‘Είμαι Ευγνώμων στον Θεό και στον Χριστό’
Αφήγησις υπό Τζων Τσάρουκ
Ο ΣΥΓΚΟΠΤΟΜΕΝΟΣ ρυθμός των Αφρικανικών τυμπάνων διακόπτει την ησυχία και τη γαλήνη της νύχτας, για να σβύση στο βάθος καθώς συμπληρώνω την έκθεσι επισκόπου περιοχής στην εκκλησία μαρτύρων του Ιεχωβά της Ζορζόρ. Η Ζορζόρ βρίσκεται στην ενδοχώρα της Δημοκρατίας της Λιβερίας στη Δυτική Ακτή της Αφρικής. Είναι χιλιάδες μίλια μακρυά από το σπίτι μου στην Αλμπέρτα του Καναδά. Πώς έφθασα εδώ για να υπηρετήσω τους Χριστιανούς αδελφούς μου;
Αυτό άρχισε πριν από τριάντα έξη χρόνια περίπου. Στο έτος 1937 ένα τεύχος του περιοδικού Χρυσούς Αιών (του σημερινού Ξύπνα!) βρέθηκε στο σπίτι μας. Το άρθρο με τίτλο «Η Ελπίς των Εθνών» μου άνοιξε την όρασι για μια νέα τάξι πραγμάτων και με γέμισε με μια νέα ελπίδα. Αυτό το άρθρο άρχισε να σκορπίζη τα νεανικά μου όνειρα να φοιτήσω σ’ ένα πανεπιστήμιο και να γίνω επιστήμων. Τώρα η διάνοιά μου απορροφήθηκε με σκέψεις για τη βασιλεία του Θεού και με την ελπίδα να ζήσω στη γη για πάντα. Η καρδιά μου έπαλλε από χαρά για τις νέες αυτές αλήθειες, αφήνοντάς μου μια ζωηρή βαθειά επιθυμία ν’ ακολουθήσω το παράδειγμα του Ιησού Χριστού και των αποστόλων του κηρύττοντας τ’ αγαθά νέα της Βασιλείας.
Ύστερ’ από λίγες μέρες παρευρέθηκα σε μια οικιακή επικοινωνία. Χωρίς να το περιμένω, βρήκα εδώ ένα άλλο αντίτυπο του Χρυσού Αιώνος! Το άρπαξα με ανυπομονησία! Στο υπόλοιπο της βραδυάς λησμόνησα την ευθυμία των άλλων επισκεπτών και απορροφήθηκα στην ανάγνωσι κατ’ επανάληψιν του άρθρου με θέμα «Αρμαγεδδών». Εκεί ετονίζετο η σπουδαιότης του να κηρυχθούν τ’ αγαθά νέα στο βραχύ υπόλοιπο χρονικό διάστημα. Πώς εγώ έπρεπε ν’ αρχίσω αυτό το σπουδαιότατο έργο; Κανένας δεν υπήρχε για να με διδάξη. Ήμουν πολύ ανήσυχος. Πολλές φορές προσευχήθηκα με δάκρυα να μου ανοίξη ο Ιεχωβά τον δρόμο για ν’ αναλάβω την υπηρεσία του πριν από τον Αρμαγεδδώνα.
