Η Άνοδος και η Πτώση του Παγκόσμιου Εμπορίου
Μέρος 2ο: Επέκταση των Δραστηριοτήτων για την Εδραίωση της Εξουσίας
ΑΡΧΙΚΑ, η ανάπτυξη του εμπορικού κόσμου ήταν αυστηρά περιορισμένη εξαιτίας της ανεπάρκειας, της βραδύτητας και του κόστους των μεταφορών και των επικοινωνιών. Το θαλάσσιο εμπόριο ήταν χρονοβόρο. Οι χερσαίες οδοί έκρυβαν παντού κινδύνους. Όμως, όλα αυτά επρόκειτο να αλλάξουν σύντομα.
Το Εμπόριο Γίνεται Διεθνές
Στη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου, από το 338 Π.Κ.Χ. έως το 30 Π.Κ.Χ., οι μεσογειακές πόλεις εξελίχτηκαν σε μεγάλα εμπορικά κέντρα. Σ’ αυτές περιλαμβανόταν και η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, την οποία θεμελίωσε ο Μέγας Αλέξανδρος το 332 Π.Κ.Χ. Αλλά, «μέχρι το δεύτερο αιώνα Π.[Κ.]Χ., η Ελληνιστική Ανατολή», αναφέρει ο καθηγητής της ιστορίας Σέπαρντ Μπ. Κλαφ, «άρχισε να εμφανίζει σημάδια οικονομικής στασιμότητας· τον πρώτο αιώνα Π.[Κ.]Χ., βρισκόταν καταφανώς σε παρακμή». Η Ελλάδα αντικαταστάθηκε ως παγκόσμια δύναμη από τη Ρώμη. Αργότερα, υπό τη ρωμαϊκή κατοχή, η Αλεξάνδρεια έγινε πρωτεύουσα επαρχίας, δεύτερη μόνο μετά τη Ρώμη.
Το αντίστοιχο της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Ανατολή και συγχρόνως η διάδοχός της, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, έφτασε στο ζενίθ της μεταξύ του 9ου και του 11ου αιώνα. Η πρωτεύουσά της, η Κωνσταντινούπολη, με πληθυσμό ένα εκατομμύριο, ήταν αναντίρρητα η μεγαλύτερη πόλη του κόσμου. Καθώς εκεί πουλιόταν μετάξι, μπαχαρικά, υλικά βαφής και αρώματα από την Ανατολή, γουναρικά, κεχριμπάρι, ξυλεία και σίδηρος από τη Δύση, αυτή εκτελούσε χρέη δυνατής οικονομικής γέφυρας ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία.
Αλλά το 1204, στη διάρκεια της Τέταρτης Σταυροφορίας, η αυτοκρατορία δέχτηκε ένα πλήγμα που την παρέσυρε προς τα πίσω. Η πρωτεύουσά της κυριεύτηκε και λεηλατήθηκε πέφτοντας θύμα της οικονομικής απληστίας. Πώς έγινε αυτό; Σύμφωνα με την έκδοση Ο Άτλας Κόλινς της Παγκόσμιας Ιστορίας (The Collins Atlas of World History), «η δίψα της Δύσης για τα πλούτη της Ανατολής ήταν η αιτία της πραγματοποίησης των σταυροφοριών». Αυτό δείχνει καθαρά ότι η εκκλησία, μολονότι υποτίθεται πως υποκινούνταν από θρησκευτικό ζήλο, είχε κι άλλα κίνητρα επίσης.
Στο μεταξύ, στη μεσαιωνική Ευρώπη, οι έμποροι οργάνωναν εμποροπανηγύρεις, όπου είχαν τη δυνατότητα να εκθέτουν αγαθά από τις διάφορες χώρες που συναντούσαν στην πορεία τους καθώς ταξίδευαν. Για τις ιδιαίτερα επιτυχημένες εκθέσεις που γίνονταν στην περιοχή της Καμπανίας στη βορειοανατολική Γαλλία, Η Νέα Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα (The New Encyclopædia Britannica) λέει: «Οι συναλλαγές των εμπόρων στις εμποροπανηγύρεις συχνά γίνονταν μέσω επιστολών που υπόσχονταν ότι η πληρωμή θα γινόταν σε κάποια μελλοντική εμποροπανήγυρη και οι οποίες μπορούσαν να μεταβιβαστούν σε κάποιο άλλο άτομο. Αυτές οι συναλλαγές αποτέλεσαν την αρχή της πίστωσης. Μέχρι το 13ο αιώνα οι εμποροπανηγύρεις χρησίμευαν, σε τακτική βάση, ως κέντρα διεξαγωγής τραπεζικών εργασιών στην Ευρώπη».
