Από την Ομοία με Θάνατο Κατάστασι σε μια Νέα Ζωή
Αφήγησις από την Ίνες Βίζε
ΔΥΣΚΟΛΑ χρόνια ήσαν εκείνα, από το 1939 ως το 1945! Ζούσαμε στο Αμβούργο, Γερμανίας, επί είκοσι και πλέον χρόνια, ο σύζυγός μου κι εγώ, και στη διάρκεια εκείνων των ετών υπήρχε έλλειψις τροφίμων. Η κατάστασις δεν μπορούσε να γίνη χειρότερη—έτσι νομίζαμε. Αλλά τότε αργά κάποια νύχτα ξυπνήσαμε όλοι από μια παράξενη διαπεραστική οσμή. Βγήκαμε στον κήπο για να εξετάσωμε, και τι θέαμα συνήντησαν τα μάτια μας! Κάθε τι στον κήπο—λαχανικά, άνθη, οπωρικά και αυτά ακόμη τα δένδρα—είχαν καταστραφή από τα ισχυρά αέρια μιας βόμβας. Τη μια νύχτα μετά την άλλη τα βομβαρδιστικά ήσαν σε δράσι. Το Αμβούργο είχε γίνει σφαγείο.
Τι αντίθεσις με τα νεανικά μου χρόνια στην Κολομβία, Νότιο Αμερική! Οι Άγγλοι γονείς μου είχαν μετοικήσει στη Μπογκοτά όταν ήμουν πολύ νέα. Όταν μεγάλωσα, νυμφεύθηκα ένα Γερμανό και πήγαμε να ζήσωμε στο Αμβούργο. Δεν είχαμε δικά μας παιδιά, αλλά υπήρχαν τρία παιδιά, που είχαν χάσει τη μητέρα των και τα οποία πήραμε να μεγαλώσωμε εμείς, κι έγιναν ως γνήσια δικά μας.
Αλλά τώρα η κόρη μας είχε νυμφευθή και φύγει από το σπίτι. Τα δύο αγόρια μας πέθαναν υπηρετώντας στον πόλεμο. Σε λίγο ο σύζυγός μου ασθένησε από μια νευρική πάθησι και πέθανε από καρδιακή προσβολή. Έμεινα μόνη, χωρίς μέσα συντηρήσεως, και σε αδυναμία να επικοινωνήσω με τους συγγενείς μου στην Κολομβία. Η Γερμανική κυβέρνησις έκαμε επίταξι του σπιτιού, το γέμισε με πρόσφυγες, αφήνοντας σε μένα μόνο ένα δωμάτιο.
Ο χειμώνας ήταν η χειρότερη απ’ όλες τις εποχές. Δεν υπήρχε τίποτε για να θερμάνωμε το σπίτι—ούτε ηλεκτρικό ρεύμα, ούτε φωταέριο, ούτε κάρβουνα ή ξύλα. Πήγαινα συχνά στον Ποταμό Ελβα, κοντά στο σπίτι μου, για ν’ αναζητήσω στις όχθες του σανίδες από τα ναυάγια πλοίων και φορτηγίδων. Μ’ αυτά τα υλικά μπορούσαμε ν’ ανάψωμε φωτιά και να λυώσωμε πάγο για να το κάνωμε νερό, εφόσον όλοι οι σωλήνες του σπιτιού είχαν πάθει κατάψυξι.
Επανειλημμένως διερωτώμουν, Γιατί συμβαίνουν όλ’ αυτά; Ο πόλεμος είχε πια τελειώσει, αλλά η Γερμανία ήταν στην πλευρά του χαμένου, έτσι μ’ έκλεισαν σ’ ένα στρατόπεδο προσφύγων επί ένα έτος. Το μέλλον εφαίνετο πολύ σκοτεινό. Εν τούτοις, ήμουν αποφασισμένη να δραπετεύσω. Διέφυγα μαζί με πέντε άλλα άτομα, χωρίς χρήματα και πεινασμένη. Φθάσαμε στο Βέλγιο, κι εκεί ο πρόξενος της Κολομβίας μ’ εβοήθησε να επιστρέψω στη χώρα της νεότητός μου.