Ύστερ’ από ενάμιση έτος μετακομίσαμε σε μέρος όπου υπήρχε μια μικρή εκκλησία μαρτύρων του Ιεχωβά. Για να παρακολουθήσω την πρώτη συνάθροισι χρειάσθηκε να πεζοπορήσω σε μια απόστασι τεσσάρων μιλίων για μετάβασι μόνον. Στη διάρκεια της συναθροίσεως έγινε ανακοίνωσις για τη διαφήμισι της δημοσίας Γραφικής ομιλίας. Ποιος θα ήθελε να μετάσχη; Αμέσως σήκωσα το χέρι μου! Αργότερα, όταν έφθασα στο καθωρισμένο μέρος, είδα ότι η ομάς είχε φύγει. Είχαν συναντηθή ενωρίτερα επειδή κανένα άλλον δεν περίμεναν. Φοβούμενος ότι κάποτε θα ήρχετο το τέλος, πήρα μερικά προγράμματα και ξεκίνησα μόνος. Αυτό έγινε στο έτος 1939 και είμαι από τότε στη διακονία, ευγνώμων στον Θεό γι’ αυτό το προνόμιο. Αισθάνομαι πολύ σαν τον απόστολο Παύλο, ο οποίος είπε: «Ευχαριστώ τον ενδυναμώσαντά με Ιησούν Χριστόν τον Κύριον ημών, ότι ενέκρινε πιστόν, και έταξε εις την διακονίαν εμέ.»—1 Τιμ. 1:12· Ματθ. 24:14.
ΒΑΠΤΙΣΜΑ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΠΙΣΤΕΩΣ
Στο έτος 1940 εσυμβόλισα την αφιέρωσί μου στον Ιεχωβά με το εν ύδατι βάπτισμα. Εκπληρώνοντας την επιθυμία μου να εισέλθω στην ολοχρόνια διακονία, έφυγα από το σπίτι με 10 δολλάρια στην τσέπη και λίγα πράγματα μέσα σε μια μικρή τσάντα και εισήλθα στο ολοχρόνιο έργο του κηρύγματος. Από τότε ο Ιεχωβά μου επρομήθευε αρκετά για τις υλικές μου ανάγκες. Από υλική άποψι έχω περισσότερα τώρα απ’ όσα είχα όταν ξεκίνησα στην ολοχρόνια υπηρεσία.
Το να υπηρετή κανείς τον Ιεχωβά εκείνα τα χρόνια ήταν μια πραγματική δοκιμασία πίστεως. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ηύξησε το πνεύμα του εθνικισμού στον υπέρτατο βαθμό. Ένας υψηλός, μεγαλόσωμος οικοδεσπότης με κλώτσησε κατά γράμμα από την πόρτα του και κύλησα κάτω επτά σκαλοπάτια και κατόπιν με εξύβρισε επειδή ήμουν ένα απλό παιδί και όχι άνδρας, για να με έκανε μαύρο στο ξύλο λόγω της Χριστιανικής μου ουδετέρας στάσεως στο ζήτημα του πολέμου. (Ιωάν. 17:16· 18:36) Εγώ εγνώριζα από τα λόγια του Ιησού ότι θα επήρχετο διωγμός σ’ έναν αληθινό Χριστιανό και ήμουν πρόθυμος να εγκαρτερήσω. (Ιωάν. 15:19-21) Επακολούθησε απαγόρευσις του έργου των μαρτύρων του Ιεχωβά στον Καναδά, και έγινε ακόμη πιο δύσκολο να είναι κανείς αληθινός Χριστιανός.
Όταν ήμουν στη φυλακή στο έτος 1943 λόγω του στρατιωτικού ζητήματος, έμαθα για τη Βιβλική Σχολή της Σκοπιάς Γαλαάδ, για εκπαίδευσι ιεραποστόλων. Αυτό μου έβαλε την επιθυμία να γίνω ιεραπόστολος, και αυτή η ελπίδα αποτελούσε ένα παράγοντα που με ενίσχυε στη διάρκεια της φυλακίσεώς μου. Κατόπιν άρχισαν να συμβαίνουν γεγονότα. Απολύθηκα από τη φυλακή. Η απαγόρευσις καταργήθηκε, ο πόλεμος τελείωσε, και τελικά μου ήλθε μια πρόσκλησις να φοιτήσω στη 12η σειρά σπουδαστών της Σχολής Γαλαάδ το έτος 1948.