Στη διάρκεια του 15ου αιώνα, οι κατακτήσεις των Οθωμανών Τούρκων απείλησαν να αποκλείσουν τις εμπορικές οδούς ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία. Έτσι, Ευρωπαίοι εξερευνητές ξεκίνησαν προς αναζήτηση καινούριων οδών. Ο Βάσκο ντα Γκάμα, ένας Πορτογάλος θαλασσοπόρος, ηγήθηκε μιας εξερευνητικής αποστολής από το 1497 έως το 1499 περιπλέοντας με επιτυχία το ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας στην Αφρική και εγκαινιάζοντας μια νέα θαλάσσια οδό προς την Ινδία, η οποία συντέλεσε στο να γίνει η Πορτογαλία παγκόσμια δύναμη. Η νέα οδός στέρησε επίσης από την Αλεξάνδρεια και από άλλα μεσογειακά λιμάνια τη σημασία που είχαν για το εμπόριο ως μεγάλα εμπορικά κέντρα.
Στο μεταξύ, η γειτονική χώρα της Πορτογαλίας, η Ισπανία, χρηματοδοτούσε την προσπάθεια του Ιταλού θαλασσοπόρου Χριστόφορου Κολόμβου να φτάσει στην Ινδία κάνοντας το γύρο του κόσμου με κατεύθυνση προς τα δυτικά. Το 1492—τον ερχόμενο Οκτώβριο συμπληρώνονται ακριβώς 500 χρόνια από τότε—ο Κολόμβος έφτασε όλως τυχαίως, σαν να λέγαμε, στο Δυτικό Ημισφαίριο. Οι Άγγλοι, από την άλλη πλευρά, αντί να επιδιώξουν να φτάσουν στην Ανατολή πλέοντας προς τα νότια όπως είχε κάνει ο Βάσκο ντα Γκάμα ή προς τα δυτικά όπως είχε κάνει ο Κολόμβος, συνέχισαν να αναζητούν ένα βορειοανατολικό ή βορειοδυτικό πέρασμα. Όλες αυτές οι εξερευνήσεις συντέλεσαν στο να γίνει το εμπόριο διεθνές. Και το γεγονός ότι ο κόσμος του εμπορίου διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην ανακάλυψη της Αμερικής κατέδειξε την ισχυρή επιρροή που αυτός ασκεί στις παγκόσμιες υποθέσεις.
Οικονομική Δύναμη—Ιδρύτρια Αυτοκρατοριών
Ο κόσμος του εμπορίου έχει ιδρύσει ισχυρές οργανώσεις. Παράδειγμα αυτού, σύμφωνα με το βιβλίο Εν τω Ιδρώτι του Προσώπου Σου (By the Sweat of Thy Brow), αποτελεί «μια από τις πιο μακροπρόθεσμες και διαρκείς κοινωνικοοικονομικές καινοτομίες του αρχαίου κόσμου: τα σωματεία τεχνιτών ή αλλιώς συντεχνίες». Αυτές οι συντεχνίες, που θυμίζουν παρόμοιες ισχυρές οργανώσεις της εποχής μας, μολονότι συνέβαλαν θετικά, κατά καιρούς έκαναν κατάφωρη κατάχρηση της δύναμής τους, σε σημείο που ο μεταφραστής της Αγίας Γραφής Τζον Ουίκλιφ λέγεται ότι είχε καταγγείλει μερικές απ’ αυτές το 14ο αιώνα ως «απατηλές σκευωρούς . . . καταραμένες από Θεό και ανθρώπους».—Βλέπε πλαίσιο στη σελίδα 13.