Αλλά μου εφαίνετο ότι δεν υπήρχε τίποτε για το οποίο αξίζει να ζη κανείς. Τα πλησιέστερα και πιο προσφιλή μου πρόσωπα είχαν φύγει για πάντα, σύμφωνα με τη γνώσι που είχα τότε. Ήταν ως να ζούσα ένα ζωντανό θάνατο. Είχα πολύ λίγο ενδιαφέρον για το κάθε τι που συνέβαινε γύρω μου.
ΜΙΑ ΝΕΑ ΖΩΗ ΑΝΑΤΕΛΛΕΙ
Τότε ήλθε το σημείο της στροφής. Αυτό συνέβη το 1947 στη Μπαρανκίλλα, όπου έμενα με μερικούς συγγενείς στην πιο καλή συνοικία της πόλεως. Μια μέρα ήλθε κάποιος κι έφερε το περιοδικό Σκοπιά. Εξήγησε ότι ήταν ιεραπόστολος, ένας μάρτυς του Ιεχωβά. Το περιοδικό, είπε, ωμιλούσε για την Αγία Γραφή. Εγώ, προσωπικώς, δεν είχα ακούσει τίποτε για τους μάρτυρας του Ιεχωβά κι εγνώριζα πολύ λίγα για τη Γραφή. Εν τούτοις, απεφάσισα να εγγραφώ συνδρομήτρια, λόγω της ευγενικής, διακριτικής του στάσεως.
Ο Μάρτυς επανήλθε την επομένη εβδομάδα. Όταν παραδέχθηκα ότι είχα εννοήσει πολύ λίγα από τα περιεχόμενα, αυτός άρχισε να μου εξηγή μερικά πράγματα. Πράγματι, το αποτέλεσμα ήταν ότι συνεφώνησα να έχω μια τακτική εβδομαδιαία Γραφική μελέτη. Άρχισα ν’ αφυπνίζωμαι από την ομοία με θάνατο κατάστασί μου. Άρχισαν να εγείρωνται ερωτήσεις. Πώς ήθελα να τα μάθω όλα σχετικά με την παραδεισιακή γη που επρόκειτο να υπάρξη κάτω από τη διακυβέρνησι της Βασιλείας, σύμφωνα με τις υποσχέσεις της Γραφής! Τα προηγούμενα ταξίδια μου με είχαν πείσει ότι η γη ήταν πράγματι ένας ωραίος τόπος παρά την μόλυνσί της από ιδιοτελείς ανθρώπους.
Όσο περισσότερο προχωρούσα στη γνώσι του αγγέλματος της Γραφής, τόσο περισσότερο εγέμιζα μ’ ελπίδα και επιθυμία να ζήσω. Άλλη μια φορά έλαμψαν τα μάτια μου, αυτή τη φορά λόγω γνησίου ενδιαφέροντος για τη βασιλεία του Θεού. Πράγματι, είχα χάσει την οικογένεια μου, αλλά τώρα βρήκα μια άλλη οικογένεια, μια πιο μεγάλη και αυξανόμενη οικογένεια, που όλα τα μέλη της ήσαν τέκνα πίστεως. Τι συγκινητικό!
Σύντομα, ύστερ’ από αυτή την πνευματική αφύπνισι, απεφάσισα ν’ αφιερώσω τη ζωή μου πλήρως στον Ιεχωβά Θεό μέσω του Χριστού Ιησού. Αυτό ήταν το ελάχιστο που μπορούσα να κάμω για να δείξω την εκτίμησί μου για την αγάπη του Θεού που με διέσωσε από την ομοία με θάνατο κατάστασι απογνώσεως και μου προσέφερε την ευκαιρία να γεμίσω τη ζωή μου με δράσι για την υποστήριξι της βασιλείας του. Εσυμβόλισα την αφιέρωσί μου με το εν ύδατι βάπτισμα στις 4 Ιουλίου 1948.