Αμέσως μετά την αποφοίτησί μου διέσχισα τον ωκεανό πηγαίνοντας στην Αφρική. Δεν μου έδωσαν άδεια να μείνω στη Χρυσή Ακτή, τη σημερινή Δημοκρατία της Γκάνα, και γι’ αυτό πήγα στη Νιγηρία, που πέρασα τρία πολυάσχολα και ευτυχισμένα χρόνια. Στα τελευταία είκοσι χρόνια υπηρετώ εδώ στη Λιβερία.
Το Ιεραποστολικό έργο, φυσικά, είχε και μερικές ταλαιπωρίες, δυσχέρειες και προβλήματα που δοκιμάζουν την πίστι μας. Την επόμενη μέρα της αφίξεώς μου στη Χρυσή Ακτή έπαθα δυσεντερία. Άρχισα ιεραποστολική υπηρεσία με μια εξασθενημένη και κλονισμένη κατάστασι. Εδώ δεν ήμουν συνηθισμένος στη ζέστη και προσπαθούσα να προσαρμοσθώ σε μια ξένη χώρα, της οποίας τη γλώσσα και τα έθιμα δεν καταλάβαινα. Σκεπτόμουν την πατρίδα μου· εν τούτοις, δεν υπήρχε δυνατότης να επιστρέψω στον τόπο μου. Ήμουν ευγνώμων γι’ αυτό τον διορισμό μου από τον Ιεχωβά και ήμουν αποφασισμένος να παραμείνω όσον καιρό ήθελε ο Ιεχωβά να είμαι εδώ.
Στην αρχή μου ήταν δύσκολο να διακρίνω ένα άτομο από το άλλο. Όλες οι φυσιογνωμίες φαίνονταν όμοιες. Όταν έκανα επανεπίσκεψι σε ενδιαφερομένους, δεν μπορούσα να γνωρίζω αν μιλούσα στο πρόσωπο το οποίο αρχικώς είχε δείξει ενδιαφέρον ή σε κάποιο άλλο άτομο. Με τον καιρό αυτό το πρόβλημα υπερνικήθηκε. Σήμερα, από τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου, είμαι σε θέσι να διακρίνω από ποια από τις μεγαλύτερες φυλές της Λιβερίας κατάγεται. Αισθάνομαι ακριβώς τόσο πολύ σαν να είμαι στη χώρα μου εδώ στην Αφρικανική ήπειρο όπως και ο ίδιος ο Αφρικανός.
ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗ ΝΙΓΗΡΙΑ
Στη διάρκεια των τριών ετών που ήμουν στη Νιγηρία, είχα το προνόμιο να επισκεφθώ πολλά μέρη και να διαπιστώσω τους ενδιαφέροντας τρόπους των διαφόρων φυλών, όπως λόγου χάριν των φυλών Γιορούμπα, Ίμπο, Ουρχόμπο, Εφίκ, Κουάλε και Μπένιν. Ενώ υπηρετούσα ως επίσκοπος περιφερείας, είχα κάποτε το προνόμιο στη συνέλευσι περιοχής να δίνω τρεις έως τέσσερις δημόσιες ομιλίες. Το πρόγραμμα της συνελεύσεως ήταν διευθετημένο για νωρίς το απόγευμα για ν’ αποφεύγωνται προβλήματα φωτισμού και πλήθους εντόμων τα οποία προσελκύονται από τα λαμπρά φώτα. Στο τέλος του προγράμματος κάθε ημέρας πολλοί Μάρτυρες με ποδήλατα επεσκέπτοντο μια γειτονική πόλι για να δώσουν μαρτυρία, και εδίδετο μια δημοσία ομιλία μαζί με το έργο της μαρτυρίας των.
Γενικά, πολύν καιρό μετά την ομιλία, μπορούσε κανείς ν’ ακούη ανθρώπους να συζητούν εκείνο που είχε λεχθή, μερικοί υπέρ και άλλοι εναντίον. Μετά από κάθε σχεδόν ομιλία άνθρωποι έδιδαν τα ονόματά τους με παρατηρήσεις όπως αυτές, «Θέλομε να γίνωμε μάρτυρες του Ιεχωβά· βοηθήστε μας να μάθωμε την αλήθεια,» ή «Από τώρα εγκαταλείπομε την εκκλησία για να συνταυτισθούμε μ’ εσάς.»