Ο κόσμος του εμπορίου έχει ιδρύσει ακόμη και αυτοκρατορίες, και αναμφίβολα η Βρετανική Αυτοκρατορία γνώρισε τη μεγαλύτερη επιτυχία. Προτού, όμως, κάνει την εμφάνισή της το 16ο αιώνα, άλλα παράτολμα οικονομικά εγχειρήματα στην Ευρώπη άρχισαν να διεκδικούν με απληστία την οικονομική δύναμη που κινεί τον κόσμο. Ένα απ’ αυτά ήταν η Χανσεατική Ένωση.
Η λέξη Χάνσα της αρχαίας γερμανικής, η οποία σημαίνει «ομάδες», άρχισε σταδιακά να εφαρμόζεται σε κάθε συντεχνία ή ένωση εμπόρων που εμφανιζόταν. Στα τέλη του 12ου αιώνα και στις αρχές του 13ου, μια Χάνσα, η έδρα της οποίας βρισκόταν στη γερμανική πόλη Λίμπεκ προς τα βόρεια, πήρε τα ηνία στο εμπόριο της Βαλτικής και συνέδεσε με επιτυχία τη Γερμανία με τη Ρωσία και τις άλλες χώρες που βρέχονταν από τη Βαλτική. Στο μεταξύ, προς τα δυτικά, η Χάνσα της γερμανικής πόλης της Κολωνίας ενίσχυε τις εμπορικές διασυνδέσεις της με την Αγγλία και τις Κάτω Χώρες.
Αυτές οι εμπορικές ενώσεις ψήφισαν νόμους για να προστατεύονται οι ίδιες και τα εμπορεύματά τους, και ρύθμιζαν γενικά τις συναλλαγές για το κοινό όφελος. Επίσης κατέβαλλαν προσπάθειες από κοινού ώστε να καταστείλουν την πειρατεία και τις ληστείες στην ξηρά ή στη θάλασσα. Καθώς το εμπόριο επεκτεινόταν, έγινε φανερή η ανάγκη για ευρύτερη συνεργασία μεταξύ των διαφόρων ομάδων. Έτσι, μέχρι το τέλος του 13ου αιώνα, όλες οι μεγάλες γερμανικές πόλεις του βορρά είχαν ενωθεί σχηματίζοντας μια μόνο ένωση, η οποία έγινε γνωστή ως Χανσεατική Ένωση.
Λόγω της γεωγραφικής της θέσης, η ένωση είχε τον έλεγχο των κύριων ρευμάτων του εμπορίου στο βορρά. Δυτικά συναλλασσόταν με τα οικονομικά προηγμένα κράτη της Αγγλίας και των Κάτω Χωρών, τα οποία, με τη σειρά τους, είχαν εμπορικές επαφές με τη Μεσόγειο και την Ανατολή. Ανατολικά είχε εύκολη πρόσβαση στη Σκανδιναβία και στην Ανατολική Ευρώπη. Έτσι, εκτός από την εμπορία μαλλιού με τη Φλάνδρα, η ένωση απέκτησε τον έλεγχο της εμπορίας ψαριών με τη Νορβηγία και τη Σουηδία, καθώς και της εμπορίας γουναρικών με τη Ρωσία.
Μολονότι δεν αποτέλεσε πολιτική ομοσπονδία και δεν είχε μόνιμη διοίκηση ή μόνιμα στελέχη, η ένωση είχε, παρ’ όλα αυτά, μεγάλη δύναμη στη διάρκεια της ακμής της. Ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματά της ήταν η ανάπτυξη ενός συστήματος ναυτικού και εμπορικού δικαίου. Ενώ η ένωση επεκτεινόταν σε νέες αγορές, υπερασπιζόταν άμεσα τις παλαιότερες, χρησιμοποιώντας βία αν χρειαζόταν. Στις περισσότερες περιπτώσεις το μεγάλο εμπορικό ναυτικό της ήταν σε θέση να κάμπτει κάθε αντίσταση με την επιβολή οικονομικών εμπάργκο και ναυτικών αποκλεισμών.
