Υψηλή Τεχνολογία και Λάθος Διάγνωση
ΟΤΑΝ ένας γιατρός σάς λέει ότι, με βάση τη διάγνωσή του, έχετε κάποια συγκεκριμένη πάθηση, μπορείτε να είστε σίγουροι ότι η διάγνωση που έκανε είναι ακριβής; Ένα δημοσίευμα που εμφανίστηκε στην καναδική εφημερίδα The Globe and Mail λέει ότι δεν μπορείτε να είστε πάντα σίγουροι! «Ορισμένες έρευνες, που έκαναν σύγκριση των αποτελεσμάτων των νεκροψιών με την αιτία θανάτου που είχε αναφέρει ο γιατρός, έδειξαν ότι ο γιατρός έκανε λάθος στο 10 ως 30 τοις εκατό των περιπτώσεων». Και αυτό συμβαίνει παρά την πλατιά διάδοση των διαγνωστικών συσκευών υψηλής τεχνολογίας. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Δρ Τ. Φ. Μακ Έλιγκοτ, πρόεδρος της Αμερικανικής Ένωσης Παθολόγων, πιστεύει ότι το πρόβλημα έγκειται κατά μέρος στο ότι οι γιατροί βασίζονται πάρα πολύ σ’ αυτές τις συσκευές.
Αυτός είπε ότι «υπάρχουν τώρα τόσο περίπλοκες ‘εικονογραφικές’ διαγνωστικές μέθοδοι, ώστε πολλοί κλινικοί γιατροί πιστεύουν πως δεν θα μάθουν και τίποτα περισσότερο από τη νεκροψία, κι έτσι δεν ζητάνε να γίνεται νεκροψία». Ο ίδιος δήλωσε: «Πιστεύω ότι αυτή η αντίληψη δεν είναι σωστή». Η εφημερίδα αυτή, επίσης, επέσυρε την προσοχή σε ορισμένες πρόσφατες έρευνες που αποκάλυψαν ότι «εξακολουθεί να γίνεται λάθος διάγνωση για το 20 περίπου τοις εκατό των θανάσιμων ασθενειών».
Για παράδειγμα, σε κάποια πανεπιστημιακή κλινική των Ηνωμένων Πολιτειών, μια 30χρονη έρευνα που έγινε σε νεκροψίες «έδειξε πως το γεγονός ότι οι γιατροί βασίζονται σε τεστ υψηλής τεχνολογίας, . . . αντί να αυξήσει τη συνολική ακρίβεια των διαγνώσεων, στην πραγματικότητα συντέλεσε στο να γίνει λάθος διάγνωση σε μερικές περιπτώσεις». Επίσης, σ’ ένα νοσοκομείο στο Γουίνιπεγκ του Καναδά, το 13 τοις εκατό των νεκροψιών που έγιναν το 1983 «έδειξαν ότι είχε γίνει διάγνωση που αποτελούσε σοβαρό λάθος και η οποία αν είχε εντοπιστεί πριν από το θάνατο, θα είχε σαν αποτέλεσμα την παράταση της ζωής του ασθενή ή την πιθανή θεραπεία του».
Σ’ ένα άλλο νοσοκομείο του Γουίνιπεγκ, σύμφωνα με μια έρευνα που έγινε σε νεκροψίες 200 πτωμάτων, «το 24 τοις εκατό [των νεκροψιών] έδειξαν ότι υπήρχαν υποβόσκουσες ασθένειες, διαφορετικές από εκείνες που είχαν διαγνωσθεί. Στο 10 τοις εκατό των περιπτώσεων, το τελικό αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι διαφορετικό, αν η διάγνωση που έγινε πριν από το θάνατο αποδεικνυόταν σωστή». Αν λάβουμε υπόψη αυτά τα συνταρακτικά γεγονότα, όσοι έχουν σοβαρά προβλήματα υγείας είναι σοφό να ζητάνε τη γνώμη όχι μόνο ενός, αλλά περισσότερων ανεξάρτητων γιατρών.