Υπήρχαν πολλές ενθαρρυντικές πείρες. Στη διάρκεια της συνελεύσεως περιοχής που έγινε στην Έιτζα Γκποντουντού, οι Μάρτυρες επεσκέφθησαν ωρισμένους λάτρεις των ζουζού. Μερικοί απ’ αυτούς διέκριναν τη μωρία των ψευδών θρησκευτικών συνηθειών των. Την επόμενη ημέρα οι Μάρτυρες επανήλθαν για να επισκεφθούν αυτούς τους ανθρώπους. «Τι θα κάμωμε μ’ αυτούς τους ζουζού μας;» ρωτούσαν. «Καταστρέψτε τους!» ήταν η απάντησις. «Θα μας βοηθήσετε σεις;» «Ευχαρίστως!»
Με αληθινά Γεδεωνικό τρόπο άρχισαν ν’ απομακρύνουν τους ζουζού από τους τόπους των. Αυτό προκάλεσε μεγάλη αναταραχή. Οι χωρικοί συγκεντρώθηκαν γρήγορα. Μερικοί ήλθαν να διαμαρτυρηθούν. Οι Μάρτυρες ήσαν αποφασισμένοι να κάνουν ένα πλήρες έργον. Ένας Μάρτυς απάντησε στους διαμαρτυρόμενους με τον τρόπο του πατέρα του Γεδεών: ‘Αν αυτοί οι ζουζού είναι θεοί, ας αγωνισθούν για να σώσουν τον εαυτό τους.’ (Κριτ. 6:28-31) Πόσο αβοήθητοι ήσαν οι ζουζού! Οι Μάρτυρες τους έρριψαν στο ποτάμι που ήταν εκεί κοντά και έξη άτομα που τους είχαν υπηρετήσει χάρηκαν με την ελπίδα να υπηρετούν για πάντα τον Ιεχωβά.
Η έλευσις εκατοντάδων μαρτύρων σ’ ένα ιδιαίτερο χωριό για μια συνέλευσι είχε μια εξαιρετικά μεγάλη επίδρασι. Στο Έγου πάνω από χίλιοι χαρούμενοι μάρτυρες γέμισαν την πόλι με την ευτυχία τους επί τρεις μέρες. Στο τέλος της συνελεύσεως, οι κάτοικοι της πόλεως λυπήθηκαν που είδαν τους Μάρτυρας ν’ αναχωρούν. Μερικοί μάλιστα έκλαιγαν. Παρετήρησαν με δάκρυα: «Γεμίσατε όλη την πόλι με χαρά και με το εύθυμο πνεύμα σας, και η παρουσία σας εδώ ήταν ακόμη καλύτερη και από μια γιορτή, και τώρα μας εγκαταλείπετε τόσο γρήγορα.»
ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΛΙΒΕΡΙΑ
Το 1953 διωρίσθηκα στη Λιβερία, όπου είμαι στα τελευταία είκοσι χρόνια. Είδα το έργο της Βασιλείας εδώ ν’ αυξάνη από 60 έως 800 περίπου ευαγγελιζομένους των αγαθών νέων. Είχα το προνόμιο να βοηθήσω άτομα ν’ αφιερωθούν, να δω μερικούς να αυξάνουν σε ωριμότητα και να γίνωνται επίσκοποι και άλλους να πηγαίνουν στη Σχολή Γαλαάδ και να επιστρέφουν για να βοηθήσουν το έργο εδώ. Υπήρξε το ευτυχισμένο προνόμιό μου να βοηθήσω στην ίδρυσι ενός έργου περιοχής σ’ αυτή τη χώρα.
