία». Έτσι, για να διατηρηθεί η ειρήνη, κηρύχτηκε πόλεμος—και το αντάλλαγμα γι’ αυτήν ήταν 20 εκατομμύρια και πλέον πτώματα αμάχων και στρατιωτών!
Η Έκκληση του Κλήρου για μια Κοινωνία Εθνών
Το Μάιο του 1919, ο Επισκοπελιανός επίσκοπος Τσόνσι Μ. Μπρούστερ διακήρυξε σε μια σύνοδο επισκόπων στις Ηνωμένες Πολιτείες ότι «η ελπίδα του κόσμου για δίκαιη και διαρκή ειρήνη εξαρτάται από την ανάθεση της επιβολής του διεθνούς δικαίου σε μια νέα εξουσία. . . . Πρέπει να δοθεί στο διεθνές δίκαιο μια εξουσία πιο δεσμευτική απ’ ό,τι ήταν οι αποφάσεις της Συνδιάσκεψης της Χάγης [η οποία συγκρότησε το Δικαστήριο της Χάγης]. Η συνεργασία των εθνών, λοιπόν, πρέπει να κινείται μέσα στα πλαίσια ενός συνδέσμου που θα έχει τα χαρακτηριστικά μιας συνθήκης, ή αλλιώς κοινωνίας, εθνών».
Ο Ρωμαιοκαθολικός καρδινάλιος Μερσιέ του Βελγίου είχε την ίδια άποψη. «Είμαι της γνώμης», είπε ο ίδιος σε μια συνέντευξη που έδωσε το Μάρτιο του 1919, «ότι το πρωταρχικό καθήκον των Κυβερνήσεων απέναντι στην ερχόμενη γενιά είναι να αποκλείσουν την πιθανότητα να επαναληφθούν τα εγκλήματα από τα οποία ο κόσμος ακόμη αιμορραγεί». Αυτός αποκάλεσε τους μεσολαβητές της συνθήκης ειρήνης των Βερσαλιών «αναθεμελιωτές του νέου κόσμου» και ενθάρρυνε την ίδρυση μιας κοινωνίας εθνών για την επίτευξη αυτού του στόχου. Έλπιζε ότι αυτή η κοινωνία θα διατηρούσε τέλεια την ειρήνη.
Η πρώτη σελίδα της εφημερίδας Δε Νιου Γιορκ Τάιμς (The New York Times) της 2ας Ιανουαρίου 1919 έφερε τον ακόλουθο τίτλο: «Ο Πάπας Αποβλέπει στην Ίδρυση μιας Κοινωνίας Εθνών». Η πρώτη παράγραφος του άρθρου ανάγγειλε: «Στο πρωτοχρονιάτικο διάγγελμά του προς την Αμερική, . . . ο Πάπας Βενέδικτος εξέφρασε την ελπίδα ότι η Συνδιάσκεψη Ειρήνης θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια νέα παγκόσμια τάξη, μέσω μιας Κοινωνίας Εθνών». Ο πάπας δεν χρησιμοποίησε αυτή καθαυτή τη φράση «νέα παγκόσμια τάξη» στο διάγγελμά του. Ωστόσο, οι ελπίδες που εξέφρασε για την Κοινωνία ήταν τόσο λαμπρές, ώστε είτε το Ασοσιέιτεντ Πρες είτε το Γραφείο Τύπου του Βατικανού προφανώς θεώρησαν τη φράση κατάλληλη.
Σκεφτείτε τις ελπίδες αυτές μέσα στο ιστορικό πλαίσιο εκείνων των καιρών. Η αναστατωμένη ανθρωπότητα κραύγαζε απελπισμένα για ένα τέλος στον πόλεμο. Ο εξαιρετικά μεγάλος αριθμός των πολέμων που έλαβαν χώρα στη διάρκεια τόσο πολλών αιώνων είχε ένα τρομερό τίμημα. Και τώρα, ο μεγαλύτερος απ’ όλους αυτούς είχε επιτέλους τελειώσει. Σ’ έναν κόσμο που ζητούσε απεγνωσμένα ελπίδα, τα λόγια του πάπα ήχησαν δυνατά: «Μακάρι να γεννηθεί αυτή η Κοινωνία των Εθνών, η οποία, καταργώντας τη στρατολόγηση, θα μειώσει τους εξοπλισμούς· η οποία, ιδρύοντας διεθνή δικαστήρια, θα εξαλείψει ή θα διευθετήσει τις διαφορές· η οποία, θεμελιώνοντας γερά την ειρήνη, θα εγγυηθεί σε όλους ανεξαρτησία και ίσα δικαιώματα». Αν η Κοινωνία των Εθνών μπορούσε να τα επιτελέσει όλα αυτά, θα δημιουργούσε πράγματι μια «νέα παγκόσμια τάξη».
Γιατί Απέτυχε
Στα χαρτιά, οι σκοποί και οι τρόποι ενέργειας της Κοινωνίας των Εθνών φαίνονταν τόσο ωραίοι, πρακτικοί και αποτελεσματικοί. Το Σύμφωνο της Κοινωνίας των Εθνών δήλωνε ότι σκοπός της ήταν να «προάγει τη διεθνή συνεργασία και να επιτύχει διεθνή ειρήνη και ασφάλεια». Η επίτευξη ειρήνης και ασφάλειας εξαρτιόταν από τη συνεργασία των εθνών μεταξύ τους και από το αν θα «αποδέχονταν την υποχρέωσή τους να μην καταφεύγουν στον πόλεμο».