Επανέκτησα δυνάμεις και υγεία, και, μαζί μ’ αυτά, πολλή χαρά στο να βοηθώ άλλους ν’ αποκτήσουν γνώσι της Γραφής. Εξακολουθούσα ν’ αυξάνω τις ώρες που αφιέρωνα στη διάδοσι του αγγέλματος από οικία σε οικία. Εν τούτοις, δεν μου είχε συμβή ποτέ να μπορέσω να υπηρετήσω ως ολοχρονία διάκονος εκπροσωπώντας την Εταιρία Σκοπιά, ωσότου κάποια μέρα η σύντροφος μου στη διακονία, που ήταν η ιδία ολοχρονία διάκονος, μου υπέβαλε τη σκέψι. Συμπλήρωσα αμέσως και υπέβαλα μια αίτησι για να είμαι ολοχρονία διάκονος ή «σκαπανεύς».
ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ ΠΟΥ ΦΕΡΝΕΙ ΕΥΤΥΧΙΑ
Ο διορισμός μου ως «σκαπανέως» διακόνου χρονολογείται από τις 10 Μαρτίου 1949. Με χαρούμενη διάθεσι, έκαμα διευθετήσεις να βγω ενωρίς εκείνο το πρωί με την τσάντα μου γεμάτη έντυπα. Αλλά τότε κάτι παράδοξο συνέβη, όταν έφθασα στο τμήμα της πόλεως όπου επρόκειτο να εργασθώ. Η όρασίς μου σκοτείνιασε, ξαφνικά αισθάνθηκα αδιαθεσία κι έπεσα κάτω στη γη! Ακριβώς την ώρα εκείνη περνούσαν οι συγγενείς μου μ’ ένα αυτοκίνητο, με ανεγνώρισαν—φαντασθήτε την έκπληξί των!—και με μετέφεραν στο σπίτι. Χρειάσθηκε να παραμείνω για ησυχία στο σπίτι για λίγες ημέρες.
Όταν αργότερα ανασκοπούσα τα πράγματα, μου φάνηκε σχεδόν ότι θα αισθανόμουν πλήρη αποκαρδίωσι στη συνέχισι της δράσεως μου ως σκαπανέως. Αλλ’ αντιθέτως, γρήγορα ανέλαβα δυνάμεις και απεφάσισα ν’ ανακτήσω τον καιρό που έχασα. Οι συγγενείς μου, οι οποίοι ήσαν Καθολικοί, δεν μπορούσαν να εννοήσουν τον ζήλο μου για τον Ιεχωβά. Ωστόσο, δεν προσπάθησαν να μ’ εμποδίσουν. Και χαίρω διότι ως αυτή την ημέρα εξακολουθώ να ενασχολούμαι στο έργο ολοχρονίου κηρύγματος. Στον Ιεχωβά ανήκει γι’ αυτό η τιμή, διότι απ’ αυτόν προήλθε το μέτρον των σωματικών και πνευματικών δυνάμεων που είχα ανάγκη στη διάρκεια αυτών των είκοσι θαυμάσιων ετών.
Στη Μπαρανκίλλα έχω δαπανήσει τα πρώτα επτά απ’ αυτά τα έτη. Τι χαρά ήταν να βλέπω την θεοκρατική αύξησι από δέκα μόλις διαγγελείς της Βασιλείας σε τέσερες εκκλησίες μαρτύρων του Ιεχωβά! Και σήμερα η πόλις αυτή έχει είκοσι εκκλησίες. Απ’ αυτή την πόλι, επίσης, σαράντα από μας εκπρόσωποι της Κολομβίας είχαν την συγκινητική πείρα να παρευρεθούν στη μεγάλη διεθνή συνέλευσι στο Στάδιο Γιάνκη, της Νέας Υόρκης, το 1953. Μας λείπουν τα λόγια για να εκφράσωμε την αντίδρασί μας, όταν αντικρύσαμε εκείνες τις χιλιάδες χιλιάδων Μαρτύρων, και τα μεγάλα σήματα που ανήγγελλαν χαιρετισμούς από τους Χριστιανούς αδελφούς μας στη Βραζιλία, το Εκουαδόρ, την Κίνα, την Κολομβία και άλλες χώρες. Πόσο επίκαιρα ήσαν τα λόγια του αποστόλου Ιωάννου στην Αποκάλυψι 7:9: «Είδον, και ιδού όχλος πολύς, τον οποίον ουδείς ηδύνατο να αριθμήση, εκ παντός έθνους.»