Τα ταξίδια στη διάρκεια των τελευταίων δεκαέξη ετών για το έργο περιοχής και περιφερείας συχνά είχαν πολλές δυσχέρειες. Για να ταξιδεύση κανείς στο εσωτερικό έπρεπε ν’ αγωνισθή εναντίον της ζέστης, του ιδρώτος και της κόκκινης σκόνης. Τα μέσα μεταφοράς δεν ήσαν προγραμματισμένα. Μερικές φορές έπρεπε να περιμένη κανείς επί ώρες ή και ημέρες για να ξεκινήση ένα όχημα. Αν ρωτούσα έναν οδηγό, «Πότε θα φύγης;» κουνούσε το κεφάλι του και έλεγε, «Ο Θεός ξέρει.» Αλλά παρά τις ταλαιπωρίες και τις δυσχέρειες των ταξιδιών, ευχαριστώ τον Ιεχωβά για όλες αυτές τις πείρες. Αυτά απετέλεσαν μια πολύτιμη εκπαίδευσι για τη δοκιμασία της πίστεως που τελικά αντιμετωπίζει όλος ο λαός του Θεού.
ΜΙΑ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΕΠΕΡΧΕΤΑΙ Σ’ ΕΜΑΣ
Η δοκιμασία που επήλθε στο λαό του Θεού στη Λιβερία το 1963 ήταν μια πραγματική πρόκλησις, και είμαι ευτυχής για το προνόμιο να μετάσχω σ’ αυτήν. Ο διωγμός ξέσπασε ξαφνικά, με υποκίνησι ενός ψηφίσματος που υπεγράφη από τρεις εξέχοντας κληρικούς. Εκαλείτο η κυβέρνησις ν’ απαγορεύση τους Χριστιανούς μάρτυρας του Ιεχωβά με την ψευδή δικαιολογία ότι αυτοί δεν αποτελούν θρησκευτική οργάνωσι αλλά αντιθέτως πολιτική οργάνωσι, η οποία ενεργεί πίσω από ένα θρησκευτικό μέτωπο, επιζητώντας να υπονομεύση την εξουσία της πολιτείας και διδάσκοντας στους ανθρώπους να μη χαιρετούν τα εθνικά εμβλήματα. Αυτοί οι τρεις κληρικοί σκέφθηκαν να βλάψουν την οργάνωσι του Ιεχωβά και να σταματήσουν τη λατρεία του στη Λιβερία. Εν τούτοις, από τότε ο τελευταίος απ’ αυτούς τους κληρικούς πέθανε προσφάτως, και μερικοί από τους άλλοτε σκληρά εργαζομένους ανθρώπους των είναι σήμερα μεταξύ των καλυτέρων διαγγελέων των αγαθών νέων, και η οργάνωσις του Ιεχωβά είναι πιο ισχυρή από κάθε άλλη φορά.
Ο διωγμός άρχισε όταν ήλθαν στρατιώται στη Χριστιανική μας συνέλευσι στην Γκπάρνγκα, διέκοψαν τη συνέλευσι και μας διέταξαν να προχωρήσωμε (περίπου τετρακόσιους άνδρες, γυναίκες και παιδιά) στο στρατιωτικό καταυλισμό, όπου καθήσαμε κατά γης. Μας περικύκλωσαν οι στρατιώται ωπλισμένοι με τουφέκια και ξιφολόγχες και συνεχώς μας απειλούσαν ότι θα μας σπάσουν σαν αυγά της κόττας. Εγώ διερωτόμουν αν θα μπορούσα ποτέ να δω την μητέρα μου και τον πατέρα μου πάλι πριν από τον Αρμαγεδδώνα. Εν τούτοις, δεν υπήρχε σκέψις να ξεφύγω. Είχα λάβει την απόφασί μου. Ήμουν αποφασισμένος να παραμείνω πιστός στον Ιεχωβά και εν ανάγκη να τερματίσω την διακονία μου εκεί ακριβώς με τον θάνατο. Προσευχήθηκα στον Ιεχωβά να μου δώση δύναμι να παραμείνω πιστός και να υπομείνω κάθε βασανισμό που θα έφερε εναντίον μου ο εχθρός.