Έτσι, αν ανέκυπτε κάποια σοβαρή διαφορά, τα άμεσα ενδιαφερόμενα έθνη-μέλη, έχοντας αναλάβει τη δέσμευση να διατηρήσουν την ειρήνη, έπρεπε να υποβάλουν την υπόθεσή τους «σε διαιτησία ή σε διακανονισμό μέσω δικαστικής απόφασης ή σε εξέταση από το Συμβούλιο» της Κοινωνίας. Επιπρόσθετα, η Κοινωνία των Εθνών είχε ενσωματώσει το Διαρκές Διαιτητικό Δικαστήριο της Χάγης στο σύστημά της που αποσκοπούσε στη διατήρηση της ειρήνης. Σίγουρα, όπως πιστευόταν, όλα αυτά θα εξάλειφαν τον κίνδυνο να ξεσπάσει άλλος ένας μεγάλος πόλεμος. Αλλά δεν έγινε έτσι.
Σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς, ένας λόγος για τον οποίο η Κοινωνία δεν πέτυχε να διατηρήσει την ειρήνη ήταν η αποτυχία πολλών «μελών της να αναγνωρίσουν το τίμημα που έπρεπε να πληρώσουν για την ειρήνη». Ο περιορισμός των εξοπλισμών αποτελούσε σημαντικό μέρος αυτού του τιμήματος. Αλλά τα έθνη δεν ήταν διατεθειμένα να πληρώσουν ένα τέτοιο τίμημα. Έτσι, η ιστορία επαναλήφθηκε—αυτή τη φορά με εξαιρετική δριμύτητα. Τα έθνη άρχισαν και πάλι έναν ανταγωνισμό εξοπλισμών. Η Κοινωνία δεν μπόρεσε να πείσει τα έθνη να συνεργαστούν προκειμένου να τον σταματήσουν. Όλες οι εκκλήσεις και τα επιχειρήματα έπεσαν στο κενό. Τα έθνη λησμόνησαν το μεγάλο μάθημα που πήραν το 1914: Ότι τα τεράστια οπλοστάσια έχουν την τάση να δημιουργούν ένα αυτάρεσκο αίσθημα στρατιωτικής υπεροχής.
Ένα άλλο ζωτικό μέρος του τιμήματος της ειρήνης ήταν ότι θα έπρεπε να αναγνωρίσουν την αξία της ‘συλλογικής ασφάλειας’. Η επίθεση εναντίον ενός έθνους έπρεπε να θεωρείται επίθεση εναντίον όλων των εθνών. Αλλά τι συνέβη στην πραγματικότητα όταν ένα από αυτά τα έθνη κατέφυγε στις επιθετικές ενέργειες και όχι στις διαπραγματεύσεις; Αντί να εργαστούν ενωμένα για να σταματήσουν τη διαμάχη, τα έθνη χωρίστηκαν σε διάφορες συμμαχίες, ζητώντας αλληλοπροστασία. Επρόκειτο για την ίδια πλάνη που τα είχε παρασύρει στη δίνη του 1914!
Η Κοινωνία αποδυναμώθηκε επίσης από την άρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών να προσχωρήσουν σ’ αυτήν. Πολλοί νομίζουν ότι ήταν «η μόνη μεγάλη δύναμη που είχε τα μέσα να την κάνει αποτελεσματική», και ότι η παρουσία της Αμερικής στην Κοινωνία ίσως να της είχε προσδώσει τον αέρα της παγκοσμιότητας που ήταν τόσο ζωτικός για την επιτυχία της.
Αλλά υπήρχαν κι άλλοι λόγοι για τους οποίους απέτυχε η Κοινωνία των Εθνών. Σκεφτείτε αυτή την αρνητική διάταξη στην αρχή του Συμφώνου της: «Οποιοδήποτε από τα Μέλη μπορεί να αποσυρθεί από την Κοινωνία, μετά την πάροδο δύο ετών από τη γνωστοποίηση της πρόθεσής του αυτής». (Άρθρο 1(3)) Αυτή η δυνατότητα επιλογής, παρά τις καλές προθέσεις, δεν έδωσε στην Κοινωνία το αίσθημα της σταθερότητας, πράγμα που με τη σειρά του διέβρωσε την αποφασιστικότητα των εθνών να προσκολληθούν πιστά σ’ αυτήν.
Αυτή η ανοιχτή πόρτα της απόσυρσης έθετε τη ζωή της Κοινωνίας στο έλεος των μελών της, τα οποία μπορούσαν να την εγκαταλείψουν οποτεδήποτε το επιθυμούσαν. Τα μέρη έγιναν πιο σημαντικά από το σύνολο. Κι έτσι, το Μάιο του 1941, 17 έθνη δεν ανήκαν πλέον στην Κοινωνία. Το βαρύ πυροβολικό του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου θρυμμάτισε την ελπίδα για μια «νέα παγκόσμια τάξη» και προκάλεσε την κατάρρευση της Κοινωνίας.
Ασφαλώς θα υπήρχε κάποια καλύτερη οδός!
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 7]
Η Κοινωνία των Εθνών απέτυχε να αποτρέψει το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο
[Εικόνα στη σελίδα 7]
Βομβαρδισμός στο Κασίνο της Ιταλίας, 15 Μαρτίου 1944
[Ευχαριστίες]
U.S. Army