Στο τέλος της συνελεύσεως επέστρεψα όσο το δυνατό γρηγορώτερα στην Κολομβία για να πω όλα όσα συνέβησαν σ’ εκείνους με τους οποίους διεξήγα Γραφικές μελέτες. Είχαν κι αυτοί ανάγκη να μάθουν ότι οι μάρτυρες του Ιεχωβά δεν είναι απλώς λίγοι άνθρωποι που πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι στη δική των πόλι ή στο χωριό των. Πράγματι, οι Κολομβιανοί το έχουν μάθει αυτό από τότε με την πείρα. Οι συνελεύσεις περιοχής, περιφερείας καθώς και οι εθνικές έχουν γίνει ολοένα μεγαλύτερες. Και στη διεθνή συνέλευσί μας (1966-1967) στη Μπαρανκίλλα παρευρέθησαν σχεδόν 6.000. Αυτό ήταν πράγματι μια απόλαυσις για μας, διότι είχαμε την πολύ ευχάριστη συναναστροφή με Μάρτυρας από πολλές χώρες.
ΚΗΡΥΓΜΑ ΑΠΟ ΠΟΛΙ ΣΕ ΠΟΛΙ
Η Κάλι ήταν η επομένη πόλις της Κολομβίας όπου είχα διορισθή. Μου είναι θαυμάσιο να σκέπτωμαι ότι υπάρχουν τώρα πέντε εκκλησίες εκεί. Και εκεί ήταν που είχα το χαρωπό προνόμιο να ζω μαζί με ιεραποστόλους σε ιεραποστολικό οίκο. Πόσο ασφαλής κι ευχαριστημένη αισθανόμουν, κάτω από την πνευματική επίβλεψι ωρίμων αδελφών στην πίστι! Ήταν μεγαλειώδες, επίσης, ότι μπορούσα να βοηθώ νέους ιεραποστόλους να μάθουν Ισπανικά. Αλλά έβλεπα ότι ο κυριώτερος παράγων που τους καθιστούσε ικανούς να σημειώνουν καλή πρόοδο και ν’ αρχίζουν γρήγορα να δίνουν ομιλίες στην Ισπανική ήταν το πνεύμα του Ιεχωβά.
Το 1960 προέκυψε ανάγκη περισσοτέρων ολοχρονίων εργατών στη Μπογκοτά. Συνέπεσε να είμαι σε θέσι να μεταβώ εκεί, και σύντομα βρισκόμουν στο έργο εκεί μαζί με άλλους πέντε «σκαπανείς.» Στη διάρκεια των ετών που ακολούθησαν, η υπηρεσία μας εκεί ευλογήθηκε πράγματι, διότι τώρα υπάρχουν δέκα εκκλησίες στη Μπογκοτά.