Ο Ιεχωβά με ενίσχυσε. Φαίνεται ότι δεν με επηρέασαν αυτά που είπαν ή έκαμαν. Ένας στρατιώτης με χτύπησε πολλές φορές στα πλευρά και στους ώμους. Αισθάνθηκα ένα βαρύ χτύπημα αλλ’ όχι πραγματικό πόνο. Ύστερ’ από τρεις μέρες, αφού επέστρεψα στη κατοικία μου, είδα τα μωλωπίσματα και αισθάνθηκα τον πόνο. Αυτό το είδος του βασανισμού που έπαθα μου έδωσε αυτό το πολύτιμο μάθημα—ότι στη διάρκεια ενός σοβαρού διωγμού ο Ιεχωβά μπορεί να νεκρώση το σώμα, κάνοντάς το αναίσθητο στον πόνο και ότι η σκέψις ότι πρόκειται να τον χτυπήσουν στο σώμα προξενεί περισσότερο φόβο και πόνο από την πραγματική πείρα του χτυπήματος.
Το να μείνω στο σκληρό εκείνο έδαφος τρεις μέρες και νύχτες σε ορθία στάσι χωρίς το προνόμιο του ύπνου και χωρίς ούτε να αναπαυθώ στον αγκώνα μου προκάλεσε πόνους στη ράχη και στο σώμα γενικά. Σ’ αυτή τη στιγμή του πόνου, οι στρατιώται εξέδωκαν κάτι που εφαίνετο σαν τελεσίγραφο—να χαιρετίσωμε ή αλλιώς να οδηγηθούμε σε μια φρικτή στρατιωτική φυλακή στην οποία πολύ λίγοι επιζούν. Αυτή η σκέψις ενέπνευσε τρόμο σ’ ένα Μάρτυρα. Αυτός συμβιβάσθηκε. Αμέσως έγινε ανακοίνωσις ότι οι υπόλοιποι αφήνονται ελεύθεροι και ότι μπορούσαν να πάνε στα σπίτια τους. Όταν το άκουσε αυτό εκείνος που συμβιβάσθηκε ξέσπασε σε λυγμούς και έκλαιγε σαν μωρό. Η ευτυχία του έφυγε. Ένοιωσε ότι είχε τύψεις και ήταν εγκαταλελειμμένος χωρίς καμμιά ελπίδα. Αυτό επηρέασε την σωματική του κατάστασι, και του έφερε μια ασθένεια από την οποία ποτέ δεν θεραπεύθηκε, και πέθανε ύστερ’ από λίγο καιρό. Πόσο έντονα παριστάνει αυτό την αλήθεια των Παροιμιών 10:9: «Ο περιπατών εν ακεραιότητι περιπατεί ασφαλώς»!
Η διακράτησις ακεραιότητος κάτω από δοκιμασία φέρνει μια ευτυχία που μπορεί κανείς να δοκιμάση μόνον αν μείνη πιστός κάτω από σοβαρή δοκιμασία. Οι Μάρτυρες που εκράτησαν ακεραιότητα περνούν μερικές από τις ωραιότερες στιγμές των τώρα οπότε συγκεντρώνονται και ξαναζούν τις σκηνές του διωγμού. Μπορούν ν’ απολαύσουν ώρες ευχάριστες, να είναι πολύ ευτυχείς που μπόρεσαν να παραμείνουν πιστοί. Αυτό μ’ εβοήθησε να εκτιμήσω την πλήρη σημασία των λόγων του Ιησού στο Ματθαίον 5:10-12, να χαιρώμεθα όταν διωκώμεθα ένεκα δικαιοσύνης.