Η Χανσεατική Ένωση μεσουράνησε στα μέσα περίπου του 14ου αιώνα. Η παρακμή της ξεκίνησε το 15ο αιώνα, όταν οι Άγγλοι και οι Ολλανδοί άρχισαν να αποκτούν δύναμη και να κυριαρχούν στο παγκόσμιο εμπόριο. Ο Τριακονταετής Πόλεμος έδωσε τη χαριστική βολή στην Ένωση. Τα μέλη της συναντήθηκαν για τελευταία φορά το 1669. Μόνο λίγες πόλεις, μεταξύ των οποίων η Λίμπεκ, το Αμβούργο και η Βρέμη, εξακολουθούν να καμαρώνουν για το γεγονός ότι υπήρξαν μέλη της Χάνσα, σχετικά ανίσχυρα μέλη ενός πάλαι ποτέ ισχυρού εμπορικού γίγαντα.
Άλλοι μεγαλύτεροι και ισχυρότεροι εμπορικοί γίγαντες περίμεναν να πάρουν τη θέση της Χανσεατικής Ένωσης. Μάθετε γι’ αυτούς στο 3ο μέρος αυτής της σειράς: «Το Εμπόριο Δείχνει το Αληθινό του Πρόσωπο».
[Πλαίσιο στη σελίδα 13]
Η Δύναμη των Συντεχνιών και των Εργατικών Ενώσεων
Μέχρι τον τέταρτο αιώνα Π.Κ.Χ., μερικές μεσογειακές πόλεις ειδικεύονταν σε συγκεκριμένα είδη και οι ομότεχνοι επαγγελματίες συγκεντρώνονταν στο ίδιο σημείο μέσα στην πόλη. Αρχικά, αυτές οι συντεχνίες των χειροτεχνών ήταν σαφώς κοινωνικο-θρησκευτικής φύσης. Το βιβλίο Εν τω Ιδρώτι του Προσώπου Σου (By the Sweat of Thy Brow) μας αναφέρει ότι «κάθε ένωση είχε έναν προστάτη θεό ή θεά, και όλα μαζί τα μέλη της τελούσαν από κοινού τις δικές τους θρησκευτικές λειτουργίες».
Οι μεσαιωνικές συντεχνίες αποσκοπούσαν στην παροχή κοινωνικής πρόνοιας στα μέλη τους και στην προστασία της τέχνης τους ως σύνολο, ρυθμίζοντας την παραγωγή και θεσπίζοντας κανόνες, ίσως ακόμη και ελέγχοντας τις τιμές και τα ημερομίσθια. Μερικές συντεχνίες είχαν το μονοπώλιο και καθόριζαν τις τιμές με μυστικές συμφωνίες, στοχεύοντας στην προστασία της αγοράς στην οποία απευθυνόταν η συντεχνία και στην αποτροπή του αθέμιτου ανταγωνισμού.
Ως συνέχεια στις συντεχνίες των χειροτεχνών, εμφανίστηκαν τον 11ο αιώνα οι συντεχνίες των εμπόρων, όταν οι έμποροι που ταξίδευαν οργανώθηκαν για να προστατευτούν από τους κινδύνους που διέτρεχαν στις χερσαίες οδούς. Αλλά, σταδιακά, οι συντεχνίες έχασαν τον αρχικό τους χαρακτήρα. Επειδή εξυπηρετούσαν το τοπικό εμπόριο, η δύναμη και το κύρος τους χάθηκαν καθώς κυριαρχούσαν οι περιφερειακές, οι εθνικές και οι διεθνείς αγορές και καθώς οι έμποροι άρχισαν να επισκιάζουν τους χειροτέχνες.
Στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, ως επακόλουθο της Βιομηχανικής Επανάστασης, εμφανίστηκαν εργατικές ενώσεις αρχικά στη Βρετανία και στις Ηνωμένες Πολιτείες ως σωματεία εργατών οι οποίοι ασχολούνταν με το ίδιο επάγγελμα. Ξεκίνησαν εν μέρει ως κοινωνικές λέσχες και εξελίχτηκαν σε κινήματα διαμαρτυρίας ενάντια στο κοινωνικό και πολιτικό σύστημα που επικρατούσε. Σήμερα, μερικές ενώσεις αγωνίζονται απλώς για να καθορίσουν τα ημερομίσθια, το ωράριο, τις συνθήκες εργασίας και την ασφάλιση των μελών τους, κάνοντάς το αυτό είτε μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων είτε καταφεύγοντας σε απεργιακές κινητοποιήσεις. Άλλες, ωστόσο, έχουν εξ ολοκλήρου πολιτικό χαρακτήρα.