Στη Μπογκοτά αντελήφθηκα την ανάγκη να εμμένωμε στην ανάγκη να θέτωμε ένα ισχυρό θεμέλιο στην πίστι εκείνων τους οποίους διδάσκομε. Μελετούσα με μια νεαρή γυναίκα, τα τρία παιδιά της και τους γονείς της. Ο σύζυγος ήταν εναντιούμενος και απειλούσε να της πάρη τα παιδιά. Μια νύχτα ύστερ’ από μια διασκέδασι με παλαιούς φίλους του, σε κατάστασι μέθης πήγε στο σπίτι κραδαίνοντας ένα περίστροφο και, μπροστά στα παιδιά, απειλώντας να την φονεύση αν αυτή ηρνείτο να διακόψη τις Γραφικές μελέτες. Τα παιδιά, τρομοκρατήθηκαν πολύ και γεμάτα δάκρυα ικέτευαν υπέρ της μητρός των. Αυτή όμως τον αντιμετώπισε ήρεμα και θαρραλέα, λέγοντας: «Μπορείς να με θανατώσης, αλλά εγώ δεν θα παύσω να μελετώ τον Λόγο του Θεού. Εν πρώτοις, πρέπει να γνωρίζης ότι τα παιδιά μας θα είναι μάρτυρες της πράξεως σου, κι επάνω απ’ όλα θα λογοδοτήσης στον Παντοκράτορα Θεό για το αίμα που πρόκειται να χύσης.» Ύστερ’ από αυτά τα λόγια, αυτός εβάδισε γοργά έξω από το σπίτι. Με τον καιρό εκείνη βαπτίσθηκε, και τώρα είναι πολυάσχολη στο να κηρύττη και να παρακολουθή τις συναθροίσεις στην Αίθουσα Βασιλείας μαζί με τα παιδιά της. Ο σύζυγος της δεν την εμπόδισε ποτέ πια πάλι να μελετά.
Πριν από τρία χρόνια ήλθα στη Μεντελλίν. Αυτή η δευτέρα σε σπουδαιότητα πόλις της χώρας βρίσκεται υψηλά στις Άνδεις. Κι εδώ, επίσης, έχω το προνόμιο να ζω μαζί με ιεραποστόλους που έχουν αποφοιτήσει από τη Βιβλική Σχολή της Σκοπιάς Γαλαάδ. Αυτό είναι μια μεγάλη παρηγορία για μένα, διότι τώρα είμαι ηλικίας άνω των εβδομήντα εννέα ετών και δεν έχω πια τη σωματική δύναμι που απελάμβανα επί πολύν καιρό. Δεν έχομε αυτοκίνητο και πρέπει να βαδίζωμε αρκετά για να εκπληρώσωμε τη διακονία μας. Εν τούτοις, πολλά άτομα με τα οποία μελετώ τη Γραφή έχουν τόση εκτίμησι ώστε έρχονται εκείνοι στο «σπίτι μου» για κάθε εβδομαδιαία συνάθροισι. Μ’ αυτόν τον τρόπο μπορώ να διατηρήσω δυνάμεις και να πραγματοποιώ τον αντικειμενικό σκοπό μου των 100 ωρών το μήνα. Και η ευλογία του Ιεχωβά είναι βεβαίως επάνω στους κόπους μας, διότι η εκκλησία εδώ μεγάλωσε τόσο ώστε παρέστη ανάγκη να την χωρίσουν σε τρεις διαφορετικές εκκλησίες. Σε κάθε συνάθροισι βλέπομε νέα πρόσωπα.
Όταν αναπολώ αυτά τα είκοσι χρόνια που ήμουν «σκαπανεύς» διάκονος, διαπιστώνω ότι ήσαν ευτυχισμένα χρόνια, γεμάτα σκληρή εργασία, αλλά που έφεραν, επίσης, βαθιά ικανοποίησι. Πόσο θαυμάσιο ήταν για μένα το ότι ο Ιεχωβά μ’ έβγαλε από μια ομοία με θάνατο κατάστασι και μου εχορήγησε ανανέωσι της ζωής! Και τώρα ακόμη που οι σωματικές μου δυνάμεις είναι μειωμένες, κρατεί για μένα ανοικτή την οδό για να εξυπηρετώ με κάποιο μικρό τρόπο τα μεγάλα συμφέροντα της βασιλείας του. ‘Δεν με απορρίπτει εν καιρώ γήρατος,’ ούτε ‘όταν εκλείπη η δύναμίς μου, με εγκαταλείπει.’ (Ψαλμ. 71:9) Υπάρχουν πάντοτε από κάτω οι αιώνιοι βραχίονες του! Όσο για μένα, είμαι αποφασισμένη να παραμείνω ‘στερεή, αμετακίνητη, περισσεύουσα πάντοτε εις το έργον του Κυρίου.’—1 Κορ. 15:58.