Ο Ψαλμός 119:46 δείχνει ότι ο λαός του Θεού θα κηρύξη την δικαιοσύνη του Ιεχωβά ενώπιον βασιλέων. Είμαι ευγνώμων στον Ιεχωβά για την εύνοια που χάρισε να έχω αυτό το προνόμιο. Όταν η κυβέρνησις ζήτησε από τους ιεραποστόλους των μαρτύρων του Ιεχωβά να εγκαταλείψουν την χώρα, διευθετήθηκε μια επίσημη συνάντησις για να παρουσιάσωμε την υπόθεσι της αληθινής λατρείας ενώπιον του άρχοντος της χώρας. Το πρωί της 4ης Δεκεμβρίου 1963, μας εισήγαγαν στο προεδρικό γραφείο που ήταν στο Εκτελεστικό Μέγαρο. Μας δόθηκε ευνοϊκή ακρόασις επί μια ώρα, και οι σκέψεις αντεστράφησαν και οι ιεραπόστολοι εκλήθησαν να επανέλθουν.
ΑΦΘΟΝΑ ΑΓΑΘΑ
Πόσο αληθινά είναι τα λόγια του ψαλμωδού, ότι ο Ιεχωβά «δεν θέλει στερήσει ουδενός αγαθού τους περιπατούντας εν ακακία.» (Ψαλμ. 84:11, ΜΝΚ) Αυτό μου αποδείχθηκε κατ’ επανάληψιν στα περασμένα είκοσι τρία χρόνια της ιεραποστολικής υπηρεσίας μου. Όταν έφευγα από τον Καναδά στο έτος 1948 για τη Σχολή Γαλαάδ και κατόπιν για ένα διορισμό στο εξωτερικό, ποτέ δεν σκέφθηκα ότι θα έβλεπα τον τόπο μου πριν από τον Αρμαγεδδώνα. Πέρασαν δέκα χρόνια, και στο έτος 1958, ο Ιεχωβά, μέσω της οργανώσεώς του, εφρόντισε στοργικά για να παρευρεθώ στη διεθνή συνέλευσι «Το Θείον Θέλημα» στο Στάδιο Γιάγκη της Νέας Υόρκης και στο Πόλο Γκράουντς. Μετά τη συνέλευσι, επισκέφθηκα τους γονείς και τους φίλους μου. Ήταν ένας ευτυχισμένος καιρός!
Ο Ιεχωβά, πιστός στην υπόσχεσί του, επεφύλασσε και πολλά άλλα αγαθά για μένα. Στο έτος 1969 η Εταιρία εφρόντισε να έχω ένα αεροπορικό εισιτήριο μ’ επιστροφή από τη Λιβερία στο Βανκούβερ του Καναδά, και να είμαι στη συνέλευσι «Ειρήνη Επί Γης.» Εκεί ξαναείδα τις δυο αδελφές μου που είχα ιδεί τελευταία φορά στο έτος 1958. Πέρασα δύο ευτυχισμένους μήνες με τη μητέρα μου και τον πατέρα μου στο Έντμοντον. Στα έτη 1947-1948, είχα υπηρετήσει εκεί ως ολοχρόνιος διάκονος προτού φοιτήσω στη Σχολή Γαλαάδ. Εκείνο τον καιρό ήταν μόνο μια εκκλησία εκεί. Τώρα είναι δεκαεπτά εκκλησίες. Τι χαρά ήταν να μιλήσω, στην κάθε μια απ’ αυτές για την πρόοδο του έργου στη Λιβερία και για τις εποικοδομητικές πείρες των Λιβεριανών αδελφών μας!
Υπήρχαν και πρόσθετα προνόμια για τα οποία ευχαριστώ απείρως τον Ιεχωβά. Στο έτος 1959 έκανα έργο επισκόπου περιοχής στην πιο μακρυνή γωνία της Λιβερίας οπότε έλαβα ένα μήνυμα να έλθω αμέσως στην Μονροβία και ν’ αναλάβω το έργο του γραφείου στο εκεί τμήμα. Εγώ δεν εγνώριζα τίποτε από εργασία γραφείου, και τις πρώτες λίγες μέρες φαινόμουν ότι τα είχα χαμένα. Με τον καιρό κατατοπίσθηκα στην τρέχουσα εργασία του γραφείου, και στη διάρκεια των οκτώ μηνών απουσίας του επισκόπου του τμήματος λόγω αναρρώσεως από πολιομυελίτιδα, έμαθα πολύ περισσότερα πράγματα περί οργανώσεως. Αυτή η πείρα μ’ εβοήθησε να κατανοήσω ότι με την βοήθεια του Ιεχωβά μπορούμε να χειριζώμεθα οποιονδήποτε διορισμό. Στο έτος 1961 έλαβα μια πρόσκλησι να παρακολουθήσω μια δεκάμηνη σειρά μαθημάτων στη Σχολή Γαλαάδ για μετεκπαίδευσι.
Η ζωή στα Αφρικανικά χωριά υπήρξε απλή σ’ αυτά τα χρόνια, χωρίς τις πολλές ψυχαγωγίες του συγχρόνου πολιτισμού. Χωρίς αυτές τις ψυχαγωγίες, είχα αρκετή ευκαιρία να μελετώ και να σκέπτωμαι πάνω στο Λόγο του Θεού. Αυτό με κράτησε ισχυρό. Η ιεραποστολική ζωή υπήρξε μια πραγματική ευλογία και προστασία από τον υλισμό. Στα ευχάριστα τροπικά βράδυα υπήρχε αρκετός καιρός για να μελετώ και να σκέπτωμαι την δημιουργία του Ιεχωβά και να είμαι πλησιέστερα σ’ αυτόν. Η μεγαλύτερη ευτυχία μου έρχεται κάθε βράδυ όταν η διάνοιά μου είναι ακόμη άγρυπνη, και όταν είμαι μόνος μου μπορώ να περνώ λίγη ώρα κάτω από τους έναστρους ουρανούς περιπατώντας και συνομιλώντας με τον Ιεχωβά. Αυτό με φέρνει πλησιέστερα στον Ιεχωβά. Επίσης βρίσκω πιο ευχάριστο να επικοινωνώ με τον Ιεχωβά μ’ αυτόν τον τρόπο, παρά να προσεύχωμαι μόνο για ένα λεπτό ή δύο προτού πέσω να κοιμηθώ όταν το σώμα είναι κουρασμένο και η διάνοια δεν είναι τόσο άγρυπνη.
Αφού πέρασα είκοσι τρία χρόνια στην ιεραποστολική υπηρεσία στην τροπική Δυτική Αφρική, μήπως σκέπτομαι ότι είναι καιρός να παύσω και ν’ αφήσω τους νεωτέρους ν’ αναλάβουν την υπηρεσία; Όχι, το να βλέπω τις ευλογίες και την αύξησι της οργανώσεως του Ιεχωβά με κάνει να αισθάνομαι όπως και ο Χάλεβ, μετά τη διαφύλαξί του πάνω από σαράντα πέντε χρόνια, σ’ όλο το διάστημα της παραμονής στην έρημο και της εισόδου στη γη της επαγγελίας. Ο Χάλεβ είπε: «Έτι και την σήμερον είμαι δυνατός, καθώς την ημέραν ότε με απέστειλεν ο Μωυσής· ως ήτο τότε η δύναμίς μου.» (Ιησ. Ναυή 14:11) Παρά τις δυσχέρειες και τα δεινά, τα περασμένα αυτά χρόνια υπήρξαν μια εξαίρετη εκπαίδευσις και προπαρασκευή για το μέλλον. Είμαι εξαιρετικά ευγνώμων στον Ιεχωβά και στον Χριστό Ιησού τον Κύριόν μας, που μου έδωσαν δύναμι, και με έκριναν πιστό να μου αναθέσουν τη διακονία της βασιλείας.